Η πεταλούδα με τα τσακισμένα φτερά

Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, όταν ο γέρο-νάνος με τη μακριά άσπρη γενειάδα του, το κίτρινο σκουφί και τα πολύχρωμα, χιλιομπαλωμένα ρούχα του, επέστρεφε κατάκοπος από τη μακρινή του βόλτα στο τεράστιο δάσος. Το σπίτι του, δηλαδή η κουφάλα του γιγάντιου κορμού μιας γέρικης βελανιδιάς, που την είχε μετατρέψει σε μια ωραία κατοικία, τον περίμενε με το φαγητό να αχνίζει μέσα στο τσουκάλι, επάνω στο φούρνο που είχε σβήσει, προτού φύγει για τη βόλτα του. Καθώς πλησίαζε στο σπίτι του, μ΄ένα σωρό σκέψεις να τριγυρίζουν στο μυαλό του, είδε επάνω σε μια πέτρα, στην άκρη του δρόμου, μια πανέμορφη πεταλούδα. Τα μαύρα φτερά της έμοιαζαν σαν βελουδένια! Δύο πορτοκαλί ρίγες διέτρεχαν διαγώνια την κάθε πλευρά τους, και δύο στο τελείωμα του κάθε φτερού σαν φραμπαλάς σε σπανιόλικο ρούχο, έμοιαζαν ζωγραφισμένες από κάποιο λεπτό πινέλο! Κι ανάμεσα, διάσπαρτες, άσπρες πιτσίλες μικρές και μεγάλες. Ήταν σαν ζωγραφιά!
Όμως, έμοιαζε κουρασμένη, καθώς έστεκε ακίνητη και τη χτυπούσε ο ήλιος με τις ζεστές του αχτίδες. Ο νάνος την είδε και σκέφτηκε πως ήταν στο τέλος της ζωής της. Άλλωστε, ήξερε ότι οι πεταλούδες δεν ζουν πολύ! Όμως εκείνη η πεταλούδα μόλις πριν λίγο είχε βγει απ΄το κουκούλι της, και περίμενε να δυναμώσουν λίγο τα φτερά της, για ν΄αρχίσει τους τρελούς, ιπτάμενους χορούς της επάνω απ΄τα πολύχρωμα λουλούδια που την καλούσαν κοντά τους με τις ευωδιαστές ανάσες τους! Αλλά ο κουτούτσικος γέρο-νάνος δεν σκέφτηκε έτσι. Ενθουσιασμένος από το εύρημά του, έσκυψε, την έπιασε προσεκτικά απ΄τα κλειστά φτερά της, και είπε μέσα του: «Θα την πάω σπίτι μέχρι να πεθάνει, και μετά θα την βάλω στη συλλογή μου». Γιατί του άρεσε να μαζεύει διάφορα έντομα, κι είχε μια πλούσια και ωραία συλλογή. Όσο πήγαινε στο σπίτι, η ωραία πεταλούδα προσπαθούσε να ξεφύγει από τα δάχτυλά του, και κούναγε με δύναμη όλο της το σώμα, τινάζοντας τα πόδια της στον αέρα, σα να του φώναζε σπαραχτικά: «Άσε με ανόητε να φύγω! Ακόμα δεν έκανα τον κύκλο της ζωής μου»! Όμως ο νάνος πού να καταλάβαινε τη γλώσσα της; Μόλις έφτασε στο σπίτι του, άνοιξε ένα μεγάλο γυάλινο βάζο, άφησε μέσα απαλά την πεταλούδα, και το σκέπασε με ένα ύφασμα για να παίρνει η καημένη αέρα! Εκείνη έπεσε αρχικά στον πάτο του βάζου, αλλά μετά φτερούγισε και γαντζώθηκε στο ύφασμα, όπως οι φυλακισμένοι κρατούν τα κάγκελα του κελιού τους, αγωνιώντας για το μέλλον της! Ο νάνος της έριξε λίγη ζάχαρη κι εκείνη την δοκίμασε και της άρεσε. Την άλλη μέρα, ο νάνος βρήκε την πεταλούδα ακόμα ζωντανή. Έκοψε ένα ζουμερό πορτοκάλι και τις έδωσε να φάει λίγο. Εκείνη ρούφηξε λαίμαργα το χυμό του.
