Η Ψιχαλίτσα
Είχε πολύ ψύχρα σήμερα το πρωί. Έβλεπα από ψηλά, εκεί στον τόπο που ζούσα, πολύ σκοτεινό το χώρο, που μετά έμαθα πως τον έλεγαν έδαφος και γη.
Α! ξέχασα να σας πω, ότι εγώ δεν ζω στη γη. Ζω ψηλά, στον ουρανό, που τον χαίρομαι, γιατί εκεί έχω την ελευθερία μου. Όχι όπως στη γη. Βρέθηκα μια μέρα, ξαφνικά εκεί ψηλά. Ούτε θυμάμαι πώς! Όλα μου φαίνονταν γαλάζια και πολύ φωτεινά!... Το αεράκι που φυσούσε, με πήγαινε πέρα-δώθε. Αισθανόμουν πως ήμουν σε μια τεράστια κούνια, που με πήγαινε όλο και πιο δυνατά, πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλλη.
Όμως, είχα μια τεράστια απορία μέσα μου! Ήμουν μόνη μου εκεί, ψηλά στον ουρανό και δεν ήξερα ούτε τα’ όνομά μου! Μ’ άρεσε που την ημέρα ο ήλιος περνούσε μέσα από το διάφανο κορμάκι μου, και μ’ έκανε φωτεινή σαν ένα διαμάντι. Και μού’ λεγε μ’ ένα ζεστό χαμόγελο: - «Καλημέρα! Είμαι ο ήλιος! Εσένα πώς σε λένε;» - «Δεν ξέρω!» έλεγα θλιμμένα. – «Τι κάνεις εδώ ψηλά;» με ρωτούσε πάλι. – «Δεν ξέρω!» ξαναέλεγα. Το βράδυ μου χαμογελούσε το φεγγάρι και μου έλεγε: - «Καλησπέρα! Τι κάνεις μόνη σου εδώ;» - «Δεν ξέρω!» απαντούσα. Κι ενώ ένιωθα τόσο όμορφα εκεί ψηλά, αισθανόμουν ότι ακόμα δεν είχα βρει το σκοπό μου εκεί πάνω!
Όμως, σήμερα που ξημέρωσε, το αεράκι φύσηξε πιο δυνατά. – «Μη φοβάσαι! μου είπε. Σήμερα δεν θα σε κουνήσω μόνο πέρα-δώθε. Θα σε πάω λίγο μακρύτερα. Κρατήσου πάνω μου και μη σε νοιάζει! Εγώ θα σε πάω εκεί που ανήκεις!» Άρχισα να στροβιλίζομαι. Ένιωσα λίγο να ζαλίζομαι! Έκλεισα τα μάτια μου κι αφέθηκα στο ταξίδι που με πήγαινε ο αέρας. Ώσπου άρχισα ν΄ακούω χαρούμενα ξεφωνητά: - «Ψιχαλίτσα! Ψιχαλίτσα! Επιτέλους! Πού ήσουν; Εσένα περιμέναμε!» Άνοιξα τα μάτια μου και είδα πολλά-πολλά χαρούμενα ματάκια να με κοιτάζουν! Και πολλά κορμάκια διάφανα σαν κρύσταλλο, σαν το δικό μου κορμί, να τρέχουν προς το μέρος μου. – «Ποιες είστε; Δεν σας ξέρω!» είπα. Αλλά δεν φοβόμουνα. Ένιωθα πως ήξερα εκείνα τα λαμπερά προσωπάκια. – «Είσαι η Ψιχαλίτσα, η αδελφούλα μας! Εσένα περιμέναμε τόσο καιρό!» - «Η Ψιχαλίτσα; Η αδελφούλα σας; Ώστε έτσι με λένε; Και δεν το ήξερα! Αχ! Τι ωραία ακούγεται τ’ όνομά μου! Ψιχαλίτσα!.. Ψιχαλίτσα!.. Ψιχαλίτσα!... Όμως, αφού είμαι αδελφούλα σας, εσείς τόσο καιρό πού είσαστε, κι εγώ που ήμουν ολομόναχη πάνω στον ουρανό, νόμιζα πως είμαι μοναδική; Εσείς από πού ήρθατε;» - «Από εκεί που ήρθες κι εσύ Ψιχαλίτσα. Από εκεί κάτω, από τη γη ήρθαμε όλες! Κοίτα! Τη βλέπεις τη γη; Κοίτα τι όμορφη που είναι από ψηλά! Βλέπεις τα βουνά, τις λίμνες, τα ποτάμια, τη θάλασσα; Κοίτα! Κοίτα εκεί το