Η πεταλούδα με τα τσακισμένα φτερά
Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, όταν ο γέρο-νάνος με τη μακριά άσπρη γενειάδα του, το κίτρινο σκουφί και τα πολύχρωμα, χιλιομπαλωμένα ρούχα του, επέστρεφε κατάκοπος από τη μακρινή του βόλτα στο τεράστιο δάσος. Το σπίτι του, δηλαδή η κουφάλα του γιγάντιου κορμού μιας γέρικης βελανιδιάς, που την είχε μετατρέψει σε μια ωραία κατοικία, τον περίμενε με το φαγητό να αχνίζει μέσα στο τσουκάλι, επάνω στο φούρνο που είχε σβήσει, προτού φύγει για τη βόλτα του. Καθώς πλησίαζε στο σπίτι του, μ΄ένα σωρό σκέψεις να τριγυρίζουν στο μυαλό του, είδε επάνω σε μια πέτρα, στην άκρη του δρόμου, μια πανέμορφη πεταλούδα. Τα μαύρα φτερά της έμοιαζαν σαν βελουδένια! Δύο πορτοκαλί ρίγες διέτρεχαν διαγώνια την κάθε πλευρά τους, και δύο στο τελείωμα του κάθε φτερού σαν φραμπαλάς σε σπανιόλικο ρούχο, έμοιαζαν ζωγραφισμένες από κάποιο λεπτό πινέλο! Κι ανάμεσα, διάσπαρτες, άσπρες πιτσίλες μικρές και μεγάλες. Ήταν σαν ζωγραφιά! Όμως, έμοιαζε κουρασμένη, καθώς έστεκε ακίνητη και τη χτυπούσε ο ήλιος με τις ζεστές του αχτίδ