Η Ψιχαλίτσα
Είχε πολύ ψύχρα σήμερα το πρωί. Έβλεπα από ψηλά, εκεί στον τόπο που ζούσα, πολύ σκοτεινό το χώρο, που μετά έμαθα πως τον έλεγαν έδαφος και γη. Α! ξέχασα να σας πω, ότι εγώ δεν ζω στη γη. Ζω ψηλά, στον ουρανό, που τον χαίρομαι, γιατί εκεί έχω την ελευθερία μου. Όχι όπως στη γη. Βρέθηκα μια μέρα, ξαφνικά εκεί ψηλά. Ούτε θυμάμαι πώς! Όλα μου φαίνονταν γαλάζια και πολύ φωτεινά!... Το αεράκι που φυσούσε, με πήγαινε πέρα-δώθε. Αισθανόμουν πως ήμουν σε μια τεράστια κούνια, που με πήγαινε όλο και πιο δυνατά, πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλλη. Όμως, είχα μια τεράστια απορία μέσα μου! Ήμουν μόνη μου εκεί, ψηλά στον ουρανό και δεν ήξερα ούτε τα’ όνομά μου! Μ’ άρεσε που την ημέρα ο ήλιος περνούσε μέσα από το διάφανο κορμάκι μου, και μ’ έκανε φωτεινή σαν ένα διαμάντι. Και μού’ λεγε μ’ ένα ζεστό χαμόγελο: - «Καλημέρα! Είμαι ο ήλιος! Εσένα πώς σε λένε;» - «Δεν ξέρω!» έλεγα θλιμμένα. – «Τι κάνεις εδώ ψηλά;» με ρωτούσε πάλι. – «Δεν ξέρω!» ξαναέλεγα. Το βράδυ μου χαμογελούσε το φεγγάρι