πράσινο! Τα καημένα τα δεντράκια, εμάς περιμένουν για να πρασινίσουν πιο πολύ. Ο ήλιος κι εμείς το κάνουμε αυτό! Το βλέπεις εκεί το χώμα που φαίνεται από ψηλά τόσο σκούρο και χωρίς χαρά; Εμάς περιμένει! Να το ποτίσουμε, να γεμίσει πράσινα χορταράκια και να πλημμυρίσει ζωή! Όμως, κοίτα! Έρχονται κι άλλες αδελφούλες μας. Τις φέρνει προς τα εδώ το καλό μας αεράκι! Κοίτα! Γινόμαστε πολλές! Πάρα πολλές! Θα πιαστούμε πρώτα χέρι-χέρι και θα στριμωχτούμε λιγάκι μεταξύ μας. Και μετά, θα αφήσουμε τα χέρια μας και θα αρχίσουμε να πέφτουμε!» - «Να πέφτουμε; Πού να πέφτουμε;» ρώτησα με απορία. – «Θα δεις Ψιχαλίτσα! Μη θες να τα μάθεις όλα από εμάς! Θα μάθεις και από μόνη σου! Θα αποχτήσεις εμπειρίες! Να, να! Κοίτα πώς βαραίνουμε! Έλα πιο κοντά μας, να βαρύνουμε περισσότερο. Είδες; Τώρα που είμαστε πάρα πολλές μαζί, από το βάρος μας η γη σκοτείνιασε! Δεν βλέπει το χαμόγελο του ήλιου! Της το κρύβουμε εμείς. Όμως, Ψιχαλίτσα, να! Ήρθε η ώρα! Αφήνουμε η μια την άλλη και πέφτουμε κάτω! Γειά σου!...Θα τα πούμε στη γη!..» Δεν πρόλαβαν οι αδελφούλες μου να μου πουν πιο πολλά. Άρχισα να πέφτω κι εγώ μαζί τους. Με τόση δύναμη, που δεν το περίμενα! Αλλά μου άρεσε!... Μου άρεσε πολύ αυτή η ταχύτητα! Όσο κατέβαινα, έβλεπα τα πάντα στη γη να μεγαλώνουν κι εγώ να φαίνομαι μπροστά τους μια σταλίτσα! Άρχισα να φοβάμαι ξαφνικά! Θα χανόμουν ανάμεσα σε τόσους γίγαντες! Και ξαφνικά… Ωπ! Ωπ! Χωπ!.. έπεσα στα μαλακά! Και με το που ακούμπησα κάτω, μοσχομύρισε ο τόπος! Μα πού βρισκόμουν; Έπεσα μέσα σε μια πράσινη βαρκούλα, σαν εκείνες που κοιτούσα από ψηλά και τις χάζευα, μέσα στην απέραντη θάλασσα. Και δίπλα είχε πολλές-πολλές βαρκούλες, πράσινες κι αυτές. Όλες πιασμένες μεταξύ τους κι ενωμένες μ’ ένα παράξενο για ‘μένα τρόπο. Σε κάθε βαρκούλα σιγά-σιγά, άρχισε να πέφτει και μία από τις αδελφούλες μου. Κι εκείνες, όμως εγώ, κουνιόντουσαν ευχάριστα! Και η ευωδιά που έβγαινε, γινόταν μεγαλύτερη!... Μα, να!... Μια ηλιαχτίδα ξαναφώτισε τη γη! Να κι άλλη!... Κι άλλη!... Και αμέσως, ένα τεράστιο, πολύχρωμο τόξο, στεφάνωσε τη γη από τη μια άκρη ως την άλλη! Φαίνεται όμως, πως άρεσε σε κάποιες αδελφούλες μου να μείνουν στον ουρανό, ή ίσως και δεν πρόλαβαν να πέσουν, κι έτσι μας κοιτούσαν από ψηλά. – «Αχ!..», ακούσαμε μια γλυκιά φωνή. Οι βαρκούλες μας αναταράχτηκαν, κι εμείς παραλίγο να κατρακυλήσουμε από μέσα τους. – «Κρατηθείτε!» μας ξανάπε η φωνή που έβγαινε, εκεί κάπου ανάμεσα από τις βαρκούλες.