Το κορίτσι της λατέρνας: Μαρία Πενταγιώτισσα, Ρεφίκα, Φάτμα ή Φιρουζέ;

Η λατέρνα, με τον πολύ χαρακτηριστικό ήχο και τις ντρίλιες της, συνοδεύει τη ζωή μας πολλές δεκαετίες τώρα, και σήμερα το μουσικό της άκουσμα μας ξυπνά νοσταλγικές αναμνήσεις από το παρελθόν. Η ιστορία της ξεκινάει από τα μέσα του 19ου αιώνα.Η αρχική μορφή της κατασκευασμένη στην Ιταλία, στην Ελλάδα είχε το όνομα «ρομβία». Αυτό οφειλόταν, στο ότι επάνω στο όργανο αναφερόταν με κεφαλαία, ιταλικά γράμματα, το όνομα της πόλης όπου κατασκευαζόταν. Η ιταλική πόλη ονομαζόταν Πομπία (POMBIA). Στην Ελλάδα τα κεφαλαία αυτά γράμματα, που μοιάζουν με του ελληνικού αλφαβήτου, διαβάζονταν: ρομβία, και έτσι επικράτησε στην Ελλάδα αυτή η ονομασία.
Η ρομβία ή λατέρνα υπήρξε ένα μουσικό όργανο ιδιαίτερα διαδεδομένο στα Βαλκάνια, στη Νότια Ευρώπη και κυρίως στην Ιταλία. Από την Ιταλία γινόταν εισαγωγή της στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και σε πολλές αραβικές χώρες. Την ίδια εκείνη εποχή, γύρω στο 1860, είχε μεταναστεύσει από την Τήνο στην Πόλη και η οικογένεια του Ιωσήφ Αρμάου (1838-1916). Ο Αρμάος ο οποίος ήταν μονόχειρας, απ’ όταν έχασε το άκρο του δεξιού του χεριού σε ένα ατύχημα, ήταν σπουδαίος μουσικός και δεξιοτέχνης στο βιολί, αν και ανάπηρος, και συνεταιρίστηκε εκεί με τον Ιταλό Τουρκόνι, ο οποίος έκανε εισαγωγή αυτού του οργάνου από την Ιταλία στην Πόλη. Σύντομα, έστησαν εκεί ένα δικό τους εργοστάσιο που κατασκεύαζε φορητές λατέρνες. Και αυτό γιατί οι ρομβίες ήταν πολύ βαριές, με σιδερένια βάση και ακίνητες. Το όργανο αποτελούνταν από δυο ξύλινα κουτιά: ένα οριζόντιο, το οποίο περιλάμβανε τον περιστρεφόμενο κύλινδρο, κι ένα κάθετο, που περιλάμβανε τις χορδές. Στον οριζόντιο κύλινδρο υπήρχαν σε συγκεκριμένη διάταξη εκατοντάδες καρφάκια-νότες, τα οποία τοποθετούσε στη θέση τους διαβάζοντας παρτιτούρες ή ακούγοντας το τραγούδι, ο σταμπαδόρος. Όταν περιστρεφόταν ο κύλινδρος με τη βοήθεια ενός χερουλιού, τα καρφάκια ακουμπούσαν επάνω στις κάθετες χορδές, και παραγόταν ο ήχος. ‘Ενας κύλινδρος χωρούσε 9 τραγούδια. Το ξύλινο σκαρί της λατέρνας εξωτερικά ήταν καλυμμένο με βελουδένιο ύφασμα, γαρνιρισμένο με χρυσές τρέσες και φούντες, καθώς και με πολύχρωμες χάντρες και αλυσίδες, που στόλιζαν τριγύρω το πορτρέτο μιας νεαρής καλλονής, ντυμένης ανατολίτικα, μέσα σε οβάλ ή παραλληλόγραμμο κάδρο. Η πρώτη λατέρνα στην Ελλάδα ήρθε το 1906 και διαδόθηκε ευρέως στον ελλαδικό χώρο μέσω των προσφύγων, από το 1922.
