Οι Χουλιαράδες Ιωαννίνων σε άσπρο-μαύρο και... λίγο χρώμα

 Οι Χουλιαράδες Ιωαννίνων, είναι ένα ορεινό χωριό, που βρίσκεται γαντζωμένο σαν αετοφωλιά, σε ύψος 1.050 μέτρων, στις πλαγιές των Τζουμέρκων.  Το όνομα του χωριού οφείλεται στην παραγωγή ξύλινων κουταλιών (χουλιαριών) από ξύλο γκορτσιάς (αγριαχλαδιάς) με την οποία ασχολούνταν σε παλαιότερους αιώνες οι κάτοικοι. Αργότερα οι Χουλιαριώτες ασχολήθηκαν με πολλά ακόμα επαγγέλματα, όπως τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την πτηνοτροφία, ενώ ανάμεσά τους αναδείχτηκαν και πολλοί πετράδες, οι οποίοι έχτιζαν γεφύρια, εκκλησίες, τοίχους, σπίτια και πολλά άλλα. Από τους πιο φημισμένους χτίστες πέτρινων γεφυριών, τους αποκαλούμενους και "κιουπρούληδες" ήταν ο Αντώνης Κ. Κωνσταντινίδης, γνωστός και σαν Κωνσταντώνης. Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, η ζωή στους Χουλιαράδες δεν ήταν καθόλου εύκολη. Το βραχώδες έδαφος δεν προσφερόταν για πολλές καλλιέργειες, πάρα μόνο για πατάτες και κρεμμύδια. Οι πολλές καρυδιές του χωριού, που οι περισσότερες μέσα σε οικόπεδα και κτήματα, φυτεύτηκαν τη δεύτερη με τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα, άργησαν πολύ να μεγαλώσουν για ν΄αποδώσουν καρπούς, που πουλιούνταν κυρίως στα Γιάννενα. Η κτηνοτροφία δεν ήταν και πολύ ανεπτυγμένη, ενώ η ορνιθοτροφία απέδιδε κάποια κέρδη. Επίσης, ο τουρκικός ζυγός που ακόμα δεν είχε αποτιναχτεί από τους μέχρι τότε Ηπειρώτες ‘’ραγιάδες’’ που συνέχιζαν να πληρώνουν το ‘’κεφαλάτι’’ (κεφαλικό φόρο), δεν βοηθούσε για πολλά οικονομικά ανοίγματα. Όλες αυτές οι δύσκολες συνθήκες, ανάγκαζαν τους περισσότερους άντρες Χουλαριώτες, ακόμα και τα μικρά αγόρια, να ξενιτεύονται. Ένας σχετικά κοντινός προορισμός ήταν η Ελληνική πρωτεύουσα, όπου έρχονταν πολλά παιδιά να εργαστούν σα λούστροι στους δρόμους της Αθήνας και του Πειραιά. Άλλοι γινόντουσαν κουλουράδες. Υπήρχε όμως και η Ρουμανία με τις ακμάζουσες τότε ελληνικές παροικίες που ζητούσε εργατικά χέρια για απασχόληση. Έφευγαν λοιπόν για εκεί ή ένας ή και όλοι οι άντρες του σπιτιού, καθώς και τα αγόρια, από μια ηλικία και μετά που μπορούσαν κάπως να ερφαστούν, και πήγαιναν να δουλέψουν στη Ρουμανία σαν χτιστάδες, πετράδες, υπάλληλοι φούρνου ή ραφείων, τσαγκάρηδες κλπ. Έτσι έγινε για παράδειγμα με την οικογένεια του προπαππού μου Σπύρου Τασιούλα, που πήρε τα παιδιά του και ξενιτεύτηκε για λίγα χρόνια στη Ρουμανία αμέσως μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων, και σε σύντομο διάστημα επέστρεψεαν με αρκετά χρήματα που τους έδωσαν τη δυνατότητα να αποχτήσουν ακίνητη περιουσία τόσο στον Πειραιά, όσο και στο χωριό. Ο πρώτος από την οικογένεια που έφυγε για τη Ρουμανία, ήταν ο γιος του Σπύρου Τασιούλα Αναστάσης, που τον ρόγιασε (=τον προσέλαβε με μισθό) από τον πατέρα του ο Κωνσταντινίδης για δύο χρόνια και μετά για άλλα δύο, και από τη δουλειά του προικίστηκαν ανύπαντρα κορίτσια της οικογένειας, αλλά και επισκευάστηκε το Τασιουλέικο σπίτι στο χωριό. Χειρότερη ήταν η περίπτωση, αν έπρεπε να φύγει ο ανύπαντρος μοναχογιός μια οικογένειας στην ξενιτειά. Έχει συμβεί στο χωριό μας να παντρευτεί συγχωριανός ένα κορίτσι μόλις 13 χρονών για να εξασφαλίσει ότι θα υπήρχε κάποιος να προσέχει τους γονείς του, κι εκείνος έφυγε για χρόνια πολλά στη Ρουμανία. Δύσκολες τότε οι εποχές, δύσκολες και οι ζωές των ανθρώπων!