Κρατηθείτε να τεντωθώ! Αχ!.. Νά’στε καλά! Με ξυπνήσατε! Με συνεφέρατε! Τόσο καιρό χωρίς νερό, είχα αρχίσει να μαραζώνω!» - «Ποιος είσαι εσύ;» - «Είμαι ο βασιλικός!» - «Κι αυτές οι βαρκούλες δικές σου είναι;» - «Ποιες βαρκούλες;» - «Να! Αυτές που είμαστε μέσα!» - «Χα,χα! Βαρκούλες; Αυτά είναι τα φύλλα μου ! Δεν θα έχετε σίγουρα ξαναδεί βασιλικό!... Αυτός είναι ο κορμός μου, αυτά είναι τα κλαδάκια μου και πάνω σ΄αυτά, τα φύλλα μου. Τα φύλλα μου είναι αυτά που λέτε εσείς βαρκούλες. Μόλις τ΄αγγίξατε άρχισαν να ευωδιάζουν! Είδατε τι ωραία μυρωδιά που έχω;» - «Ναι, αυτό είναι αλήθεια! πήρα το λόγο εγώ. Τι όμορφα που μυρίζεις! Αλλά, και τι ωραίος που είσαι! Ενώ εμείς τι είμαστε; Εγώ, τι είμαι; Μια Ψιχαλίτσα! Ούτε μυρίζω, ούτε έχω χρώμα, ούτε ξέρω γιατί έπεσα εδώ!» - «Θα δεις Ψιχαλίτσα! Θα μάθεις! Μην ανυπομονείς! Δεν σου είπαμε;» μου φώναξαν οι αδελφούλες μου λίγο θυμωμένα. Και συνέχισαν: - «Δεν χρειάζεται να μυρίζεις για να κάνεις καλό! Ούτε να είσαι τόσο όμορφη σαν τον βασιλικό. Θα δεις σε τι χρειάζεσαι!...» Ξαφνικά, φύσηξε ένα αεράκι και ο βασιλικός ρίγησε. – «Μπρρ!...Κρύωσα! είπε» Εγώ δεν το περίμενα έτσι αναπάντεχα να κουνηθεί, και καθώς δεν βαστιόμουν καλά από τη βαρκούλα που τη λέγανε «φύλλο», κύλησα και, ωπ, μ΄ένα πηδηματάκι βρέθηκα σε κάτι πιο σκληρό. - «Τι είναι πάλι εδώ;» αναρωτήθηκα φωναχτά. Ο βασιλικός έσκυψε και μου είπε με ευωδιαστή πνοή: - « Αυτό το κόκκινο, είναι το σπίτι μου, η γλάστρα. Είναι φτιαγμένη από χώμα και νερό. Νερό σαν εσένα!» - «Σαν εμένα; Τι, νερό είμαι εγώ; Εμένα Ψιχαλίτσα με λένε!» - «Ψιχαλίτσα, που όμως είσαι νερό! Συνέχισε ο καλός μου φίλος. Κι εγώ είμαι ένα φυτό. Ένα φυτό, που το λένε βασιλικό. Κατάλαβες;» - «Προσπαθώ!» απάντησα διστακτικά. – «Έχεις πολλά ακόμα να μάθεις Ψιχαλίτσα!» μου είπε ο βασιλικός και συνέχισε: - « Κι αν βιάζεσαι, δεν έχεις παρά να κυλίσεις επάνω στον τοίχο του σπιτιού μου και να φτάσεις κάτω στο χώμα.» - «Και τι θα γίνει εκεί;» ρώτησα ανυπόμονα. – «Θα δεις μόνη σου Ψιχαλίτσα!» μου είπε ο καλός κι ευωδιαστός μου φίλος, και με αποχαιρέτησε. Τότε, πήρα βαθιά ανάσα και είπα: «Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει! Άλλωστε, πρέπει να μάθω τον προορισμό μου!» Ήδη είχα μάθει, ότι με τη δροσιά μου ξύπνησα από το βαθύ του ύπνο τον βασιλικό που πήγαινε να μαραθεί και του ξανάδωσα ζωή. Έπρεπε να δω τι θα γινόταν παρακάτω!... Και, ωπ, γλίστρησα με χάρη επάνω στη γλάστρα, αφήνοντας πίσω μου ένα μακρύ υγρό σημάδι, και προσγειώθηκα στο χώμα. Αλλά, δεν πρόλαβα να πατήσω επάνω του, κι ένιωσα αμέσως να με ρουφάει μέσα του και άρχισα να χάνομαι και να μπαίνω στα σκοτάδια. – «Βοήθεια! Φώναξα τρομαγμένη. Τι