(Επάνω) Ο Νίκος Αρμάος στο εργαστήριό του, σταμπάρει ένα τραγούδι στον κύλινδρο μιας λατέρνας (Από το αρχείο της προγονής του Ελισάβετ Ζιμπουλιά). (Κάτω) Ένας πλανόδιος λατερνατζής.
Στην Πόλη δύο ήταν οι κύριοι σταμπαδόροι που περνούσαν τραγούδια στις λατέρνες. Ο Τουρκόνι και ο Ιωσήφ Αρμάος, του οποίου το έργο συνέχισαν οι γιοί του Τζούλιο και Νίκος, ο οποίος γεννήθηκε το 1889. Μάλιστα ο τελευταίος ξεκίνησε αυτή τη δουλειά στα 11 του χρόνια, και στα 16 του ήταν πλέον έμπειρος σταμπαδόρος. Το εργαστήριο της οικογένειας Αρμάου βρισκόταν στο Γενί Τσαρσί, και εφοδίαζε με λατέρνες και το παλάτι. Ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ το 1908 είχε πάνω από 100 λατέρνες για να διασκεδάζει με τις χανούμισσές του. Και ο γιος του Χαμίτ, αφού πρώτα πήρε μαθήματα από τον Τουρκόνι έναντι αμοιβής 200 χρυσών λιρών, είχε το συνήθειο-χόμπι να σταμπάρει τραγούδια στις λατέρνες του σαραγιού. Υπήρχε κι ένας που κατασκεύαζε ξύλινα σκαριά για λατέρνες στον Άγιο Δημήτριο του Πειραιά. Μετά, πήγαινε τις λατέρνες του στην Πόλη κι εκεί ο Αρμάος του έφτιαχνε τους κυλίνδρους με τη μουσική. Κάποια στιγμή, επιστρέφοντας στον Πειραιά, πήρε μαζί του για συνεργάτη το μεγαλύτερο γιο του Ιωσήφ, τον Τζούλιο Αρμάο, ο οποίος όμως σύντομα αρρώστησε και επέστρεψε στην Πόλη, όπου και πέθανε το 1914. Το 1911 έφυγε από την Πόλη και ο Νίκος Αρμάος και άνοιξε εργαστήριο λατέρνας στην τουρκοκρατούμενη ακόμα τότε Θεσσαλονίκη. Από τότε πηγαινοερχόταν στην Πόλη, μέχρι που εγκαταστάθηκε οριστικά με την οικογένειά του στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στη Δραπετσώνα του Πειραιά, το 1923. Με τον καιρό, πήρε στο εργαστήριο και το γιο του Τζούλιο (που είχε το όνομα του συχωρεμένου του θείου του), τον οποίο προόριζε για διάδοχό του στην τέχνη του σταμπαδόρου. Όμως εκείνος, αν και ταλαντούχος, εγκατέλειψε σύντομα την τέχνη, και άνοιξε υφαντουργείο. Ο άλλος γιος του, ο Άγγελος, άνοιξε εργοστάσιο υποδηματοποιίας. Ο Νίκος Αρμάος από το 1938 μέχρι το 1950, δούλευε παράλληλα και σε εργαστήριο που διατηρούσε στη Θεσσαλονίκη, όπου και ήταν περιζήτητος σταμπαδόρος. Μετά επέστρεψε στον Πειραιά, και μέχρι τα βαθιά του γεράματα ήταν από τους τελευταίους σταμπαδόρους λατέρνας, αφήνοντας μεγάλη ιστορία πίσω του (https://www.youtube.com/watch?v=dru5-em-fSY). Το εργαστήριό του στη Δραπετσώνα είχε γίνει στέκι καλλιτεχνών. Από τον Γιάννη Παπαϊωάννου μέχρι τον Μάνο Χατζιδάκι, του οποίου πέρασε πολλά τραγούδια του στη λατέρνα, και κυκλοφόρησαν σε δίσκο 33 στροφών από την εταιρεία ΜΙΝΟS ΕΜΙ.