 Το καταπράσινο χωριό που το στεφανώνει το δάσος με τα έλατα, έχει ένα διώροφο πέτρινο σχολείο, αστυνομικό τμήμα, δύο παραδοσιακά καφενεία, ένα στη θέση "πλάτανος" κι ακόμα ένα κάτω από την κεντρική πλατεία. Τα σπίτια επί το πλείστον είναι πέτρινα, με πετρόπλακες στις σκεπές. 

Από το 1745 στην πλατεία του χωριού δεσπόζει η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής με θαυμάσιες τοιχογραφίες, στην οποία κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα ιερούργησαν σπουδαίοι κληρικοί όπως ο παπά-Θανάσης Παπαθανασίου, ο γιος του ο παπά-Γιωργάκης, και ο παπά-Θανάσης Μαντζίλας. Στην άλλη πλευρά της πλατείας με το πολύ διακριτικά μικρό μέγεθός του, υψώνεται ο ταπεινός ναός του Αγίου Δημητρίου. Επάνω στα έλατα, βρίσκονται τα εκκλησάκια του Προφήτη Ηλία και της Αγίας Τριάδας. Το χωριό πανηγυρίζει μια φορά το χρόνο, στις 7-8 και 9 Σεπτεμβρίου, προς τιμήν του γενεθλίου της Παναγίας. Στην εκκλησία διαβάζονται κοφίνια με κόλλυβα υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των απανταχού Χουλιαριωτών κι έπειτα, ξεκινάει το καγκέλι, ένας κυκλικός χορός, εξού και "Κύκλες", που σέρνουν οι ιερείς του χωριού, για να συνεχίσουν οι άντρες και τα γυναικόπαιδα, με ένα μακρόσυρτο τραγούδι-διάλογο, ανάμεσα στους χορευτές. 

Η παλιά βρύση του χωριού, η βρύση της Λεμονιάς, συνδέεται με μια τραγική ιστορία. Η Λεμονιά, είχε πάει με το μουλάρι στο δάσος να φέρει ξύλα. Γυρνώντας, έδεσε τα χάμουρα του ζώου στη ζώνη τής ποδιάς της, για να έχει τα χέρια ελεύθερα να γνέθει με τη ρόκα. Όμως, το μουλάρι αφηνίασε όταν συνάντησε στο δρόμο ένα φίδι, και άρχισε να τρέχει σέρνοντας μαζί και τη Λεμονιά. Τελικά, έπεσε από το ύψωμα επάνω ακριβώς από τη βρύση, παρασέρνοντας στο θάνατο και την άτυχη κοπέλα. Από τότε, η βρύση πήρε το όνομά της.