γίνεται; Τι έπαθα;» - «Αχ! Σ’ ευχαριστώ Ψιχαλίτσα! άκουσα μια βαριά φωνή. Με ξεδίψασες! Να ‘ξερες πώς διψούσα!» - «Ποιος είσαι εσύ; Είναι σκοτεινά και δεν βλέπω! Είπα με απορία» - «Είμαι το χώμα! Δεν με είδες λίγο πριν που έπεσες επάνω μου;» -«Πριν σε είδα. Τώρα πώς να δω που όλα είναι μαύρα; Δεν βλέπω τίποτα!» - «Στάσου, περίμενε, είπε το χώμα. Όταν έπεσες επάνω μου, ήμουνα εντελώς ξερό κι απότιστο! Τώρα που έπεσες επάνω μου, κι εσύ και άλλες αδελφούλες σου, μαλάκωσα! Να ’ξερες πώς διψούσα τόσο καιρό! Διψούσα τόσο που ξεχάστηκα και σ΄άφησα στα σκοτεινά! Στάσου ν’ ανοίξω, να μπει λίγο φως! Να, κοίτα!...» Ξαφνικά, ένιωσα το χώμα να κουνιέται, να φουσκώνει κι από σκληρό να γίνεται αφράτο. Κι έβγαλε μιά ωραία μυρωδιά!... Δεν μπορώ να την περιγράψω! Κι αμέσως, έπαψα να νιώθω τόσο στριμωγμένα. Ανάσανα, και από πάνω μου άνοιξαν πολλοί φεγγίτες. Από μέσα τους έμπαινε φως. Ήταν οι αχτίνες του φίλου μου του ήλιου, και φώτιζαν κι εμένα, και το χώρο γύρω μου! – «Είδες τι καλό μου έκανες Ψιχαλίτσα, εσύ κι οι αδελφούλες σου; είπε το χώμα. Με ποτίσατε, που τόσο καιρό, σχεδόν όλο το καλοκαίρι είχα ξεραθεί από την πολλή ζέστη, είχα κολλήσει κι είχα σκληρύνει σαν πέτρα. Τώρα πάλι φούσκωσα κι έγινα αφράτο! Από τους πόρους μου μπαίνει πλούσιο μέσα το φως του ήλιου και με ζεσταίνει γλυκά, γιατί μου δώσατε εσείς την υγρασία που χρειαζόμουν. Τώρα, είμαι χρήσιμο στους γεωργούς, τους κηπουρούς και σ΄όσους θα με καλλιεργήσουν. Πριν, ήμουν άχρηστο! Όλο μαζί το χώμα, αποτελώ το έδαφος της γης, που πάνω του ζουν άνθρωποι και ζώα. Επάνω σ΄εμένα χτίζουν τα σπίτια τους, φτιάχνουν τους δρόμους τους, περπατούν ή οδηγούν πηγαίνοντας στις δουλειές τους, παίζουν, με σκάβουν και με σπέρνουν σπόρους, απ΄όπου παίρνουν την τροφή τους. Όμως, αν δεν έρθεις εσύ Ψιχαλίτσα με τις αδελφούλες σου, το ευεργετικό νερό, εγώ δεν μπορώ τίποτα να δώσω από μόνο μου. Σου χρωστάω πολλά γι’ αυτό και σ’ ευχαριστώ! Όμως, μην κάθεσαι! Κοίταξε πόσες σήραγγες υπάρχουν μπροστά σου! Διάλεξε μια και πήγαινε! Εκεί, θα βρεις τους σπόρους. Εμείς δεν θ’ αποχωριστούμε. Άλλωστε, μέσα στο σώμα μου θα κυλάς, όπως το αίμα στους ανθρώπους, και μου δίνεις ζωή. Και χαρίζεις ζωή και σ΄εκείνους! Όλοι σ’ έχουμε ανάγκη! Πήγαινε, και ό,τι θέλεις με ρωτάς!...» Αυτά είπε το χώμα, κι εγώ άρχισα να φουσκώνω από υπερηφάνεια, γιατί τελικά είχα αρχίσει να καταλαβαίνω πόσο χρήσιμη ήμουν! Έτσι, άρχισα να κυλάω μέσα σε μια σήραγγα που μου φάνηκε ευρύχωρη. Από πάνω μου έφεγγαν οι ηλιαχτίδες που τρύπωναν μέσα στο χώμα. Κυλούσα, μέχρι που έφτασα