Η λατέρνα ξεκίνησε σαν ένα αριστοκρατικό όργανο, για να καταλήξει προς τα μέσα της δεκαετίας του ’50 ένα όργανο «επαιτείας» και σκληρού βιοπορισμού, που άπλωνε τον ξεχωριστό της ήχο στις ταβέρνες, τις γειτονιές, αλλά και στα κακόφημα μέρη, γι’ αυτό και η αστυνομία κυνηγούσε τους λατερνατζήδες.
Διαφήμιση από την ελληνική ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Και φωτογραφίες από την αιγυπτιακή ταινία «Al ard al Tayiba» με τον Omar El Gizawy (λατερνατζή), την Καίτη Βουτσάκη στο χορό και την Soad Mekawy στο τραγούδι.
Ο κινηματογράφος ξαναέδωσε ζωή στη λατέρνα. Τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Αίγυπτο, αλλά και στην Τουρκία, γυρίστηκαν ταινίες διανθισμένες με τους μελωδικούς ήχους της λατέρνας, όπως η ελληνική ταινία του 1954, που γυρίστηκε σε αιγυπτιακό στούντιο του Καΐρου, και είχε τίτλο «Ο άνεμος του μίσους» με πρωταγωνιστές το Γιώργο Φούντα και τη Σμαρούλα Γιούλη, η αιγυπτιακή ταινία του 1954 «Η καλή γη» (El Ard El Tayeba) στην οποία τη μουσική και το τραγούδι της λατέρνας συνόδευε με τον εξαίσιο χορό της η διάσημη Αιγυπτιώτισσα χορεύτρια Καίτη Βουτσάκη, γνωστή από τις ταινίες της στον αιγυπτιακό κινηματογράφο ως Kitty, η ελληνική ταινία του 1955 «Το οργανάκι του Αττίκ» με τη Σμαρούλα Γιούλη και τον Αλέκο Αλεξανδράκη, η ταινία του 1958 «Μια λατέρνα μια ζωή» με τον Ορέστη Μακρή και τη Τζένη Καρέζη, και βέβαια, οι πασίγνωστες ελληνικές ταινίες «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο» (1955) και «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» (1957), με πρωταγωνιστές την Τζένη Καρέζη, τον Βασίλη Αυλωνίτη και τον Μίμη Φωτόπουλο στους ρόλους των λατερνατζήδων.
Όμως, το φιλμ που ταξίδεψε τους μελωδικούς ήχους της λατέρνας σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, ήταν το «Ποτέ την Κυριακή», σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασέν. Σε αυτή την ταινία του 1960, η Μελίνα Μερκούρη τραγούδησε τη «Λατέρνα» σε στίχους Άγγελου Τερζάκη και μουσική Μάνου Χατζηδάκι.
Την ίδια χρονιά, η αιγυπτιακή ταινία «Hubun fi Hubin» είχε τη λατέρνα με τους νοσταλγικούς της ήχους, σαν ντεκόρ για το ερωτικό φιλί των δύο αγαπημένων πριν το φινάλε.
(Επάνω) Γελοιογραφία από το αιγυπτιακό περιοδικό "Rose El Youssef" με λατέρνα στολισμένη με αιγυπτιακά και ελληνικά σημαιάκια. (Κάτω) Γελοιογραφία από το λαϊκό περιοδικό "ΡΟΜΑΝΤΣΟ".
Και βέβαια, δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε το γλυκό τραγούδι με συνοδεία λατέρνας: «Σ΄αγαπώ», που ερμηνεύει με την πολύ μελωδική φωνή της η Μάρω Κοντού στην κλασική ταινία του 1965 «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», σε στίχους Γιώργου Τζαβέλλα, ο οποίος υπέγραφε επίσης το σενάριο και τη σκηνοθεσία, και μουσική Κώστα Καπνίση.
Ο Καραγκιόζης λατερνατζής.
Στο πέρασμα του χρόνου η λατέρνα, μέσω του πλήθους των πλανόδιων μουσικών που διέδωσαν τους ήχους της σε όλα τα πλάτη της ελληνικής γης, συνδέθηκε τόσο με την τοπική μας παράδοση, ώστε να θεωρείται καθαρά ελληνικό όργανο. Μάλιστα, πριν λίγα χρόνια, πουλούσαν μινιατούρες λατέρνες σε όλους τους τουριστικούς πάγκους. Όσο για τις γυναίκες που συνήθιζαν να φορούν πολλά κοσμήματα, λεγόταν και το σκωπτικό: «Αυτή στολίστηκε σαν τη λατέρνα!» Και να περάσουμε τώρα στην ιστορία της πεντάμορφης κοπέλας που στόλιζε τη λατέρνα. Το πορτρέτο της μεγάλο, μέσα σε χρυσή κορνίζα, δέσποζε ανάμεσα σ΄ένα σωρό πολύχρωμα στολίδια. Ήταν ένα κορίτσι ντυμένο με ανατολίτικα ρούχα, με φέσι γεμάτο χρυσά φλουριά, και από κάτω, τα πλούσια μαλλιά της στολισμένα μεταξωτές κορδέλες, χυνόντουσαν κυματιστά στο στήθος της. Φορούσε γιλέκο χρυσοκέντητο επάνω από μια αραχνοΰφαντη πουκαμίσα, και από το λαιμό της κρέμονταν πολλές σειρές μαργαριταρένιοι κολιέδες και χρυσές καδένες. Το βλέμμα της έσταζε γλύκα, αν και λίγο μελαγχολικό, και στα χείλη της ένα αχνό χαμόγελο, έμοιαζε να κρύβει μυστικά. Ήταν μια έγχρωμη λιθογραφία εμπνευσμένη από την τέχνη του οριενταλισμού, που άνθισε στα μέσα του 19ου αιώνα. Η συγκεκριμένη λιθογραφία, σε δυο παραλλαγές, πάντα με μοντέλο την ίδια κοπέλα, τυπώθηκε σε λιθογραφείο της Γερμανίας, και η εισαγωγή και πώλησή της στην Ελλάδα (ως Φατιμέ), έγινε από τον οίκο του Άγγελου και του γιου του Ανδρέα Απέργη, που αρχικά έδρευε στην οδό Ερμού και αργότερα στην οδό Αιόλου 45, στην Αθήνα. Η προσωπογραφία της μυστηριώδους κοπέλας με το ανατολίτικο ντύσιμο, μέσω αυτής της λιθογραφίας, έκανε το γύρο της λεκάνης της Μεσογείου. Ταξίδεψε από την Ελλάδα και την Τουρκία, μέχρι τις αραβικές χώρες, την Αίγυπτο και το Μαρόκο. Το πορτρέτο της δεν στόλιζε μόνο τη λατέρνα, αλλά και καφενεία, ταβέρνες, ακόμα και σαλόνια μικροαστικών σπιτιών. Και δεν άργησε να πλεχτεί γύρω από την άγνωστη μορφή της ένας ολόκληρος μύθος.
Επάνω, η γερμανική λιθογραφία που οι Έλληνες αποκαλούν "Μαρία Πενταγιώτισσα", και κάτω, εκείνη που οι Τούρκοι του Adatepe αποκαλούν Refika.
Στην Ελλάδα ταυτίστηκε με την πολυθρύλητη Μαρία Πενταγιώτισσα, και σήμερα η εικόνα της κυκλοφορεί στο ελληνικό διαδίκτυο με αυτό το όνομα. Μα πως ταυτίστηκε μια Ελληνίδα, με μια κοπέλα που από το ντύσιμό της δείχνει ότι είναι Ανατολίτισσα, και μάλιστα μουσουλμάνα, αφού το φέσι και τον κόρφο της στολίζει η ημισέληνος; Ίσως γιατί, η περίφημη Μαρία Δασκαλοπούλου από τους Πενταγιούς, ερωτεύτηκε έναν μάλλον «προσκυνημένο» Έλληνα, ονόματι Δημήτρη (ή κατ’ άλλους, Γιώργο) Παπαγεωργίου ή Τουρκάκη, και εξαιτίας του κατέληξε στη φυλακή. Γιατί, όπως διασώζει το πασίγνωστο τραγούδι της την ιστορία, λέει: «Τον αδελφό σου σκότωσες τον Τούρκο για να πάρεις… Τίνος τα λες αυτά Μαριά και τουρκοπιστωμένη, εσύ’ σουν που τον σκότωσες και τώρα θα τον κλάψεις;» Τουρκοπιστωμένη την αποκαλεί το τραγούδι. Να λοιπόν πώς της ταιριάζει η ανατολίτικη στολή.
Βέβαια τελικά η Μαρία αθωώθηκε, αποφυλακίστηκε και μάλιστα παντρεύτηκε κάποιο κοντοχωριανό της χήρο, ονόματι Γιώργο Αρμάο, του μεγάλωσε και τα παιδιά που είχε από τον πρώτο του γάμο, και έζησε τίμια μέχρι τα βαθιά της γεράματα, αυτή που όταν ήταν νια, στην ποδιά της σφάζονταν παλικάρια! Και αλήθεια, τι παράξενη σύμπτωση αυτή η συνωνυμία! Μαρία Αρμάου ονομάστηκε τελικά η Πενταγιώτισσα, Αρμάος ήταν και ο κατασκευαστής της λατέρνας!
Στη γειτονική Τουρκία, και συγκεκριμένα στο παραλιακό -κάποτε ελληνικό- χωριό Adatepe, που βρίσκεται στον κόλπο του Αδραμυτίου, βορειοανατολικά της Λέσβου, η όμορφη κοπέλα της γερμανικής λιθογραφίας έχει ταυτιστεί με μια πεντάμορφη Ελληνοεβραία τραγουδίστρια, τη Refika-Ρεβέκκα, που τραγουδούσε παίζοντας ντέφι, και χόρευε σε όλους τους γάμους και τα πανηγύρια του χωριού, ενώ συμμετείχε τραγουδώντας και στο λιομάζωμα.
Την εποχή που έζησε εκεί η Ρεφίκα, στο Adatepe ζούσαν επί το πλείστον Έλληνες με αρκετούς Τούρκους της περιοχής, και η ζωή κυλούσε μεταξύ τους ειρηνικά. Η γοητευτική Ρεφίκα με την ομορφιά της, τα παιχνιδιάρικα μάτια της, που είχαν το χρώμα της ελιάς, και με τα σκέρτσα της, έκαψε πολλές καρδιές εκεί. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922-23 κατέφυγε στη Χίο -κάποιοι λένε στη Μυτιλήνη- και από τότε χάθηκαν τα ίχνη της. Όμως οι συγχωριανοί της ποτέ δεν την ξέχασαν. Της έφτιαξαν κι ένα τραγούδι, που μέχρι τώρα το σιγομουρμουρίζουν νοσταλγικά, παίζοντας ούτι στα καφενεία και τις ταβέρνες της περιοχής.
Και η γλυκιά μορφή της, όπως την ταυτίζουν με την παλιά λιθογραφία, σήμερα αποτελεί το σήμα κατατεθέν και την ετικέτα, για όλα τα προϊόντα παραγωγής ελαιολάδου του Adatepe.
Δυο φωτογραφίες της Αλγερινής Belle Fatma ή Fatma al Maghrebi, η οποία συγχέεται με την Αλγερινή επαναστάτρια κατά της γαλλικής αποικιοκρατίας Lalla Fatma N’Soumer (1830-1863).
Τέλος, όλοι οι Άραβες ταυτίζουν την καλλονή της λιθογραφίας με την περιλάλητη Αλγερινή Fatma al Maghrebi, αποκαλούμενη και «βασίλισσα της ομορφιάς», ή γνωστή απλά και ως La belle Fatma. Η ωραία Φάτμα, μάλλον εβραϊκής καταγωγής, είχε γεννηθεί στην πόλη Μεντέα (Médéa) του Μάγκρεμπ, δηλαδή την περιοχή της βορειοδυτικής Αφρικής, που περιλαμβάνει το Μαρόκο, την Αλγερία και την Τυνησία. Η εξωτική ομορφιά της την κατέστησε μοντέλο ενός φωτογράφου για τουλάχιστον 10 χρόνια, από 16 έως περίπου 26 ετών. Την απαθανάτισε με τον φωτογραφικό φακό του σε πολλές διαφορετικές πόζες, ντυμένη με την τοπική ενδυμασία της περιοχής, αποκαλούμενη karakou, με το κόσμημα khit el rouh να στολίζει το μέτωπό της, και το παραδοσιακό mehermet el ftoul να καλύπτει τα μαλλιά της. Οι ωραίες φωτογραφίες της, μπούστο και ολόσωμες, έγιναν καρτ-ποστάλ, οι οποίες διέδωσαν την ομορφιά της σε πολλά μέρη του κόσμου. Στην Δαμασκό, όλα τα κοσμηματοπωλεία έχουν μέσα σε κάδρο τη γερμανική λιθογραφία της κοπέλας, που αυτοί ταυτίζουν με την όμορφη Φάτμα, αν και η πραγματική μορφή της, που είναι γνωστή από τις καρτ-ποστάλ, δεν της μοιάζει καθόλου. Και όταν θέλουν οι Άραβες να πουν ότι μια κοπέλα είναι όμορφη, λένε: « Είναι ωραία σαν την Φάτμα αλ Μάγκρεμπι».
Όμως, ποια είναι τελικά η άγνωστη κοπέλα της λιθογραφίας, που εδώ και εκατό περίπου χρόνια αναζητούν την ταυτότητά της σε όλα αυτά τα μέρη; Πήρα την απάντηση όλως τυχαίως, μόλις πριν λίγους μήνες. Αναζητώντας τη μορφή της στο διαδίκτυο, από τα ονόματα Μαρία Πενταγιώτισσα και Λατέρνα, πέρασα στην Refika του Adatepe, έπειτα στη Fatma, και κατέληξα στη λέξη: orientalism. Στις εικόνες παρουσιάστηκαν πολλά θέματα ανατολίτικου χαρακτήρα. Άρχισα να «τρέχω» επάνω τους, ώσπου ξαφνικά το βελάκι στάθηκε σε μια παλιά, ασπρόμαυρη φωτογραφία, με απόχρωση σέπιας. Έμεινα πραγματικά έκπληκτος, γιατί ήταν το κορίτσι που αναζητούσα. Τα ίδια ακριβώς ρούχα με της λιθογραφίας, το ίδιο χτένισμα, τα ίδια κοσμήματα! Μόνο που το πρόσωπό της ήταν πολύ πιο παιδικό και αθώο. Ένα κορίτσι ανατολίτικα ντυμένο, με στολή από το Μάγκρεμπ, περίπου 15 ετών. Δεν έμοιαζε να έχει αραβική καταγωγή, και το προσεγμένο χτένισμά της με τις στριφτές φράντζες, παρέπεμπε σε ευρωπαϊκή κόμμωση του 19ου αιώνα. Η φωτογραφία ήταν τραβηγμένη από τον Γάλλο φωτογράφο Nadar το 1878, και πουλιόταν από την ebay. Μπήκα στο συγκεκριμένο «σάϊτ» που την πουλούσε, και διάβασα τα στοιχεία της φωτογραφίας: La belle Feridjee, actrice theatre, orientalisme, photo-cabinat card. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας ήταν γραμμένο με μελανί μολύβι το όνομα του κοριτσιού: Φιρουζέ, που σημαίνει περουζέ, ή αλλιώς τυρκουάζ. Ήταν όντως ηθοποιός του θεάτρου όπως σημειωνόταν στην ετικέτα πώλησης; Άγνωστο! Φυσικά, αυτή τη σπάνια φωτογραφία μπήκα στον πειρασμό και την αγόρασα. Και μέσα από αυτό το άρθρο τη μοιράζομαι μαζί σας.
Επάνω, Η ωραία καλλιτέχνις Φιρουζέ, στη φωτογραφία του 1878. Και κάτω, η γερμανική λιθογραφία εμπνευσμένη από τη φωτογραφία της, αποκαλούμενη και αυτή στην Ελλάδα: Μαρία Πενταγιώτισσα (1821-1885 ή 1836-1896).
Έτσι, λύθηκε ένα μυστήριο και ένα αίνιγμα 100 και παρά πάνω ετών. Λυπάμαι βέβαια που καταρρίπτονται -μόνο ως προς τη μορφή βέβαια- κάποιοι μύθοι. Ούτως ή άλλως και η Μαρία η Πενταγιώτισσα, και η Ρεφίκα, και η Φάτμα, όπως σίγουρα και η άγνωστη κατά τα άλλα Φιρουζέ, έγραψαν τη δική τους ιστορία, η κάθε μια στον τόπο της, και από μια παράξενη σύμπτωση, στο ίδιο πάνω-κάτω χρονικό διάστημα. Επίσης, άλλη μια καλλονή που στόλισε τη λατέρνα, ήταν και η ηρωίδα του 1821 Μαντώ Μαυρογένους, η αποκαλούμενη από τους Ιταλούς: "La bella Greca".
Όμως, αιτία αυτού του αινίγματος ήταν η όμορφη Φιρουζέ, αρτίστα του θεάτρου, ή ό,τι άλλο ήταν, καθώς και μοντέλο του Γάλλου καλλιτέχνη φωτογράφου Nadar, η οποία αφού αρχικά φωτογραφήθηκε, το πορτρέτο της λιθογραφήθηκε στη Γερμανία σε χιλιάδες αντίτυπα, και από εκεί πουλήθηκε σε πολλά μέρη του κόσμου. Και οι θρύλοι δάνεισαν τη γλυκιά μορφή της στις άλλες γυναίκες που αναφέραμε, που δυστυχώς, δεν διασώθηκε με κάποιο τρόπο η μορφή τους! Και, ποιος ξέρει ακόμα, σε πόσες άλλες που εμείς δεν ξέρουμε. Περίφημες για την ομορφιά τους και τα θέλγητρά τους γυναίκες, που άφησαν μύθους και θρύλους πίσω τους, οι οποίοι περνούν ακόμα και στις μέρες μας από στόμα σε στόμα, κι αφήνουν πίσω τους μια γλυκιά ανάμνηση!
Επάνω:Τοιχογραφία στην Οδό Θρασυβούλου στην Πλάκα. Κάτω: Μια παλιά λατέρνα περιμένει τον αγοραστή της στο Μοναστηράκι.
[Σημείωση: Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά περικομμένο, στο ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ-ΒΙΒΛΙΟ ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΣ-ΔΩΡΙΔΑΣ "η δάφνη" (τ.41). Στη συνέχεια, αναρτήθηκε από τον ιστό: "Αναμνήσεις από την Αίγυπτο" σε πιο ολοκληρωμένη μορφή. Η τωρινή ανάρτηση συμπληρωμένη, είναι και η τελική μορφή.]

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αποχαιρετισμός στην Καίτη Γκρέυ

Ευγενία Ζωγράφου (1938-2023)

Αναμνηστικές φωτογραφίες από δύο ταξίδια στην Αίγυπτο, το 1987 και το 1988