Από τους Χουλιαράδες καταγόταν η περίφημη για την ομορφιά της Νίτζα (Αικατερίνα) κόρη του Θοδωρή Σιούλη, η οποία αρχικά παντρεύτηκε τον Μουχτάρ Πασά, γιο του Αλή Πασά, και όταν χήρεψε, παντρεύτηκε τον Κιουταχή Πασά. Εξαιτίας της, το χωριό απόλαυσε και κάποια θρησκευτικά προνόμια, αλλά και ελαφρύνσεις από τους φόρους του Αλή. Από τους Χουλιαράδες καταγόταν και η μητέρα του Πετροβουνιώτη ήρωα Κατσαντώνη, η Αρετή Δίπλα, της οποίας ο αδελφός Βασίλης Δίπλας έπεσε στη μάχη των Αγράφων το 1807. Χουλιαριώτης επίσης ήταν ο αρχηγός των κλεφταρματολών Γέρο-Δήμος Σκαλτσοδήμος, του οποίου ο αδελφός καπετάν Θύμιος Σκαλτσοδήμος έπεσε ηρωικά στη μάχη του Ξηρόμερου το 1810.

 Στις αρχές του 20ου αιώνα, διακρίθηκε για την παλικαριά του στους εθνοαπελευθερωτικούς αγώνες του 1912-13 και ο Χουλιαριώτης οπλαρχηγός Κώστας Τασιούλας. Ο Κώστας Τασιούλας γεννήθηκε στους Χουλιαράδες Ιωαννίνων περί το 1875 με 1880. Ήταν γιος του Γιάννη Χρήστου Τασιούλα και της Μάνθας (από το Μάνθος-Ματθαίος, αλλά στο χωριό ήταν γνωστή περισσότερο ως ''Γιαννητασιούλενα''), κόρης του Γιάννη Δήμου. Είχε δύο αδέρφια: το Χρήστο Τασιούλα που με τη σύζυγό του Βασιλική απόχτησαν μια κόρη,τη Σταμάτω (σύζυγο του Χρήστου Τζαβέλλα από το Σούλι) , και τη Φροσύνη, σύζυγο του Σπύρου Βράνου από τη Γκούρα Ιωαννίνων. Θείοι του, (πρώτα ξαδέρφια του πατέρα του), ήταν: ο Τάσος, ο προπαππούς μου Σπύρος (ο οποίος είχε παντρευτεί την άλλη κόρη του Γιάννη Δήμου - δύο πρώτα ξεδέρφια, παντρεύτηκαν δύο αδερφές), καθώς και ο ιερομόναχος Αναστάσιος Τασιούλας ο οποίος εκάρη μοναχός στην Ι.Μονή Αγίας Τριάδος Κυδωνιών (Αϊδινίου) και σφάχτηκε από τους Τούρκους το 1922. Ο Κωνσταντίνος Τασιούλας αρχικά υπήρξε πρωτοπαλίκαρο του καπετάν Γιάννη Ποτέτση ο οποίος θεωρείται από τους πρωτεργάτες-"αποστόλους", που μετά από πολλούς αγώνες και μάχες, οδήγησαν στην πλήρη και οριστική αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, κατά τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913. Ο Αργυροκαστρίτης Γιάννης Ποτέτσης (ή Πουτέτσης), γεννημένος το 1878 στο χωριό Λιούντζη της Βορείου Ηπείρου, υπήρξε από τα πλέον δραστήρια μέλη της "Ηπειρωτικής Εταιρείας" ή "Ηπειρωτικού Κομιτάτου" που ιδρύθηκε από επιφανείς Ηπειρώτες στην Αθήνα στις 25 Μαρτίου 1906 και η δράση του κράτησε μέχρι το 1912, χρονολογία έναρξης των Εθνοαπελευθερωτικών Αγώνων κατά του τουρκικού ζυγού. Το "Ηπειρωτικό Κομιτάτο" έχοντας ως πρότυπο τη "Φιλική Εταιρεία" το αποτελούσαν πολλά ορκισμένα μέλη, που διακρίνονταν σε "Εταίρους","Αδελφούς" και "Ελευθερωτές". Στους τελευταίους ανήκε και καπετάν-Γιάννης Ποτέτσης, καθώς και το πρωτοπαλλίκαρότου ο Κώστας Τασιούλας. Ο καπετάν Γιάννης Ποτέτσης, ήταν γνωστός και ως Καπετάν Βοργιάς. Αλλά, επειδή ήταν επίσης πολύ θρησκευόμενος και Θεοσεβούμενος άνθρωπος τον αποκαλούσαν και "Παπαγιάννη" ή "Άγιο Κοσμά". Ως ορμητήριό του χρησιμοποιούσε την Ι.Μονή Αγίας Παρασκευής Πράμαντας Ιωαννίνων, αλλά πολύ συχνά κατέφευγε και στην Ι.Μονή Αγίου Νικολάου Μεσοποτάμου, στη Βόρειο Ήπειρο. Με το στρατιωτικό του σώμα συμμετείχε σε πολλές μάχες τόσο με Τούρκους, όσο και με Αλβανούς και Ρουμάνους ατάκτους. Έπεσε ηρωικώς μαχόμενος στις 26 Σεπτεμβρίου 1912 σε μάχη που δόθηκε στο χωριού Τσούκα του Δέλβινου.Για τη δολοφονία του πληροφορεί και σχετικό τηλεγράφημα που στάλθηκε από τον Α.