κάπου, που η σήραγγα έφραζε από κάτι σκληρό. Αλλά, αυτό δεν ήταν χώμα. – «Κάτι σκληρό με εμποδίζει να περάσω! Τι είναι αυτό;» ρώτησα το χώμα. – «Αυτός είναι ο σπόρος που σου είπα. Κοιμάται τώρα!...» μου απάντησε με τη ζεστή φωνή του. – «Τότε μην κάνουμε φασαρία!...» είπα ψιθυριστά. – «Όχι, σκούντα τον! Πρέπει να ξυπνήσει! Τώρα που ήρθες εσύ, πρέπει να ξυπνήσει! επέμεινε το χώμα. Εσένα περιμένει! Σε χρειάζεται!...» - «Έι, ξύπνα, ξύπνα υπναρά! Του φώναξα με την ψηλή φωνή μου. Έλα λοιπόν!...» Με το που τον άγγιξα εκείνος αναρίγησε. Άνοιξε να κάτι μάτια! Όμορφα, καφετιά, όπως και το χρώμα του. Μου χαμογέλασε! – «Επιτέλους! Ήρθες Ψιχαλίτσα! Σε περίμενα τόσο καιρό! Έχω πέσει σε καλό χώμα, αλλά, αν δεν ερχόσουνα εσύ να με ποτίσεις, δεν θα μεγάλωνα! Θα πέθαινα! Ενώ τώρα θα σμίξουμε και θα πάρω ζωή! Μη φοβηθείς γι΄αυτό που θα γίνει σε λίγο! Εμείς οι δυο θα γίνουμε ένα! Όμως για λίγο! Μέχρι που θα βγούμε πάνω, στην επιφάνεια της γης. Εκεί, θα χωριστούμε πάλι! Έλα, έλα πιο κοντά μου Ψιχαλίτα!...» μου είπε ο καστανός σπόρος κι ένιωσα μέσ’ στη φωνή του και το σώμα του μεγάλη ζεστασιά! Τον πλησίασα άφοβα! Χαιρόμουν για ό,τι γινόταν! Τελικά, με όλη αυτή την περιπέτεια, έμαθα πόσο χρήσιμη είμαι! Εγώ, μια Ψιχαλίτσα! Μια τόση δα σταγονίτσα νερό! Αγκάλιασα το σπόρο και γίναμε ένα! Ο σπόρος αμέσως φούσκωσε! Άρχισε να στριφογυρίζει και να χορεύει μαζί μου ένα τρελό χορό! Άλλαξε σχήμα ξαφνικά. Έβγαλε ποδαράκια!... – «Αυτά είναι οι ρίζες μου!» μου είπε. Κι έπειτα, ένα πράσινο κεφαλάκι έσκασε απ’ το επάνω του μέρος. – «Κι αυτός ο βλαστός μου!» συμπλήρωσε. Και συνέχισε: - «Κρατήσου πάνω μου γερά, κι εγώ θα σπρώξω το χώμα και θα βγω έξω! Να, από εκείνη τη μικρή τρυπίτσα στο χώμα, που μπαίνει το φως του ήλιου. Από εκεί θα ξεμυτίσουμε!...» Αυτά είπε, και, ωπ! Να’ μαστε πάλι επάνω στην επιφάνεια της γης! Γύρω άρχισαν να ξεπετάγονται κι άλλα πράσινα κεφαλάκια. Και πάνω σε καθένα, σα διαμαντένιο στέμμα, καθόταν και μια αδελφούλα μου, μια Ψιχαλίτσα. Αρχίσαμε να φωνάζουμε χαρούμενα η μια την άλλη. – «Γειά σου Ψιχαλίτσα! μου φώναξαν. Είδες τώρα σε τι χρειάζεσαι; Έμαθες;» - «Ναι! Έμαθα και χάρηκα πολύ, που προσφέρω τόσο καλό! Όμως, τώρα τι θα γίνει;» ρώτησα ανυπόμονα. – «Τώρα θα έρθει ο φίλος μας ο ήλιος Ψιχαλίτσα, και θα μας πάρει πάλι ψηλά στον ουρανό!» - «Πάλι στον ουρανό;!» απόρησα. – «Ναι Ψιχαλίτσα! Όμως μη φοβηθείς! Δε θα μείνεις πάλι μόνη σου! Θα μαζευτούμε όλες οι αδελφούλες μαζί! Θα πιαστούμε χέρι-χέρι και θα σχηματίσουμε ένα ωραίο σύννεφο. Κι όταν βαρύνουμε πολύ, και πάλι