Όμως, σε λίγο ένοιωσε ότι η φυλακή της δεν την χωρούσε άλλο! Ήθελε την ελευθερία της! Τα λουλούδια! Τον ήλιο! Δεν είχε γεννηθεί για να ζήσει φυλακισμένη μέσα σ΄ένα γυάλινο βάζο! Άρχισε λοιπόν ένα τρελό φτεροκόπημα, και τελικά κουρασμένη, έκατσε κάτω με απογοήτευση! «Αν αυτός ο γεροξεκούτης νάνος με κρατάει εδώ μέσα φυλακισμένη για τα όμορφα φτερά μου, είναι πολύ γελασμένος ότι θα του κάνω τη χάρη να γίνω κομμάτι της συλλογής του! Προτιμώ να πεθάνω με αξιοπρέπεια!» σκέφτηκε θυμωμένη η όμορφη πεταλούδα, κι αμέσως, απελπισμένη καθώς ήταν, άρχισε ένα τρελό χορό θανάτου! Πετούσε κυκλικά μέσα στο βάζο και χτυπούσε τα πιτσιλωτά, εύθραυστα φτερά της, με όση δύναμη είχε, μέχρι που εκείνα έσπασαν κι έπεσαν κουρελιασμένα στον πάτο του βάζου! Η πεταλούδα με τσακισμένα τα φτερά της, δεν μπορούσε πια να πετάξει! Και ταυτόχρονα, είχε χάσει πια την ομορφιά που στάθηκε αιτία να βρεθεί φυλακισμένη μέσα σ΄εκείνο το πληκτικό, γυάλινο βάζο! Μόλις την αντίκρισε ο νάνος με τσακισμένα φτερά, κατάλαβε το λάθος του και λυπήθηκε πολύ! Όμως, ήταν πια πολύ αργά! Εκείνη πάλι τον κοίταζε μέσα από τη γυάλινη φυλακή της με πείσμα και περηφάνια, κι ήταν σα να του έλεγε: «Κοίτα! Σου αρέσω τώρα όπως κατάντησα; Με θες ακόμα για τη συλλογή σου;» Και πράγματι, δεν άρεσε πια στο νάνο η πεταλούδα! Τι να έκανε για τη συλλογή του μια πεταλούδα με τσακισμένα φτερά; Πήρε λοιπόν το βάζο, βγήκε στο δάσος, άνοιξε το γυάλινο βάζο και το γύρισε ανάποδα, να βγει η πεταλούδα έξω. Εκείνη στάθηκε επάνω σε μια πέτρα. Προσπάθησε ν΄ανοίξει αυτά τα λίγα, κολοβωμένα φτερά που της είχαν απομείνει, αλλά, της ήταν αδύνατο να πετάξει! Αντάλλαξε με το νάνο ένα λυπημένο βλέμμα, κι εκείνος, μ΄ένα δάκρυ, ήταν σα να της ζητούσε βαθιά συγγνώμη για το φρικτό μαρτύριο που την υπέβαλε, μέσα στην απερισκεψία του! Μάλιστα, μέσα του ορκίστηκε να μην ξαναπιάσει ποτέ πια ζωντανές πεταλούδες!
Η ανάπηρη πεταλούδα περπάτησε με αξιοπρέπεια στο χώμα, κι εξαφανίστηκε με σταθερά, γρήγορα βήματα, ανάμεσα στις πέτρες και τα χόρτα που αγκάλιαζαν τη ρίζα της γέρικης βελανιδιάς. Αποτραβήχτηκε σε μια σκιά, περιμένοντας ήσυχα, από ώρα σε ώρα, το τέλος της, που θα τη λύτρωνε από αυτή την πικρή και σύντομη ζωή της μέσα στη σκληρή σκλαβιά! Κάτι που δεν άξιζε καθόλου στη φανταχτερή ομορφιά της, που ήταν φτιαγμένη για να ζει μέσα στη φύση ελεύθερη, και να κάνει ακόμα πιο ωραίο το τοπίο που την αγκάλιαζε, και που τόσο σοφά και τέλεια είχε ζωγραφίσει ο Δημιουργός!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γυναίκες της Επανάστασης του 1821

Οι Χιονάνθρωποι των Χριστουγέννων

Το δέντρο των Χριστουγέννων