Φορέστη στις 30 Σεπτεμβρίου και διασώζεται στο ψηφιακό αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου (http://www.venizelosarchives.gr/rec.asp?id=38459). Κατόπιν, ο Κώστας Τασιούλας δημιούργησε δικό του στρατιωτικό σώμα από εθελοντές και όσο η Ήπειρος ήταν ακόμα τουρκοκρατούμενη, λημέριαζε κοντά στο χωριό «Ελληνικό» στην περιοχή του Άραχθου ποταμού, στο σημείο όπου περνάει κάτω από τους Χουλιαράδες. Εκεί αντάλλαζε κρυφά μηνύματα με τους συγχωριανούς του, χρησιμοποιώντας σαν «ταχυδρόμο» τον πρωτοξάδερφό του Αναστάση (γεννήθηκε το 1898 στους Χουλιαράδες κι ήταν γιος του θείου του Σπύρου Τασιούλα), μέσα στο γιλέκο του οποίου κρυβόντουσαν ραμμένα στη φόδρα τα μηνύματα. Ο μικρός, με το πρόσχημα ότι πήγαινε να μαζέψει πέτρες από το ποτάμι, έκανε τον "ταχυδρόμο" ανάμεσα στον οπλαρχηγό και τους χωριανούς. Επίσης, ως τόπο κρυφών συναντήσεων στους Χουλιαράδες, χρησιμοποιούσαν τον οντά του σπιτιού της οικογένειας του Σπύρου Τασιούλα κι όχι το δικό του σπίτι, για ευνόητους λόγους. Κατά τους Εθνοαπελευθερωτικούς Βαλκανικούς πολέμους 1912-13 ο Κώστας Τασιούλας πολέμησε με το εθελοντικό σώμα στρατού του οποίου ήταν επικεφαλής, και στο Σώμα αυτό είχε καταταχθεί ως πρωτοπαλίκαρό του και ο παππούς μου Γιάννης, που ήταν πρωτοξάδελφός του, γιος του θείου του Σπύρου Τασιούλα. Το 1914 πήρε μέρος στην εκστρατεία για την απελευθέρωση της Κορυτσάς στη Βόρειο Ήπειρο. Εκεί, στην πόλη Λιασκοβίκι, έβγαλε και αναμνηστική φωτογραφία με το Σώμα Εθελοντών που διοικούσε. Ο Κώστας Τασιούλας ήταν παντρεμένος με τη Μάρθα, κόρη του Γιώργου Γκορτζή, και είχαν αποκτήσει ένα γιο το Χρήστο-Θωμά. Μετά την απελευθέρωση χώρισε με τη γυναίκα του, με την αιτία ότι όσο εκείνος έλειπε, πούλησε εν αγνοία του ένα ακριβό τούρκικο φουστάνι που το είχε εκείνος πάρει λάφυρο από μια χανούμισσα. Χωρίζοντας, ήρε μαζί του και το μονάκριβο γιο του Χρήστο, ο οποίος δυστυχώς πέθανε όταν ήταν περίπου 7-10 ετών. Ο Κώστας Τασιούλας, μη γνωρίζοντας άλλη τέχνη τόσα χρόνια από τον πόλεμο, έμεινε άνεργος. Κατέληξε φτωχός και πότης, και αντάλλαξε ακόμα και το επίχρυσο ρολόι του με λίγες δραχμές, για να πάρει ένα μπουκάλι κρασί. Από τους Χουλιαράδες και τα Γιάννενα, κατέβαινε πολύ συχνά στον Πειραιά που έμενε με την οικογένειά του ο θείος τους Σπύρος Τασιούλας. Και από τον Πειραιά ανέβαινε στην Αθήνα, απ΄όπου έπαιρνε σαν αποζημίωση για τους αγώνες του μια προκαταβολή τιμητικής σύνταξης από το Ταμείο Στρατού που είχε ιδρυθεί το 1853 και από το 1926 μετονομάστηκε σε "Μετοχικό Ταμείο Στρατού. Ο οπλαρχηγός Κώστας Τασιούλας πέθανε πάμπτωχος και αλκοολικός στους Χουλιαράδες γύρω στα 50 του χρόνια, λίγο πριν το 1925. Κηδεύτηκε στο χωριό. Λίγο καιρό μετά που πέθανε, βγήκε η στρατιωτική του σύνταξη, την οποία δεν εισέπραξε φυσικά ποτέ! Τον έψαχναν και δεν τον έβρισκαν να του τη δώσουν, μέχρι που δηλώθηκε ο θάνατός του. Το σπίτι του στους Χουλιαράδες Ιωαννίνων δεν κάηκε, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό, και διασώζεται ακόμα σε καλή κατάσταση. Όταν ο προπαππούς μου και πρωτοξάδελφός του (από μητέρα) Γιάννης Τασιούλας απόχτησε το δεύτερο γιο του (τον πατέρα μου) στις 13/4/1925 τον βάπτισε Κωνσταντίνο τιμής ένεκεν και σε ανάμνηση του Κώστα Τασιούλα. Ο πατέρας μου άλλαξε το επίθετό του από Τασιούλας σε Τασούλας στα μέσα της δεκαετίας του ΄50.   

Από τους Χουλιαράδες καταγόταν και ο σπουδαίος μουσικός Γάκης Σιόντης, ο οποίος ηχογραφήθηκε το 1930 μαζί με άλλους παραδοσιακούς μουσικούς και ντόπιους ερμηνευτές του δημοτικού τραγουδιού, από την Μέλπω Μερλιέ, για το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο της. Η ιστορική αυτή ηχογράφηση πολλά χρόνια αργότερα, το 1988 κυκλοφόρησε εμπλουτισμένη από την κομπανία του Νίκου Τζάρα σε δίσκο 33 στροφών και το 2002 σε CD.Και μερικά βιογραφικά για το Γάκη (Γιώργο) Σιόντη. Παππούς του ήταν ο Γιώργος (;) Σιόντης από την Άρτα. Από μικρός πήγε στους Χουλιαράδες να εργαστεί σαν βοσκός. Εκεί γνώρισε τη Μάνθα (Ματθαία), αδερφή του Χρήστου Τασιούλα, προπροπαππού μου. Οι Τασιουλαίοι την εποχή εκείνη είχαν καλή οικονομική κατάσταση και ήταν μεγαλοπιασμένοι. Θεώρησαν υποτιμητικό να πάρει μια κοπέλα τους, έναν άσημο βοσκό. Παρ΄όλα αυτά του την έδωσαν, αλλά δεν του έδωσαν όση προίκα έπρεπε. Η Μάνθα και ο Γιώργος Σιόντης, απόχτησαν ένα γιο, το Γιάννη, ο οποίος με τη σειρά του παντρεύτηκε και απόχτησε δυο γιούς: Το Γάκη και το Γιάννη. Ο Γάκης Σιόντης παντρεύτηκε δυο φορές. Πρώτη γυναίκα του ήταν η αδερφή του μυλωνά από τη Γκούρα Σπύρου Βράνου (παππούς του γιατρού Ηλία Βράνου). Μαζί της απόχτησε ένα γιο, τον Τέλη και μια κόρη, την Αλεξάνδρα. Όταν χήρεψε ο Γάκης Σιόντης πήρε μια γυναίκα από το Λοζέτσι (Ελληνικό). Στην Αλεξάνδρα προξένεψαν το δεύτερο ξάδερφό της Γιώργο Τασιούλα ( γιο του Σπύρου Τασιούλα και εγγονό του Χρήστου Τασιούλα, που ήταν αδελφός της προγιαγιάς της Μάνθας). Όταν πήγε ο Γάκης Σιόντης για τα προξενιά της κόρης του της Αλεξάνδρας στο σπίτι του Σπύρου Τασιούλα, και τον ρώτησαν τι θα δώσει για προίκα, εκείνος, έχοντας απωθημένο που δεν είχαν δώσει οι Τασιουλαίοι όση προίκα έπρεπε στη γιαγιά του τη Μάνθα, είπε: «Όσα άσπρα σιγκούνια δώσατε στη βάβω μου, τόσα θα σας δώσω κι εγώ»! Παιδιά της Αλεξάνδρας και του Γιώργου Τασιούλα, και εγγόνια του Γάκη Σιόντη, είναι η Νίκη Βράνου, η Κασσιανή Γαρούφου, ο Γιάννης και ο Χρήστος Τασιούλας.


 Πανοραμική θέα των Χουλιαράδων. 

   

 Η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Κάτω από το καμπαναριό τα ξαδερφάκια Γιώργος Βράνος και                                                                      Μανώλης Τασούλας.


                                                  

                                        Η εικόνα της Αγίας Παρασκευής στο τέμπλο του ναού.


                                        Παλιά σφραγίδα του χωριού, με την Αγία Παρασκευή.


                        Η πλατεία του χωριού το 1973, με το εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου.


                                                         Η πλατεία του χωριού το 1992.

                                                      

 Πανηγύρι στον Προφήτη Ηλία το 1935.  

 

                                                       Ο παπά-Γιωργάκης Παπαθανασίου. 


                Ο παπά-Θανάσης Μαντζίλας, βαστώντας τη λειψανοθήκη της Αγίας Παρασκευής.


                 Ο Χουλιαριώτης οπλαρχηγός Κώστας Τασιούλας  με σώμα εθελοντών, το 1914 στην πόλη Λιασκοβίκι (Λεσκοβίκι) της επαρχίας Κολόνιας, του νομού Κορυτσάς, στη Β.Ήπειρο.


 

                                                        Ο οπλαρχηγός Κώστας Τασιούλας.

Ο οπλαρχηγός Κώστας Τασιούλας ανάμεσα στα παλικάρια του.
Επάνω: Ο Κώστας Τζαβέλλας,γαμπρός από αδερφό του Κώστα Τασιούλα, μπροστά στο πατρογονικό σπίτι της οικογένειας του σπουδαίου οπλαρχηγού. Κάτω: Το σπίτι της οικογένειας του Σπύρου Τασιούλα, θείου του Κώστα Τασιούλα, στον οντά του οποίου γίνονταν οι μυστικές συναντήσεις του οπλαρχηγού.
Κάτω: Η Βασιλική Τασιούλα, νύφη του Κώστα Τασιούλα από τον αδερφό του Χρήστο. Δεξιά, όρθιος, και ο εγγονός της Χρήστος Τζαβέλλας με τον μικρούλη Νίκο Βράνο.
Κάτω: Η Σταμάτω Τασιούλα-Τζαβέλλα, ανιψιά του οπλαρχηγού Κώστα Τασιούλα, σε δύο φάσεις της ζωής της, στα τέλη της δεκαετίας του ΄40 και το 1972.
Το επίχρυσο ρολόι του οπλαρχηγού Κώστα Τασιούλα, με χαραγμένο επάνω το μονόγραμμά του.

 Χιόνια στο χωριό στα μέσα του 1930.Διακρίνονται ο Γιάννης Τασιούλας με τους γιους του Σπύρο και Κώστα.

Ο μπακάλης-καφετζής Γιάννης Τασιούλας ανάμεσα σε δυο χωροφύλακες των Χουλιαράδων, το 1936.


                         Τα αδέρφια Σπύρος και Κώστας Τασιούλας με παραδοσιακές στολές.

  Στο καφενείο του "Πλάτανου" το 1937. Δεύτερος από αριστερά ο δάσκαλος  Βασίλης Σούλης, δίπλα                        του ο Γιάννης Τασιούλας και οι αδελφοί Αντώνης και Αλέξης Παπαντωνίου.


                                 Χουλιαριώτες πετροχτιστάδες επί τω έργω στις αρχές του 1950.


 

                                                 Χορός στην πλατεία του χωριού, το 1950.


                                                                Η βρύση της Λεμονιάς.


                                              Ξεδιψώντας στη βρύση της Λεμονιάς το 1992.

                    Η κομπανία του Γάκη Σιόντη.

Η Αλεξάντρα Τασιούλα (δεξιά) με τις κόρες της Νίκη και Κασσιανή.
Η Σταμάτω Τζαβέλλα και η Αλεξάντρα Τασιούλα (δεξιά), εγγονή του μουσικού Γάκη Σιόντη, μαζί με τις κόρες της Νίκη και Κασσιανή.
Ο Μήτσος Τόλης (αριστερά) και ο Τέλης Σιόντης (κέντρο), γιος του Γάκη Σιόντη, με ένα φίλο τους.
Ο Μήτσος Τόλης, ο Τέλης Σιόντης (επάνω) και φίλοι τους, το 1950.
Ο Μήτσος Τόλης και ο Κώστας Τασιούλας το 1950 ποζάρουν με θέα το χωριό.

      Η Λαμπρινή Τασιούλα, κόρη του παπά-Γιωργάκη Παπαθανασίου, με το γιο της Τάσο, το 1942.


                          Η Μαρία Παπαθανασίου, κόρη του παπά-Γιωργάκη Παπαθανασίου.
Η Ευθαλία Χριστογιάννη, κόρη του παπά-Γιωργάκη Παπαθανασίου.


                                   Η Αλεξάνδρα Γιώργου Τασιούλα  με τον εγγονό της Νίκο Βράνο.


   Κοπέλες του χωριού σε ώρα διασκέδασης. Από αριστερά οι: Λαμπρινή Δημουλίκα, η Σπυριδούλα Αναστάση  Τασιούλα, η Σοφία, η Μάχη και η Βασιλική Αντ. Δημουλίκα και οι πιτσιρικάδες Γιάννης και Χρήστος  Γ.  Τασιούλας.

                                                               Άποψη του χωριού με το σπίτι του προπαππού μου Σπύρου Χρ.Τασιούλα.


 

                                               Αναμνηστική πλάκα στην πλατεία του χωριού.

Κάτω: Το καφέ-παντοπωλείο του Παπουτσή, στον πλάτανο του χωριού. Αριστερά ο Μήτσος Παπουτσής, δίπλα του ο Σπύρος Γιάννη Τασιούλας.


     Κάτω: Ορειχάλκινη προτομή, μικρών διαστάσεων, του Πετροβουνιώτη, και Χουλιαριώτη από μητέρα,                                                                                 ήρωα Κατσαντώνη.




                                                            Έργο του Μανώλη Τασούλα. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αποχαιρετισμός στην Καίτη Γκρέυ

Ευγενία Ζωγράφου (1938-2023)

Αναμνηστικές φωτογραφίες από δύο ταξίδια στην Αίγυπτο, το 1987 και το 1988