πλιτς, πλιτς, πλιτς, θα πέσουμε όποτε χρειαστεί στη γη. Θα κάνουμε τον ίδιο κύκλο!» Ξαφνικά, έπεσε πάνω μου μια ηλιαχτίδα. – «Καλημέρα! Είμαι ο φίλος σου ο ήλιος! Γνωριζόμαστε, με θυμάσαι, δεν είναι έτσι;» είπε και η ανάσα του με χάϊδεψε καυτή! – «Κι εγώ είμαι η Ψιχαλίτσα, που επιτέλους, έμαθα τ’ όνομα και το σκοπό μου! Τώρα δε φοβάμαι! Τώρα δε θα νιώθω μόνη εκεί ψηλά στον ουρανό! Ξέρω το έργο μου πλέον πάνω στη γη!» - «Ωραία! Ετοιμάσου τότε Ψιχαλίτσα, ήρθε η ώρα να φύγεις από εκεί που βρίσκεσαι.» Είπε ο ήλιος και με χάϊδεψε με τη ζεστή του αχτίδα. Αμέσως, το υγρό μου σώμα έγινε ατμός. Ατμός ανάλαφρος, και άρχισα να σκαρφαλώνω πάνω στην ηλιαχτίδα και ν΄ανεβαίνω, ν΄ανεβαίνω… Και οι αδελφούλες μου, οι άλλες Ψιχαλίτσες, μ’ ακολούθησαν. Και όσο σκαρφαλώναμε στις ηλιαχτίδες και ανεβαίναμε στον ουρανό, τα πράσινα βλασταράκια που είχαν φυτρώσει με τη δική μας βοήθεια επάνω στη γη, μας κουνούσαν τα φυλλαράκια τους και μας αποχαιρετούσαν. – «Στο καλό! Στο καλό! Μας φώναζαν. Θα σας περιμένουμε σύντομα, να μας ξαναδώσετε τη δροσιά σας και να μας ποτίσετε! Γειά σας Ψιχαλίτσες!...» - «Γειά σας βλασταράκια!» αντιχαιρετήσαμε κι εμείς, και σιγά-σιγά ανεβήκαμε ψηλά στον ουρανό και κατεβήκαμε από τις ηλιαχτίδες. Κι αμέσως, ξαναγίναμε από ατμός σταγόνες. Όπως και πριν! – «Σε ευχαριστούμε για τη βοήθεια ήλιε! Είπαμε χαμογελώντας». – «Δεν θα χαθούμε!» μας απάντησε μ΄ένα ολοφώτεινο χαμόγελο εκείνος και μας έκλεισε το μάτι. Και τότε, φύσηξε το μυρωδάτο αεράκι και μας έσπρωξε τόσο, που μας έφερε κοντά-κοντά. – «Να, για να μην είσαστε μόνες σας και νιώθετε μοναξιά!» μας είπε με στοργή. Και τότε, πιάστηκα χέρι-χέρι με τις αδελφές μου, και φτιάξαμε μαζί ένα ωραίο κι ανάλαφρο, άσπρο συννεφάκι. Κι ο ήλιος μας χαμογέλασε, και με τις αχτίδες του ζωγράφισε πάνω μας χρώματα και σχήματα. Το αεράκι μας φύσηξε απαλά, κι εμείς αρχίσαμε να ταξιδεύουμε στον ουρανό, μέχρι την επόμενη βροχή!... (Αφιερωμένο στη Βικούλα)
Πόσο πολλές εικόνες μεσα απο το υπέροχο αυτο παραμυθάκι .....
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ! Ξέρεις πόσο μου αρέσει η ζωγραφική! Προσπαθώ να "ζωγραφίζω" και με το γραπτό λόγο. Χαίρομαι αν όντως το καταφέρνω! Μ' αρέσει όμως να συμπληρώνω το κείμενο με εικόνες από τη φύση, γιατί το μεγαλείο της τέχνης του Δημιουργού μας, είναι αξεπέραστο!
ΔιαγραφήΜανο μου τι υπεροχο σε ταξιδευει σαν να ζωγραφιζεις ειναι η γραφη σου.αφηνεις και τα πολυ ωραια νοηματα για τη βροχη ....για τη φυση.....μπραβο αδελφε μου .παλι εγραψες!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή