Ένα βιβλίο για το Ηράκλειο Αττικής

Ένα εκατόφυλλο για το Ηράκλειο Αττικής
  Μανώλης Τασούλας
Ένα εκατόφυλλο για το ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΑΤΤΙΚΗΣ - Όσα θυμάμαι… … για να μην ξεχαστούν! - Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε με την ευγενική χορηγία της κ. Ελένης Αμπατζή, στελέχους της Διεθνούς Τράπεζας της Ουάσινγκτον, καθώς επίσης με την οικονομική βοήθεια του κ. Αναστασίου Κιαμπέση στη μνήμη των γονέων του Ανδρονίκης και Λεωνίδα. Συνέβαλαν επίσης ο Αναστάσιος Μαβιτζής ιδιοκτήτης του καταστήματος εισαγωγής και εμπορίας οδοντοτεχνικών ειδών Cosmodental, Λ. Ηρακλείου 309, ο Επιμορφωτικός Σύλλογος Ηρακλείου και ο Σύλλογος «Άλλος Τόπος Επικοινωνίας και Πολιτισμού». Τους ευχαριστώ όλους! © Μανώλης Τασούλας ISBN: 978-960-93-8529-9 Το φωτογραφικό υλικό που αφορά τον Αθηναϊκό Τύπο, διαφημίσεις, γελοιογραφίες κ.λπ., προέρχεται από την Μπενάκειο Βιβλιοθήκη της Παλαιάς Βουλής και την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος.  
-Μικρό Προοίμιο… «Καθώς κυλάει με τη ρέγουλά του ο καιρός, θες να κρατήσεις ζεστά κάποια πράγματα αγαπημένα που φεύγουν και γίνονται αργά υποσυνείδητες μνήμες. Και να τώρα ήρθε η ώρα τους να βγουν, να πιούνε αίμα της καρδιάς και να ζωντανέψουν!... Ο Μανώλης είναι ο θησαυροφύλακας του Ηρακλείου!...»από την Ευγενία Ζωγράφου
Σαν αρχή… Ξεκινώντας τούτο το κείμενο που ακολουθεί, δεν είχα κατά νου να γράψω τόσα πολλά. Έλεγα, θα γράψω δύο-τρεις σελίδες που θα συνοδεύουν ένα φωτογραφικό λεύκωμα για το Ηράκλειο. Φωτογραφίες που συγκέντρωνα για χρόνια, με πολλή αγάπη και νοσταλγία!... Κάθε φωτογραφία, κάθε άνθρωπος μέσα σ’ αυτήν, και μια μικρή ιστορία! Όμως, όταν ξεκίνησα να γράφω, ξαφνικά το μυαλό άρχισε να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα στα αφώτιστα μονοπάτια του χρόνου, που έχει φύγει. Και όπως ένα κατασκότεινο τοπίο φωτίζεται απότομα από τη λάμψη μιας αστραπής, έτσι άρχισαν να φωτίζονται μέσα στο σκοτάδι της μνήμης μου τοπία, άνθρωποι, ήχοι, μυρωδιές, χρώματα, από την πρώτη παιδική ανάμνηση μέχρι σχεδόν το σήμερα. Όλα ζωγραφισμένα ανεξίτηλα, σ’ ένα πανοραμικό πίνακα πάνω στο φλούδι του μυαλού. Κι όπου ήθελε η σκέψη, απότομα σταματούσε. Και μέσα απ’ το τοπίο πρόβαλλαν στιγμές και γεγονότα που συνόψιζαν μια ιστορία, που θαρρούσα πως είχα ξεχάσει!... Κι όμως, θυμάμαι! Την ιστορία του Ηρακλείου και της ζωής μου, που τόσα χρόνια διαβαίνω εδώ. Ένα κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά μου, όπως εκείνα τα κουβάρια που τύλιγαν πριν χρόνια οι μαμάδες κι οι γιαγιάδες μας, και μας έβαζαν καθισμένους σ’ ένα σκαμνί να κρατούμε την «κούκλα» από το μαλλί ή το νήμα, τεντωμένο ανάμεσα στα χέρια μας. Εμείς, με ρυθμικές κυκλικές κινήσεις ξετυλίγαμε, κι εκείνες τύλιγαν. Και μαζί μάς έλεγαν ιστορίες• όχι μόνο παραμύθια, αλλά και ιστορίες που αφορούσαν το Ηράκλειο. Και για να μας πουν την ιστορία που την ακούγαμε μ’ ενδιαφέρον και διεσταλμένα μάτια, εμείς έπρεπε πρώτα να πούμε το τραγουδάκι: Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ΄ της κλώτσο να γυρίσει παραμύθι ν’ αρχινήσει... Ο τρόπος που γράφτηκε αυτό το βιβλίο, είναι ο ίδιος με τον οποίο χτίστηκαν τα παλιά αυθαίρετα σπιτάκια του Ηρακλείου. Εκείνα χτιζόντουσαν όποτε υπήρχαν τα υλικά, δωμάτιο – δωμάτιο, από τους εργάτες που δούλευαν κρυφά πίσω από απλωμένες μπουγάδες, οι οποίες τους χρησίμευαν για κάλυψη. Όταν μαζευόταν κάποια στιγμή η μπουγάδα, το σπιτάκι ήταν έτοιμο! Λίγο ανομοιόμορφο, σε διαφορετικά επίπεδα χτισμένο, αλλά στο σύνολο χαριτωμένο! Αυτό το βιβλίο κατά παρόμοιο τρόπο, γράφτηκε παράγραφο – παράγραφο. Ό,τι θυμόμουν το σημείωνα σε χαρτάκια και τα φύλαγα σ’ ένα ξύλινο κουτί. Καθώς συζητούσα το θέμα με παλιούς Ηρακλειώτες, μου έλεγαν κι εκείνοι μια δική τους ανάμνηση, που την σημείωνα κι εκείνη. Μια μέρα, αυτά τα χαρτάκια έγιναν τόσο πολλά, ώστε το καπάκι από το ξύλινο κουτί δεν έκλεινε πια. Άρχισα να τα διαβάζω, και κατάλαβα ότι αποτελούσαν κομμάτια από ένα τεράστιο παζλ, που συνθέτει την ιστορία του δήμου μας. Είναι βέβαιο, ότι πολλά κομματάκια από το παζλ λείπουν. Ξεκίνησα όμως να συνθέτω, και να συνδέω τις ιστορίες μεταξύ τους, όσες θυμόμουν και όσες μου εμπιστεύτηκαν άλλοι, και κάποια στιγμή, νόμισα ότι τελείωσα το γράψιμο. Συζητώντας όμως με κάποιους άλλους παλιούς Ηρακλειώτες το θέμα, μου έλεγαν: «Αυτό το έγραψες; Εκείνο το έγραψες;». Άλλα ήδη τα είχα γράψει, κάπου αλλού υπήρχαν ελλείψεις. Οπότε άρχιζα να γκρεμίζω κατά τόπους και να ξαναχτίζω το κείμενο (όπως γινόταν μ’ εκείνα τα παλιά αυθαίρετα που προανέφερα) ώστε να έχουν οι σκόρπιες από εδώ και από εκεί πληροφορίες, συνοχή μεταξύ τους. Νομίζω ότι τελείωσα! Και πάλι, ο χρόνος θα δείξει… Με ό,τι έχω απανθίσει και συγκεντρώσει μέχρι αυτή τη στιγμή, αρχίζω λοιπόν κι εγώ να σας πω την ιστορία, κι ελπίζω να την χαρείτε, αν κι έχει και πικρές στιγμές. Όπως άλλωστε κι η ίδια η ζωή… Μανώλης Τασούλας Α΄ μέρος
Ο Τόπος Η καθημερινή ζωή
- Το περιβάλλον, γύρω απ’ το σπίτι και η γειτονιά - Γεννήθηκα το 1961 στο Νέο Ηράκλειο. Η μαμά μου η Ζωζώ, μοδίστρα της γειτονιάς πριν πάει στο εργοστάσιο Triumph. Ο μπαμπάς μου Κώστας, τσαγκάρης και στιλβωτής παπουτσιών στην Πλατεία Αναπήρων της Καλογρέζας. Ο παππούς, Μανώλης Αγγελής που άφησε ιστορία στον τόπο για τις «χοντρές» του πλάκες ως «Ψευτομανώλης», ήταν εργολάβος οικοδομών και είχε χτίσει πολλά κτίρια στο Ηράκλειο από τα οποία αρκετά ακόμη σώζονται, όπως ο κινηματογράφος «Άνοιξη», το παλαιό παράρτημα του ΙΚΑ του Ηρακλείου (στην οδό Νεότητος 4), το σπίτι του γιατρού Σωκράτη Γιαννόπουλου, τον παλαιό ναό του Προφήτη Ηλία κ.ά. Εν μέρει είχε οικοδομήσει και τον παλαιό Ι. Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στις Κουκουβάουνες. Διετέλεσε επί Θεοδώρου Κριεζή Πρόεδρος Κοινοτικού (1945-47) και Δημοτικού Συμβουλίου του Ηρακλείου (1951-55), και επί Δημαρχίας Ιωάννη Σκούρα (1955-59) υπήρξε Δημοτικός Σύμβουλος στο κόμμα της αντιπολίτευσης.
Στο συνδυασμό του ήταν η ηθοποιός Γεωργία Βασιλειάδου, και ο νεαρός τότε δικηγόρος Ανδρέας Καρώνης (κατόπιν δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω), που υπήρξε στενός συνεργάτης του και φίλος. Συνετέλεσε ιδιαίτερα στην δεντροφύτευση του Ηρακλείου με πεύκα, στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Το εισηγήθηκε στο Δημοτικό Συμβούλιο με προτροπή του βαφτισιμιού του Τάκη Γιαννόπουλου. «Νονέ πεύκα να φυτέψετε» του είχε πει. Και έτσι, φύτεψαν πεύκα στους δρόμους της πόλης μας, εκτός από τα ήδη υπάρχοντα από το 1936-37 περίπου, στις οδούς Πεύκων, Αμαρουσίου (σήμερα Πολυτεχνείου), και στους παράπλευρους δρόμους. Θυμάμαι το σπίτι που μέναμε τότε στη Σαλαμίνος 10. Ήταν χτισμένο στο βάθος του μεγάλου οικοπέδου δωμάτιο – δωμάτιο. Το μισό με πλίνθους, το άλλο μισό με τσιμέντο και τούβλα. Με τους κυρίως χώρους στρωμένους όμορφα πλακάκια με πολύχρωμα σχέδια (τα αποκαλούν «μπαλάτ», παλατιανά δηλαδή), και η κουζίνα με το μπάνιο στρωμένα με αριάνι, σε χρώμα ώχρας. Η μπροστινή πόρτα, μεγάλη ξύλινη με σκαλιστά σχέδια και περίτεχνο σφυρηλατημένο κάγκελο στο παράθυρό της, ήταν βαμμένη με σκούρο πράσινο χρώμα. Η πόρτα της κουζίνας φτιαγμένη από σανίδες, είχε σύρτη και μάνταλο με χοντρό κλειδί, και ήταν βαμμένη σε χρώμα τσαγαλί.
Μέσα, η πιο «ακριβή» διακόσμηση του σπιτιού, ήταν κάποια γυάλινα βάζα και γύψινα μπιμπελό αγορασμένα από λαϊκές αγορές ή το πανηγύρι της Αγίας Τριάδας. Ακόμα, και κάποια γυάλινα-μουράνο σκυλάκια, δώρα από το απορρυπαντικό Tide στις νοικοκυρές που το προτιμούσαν, όπως ήταν η μαμά μου. Στους τοίχους ήταν κρεμασμένα κάδρα με λαϊκές χρωμολιθογραφίες, ευτελούς αξίας, εκδόσεις του Απέργη και του Ρέκκου, μέσα σε φτηνές κορνίζες.
Θυμάμαι, ότι σαν παιδί, κοιτάζοντας εκείνα τα κάδρα με τα παράξενα τοπία και τους ανθρώπους, ταξίδευα με το μυαλό μου σε ξένους προορισμός κι αυτό με γέμιζε ευχαρίστηση!
Αργότερα, (τη δεκαετία του ’70) αντικαταστάθηκαν από τοπία που ζωγράφιζε ο μπαμπάς με χρώματα «Δερμόλ» παπουτσιών, επάνω σε κόντρα πλακέ, και ήταν τοποθετημένα σε όμορφες χρυσές κορνίζες, που χάριζε στο μπαμπά ο ταλαντούχος ζωγράφος του Ηρακλείου Ανέστης Πρωταίος, από το κατάστημα που διατηρούσε στην οδό Πεύκων 1.
Στην μεγάλη σάλα αυτού του σπιτιού βαπτιστήκαμε και τα τρία παιδιά της οικογένειας, οι αδελφές μου κι εγώ. Ναι, τότε γίνονταν αρκετές φορές γάμοι και βαπτίσεις στα σπίτια! Νομίζω και μέχρι τα μέσα του ’70. Η κολυμβήθρα με όλα τα απαραίτητα για το μυστήριο που τέλεσε ο παπά-Σπύρος Χελιώτης, είχαν μεταφερθεί από την εκκλησία της Αγίας Τριάδας στο σπίτι μας.
Στην πρόσοψη του σπιτιού, ο παππούς είχε φτιάξει μια θαυμάσια βεράντα με τσιμεντένιες κυλινδρικές κολώνες, που ένωναν μεταξύ τους με καμάρες κι έδιναν στο σπίτι αρχοντιά. Επάνω, υπήρχε μεγάλη ταράτσα που χρησίμευε τόσο για το άπλωμα της μπουγάδας, όσο και ότι προσφερόταν τα καλοκαίρια για δροσερό ύπνο στρωματσάδα, μετρώντας τ’ άστρα. Από αυτήν την ταράτσα έχω και την πρώτη μου φαντασμαγορική αναμνηστική εικόνα του Ηρακλείου από ψηλά, όταν με ανέβασε η γιαγιά μου αγκαλιά, δύο-τριών χρόνων παιδάκι να δω τα πασχαλινά πυροτεχνήματα της Αγίας Τριάδας.
Μπροστά από το σπίτι απλωνόταν ο κήπος καταπράσινος. Η λατρεία του παππού (πέθανε ποτίζοντάς τον) και της μαμάς. Με παρτέρια που έφραζαν μικρά καμπυλωτά κάγκελα, και τσιμεντένιους διαδρόμους στολισμένους με μαρουσιώτικες γλάστρες, ή ασβεστωμένους τενεκέδες από φέτα, με φυτεμένα λογιών λουλούδια και φυτά: Πολύχρωμα γεράνια και πελαργόνια, αρμπαρόριζες (με τα φύλλα των οποίων έδιναν άρωμα στα γλυκά του κουταλιού), ορτανσίες και μπιγόνιες, φτέρες, πλατύφυλλα (αλοκάσιες), βασιλικά και δυόσμους, φρέζες και κατιφέδες, γαρυφαλλιές, κρίνους και γαρδένιες, βιολέτες, χρυσάνθεμα και μοσχομπίζελα και τόσα, τόσα άλλα! Και όλα τους ευωδίαζαν σαν τον παράδεισο, μόλις τα νότιζε η δροσοστάλαχτη πάχνη, ή οι σταγόνες του νερού που τα ποτίζαμε. Ο κήπος ήταν φυτεμένος με λιμπούρνα, πασχαλιές, τριανταφυλλιές σε πολλές ποικιλίες και ντάλιες. Αλλά και οπορωφόρα δέντρα, όπως: μία λεμονιά τρίφορη, δύο νεραντζιές, μία ροδιά, μία μουριά, δύο μουσμουλιές, μία συκιά με κρεμασμένη στα χοντρά κλαριά της μια σχοινένια κούνια για τα παιδικά μας παιχνίδια, και στην άκρη μια αμυγδαλιά, κόσμημα του κήπου την άνοιξη που ανθοφορούσε. Οι μπουκαμβίλιες και τα γιασεμιά αγκάλιαζαν τους τοίχους. Και η πέτρινη μάντρα χανόταν κάτω από την πρασινάδα μιας ρολογιάς, πλεγμένης επάνω σε μια πέργολα... !
Επάνω: Η μητέρα μου Γεωργία Αγγελή-Τασούλα, στον κήπο μας. Κάτω: Στον κήπο του γιατρού Σωκράτη Γιαννόπουλου, με τη μαμά μου και τις αδελφές μου Ρένα και Χαρούλα.
Την ομορφιά του κήπου του παππού, ανταγωνιζόταν ο κουμπάρος του Σωκράτης Γιαννόπουλος, ο πρώτος γιατρός του Ηρακλείου, που τα σπίτια τους χώριζε μια μάντρα. Εκείνος είχε πάθος με τα τριαντάφυλλα. Εκατόφυλλα και άλλα πολλά είδη, που στόλιζαν τον κήπο του ή σε μορφή θάμνων, η αναρριχόμενα. Η ευωδιά τους σκορπούσε μέχρι το δρόμο και τραβούσε τα βλέμματα των περαστικών. Η κόρη του η Ευγενούλα, θαύμαζε την ομορφιά τους και καμάρωνε για τον κήπο του μπαμπά της. Ο Ηρακλειώτης λογοτέχνης Τίτος Κοκκινέας (Δήμος Ζευγολάτης) θυμάται σχετικά: «Δημοτικό πήγα στο Πρώτο, με δάσκαλο τον Καραναστάση. Θυμάμαι μια μέρα ήρθε η Ευγενούλα, του γιατρού του Γιαννόπουλου η κόρη, με τις δυο μακριές της κοτσίδες να πέφτουν στους ώμους της, κρατώντας ένα τεράστιο τριαντάφυλλο. Εμείς, σαν παιδιά, δεν είχαμε ξαναδεί τόσο μεγάλο τριαντάφυλλο. Της λέγαμε: ‘’Δεν είναι τριαντάφυλλο αυτό»! Εκείνη μας είπε όμως: «Τι λέτε; Τριαντάφυλλο είναι, αλλά είναι εκατόφυλλο. Γι΄αυτό είναι τόσο μεγάλο! Και είναι από τον κήπο μας»!
Επάνω: Ο Σωκράτης Γιαννόπουλος στον κήπο του. Κάτω: η Ευγενούλα Γιαννοπούλου-Ζωγράφου θαυμάζοντας τα λουλούδια του κήπου της.
Γύρω απλωνόταν αραιοκατοικημένη η γειτονιά. Σπίτια μικρά, εξίσου όμορφα. Μονοκατοικίες με ταράτσες ή κεραμοσκεπές, με επίσης μεγάλους κήπους φραγμένους με συρματοπλέγματα, τσιμεντόλιθους ή πέτρινες ασβεστωμένες μάντρες, με καλλιτεχνικά κάγκελα όπως ήταν ο δικός μας. Τα δικά μας κάγκελα ήταν σφυρήλατα, και το σχέδιό τους το αποτελούσαν συνεχόμενα στεφάνια, που σχημάτιζαν ρόδακες. Σε όλη την περιοχή ίδια κάγκελα, είχε μόνο το σπίτι του κυρ-Νίκου Κοιλιαρίδη. Και σε μια άλλη γειτονιά, προς τον Σταθμό, στη συμβολή των οδών Ελπίδος και Πολυτεχνείου, το ίδιο μοτίβο σε συνδυασμό και με άλλα σχέδια, είχαν τα κάγκελα της χτισμένης με κόκκινη πέτρα βίλλας του δικαστικού υπαλλήλου Χρήστου Δημητρόπουλου, ο οποίος διετέλεσε και δήμαρχος Ηρακλείου την περίοδο 21/10/1967-29/9/1969. Τα δικά μας κάγκελα, ήταν έργο του Κώστα Στυλιανίδη, από την Ίμβρο, που είχε το σιδηρουργείο του στη συμβολή των οδών Δεκελείας και Σωκράτους. Υπήρξε πολύ επιδέξιος τεχνίτης, και ήταν αδελφός του κ. Στέλιου που είχε το ψιλικατζίδικο στην οδό Σαλαμίνος.
Επάνω: Στα μέσα του ΄70 το τοπίο του Ηρακλείου ήταν ανάμικτο. Παλιά σπιτάκια ανάμεσα σε χορταριασμένα οικόπεδα, και κάποιες νεόκτιστες πολυκατοικίες. Όπως το τοπίο της φωτογραφίας, που΄καλύπτει δυο-τρια οικοδομικά τετράγωνα και εκτείνεται μεταξύ των οδών Θησέως, Σόλωνος, Δεκελείας και Θριάμβου. Κάτω: Η παλιά μονοκατοικία της Ποθητής και Μαρίας Λειβαδαρά στη Λ.Ηρακλείου 376. Διακρίνεται κάτω στο κέντρο και το πηγάδι του σπιτιού.
Αρκετά σπίτια είχαν πηγάδια ή στέρνες, και στην άκρη ένα κοτέτσι για να έχουν τα παιδιά φρέσκα αυγά. Κάποιοι είχαν και κατσικούλες ή πρόβατα, για να έχουν φρέσκο γάλα ή ακόμα και τυρί. Θυμάμαι μέχρι τα μέσα του 1960 μια παράγκα, στην οποία πουλούσαν σκόρδα και κρεμμύδια, στο γωνιακό οικόπεδο μεταξύ Ελευσινίων και Σαλαμίνος. Η παράγκα αυτή χρησίμευε και σαν στάβλος για μια μαυρόασπρη κατσίκα Μαλτέζα, με ψηλά γυριστά κέρατα και «σκουλαρικάκια» στο λαιμό της, που αν δεν απατώμαι ανήκε στην οικογένεια Γκόβα. Θυμάμαι και την γυναίκα του Ρεκούμη του χασάπη, που έμενε στην οδό Δεκελείας, κάθε πρωί και κάθε απόγευμα να περνά από την Σαλαμίνος έχοντας δεμένη με σχοινί μια «παρδαλή» κατσίκα. Την πηγαινόφερνε για βοσκή στο ρέμα της Κουντουριώτου, κάτω από το γεφυράκι, εκεί που είναι ο «Τυφώνας». Άλλη μια μικρή στάνη με κατσίκες μαλτέζες, της κυρά Παγώνας Χήναρη, βρισκόταν στο μεγάλο οικόπεδο με τα ψηλά κυπαρίσσια που υπάρχουν ακόμα, μεταξύ των οδών Ελευσινίων και Θεμιστοκλέους. Κατσικούλα είχε και η κυρά-Χρυσάνθη η Γαμβρούλια, που έμενε στην οδό Θεμιστοκλέους. Θυμάμαι και την οικογένεια Καλογερόπουλου, που είχε ένα μεγάλο κτήμα στη γωνία Θριάμβου και Θησέως, και είχε μέσα πολλά μεγάλα κοτέτσια, φτιαγμένα από ξύλινα καφάσια και κοτετσόσυρμα, που φιλοξενούσαν εκτός από πολλές κότες, πάπιες και χήνες, και μερικές κατσικούλες.
Επάνω: Η Χρυσάνθη Γαμβρούλια (αριστερά) με την κατσικούλα της, και τη φίλη της Αλεξάνδρα Σταυροπούλου. Κάτω: Η Ιουλία Λιτσάκου με το αρνάκι της.
Επάνω: Ο Γιάννης και η Ιουλία Λιτσάκου με την κατσικούλα τους το 1950. Κάτω: Ένα μοσχαράκι στην αυλή του Πέτρου Δημόπουλου, στη συμβολή των οδών Μουσών και Κουντουριώτου.
Κάτω: Η Χάιδω Καλογεροπούλου με τον αδερφό της, ποζάρουν δίπλα στα κοτέτσια τους.
Άλλοι πάλι εκτρέφανε κουνέλια. Και θυμάμαι όταν γινόταν η επιδρομή καμιάς αλεπούς, τσακαλιού ή κουναβιού (ναι υπήρχαν τότε ακόμα!) στα κοτέτσια, κυρίως τη νύχτα, οι κότες πανικόβλητες πετάγονταν από τις κούρνιες τους, και σήμαιναν συναγερμό με τα κακαρίσματα, κι έβγαιναν οι νοικοκυραίοι με τις κυνηγετικές καραμπίνες, παίρνοντας στο κυνηγητό τους ανεπιθύμητους εισβολείς.
Επάνω: Ο κηπουρός Μανώλης Καψαλός με το γάιδαρό του, και τους πιτσιρικάδες Δημήτρη Χάφτη και Αρίστο Γαμβρούλια. Κάτω: Η βάση του κατεστραμμένου περιστερώνα του Βασίλη Λαζάρου, που βρισκόταν στην οδό Δεκελείας 2.
Δεν έλειπαν από τα περισσότερα σπίτια και τα γνωστά αγαπημένα κατοικίδια: γάτες και σκυλιά, που έμεναν σε ειδικά χτισμένα «σπιτάκια», σε κάποια γωνιά της αυλής. Κάποιοι είχαν και περιστερώνες, όπως ο Μιλτιάδης Μαντζαβίνος στην οδό Παναθηναίων, ο Δημήτρης Καρύδας στην οδό Θεμιστοκλέους και ο Βασίλης Λαζάρου, αδελφός της Ευανθίας της μοδίστρας, στην οδό Δεκελείας και Ζεφύρου. Και πολλοί άλλοι βέβαια, των οποίων περιστεριών απόγονοι ζουν ακόμη σήμερα, στα μπαλκόνια και τα πεύκα του Ηρακλείου.
Επάνω: Το σπιτάκι της πρακτικής γιατρού Ασπασίας Φορμεντίνη στη συμβολή των οδών Δεκελείας και Ζεφύρου. Κάτω: Η βίλλα της οικογένειας Ρήγα, στην οδό Πεύκων 12.
Όμως, εκτός από τις φτωχογειτονιές με τα ταπεινά σπιτάκια, υπήρχε και οι γειτονιές των πλουσίων, με θαυμάσιας αρχιτεκτονικής βίλλες όπως: του Σταύρου Καβούρη (βίλλα Στέλλα), η βίλλα Αιμιλία (στη γωνία των οδών Πολυτεχνείου και Ελπίδος), η βίλλα του Νίκου Μαλλιαγρού, παλιού προέδρου της τότε κοινότητας Ηρακλείου (στην οδό Πρασίνου Λόφου), η οικία Καλλέργη (όπου σήμερα το Δημαρχείο Ηρακλείου), η βίλλα της οικογένειας του Ακαδημαϊκού και Προέδρου της Δημοκρατίας Μιχάλη Στασινόπουλου (στην Πολυτεχνείου 32), η βίλλα της οικογένειας Τιλόγλου (στην οδό Πολυτεχνείου 39), η βίλλα του βιομήχανου Ορθόδοξου Δρακόπουλου, ιδιοκτήτη της γνωστής βιομηχανίας πλαστικών "BIODRAK" στη συμβολή των Οδών Πολυτεχνείου και Πρασίνου Λόφου, καθώς και η βίλλα του αδελφού του στον οδό Χαράς.
Η οικία Τιλόγλου στην οδό Πολυτεχνείου 39.
Η βίλλα του δικηγόρου Πετρόπουλου (κατόπιν οικία οικογένειας Μήλα) στην οδό Μυστρά 10.
Η βίλλα του Νίκου Μαλλιαγρού στην οδό Πρασίνου Λόφου.
Η βίλλα του Δημόπουλου στη συμβολή των οδών Ελ.Βενιζέλου και Κουντουριώτου.
Η οικία Βαούτση-Δασκαλογιάννη στην οδό Καρακωνσταντίνου 1.
Η οικία Καλλέργη (σήμερα Δημαρχείο Ηρακλείου).
Επάνω και κάτω: η Βίλλα "Αλίκη" άλλοτε και σήμερα.
Πολύ κοντά βρισκόταν και η βίλλα Παπαδάκη (αργότερα ιδιοκτησία της πριγκίπισσας Αλίκης και σήμερα ΚΑΠΗ Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, στην οδό Πεύκων 10), η βίλλα του Θόδωρου Ζάκατα (στην Πρασίνου Λόφου), η βίλλα «Μασέντα» του Ν. Μεγκρέλη (στην οδό Πεύκων), η έπαυλη του Δημήτρη Δημόπουλου με τις φιστικιές και τον μεγάλο ανεμόμυλο, ανάμεσα σε δύο τεράστιες φοινικιές (μεταξύ των οδών Ελ. Βενιζέλου και Κουντουριώτου), η θαυμάσια και κομψή πολυεδρική βίλλα «Γαλήνη», ιδιοκτησία της βαυαρικής οικογένειας Ταχλάουερ, βαμμένη με ροζ και ώχρα, θαλασσί παράθυρα και ασημί τον λαμαρινένιο θόλο της, περιτριγυρισμένη από δεντροπασχαλιές και φιστικιές (στη θέση του Πολύκεντρου και γνωστή ως σπίτι της Ηλέκτρας Αποστόλου), η βίλλα του μυροπώλη Νίκου Λίβα στην οδό Πεύκων 1, κ.ά.
Η βίλλα "Γαλήνη".
Η βίλλα του Νίκου Παρίση στην οδό Ωραιοπούλου.
Η οικία Πορτοκαλάκη-Μέλιου στη συμβολή των οδών Δεκελείας και Θεμιστοκλέους..
Επάνω: Η οικία Πέττα στην οδό Παναθηναίων. Κάτω: Ο Ευάγγελος και η Σοφία Πέττα μπροστά στην ωραία μονοκατοικία τους.
Η οικία του Κώστα Σταυριανού στην οδό Δεκελείας 1.
Παλαιά κατοικία στην πλατεία Αγίας Τριάδος.
Η βίλλα "Γερανίων" στην περιοχή Αγίας Τριάδος, το 1924.
Η κατοικία του εμπόρου αγροτικών προϊόντων Γιώργου Παπαδόπουλου στη συμβολή των οδών Ομήρου και Ερμού.
Παλαιά μονοκατοικία στην οδό Ωραιοπούλου.
Μονοκατοικία σταυροειδούς ρυθμού στη συμβολή των οδών Ελευσινίων και Μυστρά.
Η παλιά μονοκατοικία της μοδίστρας Ευανθίας Βασιλάκη επί της Λ.Ηρακλείου, στη συμβολή με την οδό Ζεφύρου.
Η βίλλα "Αιμιλία" στη συμβολή των οδών Ελπίδος και Πολυτεχνείου.
Επάνω: Η βίλλα "Στέλλα" του Καβούρη, στη συμβολή των οδών Γαλήνης και Σοφίας. Κάτω: Η βίλλα του Νίκου Λίβα στην οδό Πεύκων 1.
Επάνω: Ο μυροπόλης Νίκος Λίβας. Κάτω: Η βίλλα του στρατηγού του πυροβολικού Γιώργου Πετρόπουλου, γαμπρού του ποιητή Αριστομένη Προβελέγγιου, στην οδό Πολυτεχνείου 35.
Επάνω: Ο Τάκης Γιαννόπουλος ποζάρει με φόντο τις οδούς Δεκελείας, Θεμιστοκλέους και Παρανσσού. Κάτω: Παλαιά μονοκατοικία με σαχνισί, που βρισκόταν στην οδό Σόλωνος 20 και ανήκε στη Σοφία Φιλιπποπούλου-Δασκαλοπούλου.
Κάτω: Λεπτομέρειες από την εσωτερική ομορφιά και αρχοντιά παλιών Ηρακλειώτικων σπιτιών, όπως διατηρούνται ακόμα σήμερα.
- Το τοπίο - Και θυμάμαι, όπου κι αν άπλωνε χαϊδευτικά το βλέμμα, ανάμεσα στα λιγοστά σπίτια, εκτάσεις απέραντες από χωράφια και αγρούς. Το φθινόπωρο γέμιζαν κυκλάμινα, και την άνοιξη γινόντουσαν περσικό υφαντό χαλί με άπειρες μαργαρίτες, κίτρινες και άσπρε. Και ανάμεσα μπλέκονταν ευωδιαστά χαμομήλια, φασκομηλιές, θαλασσάκια, παπαρούνες, μανουσάκια, άγριες βιολέτες, «σκυλάκια» και «δειλινά», που σκόρπιζαν το ηδύπνοο άρωμά τους μέσα από τα λεπτά βυσσινί και κίτρινα λουλούδια τους κάθε βράδυ, από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο. Επίσης μολόχες (που τα φύλλα τους είχαν θεραπευτικές ιδιότητες στα εκζέματα και στις χιονίστρες), κρεμμύδες, κάπαρες, βρούβες, φλισκούνια, αγριοκρέμμυδα με ωραίους αλλά δύσοσμους ανθούς, σπαθόχορτα, φιδόχορτα, αγριοκρίθαρα, βρώμη, ανεμώνες, τριφύλλια, «κλέφτες», «γατάκια» (που κόβοντάς τα χαϊδευόμαστε με τις απαλές φουντίτσες τους, και έπειτα αποξηραμένα τα στολίζαμε σε βαζάκια), «σκουλαρίκια», το «λειρί του κόκορα» με τον παράξενο δαντελωτό ανθό σε χρώμα ρουμπινένιο με βελουδένια υφή, και λογιών κίτρινα, ροζ, γαλάζια κι άλλα πολύχρωμα αγριολούλουδα, που συμπλήρωναν το κέντημα. Κατά τόπους, υπήρχαν εντυπωσιακά σε μέγεθος «αθάνατα», αλλά και πανέμορφα στην όψη, αν και απαγορευτικά στην αφή «γαϊδουράγκαθα». Υπήρχε κι ένα φυτό με αγκαθωτά παχιά φύλλα, που όταν τα κόβαμε, έβγαζαν από μέσα ένα παχύρευστο άσπρο υγρό, που το μαζεύαμε και το μασούσαμε σαν μαστίχα, γιατί ήταν εύγευστο. Σε πολλές περιοχές υπήρχαν και θάμνοι από λυγαριές, με μωβ θυσανωτά ανθάκια. Τις λένε και κουνουπίτσες ή καναπίτσες, εξ ου και η ονομασία «Καναπίτσα» περιοχής του Δήμου μας, λόγω του ότι φύτρωναν εκεί πολλές λυγαριές. Ανάμεσά στην πυκνή και πολύχρωμη αυτή χλωρίδα, έτρεχαν ασταμάτητα από άνοιξη μέχρι φθινόπωρο, ακούραστοι «βιοπαλαιστές», λεγεώνες από μυρμήγκια, μαύρα μεγάλα και μικρά ξανθά. Και μαζί, ζούσαν αρμονικά βατράχια, χελώνες, σκαντζόχοιροι, σαύρες, διάφορα τρωκτικά και φίδια ακόμα. Κι επάνω στους ανθούς πετούσαν ασταμάτητα πολύχρωμες πεταλούδες, πασχαλίτσες, βουερές μέλισσες, σφήκες, «κυνηγοί», μπάμπουρες, χρυσόμυγες, αλογάκια της Παναγίτσας κι άλλα παράξενα έντομα.
Επάνω: Η Αγγελικούλα Ζωγράφου σε οικόπεδο μεταξύ των οδών Δεκελείας και Σόλωνος. Κάτω: Ο Μανωλάκης μαζί με το Τζιτζί (Αγγελικούλα Ζωγράφου) σε οικόπεδο της οδού Ελευσινίων 13.
Τέτοια υπέροχη φύση υπήρχε τότε. Η Νεοϊωνιώτισσα Δήμητρα Στυλιανίδου (το γένος Μιχανετζόγλου, από την Αττάλεια της Μ. Ασίας) μου είχε πει: «Το Ηράκλειο όλο χωράφια ήταν τότε Ήταν χωριό!... Μια ωραία εξοχή!... Εμείς ερχόμαστε παιδιά από τη Νέα Ιωνία στο Ηράκλειο να μαζέψουμε ανεμώνες!». Μέσα σε αυτή την ωραία φύση θυμάμαι, βγαίναμε την άνοιξη με τη μαμά, κρατώντας μαχαιράκια και μαζεύαμε χόρτα (ραδίκια, καυκαλήθρες, ρόκες, ζοχούς, μυρώνια που νοστίμιζαν τις πίτες, λάπατα, σπαράγγια, βρούβες, αντράκλες κ.ά.) τόσο στα γύρω χωράφια, αλλά φτάναμε και μέχρι το Παλιό Ηράκλειο, ακόμα και στη Λυκόβρυση. Η μαμά είχε μαζί κι ένα σκαλιστηράκι και ξερίζωνε βολβούς, που μετά τους έκανε τουρσί. Γυρίζαμε σπίτι μετά από ώρες, με πλούσια σοδιά από χόρτα, που αφού η μαμά τα καθάριζε και τα έπλενε πολλά χέρια με νερό, τα μαγείρευε βραστά με λάδι και λεμόνι, ή έφτιαχνε ωραίες πίτες με φύλλο ανοιχτό με τον πλάστη.
Επάνω: Τοπίο του Ηρακλείου όπου διακρίνονται οι οδοί Δεκελείας (ρεματιά τότε) Αίνου, Παρνασού και Θεμιστοκλέους. Κάτω: Η βίλα της Γαλλίδας καθηγήτριας Μαντάμ Μαρίας Μπαγιέ, με το οικόπεδο πνιγμένο από φιστικές, στην συμβολή των οδών Αττικής και Κιθαιρώνος.
Εκτός από την αχανή έκταση με τα πολύχρωμα χωράφια, κατά διαστήματα έβλεπες οικόπεδα με φιστικιές, ή περιφραγμένα με πανύψηλα κυπαρίσσια που συναγωνίζονταν σε ύψος τους ξύλινους ακόμα τότε στύλους της ΔΕΗ. Στα πυκνά κλαριά τους φώλιαζαν αμέτρητα πουλιά, περιστέρια, δεκαοχτούρες, τσαλαπετεινοί, κοκκινολαίμηδες, κουρούνες, καρδερίνες, φλώροι, σουσουράδες, κουκουβάγιες, γκιώνηδες, σπουργίτια, κάποιες φορές και περαστικά από την περιοχή γεράκια και τόσα άλλα, που την ώρα του δειλινού σκορπούσαν μελωδίες, και το πρωί καλωσόριζαν τη μέρα. Αραιά και που συναντούσε κανείς ψηλά φοινικόδεντρα, που πρόσθεταν μια εξωτική πινελιά στο τοπίο του Ηρακλείου. Και όπου υπήρχαν ρεματιές ή υπόγεια νερά, εκεί υπήρχαν (και υπάρχουν αρκετοί ακόμα) πλατίσκιοι ευκάλυπτοι, που ευνοούσαν την ανάπτυξή τους τα υπέργεια και υπόγεια υδάτινα ρεύματα.
Επάνω: Οι φοίνικες που στόλιζαν κάποτε τον κήπο της βίλας του Πέτρου Δημόπουλου, στη συμβολή των οδών Κουνυουριώτου, Μουσών και Ελ Βενιζέλου. Κάτω: Ολάνθιστο οικόπεδο με φόντο την κατοικία του Σπύρου και της Χρυσούλας Ζαβού, στη συμβολή των οδών Μ.Μακρυωνίτου και Κουντουριώτου.
- Ανεμόμυλοι, πηγάδια, ρεματιές - Υπήρχαν ακόμη γιγάντιοι σιδερένιοι ανεμόμυλοι για την άντληση νερού, με κιγκλιδωτούς πύργους και τεράστιες φτερωτές, που περιστρεφόμενες έκαναν χαρακτηριστικό ήχο, όπως και οι ανεμοδείκτες που υπήρχαν στις κορφές τους, και γύριζαν τριζοβολώντας όπου φυσούσε ο αέρας. Θυμάμαι έναν από αυτούς τους ανεμόμυλους στην οδό Θεμιστοκλέους, μέσα σ’ ένα οικόπεδο με αμυγδαλιές. Τον αποκαλούσαν: «ο μύλος του Πελετιέ». Κάποιος άλλος, βρισκόταν σ’ ένα οικόπεδο με φιστικιές, πίσω από το σπίτι του Καραναστάση, μεταξύ Σωκράτους και Παρνασσού, ένας ακόμη (όπως προανέφερα) υπήρχε στο κτήμα του Δ. Δημόπουλου.
Επάνω: Ο μύλος του Πελετιέ. Κάτω: Ο Μανώλης Αγγελής με τη γυναίκα του Χαρίκλεια (αριστερά) και την αδερφή της Πόπη Ζάγκου, ποζάρουν στο πηγάδι του παλιού σπιτιού της οικογένειας που βρισκόταν στην οδό Δεκελείας 14.
Σε παλαιό συμβόλαιο αγοραπωλησίας του έτους 1874, που ανήκει στην οικογένεια Σταυριανού, αναφέρεται στο τότε «Χωρίον Ηράκλειον» και στη θέση «αμπέλια», η ύπαρξη «αντλιών ύδατος» οι οποίες ήταν, όπως διευκρινίζεται, σε κοινή χρήση όλων των κατοίκων, «κατά τας κανονισμένας ώρας μεταξύ όλων των περιβολιών». Η μία βρισκόταν μέσα σε κτήμα με ελαιόδενδρα και οπορωφόρα δέντρα, οι άλλες δύο μέσα σε κτήμα με ελιές. Για αυτές τις τελευταίες, γίνεται η διευκρίνιση ότι το νερό προερχόταν «εκ του Κεφαλαρίου της Κηφισιάς, του οποίου ύδατος έχουν όλοι οι κάτοικοι την αντλίαν».
Διαφημίσεις από την αθηναϊκή εφημερίδα "Πατρίς", από τις 15 Αυγούστου 1915.
Μία τέτοια αντλία νερού, σκουριασμένη από τον χρόνο και την αχρηστία, την θυμάμαι χρόνια να βρίσκεται, μέχρι τις αρχές του 1990 μέσα στο χορταριασμένο χωράφι του Λαλαούνη, δίπλα σε μια εκατόχρονη αμυγδαλιά, στην οδό Μακρυωνίτου 5, πίσω από τον Τυφώνα. Εδώ να αναφέρω και την παλιά δεξαμενή νερού του Δήμου Ηρακλείου, με μεγάλη αντλία και πηγάδι, στη διασταύρωση των οδών Αγίου Σπυρίδωνος και Αγάπης στον Πράσινο Λόφο, που κατασκευάστηκε, όπως επισημαίνει και η παλαιά μαρμάρινη επιγραφή στην πρόσοψή της, από τον Δήμαρχο Θεόδωρο Κριεζή.
Η δεξαμενή του Κριεζή.
Κάτω: Ο Θεόδωρος Κριεζής.
Μια ακόμα δεξαμενή νερού από τα χρόνια της Κατοχής, υπήρχε στη συμβολή των οδών Θεμιστοκλέους και Δεκελείας, μπροστά στο σπίτι της οικογένειας Πορτοκαλάκη, δίπλα ακριβώς στο αυτοσχέδιο γεφυράκι που περνούσε επάνω από την ρεματιά που κυλούσε προς τον Ζέφυρο. Η δεξαμενή αυτή, ήταν ουσιαστικά ένα μεγάλο μεταλλικό βυτίο, που προερχόταν από γερμανικό φορτηγό αυτοκίνητο μεταφοράς νερού, το οποίο ήταν τοποθετημένο σε μια χτιστή βάση, με βρύση κάτω, και επάνω σκέπασμα, απ’ όπου την γέμιζε νερό η υδροφόρα του Ατζού (πληροφορίες Νίκος Πέττας, Νίκος Γαμβρούλιας). Επίσης, δεν παραλείπω να θυμηθώ, ένα τεράστιο υδρευτικό έργο του 2ου μ.Χ. αιώνα, το Αδριάνειο Υδραγωγείο, του οποίου οι αγωγοί περνούν από το Ηράκλειο, κατά μήκος σχεδόν της οδού Πεύκων, και συνεχίζουν προς την Αλσούπολη και την Ελευθερούπολη, όπου είναι διακριτές οι ωραίες πέτρινες αψίδες του μέχρι τις μέρες μας, εκεί στη ρεματιά της Καλογρέζας και του Ποδονίφτη, ανάμεσα σε φουντωτές πικροδάφνες και καλαμιές.
Φρεάτια του Αδριάνειου Υδραγωγείου στο Ηράκλειο.
Κάτω: Τοπίο του Ποδονίφτη στη Νέα Χαλκηδόνα.
Στις κεντρικές διασταυρώσεις των τότε χωματόδρομων υπήρχαν και οι «πηγάδες», τεράστια δηλαδή πηγάδια για την άντληση νερού με κουβά ή στάμνες από τις νοικοκυρές, για την «λάτρα» του σπιτιού, πριν η αμερικάνικη εταιρεία υδροδότησης ΟΥΛΕΝ και κατόπιν Ανώνυμος Ελληνική Εταιρεία Υδάτων Αθηνών – Πειραιώς και περιχώρων (πρόδρομος της ΕΥΔΑΠ) φέρουν νερό στα σπίτια. Μια τέτοια «πηγάδα» υπήρχε στον Προφήτη Ηλία, που στέρευε τελευταία απ΄όλες τις άλλες, όταν έπεφτε αναβροχιά ή ξηρασία. Το πηγάδι αυτό «στοίχειωσε» και δεν ήπιε ξανά κανείς από το νερό του, όταν, λίγο μετά την Κατοχή, βρέθηκε μέσα στο νερό το διαμελισμένο πτώμα ενός άντρα, που απ΄ό,τι φάνηκε, υπήρξε θύμα ξεκαθαρίσματος λογαριασμών. Κάπως έτσι «στοίχειωσε» ακόμα ένα πηγάδι, το οποίο στόλιζε την αυλή μιας ωραίας μονοκατοικίας που βρισκόταν στη Λ.Ηρακλείου 311. Εκεί ζούσε με τους γονείς της ένα μελαχρινό κι όμορφο κοριτσάκι, η Ρόζα, που βρήκε τραγικό θάνατο πέφτοντας μέσα στο πηγάδι! Μια άλλη «πηγάδα» στη Λεωφόρο Ηρακλείου (χωματόδρομος τότε), στη θέση που τώρα είναι το σινεμά «Τρία Αστέρια». Μια τρίτη στη Χελμού γνωστή ως «πηγάδι του Δίπελλ». Μια ακόμα, που η άντληση του νερού γινόταν με μαγκάνι που γυρνούσε γαϊδουράκι (πληροφορία Νίκης Καποδίστρια), στο οικόπεδο Βούτσικα, στη θέση του σημερινού ΙΩΝΙΑ 2000 (Λ. Ηρακλείου και Μελίνας Μερκούρη).
Επάνω: Η πηγάδα στα "Τρία Αστέρια".Επάνω όρθια η Βάσω Κορτέση-Σχοινά με τον αδελφό της Στράτο. Καθιστή η Σούλα Λιαρομάτη, της οποίας η πατρική οικία διακρίνεται ακριβώς πίσω. Κάτω: Η πηγάδα στο παλιό οικόπεδο του Χρήστου Βούτσικα. Επάνω στο φιλιατρό του κάθονται ο Βασίλης Βενιέρης (με την κιθάρα) και η θεία του Ρίτα Καποδίστρια με το γιο της Δημήτρη.
Νερό στα σπίτια έφερνε και ο Γιάννης Ατζούς με την υδροφόρα του, και γέμιζε δεξαμενές, στέρνες και ντεπόζιτα. Ένας ακόμα κάτοχος υδροφόρας ήταν ο Μήτσος ο Ροϊλός που έμενε στην οδό Ακροπόλεος.
Επάνω: ο Γιάννης Ατζούς με την υδροφόρα του. Κάτω: Η υδροφόρα του Ατζού καθαρίζει από τα χιόνια την περιοχή γύρω από την Πλατεία του Αγίου Λουκά στο Παλαιό Ηράκλειο. Ακριβώς από κάτω: Η άδεια εργασίας του Γιάννη Ατζού.
Η διάνοιξη των πηγαδιών γινόταν από ειδικούς μαστόρους που τους αποκαλούσαν «πηγαδάδες». Μερικοί από αυτούς ήταν ο Θανάσης Κορτέσης, ο Γιάννης ο Μελανίτης , καθώς και ο Αραπιάν με το ψευδώνυμο ‘’Σαγάντας’’ ο οποίος, μεταξύ άλλων , το 1930 κατασκεύασε και το λιθόκτιστο πηγάδι, βάθους 20-24 μέτρων, στην οδό Ελπίδος 45 στην οικία Λιτσάκου, όπου βρισκόταν (και υπάρχει ακόμα) το εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνος. Να σημειώσω εδώ, ότι ο Αραπιάν έμεινε γνωστός με το παρατσούκλι "Σαγάντας", γιατί δεν πρόφερε το -ρ- και αντί σαράντα έλεγε σαγάντα.
Επάνω: Ο Γιάννης Λιτσάκος (στη μέση) με την παρέα του, ανάμεσα στο πηγάδι και το εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνος (δεξιά).Κάτω: Η Ζωή Τριανταφύλλου (αριστερά) και μια συγγενής της, ποζάρουν στο πηγάδι της αυλής του Παναγιώτη Γκόβα, μεταξύ των οδόων Δεκελείας 12 και Ελευσινίων 3.
Υπάρχει και μια ιστοριούλα από τη διάνοιξη ενός τέτοιου πηγαδιού, την οποία μεταφέρω όπως μου την διηγήθηκε ο Νίκος Γαμβρούλιας, όταν άνοιγαν το πηγάδι τους στη συμβολή των οδών Θεμιστοκλέους και Παναθηναίων: «Το πηγάδι μας το άνοιξε ο μπάρμπα-Γιάννης ο Μελανίτης, που έμενε στην οδό Δεκελείας. Το είχε ανοίξει σε μεγάλο βάθος, και όπως το έχτιζε, εγώ ήμουν σκυμμένος από πάνω και τον κοιτούσα. Κάποια στιγμή του λέω: ‘’Μπάρμπα-Γιάννη θέλεις τούβλα’’; Και όπως κρατούσα το τούβλο του το πετάω μέσα και λίγο έλειψε να σπάσει το κεφάλι του, στο οποίο, ούτως ή άλλως είχε μόνιμα επάνω ένα μεγάλο καρούμπαλο, πιθανώς λίπωμα».
Δίπλα στο σπίτι της οικογένειας Γαμβρούλια, στη συμβολή των οδών Θεμιστοκλέους και Δεκελείας, βρίσκεται ακόμα η παλιά μονοκατοικία της οικογένειας Μέλιου-Πορτοκαλάκη. Η ιδιοκτήτρια Ευγενία Μέλιου-Πορτοκαλάκη, που έχει στην αυλή της δυο πηγάδια, θυμάται σχετικά με το νερό των πηγαδιών: «Κάτω από το σπίτι περνούν υπόγεια νερά. Όποτε είναι να γίνει σεισμός, ακούγεται από κάτω το νερό να κοχλάζει, και στα δύο πηγάδια της αυλής, ανεβαίνει το νερό μέχρι επάνω στο χείλος».
Επάνω: Ο Νίκος Γαμβρούλιας ποζάρει μπροστά στο πηγάδι του σπιτιού του. Κάτω: Το πηγάδι στην οικία της οικογένειας Μέλιου-Πορτοκαλάκη.
Αναφέροντας τα πηγάδια, θυμάμαι, ότι ενώ έβρισκα πολύ ενδιαφέρον να γυρνώ το μαγκάνι με τον δεμένο κουβά, τα απέφευγα ταυτόχρονα, γιατί μου είχαν δημιουργήσει οι μεγάλοι ένα φόβο. Έλεγαν, ότι μέσα στα βαθιά νερά των πηγαδιών ζούσαν οι Λάμιες, κάτι φοβερές γυναίκες που έπαιρναν τα κακά παιδιά! «Κάτσε φρόνημα, έλεγαν, γιατί θα σε πάρει η Λάμια!». Οπότε, μ’ ένα τέτοιο φοβερισμό, πού να κάνεις μετά αταξίες;
Ευτυχώς, το πρόβλημα της ύδρευσης των σπιτιών στο Ηράκλειο άρχισε να λύνεται το 1955, όταν η εταιρία ΟΥΛΕΝ εγκατέστησε ακριβώς δίπλα στην έξοδο της υπόγειας διάβασης επί της οδού Βασιλίσσης Σοφίας (σήμερα Ωραιοπούλου) την πρώτη αντλία νερού, απ΄όπου οι δημότες μπορούσαν να παίρνουν νερό με στάμνες ή κουβάδες, τοποθετώντας όμως απαραίτητα μια δεκαρούλα στο καρφί που ήταν ειδικά καρφωμένο για το σκοπό αυτό στο πεύκο, οπότε ο αρμόδιος υπάλληλος άνοιγε τη βρύση για να αντλήσουν το νερό.
Επάνω: Αναμνηστική φωτογραφία του Σώματος Ελληνίδων Οδηγών Ηρακλείου Αττικής, από τα εγκαίνια της αντλίας νερού, το 1955. Κάτω: ο Νίκος Παναγόπουλος ποζάρει πλάι στο πηγάδι του σπιτιού του στην οδό Δεκελείας 3.
Εκτός από τα νερά των πηγαδιών, υπήρχαν και τα τρεχούμενα νερά. Όλο το Ηράκλειο τότε διατρεχόταν από ρέματα. Ένα στην Καναπίτσα, διέτρεχε τις οδούς Τεπελενίου και Μιαούλη. Ένα κυλούσε από την Πρασίνου Λόφου και Χρυσανθέμων, και περνούσε από το σπίτι του Μαλλιαγρού. Ένα τρίτο αργοσερνόταν στην οδό Δεκελείας. Ένα άλλο κατέβαινε από την Λεωφόρο Ηρακλείου προς τα «Τρία Αστέρια». Το τέταρτο και μεγαλύτερο έρεε, αρκετά ορμητικό τον χειμώνα από τις βροχές, από το παλαιό Ηράκλειο προς την σημερινή οδό Κουντουριώτου (ρεματιά του βοϊδολίβαδου την αποκαλούσαν τότε). Έσμιγαν όλα μαζί στον Ζέφυρο, συνέχιζαν την πορεία τους μέχρι τον Ποδονίφτη στη Νέα Ιωνία, και από εκεί κατέληγαν στον Κηφισό, και μέσω αυτού στη Φαληρική θάλασσα. Για να διασχίζουν οι κάτοικοι τις ρεματιές, όπου η κοίτη ήταν ρηχή, πατούσαν από πέτρα σε πέτρα. Όπου ήταν βαθιά, είχαν φτιαχτεί γεφυράκια. Ένα τσιμεντένιο, με δικά του έξοδα (και αρκετό ξύλο που έφαγε από τους πολιτικούς αντιπάλους του) έχτισε ο παππούς μου Μανώλης Αγγελής, στο σημείο του σημερινού «Τυφώνα». Αρχικά το γεφυράκι αυτό ήταν ξύλινο. Και σαν άλλο γεφύρι της Άρτας, το έφτιαχναν και σε κάθε δυνατή νεροποντή, με το που φούσκωναν τα νερά του ρέματος, γκρεμιζόταν. Ιδιαίτερα στο σημείο αυτό, η κοίτη του ρέματος γινόταν απότομα βαθιά, και ξεπερνούσε τα 2 μ., οπότε και το νερό γινόταν πολύ ορμητικό.
Επάνω: Η Τασία Γκόβα-Χάιδη, ποζάρει στο ξύλινο γεφυράκι της οδού Δεκελείας. Κάτω: Οι εργάτριες της "Triumph" Γεωργία Τασούλα (αριστερά) και η Αγλαΐα, ποζάρουν στο γεφυράκι της ρεματιάς, στην οδό Κωνσταντινουπόλεως.
Δύο γεφυράκια υπήρχαν και στο ρέμα που κατέβαινε από την οδό Δεκελείας προς τον «Ζέφυρο». Το ένα βρισκόταν κοντά στην διασταύρωση με την οδό Βάκχου, φτιαγμένο από μαδέρια και σανίδες οικοδομής. Το άλλο, στην διασταύρωση με την οδό Θεμιστοκλέους, μπροστά δίπλα στο σπίτι της οικογένειας Πορτοκαλάκη. Ήταν φτιαγμένο από ένα παλιό σασί γερμανικού αυτοκινήτου, αναποδογυρισμένο και καλυμμένο επάνω με σανίδες, οι οποίες παλαντζάριζαν σε κάθε βήμα των περαστικών (πληροφορίες Νίκος Παπακωνσταντίνου, Νίκος Γαμβρούλιας). Στο «Ζέφυρο», εκεί που έσμιγαν τα ρέματα, στο ύψος περίπου του Β΄ Γυμνασίου (τότε ΝΕΟΤΕΧ) υπήρχε ένα ξύλινο γεφυράκι, με κάγκελα, που το περνούσαν τα παιδιά για να πάνε σχολείο στο Α΄ Δημοτικό. Αυτό το χάλασε ο Παττακός και έκανε εκεί άσφαλτο (πληροφορία Σοφίας Δασκαλοπούλου). Θυμάμαι σ’ εκείνες τις ρεματιές, τα ψηλά καλάμια στις όχθες, που λύγιζαν από το χάδι του αέρα. Τα κόβαμε παιδιά και τα καβαλούσαμε, κάνοντας πως είναι αλογάκια, ή, φτιάχναμε φλογέρες. Ανάμεσα στα μπούζια, τις πικροδάφνες, τις λυγαριές και τα βούρλα κόαζαν βατράχια όλη τη νύχτα. Τα κουνούπια από εκεί έκαναν επιδρομές στα σπίτια, και τα κυνηγούσαμε με τις χαρακτηριστικές τρόμπες που ψέκαζαν «φλιτ», ένα κι ένα για την εξόντωσή τους. Με τα βότσαλα των ρεματιών τ’ αγόρια από τις αντίπαλες γειτονιές, όπως για παράδειγμα των οδών Καρακωνσταντίνου και Μακρυωνίτου έπαιζαν πετροπόλεμο (μαρτυρία Μιχάλη Βαούτση).
Επάνω: Ρεματιά στην οδό Πεύκων. Κάτω: Εντομοαπωθητική τρόμπα.
Μερικές φορές, τις νύχτες, κατέβαιναν και τσακάλια σ’ αυτές τις ρεματιές, παλαιότερα και λύκοι, που μετά από κάποια επιδρομή τους στα κοτέτσια, ή στα κατσικοπρόβατα, γύρευαν να ξεδιψάσουν στις όχθες, ανάμεσα στις καλαμιές. Και υπήρχαν στιγμές, που με τα ανατριχιαστικά ουρλιαχτά τους έσκιζαν τη σιωπή της νύχτας, κάνοντας τα μικρά παιδιά που τα άκουγαν, να κουκουλώνονται φοβισμένα κάτω από τα σκεπάσματά τους (μαρτυρία πρεσβυτέρας Βαρβάρας Αλεβιζοπούλου). Με τον καιρό, επειδή ο άνθρωπος δεν σέβεται την φύση, οι ρεματιές άρχισαν να γίνονται εστίες μολύνσεων του περιβάλλοντος, και ως εκ τούτου επικίνδυνες για την υγεία, καθώς πολλοί πετούσαν εκεί μπάζα, σκουπίδια και ό,τι άλλο άχρηστο είχαν, ακόμη και σαραβαλιασμένα έπιπλα. Έτσι, οι άλλοτε γραφικές ρεματιές, είχαν αποκτήσει πλέον δυσάρεστη εικόνα. Αυτή ήταν και η αιτία που τα ρέματα άρχισαν να κλείνουν το ένα μετά το άλλο, από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Πρώτα, την περίοδο ’73-’74 έκλεισε το μεγάλο ρέμα της Κουντουριώτου, επί Δημάρχου Πέτρου Δημόπουλου. Τοποθετήθηκαν μεγάλοι τσιμεντένιοι αγωγοί για τη ροή των υδάτων, και οι κοίτες καλύφθηκαν με χώμα και ασφαλτοστρώθηκαν.
- Ο κάμπος και ο ορίζοντας - Φεύγοντας κανείς από το Νέο ή Κάτω Ηράκλειο, για να πάει βόρεια προς το Παλαιό, συναντούσε τον ελαιώνα, τα ωραία κεραμοσκέπαστα σπίτια του πάνω, παλαιότερου Βαυαρικού συνοικισμού, και την περίφημη έπαυλη της οικογένειας Φιξ μέσα σ’ ένα τεράστιο κτήμα με κέδρους και ψηλά κυπαρίσσια, που ανάμεσά τους έβοσκαν ελεύθερα ελάφια, άλογα, αγριοκάτσικα, πρόβατα, πάπιες και κότες... Στα μέρη που σήμερα δεσπόζει το Ολυμπιακό στάδιο και ακριβώς απέναντι που ήταν το κτήμα του Διλαβέρη, παλιά υπήρχαν πολλά περιβόλια και μεγάλος ελαιώνας. «Ο Σαλίβερος είχε δεξαμενή δεξιά στο κτήμα του Διλαβέρη, και τροφοδοτούσε με νερό όλα τα κτήματα. Θυμάμαι και το Φώσκολο που είχε περιβόλια με μεγάλη παραγωγή ντομάτας, στη θέση του Ολυμπιακού Σταδίου. Στα σημερινά φανάρια της Κύμης, υπήρχαν κάποτε περιβόλια με διάφορα λαχανικά» (μαρτυρία: Σταμάτης Τσιμπούκης).
Επάνω: Ό, τι έχει μείνει από τον παλαιό ελαιώνα στο ύψος της Λ.Ηρακλείου και της οδού Κύπρου. Κάτω: Εκδρομή στο κτήμα Φιξ. Αριστερά, η Μαρία Παπουτσόγλου, με συμμαθήτριές της, από το γυμνάσιο της Ν.Ιωνίας.
Περιοχές – περιοχές συναντούσε κανείς και πυκνούς πευκώνες, που σκόρπιζαν δροσιά με τη σκιά τους και καθαρό οξυγόνο. Οι Παλαιο-Ηρακλειώτες αποκαλούσαν το Νέο Ηράκλειο «κάμπο» (μαρτυρία π. Νικολάου Γαβαθά). Και όντως, ένας κάμπος, ήταν που απλωνόταν μέχρι τη Νέα Ιωνία, και καθώς το τοπίο ήταν ακόμα παρθένο κι ακατοίκητο σχεδόν, στο βάθος, τις ηλιόλουστες και καθαρές ημέρες λαμπύριζε η θάλασσα του Φαλήρου. Ανατολικά, όριζαν το τοπίο τα νταμάρια με τα ασβεστοκάμινα της Καλογρέζας στα Τουρκοβούνια, που όποτε έσκαγαν τα φουρνέλα, αντηχούσαν μέχρι τις εδώ γειτονιές...
Επάνω: Οι μαθήτριες Βαρβάρα Πουπάζη, Φραγκίσκα Βαλσάμου και Ευγενία Γιαννοπούλου, επιστρέφοντας από εκδρομή στο Παλαιό Ηράκλειο. Κάτω: Ο ελαιώνας όπως εκτεινόταν μέχρι τη Λυκόβρυση.
Κάτω: Πρόβατα που βόσκουν στον ελαιώνα του Παλαιού Ηρακλείου.
- Ναοί και παρεκκλήσια - Και πάνω σε κάθε χωματόλοφο ή ράχη, δέσποζε από τις αρχές του 20ου αιώνα κι από μια εκκλησία. Αιτία γι’ αυτό, στάθηκε η δημιουργία των πρώτων οικισμών-γειτονιών του Ηρακλείου, οι οποίοι για την άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων είχαν ανάγκη ναών.Προστάτης-πολιούχος του τόπου τέθηκε ο Άγιος μάρτυς Ηράκλειος του οποίου η μνήμη τιμάται στις 18 Μαΐου.
Η πρώτη εκκλησία που ανεγέρθηκε στις αρχές του 1900 στο Νέο Ηράκλειο, ήταν η Αγία Τριάδα. Οικοδομήθηκε στον λόφο Κουμανούδη αρχικά ως ξύλινη παράγκα, η οποία χρησίμευε και σαν μονοτάξιο σχολείο για τα λιγοστά τότε παιδάκια της περιοχής. Για μικρό διάστημα, γύρω στο 1926, χρησίμευσε και ως Κοινοτικό Γραφείο. Και από τα τέλη της δεκαετίας του ΄20, ξεκίνησε η ανοικοδόμηση του ναού, λιθόκτιστου και με τσιμέντο. Ενώ όμως τα έργα προχωρούσαν, κάποιες σοβαρές κακοτεχνίες οδήγησαν στην απόφαση της Εκκλησιαστικής Επιτροπής, να κατεδαφιστεί ο υπό ανέγερση ναός και να οικοδομηθεί εκ νέου. Το 1931 για το χτίσιμο της πλατφόρμας του νέου ναού, πρόσφερε ένα σεβαστό χρηματικό ποσό ο Κωνσταντινουπολίτης δικηγόρος Αναστάσιος Ροϊλίδης, Πρόεδρος του Ελληνικού Συλλόγου της Πόλης, στην οποία διατηρούσε δύο χάνια και δεκατρία σπίτια και μαγαζιά. Είχε εγκατασταθεί στο Ηράκλειο από το 1923 μαζί με την σύζυγό του Δέσποινα (το γένος Πολυχρονιάδη) και εκτός από τα χρήματα που διέθεσε για την οικοδόμηση του ναού της Αγίας Τριάδος, πρόσφερε και αρκετά χρήματα για την δενδροφύτευση της οδού Πεύκων (πληροφορίες Δέσποινα Πολυχρονιάδου).
Επάνω: Η κηδεία του Αναστάσιου Ροϊλίδη, στο προαύλιο του παλαιού, ξύλινου ι.ναού της Αγίας Τριάδας. Κάτω: 1938. αναμνηστική φωτογραφία από τα εγκαίνια του νέου ιερού ναού της Αγίας Τριάδας, χοροστατούντος του μ. Μητροπολίτη Πατάρων Μελέτιου Χρηστίδη, ο οποίος την περίοδο 1924-1967 χρημάτισε Αρχιεπισκοπικός επίτροπος Ν.Ιωνίας και Ηρακλείου.
Δύο εντοιχισμένες μαρμάρινες πλάκες στην είσοδο της Αγίας Τριάδος, διασώζουν μέχρι σήμερα τα ονόματα εκείνων των πρώτων δωρητών και ευεργετών που συνέβαλαν με "γενναίες" οικονομικές προσφορές στην οικοδόμηση και στην αποπεράτωση των έργων του ιερού ναού. Αξίζει να τους μνημονεύσουμε. "Δωρηταί: Παν.Παναγιωτόπουλος, Παναγιώτης Θεοφανόπουλος, Δημήτριος Κεσίσογλου. Ιωάννης Καψοκέφαλος, Κυριάκος Αναστασιάδης και Σπυρίδων Μανής". "Ευεργέται: Χρήστος Πατρονικολάου, Σοφία Κουζή, Θεολόγος Σινάνογλου, Σταύρος Δασκαλογιάννης, Αντώνιος Καρυώτης, Νικόλαος Αθανασίου, Αλεξάνδρα Σουλτανίδου, Μαρία Σουλτανίδου Γεέργιας Γεώρμας". Πρώτος εφημέριος του ναού υπήρξε για μικρό διάστημα, ο Αρχιμανδρίτης π. Ιωακείμ Ζέρβας (1867-1955) από το Αργυρόκαστρο της Βορείου Ηπείρου, ο οποίος από το 1923 τοποθετήθηκε ως εφημέριος στον Άγιο Γεώργιο Παλαιού Ηρακλείου, όπου εκεί υπηρέτησε μέχρι τον θάνατό του. Εκείνος όμως που θεωρείται ο ουσιαστικά πρώτος εφημέριος και προϊστάμενος του ναού, είναι ο Αμοργιανός π. Ιωάννης Θεολογίτης. Από την δεκαετία του ’50, και για τριάντα περίπου χρόνια, τον διαδέχτηκαν ο π. Σπυρίδων Χελιώτης (παπά-Σπύρος 1916-1981), και ο π. Μιχαήλ Θεοδωρακόπουλος (παπά-Μιχάλης), οι οποίοι άφησαν ως εφημέριοι το στίγμα τους στο ναό. Η Αγία Τριάδα, αγιογραφήθηκε από τον συνδημότη μας αγιογράφο, ψηφιδογράφο, ζωγράφο και γλύπτη Βασίλη Μπρούσαλη (1922-2000).
Επάνω και κάτω: Φωτογραφίες της δεκαετίας του 1950 από τη λιτανεία της ι.εικόνας της Αγίας Τριάδας (στο βάθος διακρίνεται και ο ι. ναός).
Επάνω: Αναμνηστική φωτογραφία από το γάμο του Αντώνη Παπαγεωργίου και της Ωραιοζήλης Βαφειάδου στην Αγία Τριάδα. Παρανύμφη η Βάσω Κορτέση - Σχοινά. Κάτω: Ο γάμος του Κώστα Τασούλα και της Ζωζώ Αγγελή, με ιερέα τον π.Σπυρίδωνα Χελιώτη.
Επάνω: Η στιγμή της στέψης, από το γάμο του Κώστα Τασούλα και της Γεωργίας (Ζωζώ) Αγγελή, με κουμπάρο το Θρασύβουλο Κορτέση, στον ι. ναό Αγίας Τριάδος, στις 13/12/1953. Κάτω: Αναμνηστική φωτογραφία από το γάμο του Κώστα Σταυρόπουλου και της Γεωργίας Παναγοπούλου στην Αγία Τριάδα. Το αγόρι δεξιά με τη λαμπάδα είναι ο Νίκος Παναγόπουλος.
Απέναντι από τον λόφο της Αγίας Τριάδος, σε άλλη μια ράχη ανατολικά, στον Πράσινο Λόφο, το 1923 περίπου, οικοδομήθηκε με έξοδα της Κλεοπάτρας Κουράκλη το ιδιωτικό παρεκκλήσιο της Αγίας Παρασκευής, την οποία είχε δει η κτήτωρ σε όραμα. Το εκκλησάκι αυτό, χτισμένο μέσα σ’ ένα μεγάλο οικόπεδο με πηγάδι, βρισκόταν στην συμβολή των οδών Ματρώζου και Ελπίδος, στη δυτική πλαγιά του Πράσινου Λόφου. Στον προαύλιο χώρο υπήρχε κελί, όπου η ιδιοκτήτρια Κλεοπάτρα Κουράκλη, ως μοναχή Παρασκευή διέμενε για χρόνια, έχοντας σαν ασχολία να φτιάχνει υφαντά στον αργαλειό. Το εκκλησάκι στις αρχές του 1980 κατεδαφίστηκε, λόγω επικινδυνότητας, επειδή παρουσίασε καταβύθιση της οροφής του. Όμως, άφησε σε όλους τους παλιούς Ηρακλειώτες την ανάμνησή του από τις ετήσιες πανηγύρεις στις 26 Ιουλίου προς τιμή της Αγίας Παρασκευής, όπου συνέρρεαν πλήθη κόσμου. Ανοικοδομήθηκε το 2000-2001 από την οικογένεια Ιωάννη Α. Βουργάνα, και από τότε, κάθε χρόνο πανηγυρίζει τη μνήμη της Αγίας.
Επάνω: Η Κλεοπάτρα Κουράκλη σε νεαρή ηλικία το 1923. Κάτω: 26 Ιουλίου 1939. Ο Αρχιεπισκοπικός Επίτροπος Ν.Ιωνίας και Ηρακλείου, Μητροπολίτης Πατάρων Μελέτιος και ο Αρχιμανδρίτης π.Ιωακείμ Ζέρβας (1867-1955), δεξιά του, χοροστατούν στη λιτάνευση της ι. εικόνας της Αγίας Παρασκευής.
Από το εκκλησάκι αυτό έχουν περάσει για πανηγύρεις, λειτουργίες, εσπερινούς, παρακλήσεις και βαπτίσεις, ιερείς όπως ο παπά-Ιωακείμ Ζέρβας και άλλοι εφημέριοι της Αγίας Τριάδος, ενώ στα νεότερα χρόνια υπηρετείται από ιερείς της ενορίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου «Παναγίτσας» (πληροφορίες Νίκος Γαμβρούλιας, Συμέλα Συμεωνίδου, Χαράλαμπος Ευαγγελάτος).
Επάνω: Ο μικρός Νικολάκης Γαμβρούλιας με συγγενείς του, στην είσοδο της Αγίας Παρασκευής στις 5/8/1938. Κάτω: 26 Ιουλίου 1952. Η μοναχή Παρασκευή (Κλεοπάτρα Κουράκλη) με τη φίλη της Χρυσάνθη Γαμβρούλια (αριστερά) και μία συγγενή της, στην είσοδο της Αγίας Παρασκευής.
Κάτω: Το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής όπως ήταν στις αρχές του 1970.
Πολύ κοντά στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής μια άλλη ευλαβική γυναίκα, η Ελένη Λιτσάκου, καταγόμενη από την Μάνη και εγκατεστημένη στην περιοχή ανάμεσα στους πρώτους κατοίκους, ίδρυσε το 1926 μετά από όνειρο που είδε, το εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνος. Και σε αυτό το παρεκκλήσι λειτούργησε ο παπά-Ιωακείμ Ζέρβας, σε όλες τις μεγάλες θρησκευτικές εορτές, καθώς και στο ετήσιο πανηγύρι που συγκέντρωνε πολλούς δημότες.
Επάνω: Η Ελένη Λιτσάκου. Κάτω: Ο ιερός ναός του Αγίου Σπυρίδωνος το 1980.
Μετά τους σεισμούς της Κεφαλονιάς στα μέσα της δεκαετίας του ’50, εγκαταστάθηκε στην περιοχή και υπηρέτησε στο ναό ως κληρικός, ο παπά-Νικόλας Καλογεράς, από το Αργοστόλι. Την ίδια περίοδο, ο ανηφορικός δρόμος που οδηγεί προς την κορυφή του λόφου, ονομάστηκε «οδός Αγίου Σπυρίδωνος» προς τιμήν του Αγίου που τιμάται στο παρεκκλήσιο αυτό (πληροφορίες Δημήτρης Λιτσάκος).
Επάνω: Το εσωτερικό του ι.ναού του Αγίου Σπυρίδωνος. Κάτω: Ο Δημήτρης Λιτσάκος με τη σύζυγό του Ρηγοπούλα, στην είσοδο του ι.ναού.
Κάτω: Ο ιερός ναός του Αγίου Σπυρίδωνος, σήμερα.
Κάτω: Ο ιερός ναός των Αγίων Αποστόλων στο Ψαλίδι.
Στην περιοχή «Ψαλίδι» κοντά στα Λιγνιτωρυχεία, από το 1926 άρχισε να οικοδομείται από τον Πέτρο Κούσουλα και τη σύζυγό του Ελένη ο ναός των Αγίων Αποστόλων, ο οποίος τελειοποιήθηκε μεταξύ 1929-30. Από το 1964 αποτελεί ενορία, και σήμερα ανήκει στην Ι.Μητρόπολη Κηφισιάς. Στο Κάτω Ψαλίδι, μέσα στο κτήμα του στρατηγού Μακρυκώστα, υπήρχε ένα μικρό εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας, προστάτιδας των λιγνιτωρύχων, το οποίο γκρεμίστηκε από τις συνεχείς εκρήξεις, κατά την διάνοιξη των υπόγειων στοών, στα λιγνιτωρυχεία Ηρακλείου-Καλογρέζας. Λίγο αργότερα, to 1948, ο ευλαβής λιγνιτωρύχος Σπύρος Κώνστας, κοντά στη θέση που βρισκόταν το εκκλησάκι, έχτισε ένα προσκυνητάρι προς τιμήν της Αγίας Βαρβάρας, το οποίο πανηγύριζε κάθε χρόνο στη μνήμη της Αγίας.
Επάνω: Η οικογένεια του λιγνιτωρύχου Σπύρου Κώνστα, μπροστά στο στολισμένο εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας, την ημέρα της εορτής της, 4 Δεκεμβρίου 1948. Κάτω: Η οικογένεια του Σπύρου Κώνστα με λιγνιτωρύχους, την ημέρα της μνήμης της Αγίας Βαρβάρας.
Επάνω: Η Αγία Βαρβάρα, προστάτιδα των λιγνιτωρύχων. Κάτω: Το εκκλησάκι της Αγίας στο Κάτω Ψαλίδι, στη συμβολή των οδών Ομορφοκκλησιάς και Κηφισιάς.
Νότια του Πράσινου Λόφου, στο κτήμα της πριγκίπισσας Αλίκης, υπήρχε το ιδιωτικό της παρεκκλήσιο αφιερωμένο στις Αγίες Μάρθα και Μαρία. Δεν υπάρχει πλέον τίποτε από αυτό, παρά μόνο μια μαρμάρινη επιγραφή επί της οδού Ηλέκτρας Αποστόλου (πρώην «Πριγκιπίσσης Αλίκης» ), όμως, οι Αγίες πανηγυρίζονται κάθε χρόνο στις 4 Ιουνίου στο ναό της Παναγίτσας. Ο ναός αυτός, αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου άρχισε να οικοδομείται, ως παράγκα από κόντρα πλακέ αρχικά, στην κορυφή του Πράσινου Λόφου το 1955. Στις αρχές του 1960 ήταν μόνο ένα ισόγειο κτίσμα, το οποίο από το 1967 άρχισε να παίρνει τη μορφή του σημερινού ναού, που είναι γνωστός σε όλους τους δημότες ως «Παναγίτσα», και πανηγυρίζει σε κάθε Θεομητορική εορτή.
Επάνω: Ό,τι απέμεινε από το ιερό παρεκκλήσιο των Αγίων αδελφών Μάρθας και Μαρίας. Κάτω: Τέλη δεκαετίας του 1960.Ο π.Γεώργιος τελεί τον Αγιασμό των Θεοφανείων στην πλάκα του ιερού ναού της Παναγίας, στον Πράσινο Λόφο.
Από το Φθινόπωρο του 1972 μέχρι και τον Ιούνιο του 1975, σε όλη την σχολική περίοδο, θυμάμαι ότι κάθε Σάββατο σε αυτό το ναό της «Παναγίτσας», ο οποίος ήταν ακόμα με μπετόν, γινόταν ο εβδομαδιαίος εκκλησιασμός όλων των μαθητών, που πηγαίναμε τότε στο Α΄ Γυμνάσιο Ηρακλείου. Οι θείες λειτουργίες γινόντουσαν από τον π. Γεώργιο και τον π. Παύλο Ταμιωλάκη, με του οποίου τον μικρό γιο τον Φώτη ήμασταν συμμαθητές και φίλοι. «Ψυχή» της ενορίας από το 1976 είναι ο Αρχιμανδρίτης π. Τιμόθεος Παπαδάκης ("έφυγε" από κορωνοϊό στις 7/12/2021 σε ηλικία 70 ετών). Αξίζει να σημειωθεί ότι η εφέστιος – κτητορική εικόνα του ναού, αποτελεί δωρεά του Προέδρου της Κοινότητας Ηρακλείου (1945-47) και Δημάρχου Ηρακλείου (1951-55) Θεοδώρου Α. Κριεζή, δικαστικού, γόνου της ιστορικής υδραίικης οικογένειας, ο οποίος διετέλεσε και βουλευτής Ύδρας, ενώ παράλληλα άφησε πίσω του αξιόλογο συγγραφικό έργο.
Επάνω: Η εφέστιος εικόνα του ι.ναού της Παναγίας στον Πράσινο Λόφο, δωρεά του Θεόδωρου Α. Κριεζή. Κάτω: Η Ιωάννα Σαλουβάρδου, σύζυγος του επί έτη Επιτρόπου του ι.ναού Παναγίας Πρασίνου Λόφου Δημητρίου Σαλουβάρδου, ποζάρει στην οδό Αλαμάνας με θέα τον ιερό ναό και την κορυφή του Πράσινου Λόφου.
Βόρεια του Ηρακλείου, στη «Ράχη Παπά-Σπύρου», γύρω στο 1958 χτίστηκε από τον εργολάβο Μανώλη Αγγελή, ο ναός του Προφήτη Ηλία, ο οποίος ναι μεν ανήκει διοικητικά στην Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, καθώς βρίσκεται οριακά στον Δήμο Μεταμόρφωσης, όμως, σχεδόν όλοι οι Ηρακλειώτες της περιοχής εκκλησιάζονται εκεί. Είναι η εκκλησία που θυμάμαι από μικρός. Μας πήγαινε εκεί η γιαγιά μου Χαρίκλεια, η οποία είχε πνευματικό της τον τότε εφημέριο, Αρχιμανδρίτη π. Ευθύμιο Κωτσώνη (στον οποίο η μητέρα μου έραβε τα ράσα), και οι αδελφές μου εκεί πρωτοπήγαν Κατηχητικό. Το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, ήταν αρχικά μια μικρή ξύλινη παραγκούλα που κατεδαφίστηκε στις αρχές του ’70, και το 1971 θεμελιώθηκε με δαπάνες ευσεβών ενοριτών ο νέος, τσιμεντένιος ναός, επί Μητροπολίτη Αττικής Δωροθέου Γιανναρόπουλου, και την ακάματη επιστασία του προϊστάμενου του Ι. Ναού π. Γεωργίου Κουτσαντώνη, καθώς και τη συμβολή της πρεσβυτέρας του Ευαγγελίας.
Επάνω: Η Αθηνά Χήναρη με το γιο της Στάθη και την πεθερά της Αθανασία, ποζάρουν μπροστά στον Προφήτη Ηλία. Κάτω: Ανάμνηση απο τα Κατηχητικά Σχολεία.
Βορειοδυτικά, στον λόφο του μπαρουτάδικου – καλυκοποιείου, εκεί όπου μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα υπήρχε ένα μικρό εργοστάσιο παραγωγής πυρίτιδας, δωρήθηκε από την ευλαβή Αγγελική Γρηγοράκου ένα οικόπεδο, με σκοπό την οικοδόμηση ενός ναού προς τιμή της Αγίας μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας, προστάτιδας του πυροβολικού. Πριν την οικοδόμηση του ναού, τοποθετήθηκαν στο κέντρο του οικοπέδου δύο μεγάλες πέτρες, επάνω στις οποίες στερεώθηκε μια εικόνα της Αγίας, κι έγινε ένα αυτοσχέδιο προσκυνητάρι. Σύντομα, με συνδρομές πολλών πιστών, ανεγέρθηκε ένα μικρό ξύλινο εκκλησάκι που δέσποζε στην κορυφή του λόφου, ενώ από κάτω κυλούσε σ’ ένα γραφικό, λουλουδιασμένο πάντα τοπίο, ανάμεσα σε πυκνές καλαμιές, μια ρεματιά.
Επάνω: Η εφέστια και θαυματουργή εικόνα της Αγίας Βαρβάρας. Κάτω: Πόζα μπροστά στο ξύλινο εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας.
Στα τέλη του ’70 η ξύλινη εκκλησία κατεδαφίστηκε, ανοικοδομήθηκε μεγαλύτερη, και πλέον αποτελεί ενοριακό ναό, που διοικητικά ανήκει στη Μητρόπολη Κηφισιάς. Θυμάμαι, την κ. Αγγελική Γρηγοράκου (κοντή, στρουμπουλή και με μια μεγάλη ελιά στο μάγουλο), που έτρεφε μεγάλη ευλάβεια προς την Αγία Βαρβάρα, να έρχεται συχνά και να επιμένει στους δασκάλους και στο διευθυντή του Γ΄ Δημοτικού Σχολείου, τα Σάββατα που υπήρχε υποχρεωτικός εκκλησιασμός, να μην πηγαίνουμε μόνο στον Άγιο Κωνσταντίνο Νέας Ιωνίας, και στον νεόδμητο τότε Άγιο Νεκτάριο, αλλά να εκκλησιαζόμαστε και στην Αγία Βαρβάρα, που εκτός άλλων είναι και προστάτις των παιδιών από λοιμικές νόσους, όπως η ευλογιά. Τις ένθερμες προτροπές της όντως άκουγαν οι δάσκαλοί μας, και αρκετά Σάββατα εκκλησιαζόμαστε και εκεί.
Επάνω: Αναμνηστική φωτογραφία από βάπτιση, στον παλαιό ναό της Αγίας Βαρβάρας. Κάτω: Ο νέος ι.ναός της Αγίας Βαρβάρας Μεταμορφώσεος σήμερα.
Στην κορυφή του ακριβώς απέναντι λόφου, νότια της Αγίας Βαρβάρας, στην «Ράχη της Αλυγαριάς ή Καναπίτσας», από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 ένας νέος ναός άρχισε να οικοδομείται. Αφιερώθηκε στον νεοφανή Άγιο Νεκτάριο Αιγίνης, επίσκοπο Πενταπόλεως τον θαυματουργό, του οποίου η αγιοκατάταξη είχε γίνει πρόσφατα, μόλις το 1961. Αυτή η εκκλησία οικοδομήθηκε από το «Σωματείο Χριστιανικής Συνεργασίας ο Άγιος Νεκτάριος Αιγίνης», το οποίο ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 (το 1962 συγκεκριμένα) με σκοπό την ανέγερση του Ι. Ναού, και την επιτέλεση κοινωνικού έργου. Το Σωματείο προέκυψε από Ηρακλειώτες, άνδρες και γυναίκες, που ανήκαν σε «Χριστιανικούς Κύκλους» αδελφοτήτων όπως «Η Ζωή», στους οποίους συμμετείχαν γονείς και κηδεμόνες μαθητών της Ηρακλείου Σχολής, και κυρίες όπως η Λίζα (Ελισάβετ) Κωνσταντινίδου, οι Μαρία και Γεωργία Κοντονικολάκου (μητέρα και κόρη), η Αικατερίνη Χελιώτη, και οι κύριοι Γιώργος Βλάχος, ο δάσκαλος Κώστας Ροδόπουλος, ο δάσκαλος Παναγιώτης Μάνεσης, ο Γιώργος Γκίτζιας κ.ά. Η ιδέα της ιδρύσεως του Σωματείου ανήκει στον καθηγητή Αλέξανδρο Κορακίδη, ο οποίος ήταν και ιδρυτής της Ηρακλείου Σχολής, η οποία βρισκόταν στη συμβολή των οδών Ευριπίδου και Αττικής, δίπλα στο σινεμά «Άνοιξις». Να σημειωθεί, ότι ο Αλέξανδρος Κορακίδης αρχικά είχε προτείνει να ονομαστεί το Σωματείο «Απόστολος Παύλος». Η πρόταση για την ονομασία του Σωματείου προς τιμήν του Αγίου Νεκταρίου, έγινε από τον Παύλο Πεταβατζή. Και τελικά η πρότασή του έγινε ομόφωνα αποδεκτή από τα 15 περίπου τότε μέλη του Σωματείου. Πρώτος πρόεδρος του Σωματείου, πριν την ανέγερση του Ι. Ναού και για 9 μήνες, υπήρξε ο Κώστας Φλώρος, με αντιπρόεδρο τον Αλέξανδρο Κορακίδη και γραμματέα την καθηγήτρια Ελένη Μιχαλοπούλου (Πεταβατζή). Ακολούθησε ο Στέφανος Δέτσης, και από το 1964, μέχρι και το 1975, οπότε ο Ι. Ναός μετατράπηκε σε ενοριακό, πρόεδρος του Σωματείου ήταν ο δραστήριος Παύλος Πεταβατζής, με αντιπρόεδρο τον Στέφανο Δέτση και ταμία τον Γιάννη Βούτσικα. Ιδρυτικά μέλη υπήρξαν ο Θανάσης Μπεταβατζής, ο Στέφανος Δέτσης και η σύζυγός του Γεωργία, ο Γεώργιος Γκίτζιας, ο δάσκαλος του Γ΄ Δημοτικού Σχολείου Ηρακλείου Νίκος Καμβύσης με την σύζυγό του Ευαγγελία, το ζεύγος Μπουλούκου, ο Αθανάσιος Παπακαλούσης, πατέρας της καθηγήτριας Ελένης Κορακίδου κ.ά. Αργότερα, μέλη υπήρξαν και οι: Χρήστος Μιχαλόπουλος, Γαβριέλης, Κώστας Μποσινάκης κ.ά. Τα γραφεία του Σωματείου ήταν στην οδό Ζεφύρου, απέναντι ακριβώς από το παλιό Γ΄Δημοτικό, την εποχή που διευθυντής του σχολείου ήταν ο Δάρας.
Το 1967, την εποχή της δικτατορίας, βγήκε διάταγμα για την παύση και διάλυση Σωματείων και Συλλόγων. Ο Διευθυντής Ασφαλείας ονόματι Ρίζος, κάλεσε τον Παύλο Πεταβατζή και του το ανακοίνωσε επίσημα. Όμως, όταν εκείνος του είπε ότι επρόκειτο για ανέγερση εκκλησίας δέχτηκε, υπό τον όρο σε κάθε συγκέντρωση του Σωματείου, να παρευρίσκεται και ένα όργανο της ασφάλειας. Το Σωματείο για την εξυπηρέτηση του σκοπού της ανέγερσης του ι. ναού, εξέδωσε ειδικά κουπόνια, με ετήσια συνδρομή 5 δραχμές, ή διέθετε το κάθε ένα ξεχωριστά, αντί 10 λεπτών. Ένα από τα ακούραστα, παρ’ όλη την ηλικία του, μέλος του Σωματείου, ο μπάρμπα Χαράλαμπος Δημητρακόπουλος, γυρνούσε από πόρτα σε πόρτα, σε κάθε γειτονιά του Ηρακλείου, και διέθετε τα κουπόνια υπέρ της ανεγέρσεως του ι. ναού, που είχε εκδώσει το Σωματείο. Οι Ηρακλειώτες, προπαντός οι κάτοικοι της Καναπίτσας, ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό στην προσπάθεια του Σωματείου, υπέρ της ανέγερσης του Ιερού Ναού του λαοφιλούς Αγίου Νεκταρίου. Υπήρξαν άνθρωποι που έκαναν ακόμα και θυσίες, για τον ιερό αυτό σκοπό. Όπως για παράδειγμα ο Ιωάννης Δρακονάκης, κάτοικος Καναπίτσας, ο οποίος πούλησε την καινούργια σόμπα πετρελαίου, με την οποία ζεσταινόταν η πολυμελής οικογένειά του, και μετά άναβαν την γκαζιέρα για να ζεσταθούν (!), ώστε να εξοικονομήσει χρήματα, και να πάρει πολλά κουπόνια υπέρ της ανέγερσης, από τον συγχωρεμένο Θανάση Μπεταβατζή. Κι άλλη φορά, ο ίδιος ευσεβής ενορίτης, με δικά του έξοδα αγόρασε άμμο, ασβέστη και σίδερα, που χρησίμευσαν στην οικοδόμηση του Ιερού Ναού (μαρτυρία Ευγενίας Αμαργιοτάκη). Επίσης, πολλοί Ηρακλειώτες είχαν στα σπίτια τους κουμπαράδες ειδικά για τον Άγιο Νεκτάριο. Έριχναν μέσα χρήματα καθημερινά σχεδόν, από το υστέρημά τους, και όποτε τους επισκεπτόταν ο μπάρμπα Χαράλαμπος Δημητρακόπουλος (υπερήλικας, με προβλήματα όρασης, πάντα αξιοπρεπώς ντυμένος και με μπαστουνάκι), με τα κουπόνια υπέρ της ανεγέρσεως του ι. ναού, άνοιγαν τον κουμπαρά και αγόραζαν ακόμα και ολόκληρα μπλοκάκια (πληροφορία πρεσβυτέρας Βαρβάρας Αλεβιζοπούλου).
Σύντομα συγκεντρώθηκε το ποσό των 50.000 δραχμών. Οπότε τα μέλη του σωματείου με χαρά, άρχισαν να αναζητούν οικόπεδο. Αρχικά, βρέθηκε ένα, 4 στρέμματα, στη συμβολή των οδών Μενελάου και Δύσεως (σήμερα Αγίου Νεκταρίου), όμως η αγορά του ξεπερνούσε την αξία των 200.000 δραχμών. Τελικά, η τοποθεσία όπου οικοδομήθηκε ο Ι. Ναός έγινε καθ’ υπόδειξιν του Οσίου π. Αθανασίου Χαμακιώτη (1891-1967), ιερομονάχου και εφημερίου από το 1936 στον Ι. Ναό Παναγίας της Νερατζιώτισσας στο Μαρούσι, προς την κ. Λίζα Κωνσταντινίδου, η οποία ήταν πνευματικό του παιδί, έμενε στην οδό Ζεφύρου και ήταν μέλος του Σωματείου (πληροφορία από τον πρωτοπρεσβύτερο π. Βασίλειο Χρηστίδη). Το οικόπεδο το αγόρασε το Σωματείο από κάποιον Νέο-Ιωνιώτη ονόματι Ποταμιάνο. Αυτός ζητούσε αρχικά 170.000 δρχ. και μετά κατέβασε το ποσό στις 150.000 δραχμές. Αλλά, όταν του είπαν ότι επρόκειτο για ανέγερση εκκλησίας, κατέβασε το ποσό στις 100.000 δραχμές. Όμως τότε τα μέλη του Σωματείου έκαναν συνέλευση, και αναρωτήθηκαν πού θα έβρισκαν τις άλλες 50.000 δρχ. αφού είχαν μόνο το μισό ποσό στο ταμείο τους. Τότε σηκώθηκε ο ηλικιωμένος και πολύ ευσεβής μπάρμπα- Χαράλαμπος Δημητρακόπουλος, και με τρεμάμενο χέρι έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του ένα τραπεζικό βιβλιάριο, λέγοντας: «Εδώ έχω 50.000 δραχμές. Σας το δίνω για να συμπληρώσετε το ποσόν της αγοράς του οικοπέδου. Και όποτε έχει χρήματα το Σωματείο, μου τα επιστρέφει! Κι αν δεν έχει, τα χαρίζω»!
Έτσι αγοράστηκε το οικόπεδο. Μάλιστα, επειδή τα χρήματα που είχαν συμφωνηθεί για την αγορά, συγκεντρώθηκαν και δόθηκαν από το Σωματείο σε συντομότερο διάστημα από το προκαθορισμένο, ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου ικανοποιημένος από τη συνέπεια, τους έκανε κι άλλη έκπτωση. Το μόνο πρόβλημα που υπήρχε, ήταν ο λάθος προσανατολισμός του οικοπέδου για ιερό ναό, καθώς και το λίγο στενόμακρο και μικρό οικόπεδο. Επειδή το οικόπεδο ήταν μικρό, η υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων που έδινε τότε τις άδειες οικοδόμησης ναών, δεν μπορούσε να εκδώσει την άδεια. Αυτό όμως τελικά πραγματοποιήθηκε, με τη μεσολάβηση του προϊσταμένου της υπηρεσίας, ονόματι Κυριαζή, που ήταν από το Μοσχάτο. Ο ίδιος μάλιστα έδωσε στα μέλη του Σωματείου, μία μελέτη που είχε έτοιμη, για την ανέγερση ενός παρεκκλησίου χωρητικότητας 80 ατόμων, την οποία επεξεργάστηκε ένας μηχανικός και την υπέγραψε. Τελικά το τοπογραφικό σχέδιο υπογράφηκε και από την Αρχιεπισκοπή. Και ο τότε Μητροπολίτης Αχελώου Ευθύμιος Στύλιος μεσολάβησε στην Πολεοδομία για την παραχώρηση άδειας οικοδομής, λόγω του προβλήματος ως προς τα τετραγωνικά του οικοπέδου που είχαν προκύψει, αλλά και ως προς το ότι βρισκόταν κοντά ο ναός της Αγίας Τριάδος. Όμως, ένα νέο πρόβλημα προέκυψε, όταν ένας γείτονας έκανε καταγγελία στην Αρχιεπισκοπή, για το λάθος προσανατολισμό του ναού. Εκείνη έστειλε εντολή για διεξαγωγή έρευνας στο Τμήμα Χωροφυλακής Ηρακλείου Αττικής. Ο τότε διοικητής του Τμήματος Αναστάσιος Τίγκας, κάλεσε στο γραφείο του τον Παύλο Πεταβατζή, για να του πει ότι είχε καταγγελία από την Αρχιεπισκοπή. Όταν όμως εκείνος του έδειξε τα σχέδια εγκεκριμένα και υπογεγραμμένα από την Αρχιεπισκοπή, υποχώρησε. Άλλο ένα πρόβλημα που δημιουργήθηκε την ίδια εποχή, ήταν ότι η ενορία και το εκκλησιαστικό συμβούλιο της Αγίας Τριάδος, στην οποία υπάγεται και η Καναπίτσα, εναντιώθηκε στη δημιουργία νέου ναού στην ίδια περιφέρεια. Μόνο όταν το Σωματείο χαρακτήρισε το ναό του Αγίου Νεκταρίου ‘’παρεκκλήσιο’’ της Αγίας Τριάδος, υποχώρησαν. Και έτσι άρχισαν οι εργασίες (πληροφορία Βασίλη Πελτίκογλου).
Επάνω: Μια βροχερή ημέρα λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1960, τοποθετήθηκε ο θεμέλιος λίθος για την ανέγερση του ι. ναού του Αγίου Νεκταρίου. Κάτω: Ο ι.ναός του Αγίου Νεκταρίου σήμερα.
Την εργολαβία της οικοδομής, ανέλαβε ο Νίκος Παρμαξίσογλου, που έμενε στην οδό Κουντουριώτου. Ο θεμέλιος λίθος του ναού τοποθετήθηκε, τιμής ένεκεν, από τον μπάρμπα-Χαράλαμπο Δημητρακόπουλο. Η τελετή της θεμελίωσης έγινε από τον π. Μιχαήλ Θεοδωρακόπουλο, ιερέα της Αγίας Τριάδος. Με το που οικοδομήθηκε αρχικά ο ημιυπόγειος ναός (σήμερα παρεκκλήσιο του Αγίου Σάββα) ξεκίνησε να λειτουργείται ως παρεκκλήσιο της Αγίας Τριάδος, ενώ η πλήρης αποπεράτωση του ναού, έγινε το 1970. Μέχρι το 1974 που ο ναός ήταν σωματειακός, τα ιερατικά καθήκοντα ασκούσαν εκ περιτροπής οι ιερείς του ναού της Αγίας Τριάδος: ο π. Σπυρίδων Χελιώτης, ο π. Μιχαήλ Θεοδωρακόπουλος και ο π. Δημήτριος. Επίσης για κάποιο διάστημα ιερούργησαν ο π. Νικόλαος Χελιώτης, ο π. Μάξιμος Βασιλειάδης, ο Επίσκοπος Τρίκκης και Σταγών Διονύσιος και ο Επίσκοπος Αχελώου Ευθύμιος (πληροφορίες από τον Παύλο Πεταβατζή, τον Γιάννη Βούτσικα, την Ελένη Κορακίδου). Στις 6 Οκτωβρίου 1974 ο ιερός ναός του Αγίου Νεκταρίου, ως ενοριακός πλέον, εγκαινιάστηκε από το Μητροπολίτη Ν.Ιωνίας Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκιδόνος Τιμόθεο Α΄Ματθαιάκη. Εγκαίνια τελέστηκαν εκ νέου στις 15 Ιουνίου 1997, από τον μακαριστό πλέον Μητροπολίτη Κωνσταντίνο Φαραντάτο, όταν ο ιερός ναός επεκτάθηκε ανατολικά. Πρώτος εφημέριος του Αγίου Νεκταρίου υπήρξε ο Αρχιμανδρίτης π. Γεννάδιος Χορτάτος. Από τον ναό πέρασαν αρκετοί εφημέριοι, όμως τη σφραγίδα τους από το 1975 που ανέλαβαν καθήκοντα και μετά, έχουν αφήσει ως επί το πλείστον ο π. Ιωάννης Περάκης (παπά-Γιάννης, 1949-2005), προϊστάμενος του ι.ναού, τον οποίο είχα και καθηγητή θρησκευτικών στο Α΄ Γυμνάσιο Ηρακλείου την περίοδο 1975-76, και ο π. Αναστάσιος Κοττίκης (παπά-Τάσος, 1924-1992).
Επάνω: Ο π. Ιωάννης Περάκης τελεί παράκληση εμπρός στην ιερά λειψανοθήκη του Αγίου Νεκταρίου. Κάτω. 1978. Ο π.Αναστάσιος Κοττίκης και ο π.Γεώργιος Χάρτζης, τελούν το ιερό μυστήριο της βαπτίσεως στους δίδυμους Χρήστο και Θανάση Πεταβατζή.
Κάτω: Ο π.Αναστάσιος Κοττίκης, γνωστός σε όλους μας και ως "παπά-Τάσος", δεν έκρυβε ποτέ ότι ήταν και ποδοσφαιρόφιλος!
Να αναφέρω και έναν από τη νέα γενιά ιερέων του Αγίου Νεκταρίου, που η πορεία της ζωής του συνδέεται και είναι συνυφασμένη με την ιστορία του Αγίου Νεκταρίου. Πρόκειται για τον πρωτοπρεσβύτερο π. Βασίλειο Χρηστίδη ο οποίος από πολύ μικρό παιδί, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, διακονούσε μέσα στο ιερό ως παπαδάκι, παράλληλα ήταν Κατηχητής, και το 1996 χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος και πρεσβύτερος, και υπηρέτησε στον Ι. Ναό μέχρι το 2008. Στα νεότερα χρόνια, προϊστάμενοι υπήρξαν ο μακαριστός π. Νικόλαος Στασινόπουλος και τελευταία, ο π. Νικόλαος Κουντουριώτης. Από τον ι. ναό του Αγίου Νεκταρίου έχω να θυμηθώ πολλά περιστατικά, γιατί από τα σχολικά μου χρόνια στο Δημοτικό και στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, σ’ αυτόν το ναό πήγαινα κάθε Κυριακή Κατηχητικό. Αλλά, και κάθε Σάββατο, ήμουν στην παιδική χορωδία του Γ΄ Δημοτικού Σχολείου που συνόδευε τον δεξιό ψάλτη (θυμάμαι πολλά Σάββατα τον κ. Θανάση Μπεταβατζή) υπό την διεύθυνση του δασκάλου μας κ. Κων/νου Ρήγα, και τη συμμετοχή της αυστηρής Διευθύντριας μας Δίδος Αικατερίνης Καλπογιαννάκη, η οποία συμμετείχε και σε ομιλίες που διοργάνωνε ο κ. Αλέξανδρος Κορακίδης στο Πνευματικό Κέντρο του Αγίου Νεκταρίου, που βρισκόταν τότε στην οδό Ζεφύρου.
Επάνω: Άνοιξη του 1970. Η πρώτη βάπτιση στον υπόγειο ι. ναό του Αγίου Νεκταρίου. Διακρίνονται στο κέντρο το ζεύγος Αλέξανδρος και Ελένη Κορακίδου με τη νεοφώτιστη κόρη τους Σοφία στην αγκαλιά του νονού της Αναστάσιου Τίγκα. Κάτω: Ο μακαριστός π.Γεώργιος Χάρτζης.
Θυμάμαι, την πρώτη ημέρα που ο υπόγειος ναός άνοιξε για τους Ηρακλειώτες, τις προσφορές των δωρητών, οι οποίοι αφού άκουγαν την αναγγελία του ονόματός τους: «Ο Κ. τάδε προσφέρει...», ανέβαιναν ο κάθε ένας ξεχωριστά, και παρέδιδαν τις δωρεές τους στους υπεύθυνους του Σωματείου που είχαν ανεγείρει το ναό. Θυμάμαι ο κ. Παύλος Πεταβατζής πρόσφερε μια μεγάλων διαστάσεων ολόσωμη εικόνα του αποστόλου Παύλου, ο κ. Στέφανος Δέτσης την ολόσωμη εικόνα του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, έργα και οι δύο του διακεκριμένου αγιογράφου Δ. Καρούσου. Ο δάσκαλος κ. Νίκος Καμβύσης πρόσφερε ένα Ευαγγέλιο και δύο μεγάλες κανδήλες, ο δάσκαλος κ. Κων/νος Καζάς μια εικόνα του Κυρίου προσευχομένου στη Γεθσημανή, αγιογραφημένη από τον ίδιο. Η Κα Μαριάνθη Τριβέλλα δώρισε την ολόσωμη εικόνα του Αγίου Νεκταρίου, που μέχρι τις ημέρες μας λιτανεύεται την ημέρα της πανηγύρεως του Αγίου, κ.ά. Ο υπόγειος ναός, όταν οικοδομήθηκε ο επάνω ναός προς τιμήν του Αγίου Νεκταρίου και τέθηκε σε λειτουργία, μετατράπηκε σε παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο απόστολο Παύλο.
Επάνω: Η εφέστια, παλαιά εικόνα του Αγίου Νεκταρίου, δωρεά της Μαριάνθης Τριβέλλα. Κάτω: Οι εικόνες του Αγίου αποστόλου Παύλου, και του Κ.Η.Ιησού Χριστού, έργα του Δ.Καρούσου.
Θυμάμαι επίσης την τοποθέτηση του ξυλόγλυπτου τέμπλου στον επάνω ναό, στη θέση του βελουδένιου βυσσινί παραπετάσματος, που χώριζε πριν το ιερό από τον κυρίως ναό. Ήταν κάποια Κυριακή του 1973. Εμείς κάναμε κατηχητικό μετά την θεία λειτουργία στον γυναικωνίτη, και κάτω δούλευε το συνεργείο από τον Βόλο, συναρμολογώντας τα ξυλόγλυπτα τμήματα του τέμπλου. Μόλις τελειώσαμε και κατεβήκαμε στον κυρίως χώρο του ναού, μύριζε φρεσκοκομμένο ξύλο και παντού υπήρχαν σκόρπια ροκανίδια. Όμως, το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Και θυμάμαι τον ιερέα να μας λέει: «Που να το δείτε όταν βερνικωθεί!». Εκείνο που πρόσθεσε ιδιαίτερη λάμψη στον Ιερό Ναό του Αγίου Νεκταρίου, ήταν οι νέοι μεγάλοι, μπρούτζινοι, επιχρυσωμένοι πολυέλαιοι, που τοποθετήθηκαν στο κεντρικό και στα πλάγια κλίτη. Δωρεές ευλαβών ενοριτών, όπως του Αναστάσιου Μπίκλη, του Παναγιώτη Μιχαλόπουλου (ο οποίος διακονούσε και στο ψαλτήρι) και αρκετών άλλων. Το 1974, με την έλευση και ενθρόνιση του πρώτου Μητροπολίτη Ν.Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος μ. Τιμόθεου Α΄Ματθαιάκη, το Σωματείο του Αγίου Νεκταρίου του παρέδωσε το φάκελο του ιερού ναού, και έκτοτε ο ι.ναός του Αγίου Νεκταρίου αναγνωρίστηκε ως Ενοριακός και στην πορεία του χρόνου αγιογραφήθηκε από τους Δ. Καρούσο (οι φορητές εικόνες του παλαιού τέμπλου), Πέτρο Βαμπούλη, Ελευθέριο Γκουρογιάννη, Δημήτρη Μουρλά και Σπυριδούλα Δεγαΐτη.
Επάνω: Ο Εσταυρωμένος του Αγίου Νεκταρίου. Κάτω: Ο ταμίας του Σωματείου του Αγίου Νεκταρίου Ιωάννης Βούτσικας, υπό τα βλέμματα του προέδρου του Σωματείου Παύλου Πεταβατζή και του προϊσταμένου της Αγίας Τριάδος π.Σπυρίδωνος Χελιώτη, παραδίδει το φάκελο του Αγίου Νεκταρίου στο Μητροπολίτη μ.Τιμόθεο Α΄Ματθαιάκη.
Νότια του Αγίου Νεκταρίου, στην οδό Ιφιγενείας, απο τις αρχές του ’60 υπάρχει ο ναός των Ταξιαρχών, ο οποίος εξυπηρετεί τις λειτουργικές και θρησκευτικές ανάγκες των πιστών του παλαιού ημερολογίου. Για τους Καθολικούς του Νέου Ηρακλείου από το 1927 στη θέση «Σίδερα» υπάρχει η εκκλησία της Αγίας Θηρεσίας στην ομώνυμη οδό. Στο Παλαιό Ηράκλειο δεσπόζει ανάμεσα στα κυπαρίσσια, ο γοτθικού ρυθμού ναός του Αγίου Λουκά για τους Καθολικούς. Ο θεμέλιος λίθος του τοποθετήθηκε το 1842.
Επάνω: Ο ναός της Αγίας Θηρεσίας στην περιοχή "Σίδερα". Κάτω: Ο ναός του Αγίου Λουκά στο Παλαιό Ηράκλειο.
Κάτω: 4 Φεβρουαρίου 1956. Η τοποθέτηση της καμπάνας, στο καμπαναριο του Αγίου Λουκά.
Ανατολικότερα, μέσα στον μεγάλο πευκώνα, βρίσκονται το Καρμελίτικο μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, το οποίο ιδρύθηκε γύρω στο 1935, και η «Καθολική Ιερά Μονή Ηρακλείου ο Άγιος Ιωσήφ», που υπάρχει από το 1910 και λειτουργεί και ως ελληνογαλλικό σχολείο.
Επάνω: 30 Ιουνίου 1940. Αναμνηστική φωτογραφία από την εορτή της Αγίας Δωρεάς στον Άγιο Λουκά. Από αριστερά διακρίνονται: ο γιατρός Σωκράτης Γιαννόπουλος, η σύζυγός του Ευρυδίκη με τα παιδιά τους Ευγενούλα και Τάκη, η Χαρίκλεια Αγγελή με την κόρη της Γεωργία (Ζωζώ), και η Αγγελική Γιαννοπούλου. Κάτω: Ιούνιος 1962. Η περιφορά της Αγίας Δωρεάς στο Παλαιό Ηράκλειο.
Οι Ορθόδοξοι του Παλαιού Ηρακλείου έχουν ενορία τους τον Άγιο Γεώργιο, του οποίου το έτος ανέγερσης χάνεται μέσα στους προηγούμενους αιώνες, με πιθανότερη εποχή τον 16ο-17ο αιώνα. Ο ναός οικοδομήθηκε στα θεμέλια του αρχαίου ναού του Ηρακλή, και στην δεκαετία του 1950 αγιογραφήθηκε από τον Φώτη Κόντογλου και ομάδα μαθητών του.
Επάνω: Ο ιερός ναός του Αγίου Γεωργίου τη δεκαετία του 1960. Κάτω: Αρχαίος κίονας από το ναό του Ηρακλή στον προαύλιο χώρο του ι. ναού.
Κάτω: 23 Απριλίου 1962. Αναμνηστική φωτογραφία από τη λιτένευση της ι. εικόνας του Αγίου Γεωργίου στο Π.Ηράκλειο.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 κρίθηκε απαραίτητη από την Δημοτική Αρχή, επί Δημάρχου Ηρακλείου Ορθοδόξου Δρακοπούλου (29/2/1969 – 13/7/1971), βιομήχανου στο επάγγελμα, η ανέγερση ενός Ι. Ναού στο Ορθόδοξο Κοιμητήριο του Παλαιού Ηρακλείου. Το Καθολικό Κοιμητήριο, ακριβώς δίπλα, είχε ήδη κοιμητηριακό ναό αφιερωμένο στην Παναγία του Καρμήλου, από το 1954. Ο αγιασμός και η τοποθέτηση του θεμέλιου λίθου, έγιναν στις 14 Φεβρουαρίου 1971 από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο. Και η ανέγερση του Ι. Ναού ξεκίνησε με την μέγιστη συμβολή του χειρουργού γιατρού Παναγιώτη Πετρόπουλου, αλλά και την αφανή οικονομική ενίσχυση εξ’ ιδίων εξόδων, του τότε Δημοτικού Συμβούλου, και λίγους μήνες αργότερα Δημάρχου Ηρακλείου, εμπόρου στο επάγγελμα, Πέτρου Δημ. Δημόπουλου (14/7/1971-14/8/1974). Ο Δημοτικός Ορθόδοξος Κοιμητηριακός ναός του Παλαιού Ηρακλείου, αφιερώθηκε στον Άγιο απόστολο και πρωτοκορυφαίο Πέτρο. Πρώτος εφημέριος του ναού διορίστηκε ο Οικονόμος Πρεσβύτερος π. Παύλος Ταμιωλάκης, που καταγόταν από το χωριό Κασσάνοι Ηρακλείου Κρήτης, Προϊστάμενος του Ι. Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Ηρακλείου. Η πρώτη θεία λειτουργία τελέστηκε στις 21 Ιανουαρίου 1973, και τα εγκαίνια του Ι. Ναού έγιναν από τον Επίσκοπο Ευρίπου Βασίλειο στις 15 Απριλίου 1973. Η αγιογράφηση του ναού έγινε από τους Βασίλη Μπρούσαλη (στο ιερό) και Θ. Σκοπελίτη (στον κυρίως ναό).
Επάνω: 14 Φεβρουαρίου 1971. Στιγμιότυπο από την τελετή θεμελίωσης του Δημοτικού Κοιμητηριακού Ναού του Αγίου Πέτρου. Διακρίνεται στο κέντρο ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος Α΄, και αριστερά του ο π. Σπυρίδων Χελιώτης και ο π.Παύλος Ταμιωλάκης. Δεξιά από τον Αρχιεπίσκοπο ο π.Ιωάννης Γιαμουρίδης, ο τότε δήμαρχος Ηρακλείου Ορθόδοξος Δρακόπουλος, και ανάμεσά τους ο τότε Δημοτικός Σύμβουλος και κατόπιν Δήμαρχος Πέτρος Δρακόπουλος. Κάτω: Η μαρμάρινη πλάκα που ήταν κάποτε εντοιχισμένη στην πρόσοψη του ι. ναού.
Τέλος, οι ακόλουθοι του παλαιού ημερολογίου στο Παλαιό Ηράκλειο, εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα στο μοναστήρι του Αγίου Στεφάνου, που ανήκει στον Ι. Μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους, καθώς και στο παρεκκλήσιο του Αγίου Αντωνίου το οποίο ιδρύθηκε το 1938 περίπου, από τον τότε ιερομόναχο Μάρκο ή Μαρκιανό Τσίκουρα, ο οποίος στα χρόνια της Κατοχής αποποιήθηκε το μοναχικό του σχήμα και έζησε ως λαϊκός. Να σημειώσω εδώ για την ιστορία, ότι τις μοναχές της Ιεράς Μονής του Αγίου Στεφάνου στις δεκαετίες 1950-1960, περιέθαλπε αφιλοκερδώς, όποτε το καλούσε η ανάγκη, ο γιατρός Σωκράτης Γιαννόπουλος.
Επάνω: Το ιερό παρεκκλήσιο του Αγίου Αντωνίου. Εξωτερική άποψη σε παλαιότερη και σύγχρονη φωτογραφία. Κάτω: Εσωτερική άποψη.
Θυμάμαι απ’ όλες αυτές τις εκκλησίες, κάθε Μεγάλη Παρασκευή μεσημέρι, τους πένθιμους ήχους των καμπάνων να απλώνονται με μια χαρμολύπη, επάνω από το ολάνθιστο τοπίο του Ηρακλείου. Και τα μύρα της άνοιξης, μέσα από τα εκατομμύρια αγριολούλουδα που γέμιζαν πολύχρωμες πινελιές τα χωράφια, ανέβαιναν σαν πολυτίμητο άρωμα προς τον θρόνο τ’ ουρανού. Και στο μυαλό μου έρχεται ο στίχος από το συγκινητικό ποίημα του Κώστα Βάρναλη που έχει τίτλο «Η Μάνα του Χριστού», και λέει: «Φεύγεις πάνω στην άνοιξη γιε μου, καλέ μου!...».
Αξέχαστες έχουν μείνει στην οικογένειά μας, οι προετοιμασίες που έκανε ο παππούς Μανώλης στον κήπο του σπιτιού μας κάθε Μεγάλη Παρασκευή απόγευμα, για να υποδεχτεί τον Επιτάφιο του Κυρίου, που κατέβαινε από το λόφο του Προφήτη Ηλία. Ακουμπούσε επάνω στο μαρμάρινο τραπέζι της αυλής ένα θυμιατό αναμμένο, το γυάλινο καντήλι αναμμένο, μια εικόνα του Χριστού που ευλογούσε με το δεξί και με το αριστερό κρατούσε το Ευαγγέλιο, και δίπλα ένα ξύλινο καΐκι που το είχε φτιάξει με πολύ μεράκι ο αδερφός του ο Ηλίας. Επάνω σε κάθε ρόδακα που σχημάτιζαν τα κάγκελα της αυλής, στήριζε από ένα κεράκι. Και άναβε όλα τα κεράκια μαζί, όταν έφτανε η ώρα να περάσει ο επιτάφιος. Η θρησκευτική πομπή σταματούσε μπροστά στον ομορφοστολισμένο για την περίσταση κήπο μας και ο ιερέας του Προφήτη Ηλία έκανε εκεί τη Δέηση, αντί να την κάνει λίγο πιο πάνω, στη διασταύρωση της Σαλαμίνος με την οδό Δεκελείας (ανάμνηση Ρένας Τάση).
Νωρίς το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής συνηθίζαμε να επισκεπτόμαστε τρεις εκκλησίες, συνήθως τον Προφήτη Ηλία, την Αγία Βαρβάρα και τον Άγιο Νεκτάριο, και να προσκυνάμε, περνώντας γονατιστοί κάτω από τα «πόδια» του ιερού κουβουκλίου, τους ανθοστόλιστους επιταφίους για ευλογία. Μου ‘ρχονται στο νου και τα Θεοφάνεια, όπου ένας από όσους ευλαβείς είχαν περιστερώνα, πήγαινε για ευλογία του σπιτιού του ένα λευκό περιστέρι στο ναό, το κρατούσε ο ιερέας στα χέρια του, και την ώρα που έψελνε: «...και το Πνεύμα εν είδει περιστεράς...» το άφηνε ελεύθερο να πετάξει. Αν το περιστέρι καθόταν επάνω σε κάποιον από τους πιστούς, που παρακολουθούσαν την ιερή τελετή των Θεοφανείων, κάτω από την στημένη εξέδρα, στο προαύλιο του ναού, το θεωρούσαν μεγάλη ευλογία! Όπως έγινε, θυμάμαι, την πρώτη χρονιά που γιορτάστηκαν τα Θεοφάνεια στον υπόγειο ακόμα Άγιο Νεκτάριο, το 1967-68. Έξω έβρεχε καταρρακτωδώς, και το οικόπεδο που χτιζόταν ο ι. ναός ήταν γεμάτο λάσπες και λακκούβες με νερό. Αναγκαστικά, ο κόσμος στριμώχτηκε μέσα στο υπόγειο. Όταν ο ιερέας ελευθέρωσε το άσπρο περιστέρι, εκείνο τρομαγμένο πέταξε προς τους κλειστούς φεγγίτες, απ’ όπου έμπαινε το θαμπό φως λόγω της κακοκαιρίας. Και τελικά, κάνοντας κύκλους, «προσγειώθηκε» στο κεφάλι της αδελφής μου της Χαρούλας. Και όλοι έλεγαν: «Ευλογημένο παιδάκι!». Πριν τελειώσω, να αναφέρω ότι το Ηράκλειο μαζί με τη Νέα Ιωνία, την Φιλαδέλφεια και την Νέα Χαλκηδόνα, από τον Μάιο του 1974 αποτέλεσαν Μητροπολιτική περιφέρεια, με πρώτο Μητροπολίτη τον μακαριστό Τιμόθεο Ματθαιάκη. Και κλείνοντας το κεφάλαιο για τους ναούς και τα παρεκκλήσια του Ηρακλείου, πρέπει να αναφέρω, ότι ενώ στα αρχαία χρόνια η προστασία του τόπου είχε ανατεθεί στον μυθικό ήρωα Ηρακλή, με τον ναό που του είχαν οικοδομήσει εδώ, στα σημερινά χρόνια, πολιούχος του δήμου μας είναι ο Αθηναίος μάρτυρας Άγιος Ηράκλειος, ο οποίος άθλησε επί Δεκίου τον 3ο μ.Χ. αιώνα μαζί με τους Παυλίνο, Βενέδιμο, Πέτρο, Παύλο, Ανδρέα, Διονύσιο και Χριστίνα. Οι Άγιοι Ηράκλειος, Παυλίνος και Βενέδιμος συνελήφθησαν από τους ειδωλολάτρες λόγω της χριστιανικής τους δράσης, και αφού δάρθηκαν και ρίχτηκαν σε αναμμένο καμίνι, τελικά αποκεφαλίστηκαν. Ο Άγιος μάρτυς Πέτρος θανατώθηκε με πολλά μαρτύρια. Οι Άγιοι Παύλος, Ανδρέας και Διονύσιος λιθοβολήθηκαν μέχρι θανάτου, και η Αθηναία παρθενομάρτυς Χριστίνα αποκεφαλίστηκε. Η μνήμη τους τιμάται στις 18 Μαΐου, και είναι η ημέρα που όλες οι ορθόδοξες εκκλησίες του δήμου μας, πανηγυρίζουν για τον πολιούχο Άγιο μάρτυρα Ηράκλειο και τους συναθλητές του.
Εικόνες του Αγίου μάρτυρος Ηρακλείου, από τον ι.ναό Αγίου Νεκταρίου Καναπίτσας (επάνω), και από τον ι. ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου-Παναγίτσας Πρασίνου Λόφου (κάτω).
- Πλανόδιοι επαγγελματίες - Γυρολόγοι - Παραδοσιακά επαγγέλματα - Το φυσικό τοπίο και τις οικοδομές του Ηρακλείου συμπλήρωναν οι άνθρωποι, δημιουργώντας έναν αξιοπερίεργο πίνακα. Πλανόδιοι μικροπωλητές, σταμνάδες με γαϊδουράκια φορτωμένα στάμνες από το Μαρούσι ή την Καλογρέζα, ψαθάδες, καλαθάδες, καρεκλάδες. Οι τελευταίοι, τσιγγάνοι κυρίως, επισκεύαζαν τα ξεχαρβαλωμένα ψάθινα, τότε, καθίσματα στις καρέκλες των σπιτιών και των καφενείων, και στερέωναν τα καρεκλοπόδαρα που είχαν κουνηθεί από τις θέσεις τους.
"Ο καρεκλάς!"
Κάτω: Κανατάς από το Μαρούσι στην οδό Μυκηνών. Επάνω στη σούστα ο μικρός Τάκης Γιαννόπουλος.
Υπήρχαν επίσης οι καλαϊτζήδες ή αλλιώς γανωτζήδες. Αυτοί επικάλυπταν με κασσίτερο (καλάϊ) που το έλιωναν μ’ ένα ειδικό καμινέτο, τα φθαρμένα χαλκώματα, τις κατσαρόλες, τα μπρίκια, και τα ταψιά σπιτιών, καφενείων και εστιατορίων. Και τα προφύλασσαν έτσι από την επικίνδυνη, πράσινη δηλητηριώδη πατίνα που έπιαναν τα χάλκινα και μπρούτζινα σκεύη, εξαιτίας της υγρασίας.
Θυμάμαι και μια δυνατή φωνή, που διαλαλούσε περνώντας στο δρόμο: «Ο ακονιστής, τροχός!» Ήταν ένας ακόμα βιοπαλαιστής, που κουβαλούσε τα βαριά σύνεργα της δουλειάς του, στην πλάτη του. Γυρνούσε από γειτονιά σε γειτονιά, κι όπου τον φώναζαν σταματούσε, έστηνε το ακόνι με τον ποδοκίνητο τροχό, που ήταν στερεωμένα πάνω σε ένα ξύλινο τρίποδο, και κινώντας τον τροχό μ΄ένα πετάλι, ακόνιζε ψαλίδια, μαχαίρια, μπαλτάδες, κλαδευτήρια του κήπου, και τσεκούρια, που κόβανε τα κούτσουρα για τις ξυλόσομπες.
Ακονιστές
Ήταν ακόμα, ο παπλωματάς – στρωματάς που ερχόταν στις αυλές, άνοιγε τα στρώματα, έβγαζε τα μπαμπάκια που ήταν γεμισμένα, τα έξαινε με ξύλινες «ξύστρες» (λανάρια), τα άπλωνε στον ήλιο να αφρατέψουν και τα ξαναέραβε στις πάνινες θήκες τους, κρατώντας τις αποστάσεις για να μην κομπιάζουν, με πάνινα κουμπιά.
Υπήρχαν και τσιγγάνες που πουλούσαν γιούτινα χαλιά και κουρελούδες. Παράλληλα «διάβαζαν» στην παλάμη και τη μοίρα! -«Καλέ κυρία! Ασήμωσε να σου πω τη μοίρα, να σου πω το ριζικό σου»! Δυο-τρεις ακολουθούσαν και στα καφενεία μουσικούς που έπαιζαν βιολί κι ακορντεόν, κι εκείνες με το ντέφι χόρευαν τσιφτετέλι, και θυμάμαι πώς κουνούσαν παράξενα τα μάτια τους δεξιά-αριστερά σαν κούκλες, και χτυπούσαν με πολύ παράξενο τρόπο τα δάχτυλά τους, σμίγοντας τις παλάμες και χτυπώντας ρυθμικά και με κρότο τον ένα δείχτη με τον άλλον.
Μάλιστα, θυμάμαι και τον καταυλισμό που είχαν φτιάξει για μικρό διάστημα στο οικόπεδο, που αργότερα χτίστηκε ο Άγιος Νεκτάριος. Αντίσκηνα και γύρω φραγμένος ο χώρος με χαρτοκούτια και λαμαρίνες. Από εκεί, κατέβαιναν στις γειτονιές οι τσιγγάνοι, σέρνοντας από την μύτη με χαλκά αρκούδες, ντυμένες με τούλια νύφες. Τους χτυπούσαν το ντέφι, και τις είχαν εκπαιδεύσει να χορεύουν και να κάνουν πως κοιτάζονται σε καθρέφτη. Μικροί και μεγάλοι κάναμε κύκλους γύρω τους, και χαζεύαμε γελώντας το αξιοπερίεργο θέαμα. Θυμάμαι, όταν η μαμά μου έβλεπε τον αρκουδιάρη στη γειτονιά, έλεγε: «Ωχ! Αρκούδα περνάει, θα έρθει φτώχια!».
Τσιγγάνοι συνήθως ήταν και οι παλιατζήδες, που μ’ ένα γαϊδουράκι φορτωμένο με σούστα, ή σε άλλες εποχές μ’ ένα τρίκυκλο, γυρνούσαν τις γειτονιές φωνάζοντας: «Όλα τα παλιά αγοράζω, ο παλιατζής!» Κι έτρεχαν οι νοικοκυρές να τους πουλήσουν ό,τι παλιοσιδερικά ή άλλα άχρηστα αντικείμενα είχαν στο σπίτι, ή μαζεμένα σε κάποια γωνιά της αυλής.
Θυμάμαι τις μαμάδες να μας φοβερίζουν: «Φάε να μη σε πάρει ο γύφτος!» Ή, «ρούφα το αυγό σου γιατί θα σε πάρει ο μπόγιας», άλλος ένας αξιοπερίεργος επισκέπτης της περιοχής, που με το χαρακτηριστικό αυτοκίνητο – κλούβα κυνηγούσε με την απόχη και μάζευε τα αδέσποτα.
Επάνω: "Φάε Μανωλάκη, γιατί θα φωνάξω το μπόγια να σε πάρει"!
Υπήρχε και ο σκουπιδιάρης, που περνούσε με το μεγάλο απορριμματοφόρο φορτηγό, και οδηγώντας σιγά, χτυπούσε ένα μεγάλο μπρούτζινο κουδούνι έξω από κάθε σπίτι, φωνάζοντας: «Σκουπίδια! Ο σκουπιδιάρης!». Κι έτρεχαν οι νοικοκυρές, κι εμείς τα παιδιά, με τους μεγάλους κυλινδρικούς τενεκέδες σκουπιδιών, τους δίναμε στους υπαλλήλους του, τους άδειαζαν στο φορτηγό και μας τους επέστρεφαν.
Μια ευχάριστη ανάμνηση είναι και οι λατερνατζήδες. Έσερναν στο καρότσι την καταστόλιστη λατέρνα, που πλαισίωνε το πρόσωπο της περίφημης για την ομορφιά της, Μαροκινής καλλονής Φάτμα αλ Μαγκρεμπί, που εδώ το πορτρέτο της το είχαν «βαφτίσει» Μαρία Πενταγιώτισσα. Οι λατερνατζήδες πρόσφεραν υπέροχο θέαμα σε όλους. Και ήταν συνήθως δύο. Ο ένας γυρνούσε τη μανιβέλα του κυλίνδρου που υπήρχαν «χτυπημένες» επάνω οι ωραίες μελωδίες, ο άλλος έπαιζε επιδέξια ένα ντέφι, στολισμένο με πολύχρωμες κορδέλες, μέσα στο οποίο μάζευε και τα «κέρδη» της σύντομης παράστασης.
Υπήρχαν και οι πλανόδιοι φωτογράφοι, με τις χαρακτηριστικές μηχανές τους που ήταν στηριγμένες σε τρίποδο. Η φωτογραφική μηχανή είχε ένα περίβλημα επενδυμένο με τζάμια, μέσα στα οποία υπήρχαν τοποθετημένες πολλές μικρές φωτογραφίες, που έδειχναν και την «δουλειά» του καλλιτέχνη, χρησιμεύοντας σαν βιτρίνα. Στο πίσω μέρος η μηχανή καλυπτόταν από ένα μαύρο ύφασμα σαν κουκούλα, μέσα στο οποίο έβαζε το κεφάλι του ο φωτογράφος, και κοιτούσε από το φακό το θέμα που φωτογράφιζε. Και έδινε πάντα τα ίδια παραγγέλματα: «Κοιτάτε το φακό! Ακίνητοι μέχρι να βγει το πουλάκι! Χαμογελάστε!».
Η διαδικασία για να βγει μια φωτογραφία με αυτόν τον τρόπο δεν ήταν και τόσο απλή όσο ακούγεται. Κατ’ αρχήν να πούμε, ότι η ογκώδης αυτή φωτογραφική μηχανή, αποτελούνταν από 3-4 διαφορετικά μέρη. Την κυρίως φωτογραφική μηχανή, που είχε σχήμα τετράγωνου κουτιού με το φακό μπροστά, το τρίποδο, συνήθως κίτρινου χρώματος, επάνω στο οποίο ήταν στερεωμένη, και δύο δισκάκια κάτω από το κουτί που έμπαιναν συρταρωτά, και τα οποία περιείχαν το εμφανιστικό υγρό και τη μονιμοποίηση. Στα πόδια του φωτογράφου υπήρχε πάντα ένας κουβάς με νερό για να ξεπλένει τα εμφανιστικά υγρά. Η φωτογραφία αρχικά έβγαινε επάνω σε γυαλί, το οποίο στερέωνε ο φωτογράφος πάνω σ’ ένα συσπασιόν πλαίσιο το οποίο πρόβαλε μπροστά από το φακό. Έβγαζε μια νέα φωτογραφία από τη γυάλινη πλάκα, και τελικά τυπωνόταν στο φωτογραφικό χαρτί, συνήθως διαστάσεων 7Χ9, ή το πολύ 10Χ15 περίπου, σε ένα μόνο αντίγραφο. Αν κάποιος ήθελε και δεύτερο, θα έπρεπε να περιμένει την επανάληψη όλης αυτής της χρονοβόρας διαδικασίας (πληροφορίες Γιώργος Ισόπουλος).
Μετά την απελευθέρωση από τη γερμανική Κατοχή, ένας από τους πρώτους (αν όχι ο πρώτος) πλανόδιος φωτογράφος του Ηρακλείου ήταν ο Γιώργος Αποστολίδης, που είχε δώσει στην «επιχείρησή» του την επωνυμία: «Φωτο-Μικρόν». Ένας ακόμη από τους πλανόδιους φωτογράφους, ήταν και ο Θανάσης Αποστολίδης, γιος του Ζαχαρία, ποντιακής καταγωγής.
Έμενε στην Καναπίτσα, στο τέρμα της οδού Βάκχου αριστερά, δίπλα στην παλιά ρεματιά. Και κάθε μέρα έπαιρνε τη βέσπα του, φόρτωνε επάνω στον ώμο και τη φωτογραφική μηχανή, και γυρνούσε από γειτονιά σε γειτονιά να απαθανατίζει πρόσωπα και τοπία. Έτσι έβγαζε το μεροκάματο για να ζήσει την οικογένειά του: τη γυναίκα του Σοφία (το γένος Βαφειάδου) και τους γιούς του Ζάκη και Φίλιππα.
Ένας άλλος περιπλανώμενος πωλητής, ήταν ο λαχειοπώλης. Φορούσε τραγιάσκα, είχε δερμάτινη τσάντα περασμένη σταυρωτά στους ώμους, και κρατούσε ένα κοντάρι με εγκοπές, πάνω στις οποίες ήταν στηριγμένα λαχεία και διαλαλούσε: «Εδώ τα τυχερά λαχεία! Λαχεία εξαργυρώνωωω!».
Πολύ συχνά στους δρόμους, και κυρίως στα καφενεία, περιφέρονταν ανάμεσα στον κόσμο πιτσιρικάδες μ΄ένα ταβλά περασμένο από τους ώμους, και πουλούσαν τσιγάρα "Στούκας". Ένας απ΄αυτούς ήταν και ο Νίκος Γαμβρούλιας. Άλλοι πιτσιρικάδες πουλούσαν με τον ταβλά τσίχλες και καραμέλες, κυρίως σε καφενεία και ταβέρνες, αλλά και στο δρόμο.
Υπήρχε και ο «τσαγκάρης - μπαλωματής» παπουτσιών. Ένας γραφικός τύπος, ο κυρ-Παναγιώτης (Πόντιος, από το Πουλαντζάκι της Κερασούντας), που ερχόταν από τη Νέα Ιωνία, όπου έμενε εκεί με τη γυναίκα του την κυρά-Ευδοξία. Ήταν ο πατέρας του σπουδαίου ηθοποιού Νίκου Ξανθόπουλου.
Έχοντας φορτωμένα στον ώμο όλα τα σύνεργά του: σφυριά, φαλτσέτες, καρφάκια, δέρματα για σόλες και τακούνια, ένα μαντεμένιο καλούπι για να περνάει επάνω τα παπούτσια που ήθελαν επιδιόρθωση, κι ένα «πόδι» ξύλινο για να το στηρίζει, πήγαινε από γειτονιά σε γειτονιά φωνάζοντας «ο μπαλωματής!» Κι έτρεχαν όλοι να διορθώσουν τα φθαρμένα και πολυφορεμένα τους παπούτσια (πληροφορία Νίκος Πέττας, Νίκος Γαμβρούλιας).
Κάτω: 1930. Λούστροι παπουτσιών και κουλουράς τον παλιό σταθμό του τρένου, στο Ηράκλειο.
Γυρολόγος ήταν και ο Μιχάλης Λουϊζίδης, που γυρνώντας με το αυτοκίνητό του από γειτονιά σε γειτονιά, πουλούσε μπρίκια, ταψιά και κατσαρολικά, πριν ανοίξει γυαλοπωλείο στη Ν.Ιωνία. Ήταν και ο καταμελάχρινος κυρ-Αναστάσης, με τα χρυσά δαχτυλίδια και τις καδένες, που λέγαν ότι ήταν Αιγύπτιος, και πουλούσε από ρόμπες και κουβερλί, μέχρι πετσέτες, σεντόνια και υφαντές πάντες για τους τοίχους (πληροφορίες από τη Ρένα Τάση).
Υπήρχε και ο υφασματέμπορος, ο μπάρμπα-Χατζής, που μαζί με τον γιό του τον Στέλιο, γυρνούσαν τις γειτονιές φορτωμένοι στους ώμους τόπια με υφάσματα, που τα μετρούσαν με τον πήχη και τα πουλούσανε με δόσεις. Αργότερα, που άνοιξαν οι δουλειές τους, κυκλοφορούσαν με ένα άλογο που έσερνε πίσω του μια σούστα σκεπαστή, για να μη βρέχονται τα υφάσματα που είχαν μέσα όταν έπιανε βροχή (πληροφορίες Νίκος Γαμβρούλιας).
Πολύ συχνά, συναντούσαμε στους δρόμους του Ηρακλείου και μανάβηδες με γαϊδουράκια, που είχαν δεξιά κι αριστερά στη ράχη των ζώων περασμένα, ψάθινα κοφίνια με πραμάτειες. Άλλοι είχαν κάρα που έσερναν μουλάρια ή άλογα, κι έφερναν μαναβική στα σπίτια από τα γύρω περιβόλια της Λυκόβρυσης και των Κουκουβαούνων. Και τα καλοκαίρια διαλαλούσαν μεταξύ των άλλων εποχιακών φρούτων: «Κρύα, φρέσκα σύκα! Εδώ τα καλά καρπούζια! Όλα τα μαχαιρώνω»!
Ήταν και οι ανθοπώλες, που παλαιότερα με κάρα και αργότερα με αυτοκίνητα που διέθεταν πίσω καρότσα, πουλούσαν άδειες γλάστρες, λουλούδια, σπόρους, κοπριές και λιπάσματα, καθώς επίσης και μικρά δέντρα για φύτεμα στους κήπους και τις πρασιές. Και διαλαλούσαν περνώντας από κάθε γειτονιά: «Εδώ η καλή κοπριά! Χωνεμένη κοπριά! Κοπριά για τα λουλούδια σας! Γαρδένιες και βασιλικά για τους κήπους σας»!
Ένας άλλος πλανόδιος βιοπαλαιστής, ήταν ένας γραφικός, παραδοσιακός ψαράς, που αν θυμάμαι καλά ερχόταν από την Καλογρέζα. Τον αποκαλούσαμε όλοι «ο ψαράς ο Τσιτσής», δεν ξέρω όμως αν αυτό ήταν το επίθετο ή το παρατσούκλι του. Είχε σηκωμένα τα μπατζάκια του παντελονιού του μέχρι τις γάμπες, στον ώμο κρεμασμένη μια πλάστιγγα, και ισορροπούσε επάνω στο κεφάλι του ένα τεράστιο, ρηχό, ψάθινο πανέρι με δύο χερούλια, που κρατούσε με το ένα ή τα δύο χέρια, και μέσα ήταν γεμάτο ψάρια.
Κάτω: Πουλώντας θυμάρι, ρίγανη, φασκόμηλο, τσάι του βουνού και άλλα βοτάνια, στη λαϊκή αγορά.
Θυμάμαι και τον γραφικό κυρ-Βαγγέλη τον ψαρά, ανεβασμένο στο θαλασσί του τρίκυκλο που είχε φορτωμένα ψάρια μέσα σε κασέλες με πάγο. Διαλαλούσε: «Μαύρη μαρίδα, γόπα για σχάρα, σαυρίδια, ο γάβρος, ο κολιός!» Κι έτρεχαν οι νοικοκυρές ν’ αγοράσουν με το ζύγι τα ψάρια που τους τύλιγε σε χωνί από μπακαλόχαρτο, τρέχαμε κι εμείς παιδιά να χαζέψουμε, έτρεχαν μαζί κι οι γάτες της γειτονιάς, να φάνε κανά ψαράκι που τους πετούσε ο καλοκάγαθος βιοπαλαιστής.
Το ίδιο καλός και νοικοκύρης άνθρωπος, ήταν και ο κ. Λεωνίδας Νικόπουλος, ο αυγουλάς. Είχε το σπίτι του με τα πολλά κοτέτσια στην οδό Λάρνακος 4, απέναντι από το Α΄ Γυμνάσιο της οδού Πεύκων. Κάθε πρωί, επάνω σ’ ένα ποδήλατο φορτωμένο πίσω στη σχάρα με καρτέλες αυγά, γυρνούσε τις γειτονιές φωνάζοντας: «Φρέσκα αυγά ημέρας! Αυγά δίκροκα! Ο αυγουλάς!».
Υπήρχαν επίσης ο κουλουράς καθώς και οι πωλητές γλυκών για τα παιδιά: γλειφιτζούρια, καραμέλες κλπ, και ανάλογα με την εποχή, φόρτωναν τον κυλιόμενο πάγκο τους με σημαιάκια για τις εθνικές επετείους, αλλά και παιχνίδια, όπως ρόδες και μύλους για τα πιτσιρίκια.
Άλλος ένας καθημερινός επισκέπτης των δρόμων του Ηρακλείου που θυμάμαι, ήταν ο γαλατάς. Ο ένας γαλατάς ήταν υπάλληλος του καταστήματος με προϊόντα ΕΒΓΑ, που ήταν στην πλατεία του Ηλεκτρικού. Φόρτωνε στη σχάρα πίσω από το ποδήλατο, ένα μεταλλικό τελάρο με παστεριωμένα γάλατα μέσα σε γυάλινες φιάλες, και πατώντας πετάλι, χτυπούσε και το μεταλλικό κουδουνάκι που ήταν στερεωμένο στο τιμόνι και φώναξε από δρόμο σε δρόμο «Φρέσκο γάλα ο γαλατάς! Γάλα ΕΒΓΑ!». Η καθιερωμένη στάση του ήταν στην Σαλαμίνος 14, στο σπίτι του γιατρού Σωκράτη Γιαννόπουλου.
Όμως, υπήρχε κι ένας άλλος γαλατάς. Ο κυρ-Τάσος Σώτας που ερχόταν από το Παλιό Ηράκλειο. Αυτός πουλούσε γάλα αγελαδινό, που προμηθευόταν από βουστάσια στην Πάρνηθα. Οδηγούσε τρίκυκλο, πίσω η μηχανή, μπροστά το καρότσι φορτωμένο μπότια από λευκοσίδηρο, και μ’ ένα γκιούμι άδειαζε γάλα μέσα στην κανάτα όποιας νοικοκυράς τον καλούσε, για ν’ αγοράσει φρέσκο γάλα.
Στα χρόνια του ’30, οι Ηρακλειώτες αγόραζαν γάλα που έφερνε στα σπίτια τους με μπότια, και από τον μπάρμπα Γιώργο τον Ξύκη, μου είχε μεγάλη στάνη απέναντι από τη βίλλα Στέλλα. Επίσης, γάλα και γιαούρτι αγόραζαν και από έναν άλλο πλανόδιο, Κουκουβανιώτη, ονόματι κυρ-Κώστα. Αυτός μετέφερε το γιαούρτι μέσα σε μεγάλους δίσκους κρεμασμένους με σχοινιά, από ένα ραβδί που το ισορροπούσε σαν πλάστιγγα στους ώμους του (μαρτυρίες: Τάκης Γιαννόπουλος, Νίκος Γαμβρούλιας).
Ένας ακόμη πλανόδιος έμπορος εκείνης της εποχής ήταν ο ψωμάς. Ένας από τους παλιούς Ηρακλειώτες που έκαναν αυτή τη δουλειά, ήταν ο Θανάσης ο Μπεταβατζής (Πεταβατζής). Είχε μια σούστα σκεπαστή με καραβόπανο τεντωμένο σε καμπυλωτές σιδερόβεργες, σαν αυτές που βλέπουμε στις ταινίες γουέστερν. Τις λένε και νταλίκες. Η καρότσα ήταν μέσα στρωμένη με μεταλλικές ράγες για να σέρνονται εύκολα οι λαμαρίνες με το ψωμί που ακουμπούσαν πάνω τους. Πουλώντας ψωμί, φρατζόλες και καρβέλια, από γειτονιά σε γειτονιά, τύχαινε να πουλήσει και περισσότερες από 500-600 οκάδες την ημέρα! Τόση ποσότητα ούτε οι φούρνοι της εποχής δεν πουλούσαν. Και ο γιος του Παύλος θυμάται σήμερα: «Πουλούσαμε και στην Ελευθερούπολη, στη Νέα Ιωνία ψωμί, και θυμάμαι, όπως στρίβαμε με τη σούστα στην οδό Βρυούλων, συναντούσαμε πρώτα το σπίτι της κυρά-Ευδοκίας και του κυρ-Παναγιώτη, που ήταν οι γονείς του Νίκου Ξανθόπουλου. Και λίγο πάρα κάτω, σ΄ένα άλλο σπίτι που σταματούσαμε, του μπάρμπα-Στάθη Μανταράκη, χτυπούσα θυμάμαι το κουδούνι, κι άκουγα τακ-τουκ από μέσα, ένα αργαλειό να δουλεύει, κι ένα κορίτσι να τραγουδάει με πολύ γλυκιά φωνή. Ξεχασμένη από το τραγούδι και από το θόρυβο του αργαλειού, αργούσε ν΄ανοίξει. Κι εγώ ξαναχτυπούσα. Οπότε κι εκείνη άνοιγε κι έπαιρνε το ψωμί. Ήταν η Παναγιώτα Μανταράκη, η μελλοντική Γιώτα Λύδια»!
Επάνω: Ο Θανάσης Μπεταβατζής με τον "Τάκη". Κάτω: Παγωτά "Ο Λαζός".
Πλανόδιος καλοκαιρινός επισκέπτης από το 1967, ήταν και ο περίφημος «Λαζός». Κι αυτός έσερνε τρίκυκλο διαλαλώντας: «Φρέσκα δροσερά παγωτά, παγωτό χωνάκι, ο Λάζος!». Ο «Λαζός» (το πραγματικό του όνομα είναι Ιορδάνης Σεφερίδης, καταγόμενος από τον Καύκασο, εξ’ ου και «Λαζός») έμεινε ιστορικός για τα παγωτά του. Ποιο παιδί όμως που πήγε στο 3ο Δημοτικό της οδού Ζεφύρου, μπορεί να ξεχάσει τη μυρωδιά από τα φρεσκοφουρνισμένα μυρωδάτα μπουρεκάκια που πουλούσε μέσα σ’ ένα θερμοθάλαμο, έξω από τα κάγκελα του σχολείου σε κάθε διάλειμμα;
Επάνω: Το κατάστημα "Ο Λαζός" στη συμβολή των οδών Αττικής και Ζεφύρου.
Επάνω: Ο Αλέξανδρος Ανδριτσόπουλος πουλάει με την ωραία σούστα του ούζο χύμα των Αφών Ζ.Κατσαρού. Κάτω: ο καρβουνιάρης Νίκος Κοιλιαρίδης.
Με γαϊδουράκια ή ξύλινα καρότσια με δύο ρόδες και μεγάλα χερούλια, μας έφερναν πάγο στα σπίτια ο Ζαχαρίας, καθώς και ο κυρ-Νίκος Κοιλιαρίδης με τον γιο του τον Βαγγέλη. Μετέφεραν τις «παγοκολώνες» με μεγάλες μεταλλικές δαγκάνες, τις έσπαγαν σε κομμάτια μ’ ένα οδοντωτό δρεπάνι, και τις τοποθετούσαν κρατώντας τες προσεχτικά με πετσέτες, μέσα στα τότε ξύλινα ψυγεία πάγου που είχαμε σπίτι μας. Ήταν οι, σχεδόν καθημερινοί, απαραίτητοι επισκέπτες μας, γι’ αυτό και οι οικογένειές μας είχαν αναπτύξει φιλία μεταξύ τους. Ιδίως ο παππούς ο Μανώλης με τον κυρ-Νίκο Κοιλιαρίδη. Ο Ζαχαρίας, ένα παλικάρι 30-35 ετών την εποχή του ’60, είχε την αποθήκη-ψυγείο του στο κηπάκι, απέναντι από του Ροϊλού, στη συμβολή των οδών Δεκελείας και Αχαιών. Ήταν εξωτερικά ξύλινο, με μεγάλη πόρτα και μέσα είχε επένδυση από λαμαρίνα. Ερχόταν το φορτηγό του ΦΙΞ και του άφηνε τις κολώνες του πάγου. Εκείνος τις μετέφερε σε μια σούστα με γαϊδουράκι και πουλούσε πάγο στις γειτονιές. Τα καλοκαίρια το γαϊδουράκι φορούσε και ψάθινο καπέλο, το οποίο είχε στα πλάγια δυο στρογγυλές τρύπες, απ’ όπου περνούσαν μέσα τα αυτιά του. Αργότερα, το συμπαθές τετράποδο ο Ζαχαρίας το αντικατέστησε με τρίκυκλο (μαρτυρίες: Νίκου Παπακωσνταντίνου, Λαμπρινής Τάση κ.ά.).
Ο Κοιλιαρίδης εκτός από πάγο, πουλούσε και κάρβουνο. Η τεράστια αποθήκη του βρισκόταν στη γωνία των οδών Θησέως και Θριάμβου. Η μισή κατασκευασμένη από τσιμεντόλιθους, η μισή από σανίδες και λαμαρίνες. Περνώντας κανείς την μεγάλη, διπλή, ξύλινη πόρτα, έμπαινε στην αποθήκη που ήταν στρωμένη καρβουνόσκονη. Αριστερά μπαίνοντας, ήταν το μεγάλο ξύλινο ψυγείο του πάγου, που πάνω στην πόρτα του είχε καρφωμένη μια διαφήμιση μπίρας εμαγιέ επάνω σε τσίγκο. Παρίστανε τρεις τσολιάδες να τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους επάνω από τα γράμματα «Ζύθος Φιξ». Πίσω από το ψυγείο, και δεξιά-αριστερά, είχε στοιβαγμένα σε σωρούς καυσόξυλα, κάρβουνα και κοκ, που χρησίμευαν για το μαγκάλι, τις μαντεμένιες ξυλόσομπες της εποχής, αλλά και τις ψησταριές. Τις μικρές ποσότητες τις ζύγιζαν σε πλάστιγγα. Τις μεγάλες, τοποθετημένες σε τσουβάλια, πάνω σε παλάντζα. Παράλληλα με τα κάρβουνα και τα ξύλα, πουλούσαν και πετρέλαιο που το μετέφεραν με βυτίο, ή πηγαίναμε εμείς στην αποθήκη, και αγοράζαμε με μπετόνια που μας τα γέμιζαν από μεγάλα βαρέλια. Ένα άλλο καρβουνιάρικο που θυμάμαι, βρισκόταν στο οικόπεδο του Μακρυωνίτη, στη γωνία των οδών Νεότητος και Ελ. Βενιζέλου. Ήταν μια παραγκούλα βαμμένη πράσινη, με μικρά παράθυρα και ξύλινη πόρτα, με ξύλινα κάγκελα και συρματόπλεγμα, και μια περικοκλάδα πλεγμένη πάνω στο φράχτη. Θυμάμαι εκεί μια γιαγιά με τσεμπεράκι, κι ένα παππού παραδοσιακό, και οι δυο τους χαμογελαστοί κι ευγενικοί, να εξυπηρετούν τον κόσμο.
Το καρβουνιάρικο του Νίκου Κοιλαρίδη.
Και νομίζω ότι εδώ πρέπει να αναφέρω, και ένα καθαρά γυναικείο επάγγελμα της εποχής εκείνης, εκείνο της μαμμής. Αυτής δηλαδή που ξεγεννούσε τις γυναίκες στα σπίτια φέρνοντας νέους ανθρώπους στη ζωή, με τα απλοϊκά μέσα της εποχής: ζεστό νερό, σαπούνι πράσινο, καθαρά πανιά και πετσέτες, και ψαλίδι καλά ακονισμένο και καμένο στη φλόγα, για να κόψει τον λώρο. Αυτό το επάγγελμα το εξασκούσε μεταξύ άλλων γυναικών, και η αδελφή της προγιαγιάς μου, η Σταματίνα Ισηγόνη από την Πάρο, που έμενε στον Πειραιά και έτρεχε όπου την καλούσαν, κάνοντας καμιά φορά κι ολόκληρο ταξίδι. Κάποτε, στις αρχές της δεκαετίας του ’30, ερχόμενη στο Ηράκλειο να ξεγεννήσει μια γυναίκα, έφερε συντροφιά και την νεαρή ανιψιά της την Χαρίλεια (την κατοπινή γιαγιά μου), να την βοηθήσει. Καθώς περνούσαν βιαστικές οι δύο γυναίκες από την οδό Παναθηναίων, μπροστά από ένα ταβερνάκι που υπήρχε εκεί κοντά, σχεδόν γωνία με την Θεμιστοκλέους, είδε το όμορφο νεαρό κορίτσι με τα μαύρα μαλλιά, το άσπρο δέρμα και τα γκριζογάλανα μάτια, ο εργολάβος οικοδομών Μανώλης Αγγελής ( ο κατοπινός παππούς μου), που καθόταν μαζί με άλλους οικοδόμους και «τσιμπούσαν» εκεί το κολατσιό τους. Η καρδιά του σκίρτησε! Ρώτησε ποια ήταν, και πήγε και την ζήτησε από τη μάνα της, που έμενε στα Καμίνια του Πειραιά, στη γειτονιά του Άη-Λευτέρη, δίπλα στη μεγάλη ρεματιά που σήμερα είναι η Λ. Δωδεκανήσου. Παντρεύτηκαν στην Αγία Τριάδα του Ηρακλείου, από τον ιερέα π. Ιωάννη Θεολογίτη, έχοντας μεταξύ τους διαφορά 22 χρόνια! Κι εγκαταστάθηκαν από τότε στο Ηράκλειο, εδώ που ο παππούς διέθετε τότε, αρκετά οικόπεδα.
Επάνω: Η Χαρίκλεια Ισηγόνη-Αγγελή. Κάτω: Το σπιτάκι της πρακτικής γιατρού Ασπασίας Φορμεντίνη.
Θυμάμαι και μια πρακτική γιατρό. Όταν δεν μπορούσαν να βρουν τον γνωστό Βλάχο, στη Φιλαδέλφεια, έτρεχαν σ’ αυτήν. Ήταν η κυρά-Ασπασία (Ασπασία Φορμεντίνη ήταν το πλήρες όνομά της), που έμενε μαζί με τον γιό της, τον Τάσο, σ’ ένα μικρό, διώροφο σπιτάκι με κεραμίδια, και κηπάκο που τον αγκάλιαζε μια κληματαριά. Το σκίαζαν ένας μεγάλος φοίνικας αριστερά, κι ένας ευκάλυπτος δεξιά. Το σπιτάκι αυτό, υπήρχε πριν λίγα ακόμα χρόνια στη γωνία των οδών Ζεφύρου και Δεκελείας, πλάι στη ρεματιά. Η κυρά-Ασπασία, με διάφορα γιατροσόφια, αλοιφές δικής της επινόησης, καταπλάσματα και μαντζούνια, είχε βοηθήσει πολλούς Ηρακλειώτες, πριν εγκατασταθεί εδώ ο πρώτος γιατρός της περιοχής, ο Σωκράτης Γιαννόπουλος, του οποίου σημειωτέον, την κόρη του την Ευγενούλα, την είχε βοηθήσει η κυρά-Ασπασία με ένα από τα βοτάνια που χρησιμοποιούσε! Πάντως, εμάς τα παιδιά, αυτό το καμαράκι πλάι στη ρεματιά με τις πυκνές καλαμιές, που πάνω στη σκεπή του πάντοτε κούρνιαζαν περιστέρια από τον περιστερώνα του Βασίλη Λαζάρου, που βρισκόταν ακριβώς πίσω από το σπίτι, καθώς και η γεροντική, ζαρωμένη μορφή της κυρά-Ασπασίας με το τσεμπέρι, μας φόβιζαν, και της είχαμε κολλήσει, εντελώς άδικα βέβαια, τον τίτλο της «μάγισσας», καθώς ασχολιόταν με μαντζούνια και βότανα! Σε αυτό συνέτεινε και ένα μεγάλο κέντημα-μπάντα, με νεράιδες που χόρευαν, το οποίο κρεμόταν στον τοίχο του σπιτιού της, και φαινόταν από την ανοιχτή πόρτα, όταν εκείνη καθόταν έξω στο μικρό χαγιάτι κι έπινε τον καφέ της, ή ξεχώριζε τα βότανά της από ένα καλάθι.
Και πριν κλείσω το κεφάλαιο αυτό με τα επαγγέλματα, που τα περισσότερα χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου, θα ήθελα να αναφέρω και ένα άλλο ακόμα επάγγελμα, λειτούργημα θα το έλεγα, γιατί συνήθως δεν έπαιρναν χρήματα αυτοί που το εκτελούσαν, αλλά το έκαναν για να συγχωρεθούν τα πεθαμένα τους και να ’χουν καλό παράδεισο. Ήταν το «επάγγελμα» της σαβανώστρας, που στην πορεία την διαδέχτηκαν τα γραφεία κηδειών. Όπου η σαβανώστρα μάθαινε, από κάποιους συγγενείς που την ειδοποιούσαν, ότι σε κάποιο σπίτι υπήρχε ένας νεκρός, πήγαινε. Κι αφού συλλυπόταν τους συγγενείς, έμπαινε στο δωμάτιο του νεκρού, τον έπλενε τελετουργικά με ξύδι και νερό, τον ευπρέπιζε, τον έντυνε, του έδενε τα χέρια και το στόμα περνώντας ένα μαντήλι μεγάλο ή μια γάζα κάτω από το σαγόνι, και το έδενε σφιχτά στην κορυφή του κεφαλιού. Μετά ερχόταν το φέρετρο, έβαζαν μέσα τον νεκρό και τον έπαιρναν για την κηδεία. Την ώρα που έφευγε το ξόδι από το σπίτι, η σαβανώστρα που ακολουθούσε το φέρετρο, έσπαγε στο πεζοδρόμιο, έξω από το σπίτι το βαθύ πιάτο με το ξυδόνερο που είχε πλύνει τον νεκρό, και μ’ αυτό τον τρόπο τον αποχαιρετούσε. Το ιερό αυτό έργο στη γειτονιά μας, και ίσως και σε άλλες γειτονιές, το είχε αναλάβει η Κα Χρυσάνθη Γαμβρούλια. Ο Θεός να αναπαύει την ψυχή της!
- Το παγωτό που έκανε ο χιονάνθρωπος -
Και μια που ανέφερα τα ψυγεία πάγου παραπάνω, θυμήθηκα και μια νόστιμη ιστοριούλα. Το χειμώνα του 1964 χιόνισε πάρα πολύ. Όλο το Ηράκλειο ήταν κατάλευκο!
Ο μπαμπάς μου με πολύ κέφι, και για να αυξήσει την χαρά μας, έφτιαξε στη μέση του κήπου μας ένα τεράστιο χιονάνθρωπο, που είχε το ύψος ανθρώπου. Του έβαλε κασκόλ, καπέλο (την γκρι ρεπούμπλικα του παππού Μανώλη που συγχωρέθηκε το Μάιο του 1962), δύο πέτρες για μάτια, ένα καρότο για μύτη, και ένα ξύλο από πεύκο με κουκουνάρι στην άκρη, για πίπα.
Εμείς τρελαθήκαμε απ’ τη χαρά μας! Καθώς έπεσε η νύχτα, μας είπε: «Πηγαίνετε τώρα να κοιμηθείτε, και το πρωί θα σηκωθείτε να παίξετε με τον χιονάνθρωπο». Ξυπνήσαμε το πρωί, κολλήσαμε τις μούρες μας στα παγωμένα τζάμια που αμέσως θόλωσαν απ’ τα ζεστά μας χνώτα, τα σκουπίσαμε με τις παλάμες, κοιτάμε στην αυλή, πουθενά χιονάνθρωπος! Ντυθήκαμε βιαστικά, βγήκαμε έξω στο χιόνι και φωνάζαμε: «Χιονάνθρωπε! Χιονάνθρωπε!» λες και κάπου μας είχε κρυφτεί, και θα παρουσιαζόταν. Βγαίνει η γειτόνισσά μας η κ. Κική Κήπου και λέει νευριασμένη: «Τι φωνάζετε μωρέ;» «Χάσαμε το χιονάνθρωπό μας» της λέμε. Μας κοίταξε με μισό μάτι και λέει: «Το χιονάνθρωπο!... Για ελάτε εδώ!». Πάμε σπίτι της, μας βάζει στην κουζίνα και ανοίγει το καπάκι από το ψυγείο του πάγου. Μας ρωτάει: «Αυτόν λέτε;». Κοιτάμε, και βλέπουμε το κεφάλι του χιονάνθρωπου να μας κοιτάζει με τα πέτρινα μάτια του ανέκφραστα, μέσα από την υποδοχή του ψυγείου για τον πάγο. Ενώ εμείς κοιτούσαμε με έκπληξη, η κ. Κική συμπλήρωσε: «Μου είχε τελειώσει ο πάγος, τον έκοψα φέτες και τον έβαλα μέσα στο ψυγείο». Μπήξαμε αμέσως κάτι φωνές, που σίγουρα μας άκουσε όλη η γειτονιά!
Επάνω: Η πολυαγαπημένη παιδική μου φίλη Αννούλα Παπαγεωργίου, στο χιονισμένο κήπο του παππού μου. Κάτω: Η Κική Κήπου στη χιονισμένη αυλή μας.
Για να μας καθησυχάσει, μας είπε: «Μη φωνάζετε! Θα φτιάξω παγωτό βανίλια να φάτε, με σιρόπι βύσσινο!». Κατά το μεσημέρι το παγωτό ήταν έτοιμο. Στο μεταξύ, είχε βγει ένας πολύ ζεστός ήλιος που έλιωνε το χιόνι, κι εμείς παίζαμε στην αυλή. Η κ. Κική και η μαμά μου φόρεσαν τα παντελόνια των αντρών τους, και όλοι ντυμένοι ζεστά, στήσαμε ένα τραπεζάκι στην αυλή, και απολαύσαμε το γευστικό παγωτό που μας είχε προσφέρει με τη θυσία του ο αξέχαστος εκείνος χιονάνθρωπος!
Επάνω: Τρώγοντας το παγωτό που έφτιαξε ο Χιονάνθρωπος. Κάτω: Ψυγείο πάγου.
- Δυσάρεστες μυρωδιές - Η πιο δυσάρεστη ανάμνηση από τα χρόνια εκείνα, από άποψη μυρωδιάς, είναι οι βοθρατζήδες που άδειαζαν τους βόθρους των σπιτιών και των καταστημάτων, καθώς ακόμα δεν υπήρχαν αποχετεύσεις και υπόνομοι. Γνωστότερος ήταν ο Στέλιος Καπλανίδης που είχε το γραφείο του «Η ειλικρίνεια» στη Ν. Ιωνία, και έτρεχε με το βυτίο με τις ρυπαρές σωλήνες, από το ένα σπίτι στο άλλο, όπου τον καλούσαν! Κι εμείς οι μικροί παρακολουθούσαμε κρατώντας τις μύτες μας και κάνοντας γκριμάτσες αηδίας!... Δουλειά κι αυτή! Κι όμως τόσο απαραίτητη!
- Τα οινοπωλεία - Θυμάμαι όμως και ευχάριστες μυρωδιές. Από τους εμπόρους κρασιού.
Στο «Οινοπαντοπωλείον» και ταβέρνα του Δημήτρη (Μήτσου) Ροϊλού, παλιού σιδηροδρομικού υπαλλήλου, που το δούλευε μαζί με τη γυναίκα του Μαρίκα, και τον γιο του Τάσο Ροϊλό, ο οποίος και τον διαδέχθηκε (στην οδό Δεκελείας 33). Μάλιστα το υπόγειο κελάρι του είχε την πολύ χαρακτηριστική ονομασία "Ο Βάκχος". Και σε ταβέρνες όπως του Γιώργου Ρεκούμη (στην οδό Σαλαμίνος 6), της Λούλας Μανωλέα (στην οδό Δάφνιδος), της κυρά Λένης της Χελιώτη, που είχε αρχικά την ταβέρνα της στην οδό Ναρκίσσων δίπλα στο παλιό ταχυδρομείο, έπειτα στη Σαλαμίνος, και μετά στην Πολυτεχνείου απέναντι από τα Τρία Αστέρια.
Επάνω: Το Οινοπωλείο του Δημήτρη Ροϊλού. Στην πόρτα στέκεται η Άννα Παπακωνσταντίνου. Το παιδάκι αριστερά είναι ο Τάσος Χρηστοφίδης. Κάτω: Μακρινή άποψη του ίδιου οινοπωλείου.
Εκείνο που δεν φεύγει από το μυαλό μου, από το μπακάλικο του Ροϊλού και την ταβέρνα της Μανωλέα, κι αυτό, γιατί με εντυπωσίαζε σαν παιδί, ήταν τα παγώνια που τριγυρνούσαν στις αυλές τους (μάλιστα το ένα -της Μανωλέα- ήταν λευκό), και άνοιγαν καμαρωτά τις πλουμιστές ουρές τους, σαν βεντάλιες κινώντας τες μ΄ένα λεπτό τρεμούλιασμα. Όσο οι μεγάλοι αγόραζαν κρασί, τα έκανα χάζι...
Το παγώνι του Ροϊλού πλάι στο κελάρι.
Κρασί γιοματάρι, πουλούσαν και σε αποθήκες - κελάρια των σπιτιών τους ο Ηλίας Κολοβός και ο Χαρίλαος Ζαραχωβίτης στην οδό Θριάμβου και οι δύο. Αυτές οι αποθήκες - κελάρια βρίσκονταν στις αυλές των σπιτιών τους. Μέσα, υπήρχαν πολλά βαρέλια, ξαπλωμένα στη σειρά, βουλωμένα με γύψο στην κορυφή τους, στο άνοιγμα απ’ όπου τα είχαν γεμίσει, και κάτω από τις κάνουλες είχαν κανάτες να μη στάζουν στο πάτωμα. Όλος ο χώρος μύριζε ρετσίνα! Εμείς πηγαίναμε με γυάλινες μποτίλιες ή νταμιτζάνες και εκείνοι μεταφέροντας το κρασί από τα βαρέλια με δοσομετρικές κανάτες από λευκοσίδηρο σε χρυσαφί απόχρωση, μας το αδειάζανε με πλαστικά χωνιά στα δοχεία που είχαμε. Άλλος ένας Ηρακλειώτης που πουλούσε κρασί, ήταν και ο Μικρασιάτης (από το Αϊβαλί) στην καταγωγή, ο κουρέας Χρήστος Κορτέσης, που είχε το κουρείο του στην Λ. Ηρακλείου 351, και στο πίσω μέρος, που ήταν και το σπίτι του, είχε μια αποθήκη με βαρέλια, και πουλούσε κρασί μαζί με την ευγενική γυναίκα του την κ. Βαρβάρα.
Επάνω: Φωτογραφία έξω από το οινοπωλείο του Χαρίλαου Ζαραχωβίτη. Διακρίνονται όρθιος ο Σπύρος Χάιδης και στο κέντρο καθιστή η αιωνόβια Ειρήνη Ζαραχωβίτου.
Παλαιότερα, υπήρχε και το παντοπωλείο-οινομαγειρείο του Χαράλαμπου Παναγόπουλου, στην οδό Δεκελείας 3, απέναντι από το «Ζέφυρο». Απ’ όλα αυτά τα κρασοπουλειά, η μυρωδιά όταν άνοιγαν τις ντούγες (καπάκια) από τα βαρέλια να τα πλύνουν από το σώσμα του κρασιού που μύριζε μούστο, για να βάλουν τη νέα σοδειά, θα μου μείνει αξέχαστη!...
- Βιοτεχνίες – Βιομηχανίες - Ανάμεσα Παλαιό και Νέο Ηράκλειο απλωνόταν η βιομηχανική ή βιοτεχνική ζώνη. Μαρμαράδικα και εργοστάσια υφαντουργίας και κλωστοϋφαντουργίας. Από τις πρώτες βιομηχανίες του Ηρακλείου, η οποία ιδρύθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν το «Εριουργείον Ηρακλείου ΝΕΟΤΕΧ» του Γ.Χατζημιχαήλ, επί της Λ. Ηρακλείου (εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Β΄Γυμνάσιο). Η ΝΕΟΤΕΧ συνεργαζόταν με αγγλική επιχείρηση, και έκανε εξαγωγή στην Αγγλία κασμιριών πολύ καλής ποιότητας, όπου τα πουλούσαν ως αγγλικά προϊόντα! Οι συντηρητές-μηχανικοί του εργοστασίου ήταν Άγγλοι, και για τη διαμονή τους είχαν οικοδομηθεί δωμάτια που περιβάλλονταν από κήπο, στο πίσω μέρος του εργοστασίου. Στον προαύλιο χώρο υπήρχε μεγάλο πηγάδι, υδατόπυργος, καθώς και ηλεκτρικός σταθμός. Φύλακας του χώρου ήταν ο Παΐσιος Κεραμίδας από την Καισάρεια της Καππαδοκίας (πληροφορίες: Γιαννούλα Σταυριανού).
Επάνω: Το εριουργείο "ΝΕΟΤΕΧ", και σε πρώτο πλάνο, αριστερά, η βίλλα Γαλήνη. Κάτω: Μέλη της "Ομοσπονδίας Νέου Ηρακλείου Εργαζωμένων στη ΝΕΟΤΕΧ".
Εκεί κοντά, στη σημερινή οδό Μελίνας Μερκούρη, και ανάμεσα στις οδούς Γαλήνης και Ακακιών, απέναντι από τη «Βίλλα Στέλλα», υπήρχε το «Αττικό Κεραμοποιείο», γνωστό και ως «Καμίνι των Ανδρέα και Ιωάννη Κουμανούδη», το οποίο έφτιαχνε τούβλα και κεραμίδια από το άφθονο κοκκινόχωμα που διέθετε η περιοχή (μαρτυρία Σοφίας Φιλιπποπούλου-Δασκαλοπούλου, Μάνθου Αρμάου, Αντώνη Θεοδωρόπουλου κ.ά.) Αυτό το εργοστάσιο υπήρχε από τα τέλη του 19ου αιώνα, και αρχικά ανήκε σε Βαυαρούς ιδιοκτήτες. Πρόσφερε εργασία για χρόνια σε πολλούς Ηρακλειώτες, και έκλεισε το 1930. Όλος ο χώρος του καμινιού έγινε μαντρί, και φύλαγε εκεί τα πρόβατά του, ο Βαρδουσιώτης αρχιτσέλιγκας Γιώργος Ξύκης, που έμενε σχεδόν απέναντι, στην οδό Ικάρων. Στη γωνία των οδών Αττικής και Ευριπίδου, υπήρχε και το εργοστάσιο κουμπιών του Βαγγέλη Χειμωνάκη, απάναντι ακριβώς από το σημερινό 3ο Δημοτικό Σχολείο. Ο Χειμωνάκης αρχικά έκανε εισαγωγή κελύφων ινδικής καρύδας και οστράκων (σεντέφι) από την Αίγυπτο, τα οποία μετά από κατάλληλα επεξεργασία, στην οποία χρειαζόταν άφθονο νερό, έφτιαχνε κουμπιά και αγκράφες για ζώνες. Αργότερα απλουστεύτηκε η τεχνική, με την χρήση πλαστικού. Στο εργοστάσιο υπήρξε χρόνια προϊσταμένη η Ελένη Ψάχου (πληροφορίες: Γιάννης Βούτσικας).
Επάνω: Ο Βαγγέλης Χειμωνάκης (αριστερά με την τραγιάσκα) φωτογραφίζεται με το προσωπικό του εργοστασίου του. Κάτω: Στην κορυφή η προϊσταμένη του εργοστασίου Ελένη Ψάχου με την κορούλα της Αθανασία, μέλη του εργοστασίου και πρώτος στο κέντρο, κάτω, ο Μανώλης Τριανταφύλλου.
Στην ιστορία έμεινε και η «Σαΐτα», η οποία ιδρύθηκε από τον Σαμπεθάι το 1924. Μετά την Κατοχή μεταφέρθηκε στα κτήματα του Δίπελλ, και οικοδομήθηκε εξ αρχής, μαζί με το μεγάλο φουγάρο που σώζεται ακόμα. Νέος ιδιοκτήτης ήταν ο ελληνοεβραϊκής καταγωγής Ραφαήλ Έρλιχ. Μέχρι το 1980 το κλωστοϋφαντουργείο «Σαΐτα» πέρασε σε χέρια διαφορετικών ιδιοκτητών, όπως: του Ιορδάνη Μαγιόπουλου και του Χρήστου Ιωαννίδη. Το εργοστάσιο το 1990 κατεδαφίστηκε, η καμινάδα του όμως σώζεται και σήμερα, στη συμβολή των οδών Χρυσανθέμων και Ελ.Βενιζέλου.
Επάνω: Η Ωραιοζήλη Παπαγεωργίου (δεξιά) εργάτρια στη "Σαΐτα". Κάτω: Εργαζόμενοι στη "Σαΐτα".
Κοντά στη Σαΐτα, κατεβαίνοντας δεξιά την Ηρακλείου, ήταν και το κλωστοϋφαντουργείο ΕΡΙΟΝΥΜ. Και στα δύο αυτά εργοστάσια, συντηρητής ήταν ο Γιώργος Πετρίδης, γεννημένος στην Άγκυρα και έχοντας ζήσει τα νεανικά χρόνια του στην Πόλη.
Επάνω: Η καμινάδα της "Σαΐτας" σήμερα. Κάτω: Ο Γιώργος Πετρίδης στο εργαστήριό του, στη "Σαΐτα".
Λίγο πιο πάνω (στην οδό Κύπρου 10), προς το Παλαιό Ηράκλειο, ήταν το εργοστάσιο Κεντηματοποιίας του Ν. Κουβαρά, όπου τεχνικός-μηχανικός ήταν ο Ιταλός Πιέρρο Μέρλο. Εκεί, στις 7 Δεκεμβρίου του 1971, ημέρα Τρίτη και ώρα 10 το πρωί, συνέβη ένα τραγικό εργατικό ατύχημα που συζητήθηκε πολύ, καθώς συγκλόνισε τον Δήμο μας, αλλά έγινε και πρωτοσέλιδο σε όλες τις εφημερίδες της εποχής. Το ατύχημα αφορούσε την εικοσιτριάχρονη εργάτρια Πασχαλιά (ή Πασχαλίτσα) Κατρατζή, η οποία ενώ χειριζόταν μία από τις μεγάλες κεντητικές μηχανές, λύθηκαν τα μακριά ξανθά μαλλιά της και πιάστηκαν στους δύο περιστρεφόμενους κυλινδρικούς άξονες (στρόφαλους) της μηχανής, με αποτέλεσμα, προτού προλάβει να αντιδράσει, να βρει φρικτό θάνατο!.. Θύμα στο βωμό του μεροκάματου και της βιοπάλης!...
Η Πασχαλιά Κατρατζή καταγόταν από τον Πλατανότοπο Καβάλας, και στο Ηράκλειο κατοικούσε με τις αδελφές και τους γονείς της, στην οδό Ματρώζου 47 και Ελπίδος. Εκεί, οι γονείς της Ζήσης και Βασιλική Κατρατζή, από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, είχαν αγοράσει από την οικογένεια Κουράκλη το οικόπεδο με το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, το οίκημα και τους βοηθητικούς χώρους που ήταν χτισμένοι σ’ αυτό. Η άτυχη κοπέλα που επρόκειτο να αρραβωνιαστεί λίγες μέρες αργότερα, τα Χριστούγεννα συγκεκριμένα του 1971, κηδεύτηκε στο χωριό της, Πλατανότοπο Παγγαίου, στο Νομό Καβάλας.
Αυτό το τραγικό ατύχημα που στοίχειωσε την ιστορία του εργοστασίου του Ν. Κουβαρά, με συγκλόνισε κι εμένα προσωπικά, που ήμουν 10 χρονών παιδάκι τότε, όταν το πληροφορήθηκα την ίδια κι όλας ημέρα που συνέβη, από την μεγάλη αδελφή μου τη Ρένα, η οποία πήγαινε στην ίδια τάξη στο Α΄ Γυμνάσιο της οδού Πεύκων με την Συμέλα Κατρατζή, αδελφή της άτυχης Πασχαλιάς.
Αρκετά κλωστοϋφαντουργεία υπήρχαν και στην οδό Ελ. Βενιζέλου, όπως και στην οδό Χελμού που αντηχούσε από τον μονότονο, εκκωφαντικό θόρυβο των αργαλειών.
Υφαντουργεία στην οδό Ελ.Βενιζέλου.
Εκεί, το πρώτο υφαντουργείο άνοιξε το 1959 από τον Λεωνίδα Κιαμπέση, στην οδό Χελμού 10. Αυτός ο πολύ δραστήριος άνθρωπος από την Μικρά Ασία, είχε γεννηθεί στο Νύμφαιο της Σμύρνης, σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή της, και πήρε μέρος στην εκστρατεία στο Σαγγάριο. Φορώντας μόνο την στρατιωτική του στολή, το 1922 ήρθε στην Ελλάδα μαζί με όλους τους κατατρεγμένους πρόσφυγες, και αναζήτησε την τύχη του στην Αθήνα. Έκανε πολλές δουλειές για να επιβιώσει. Από αχθοφόρος μέχρι υπάλληλος σε Τράπεζα. Όμως, το επιχειρηματικό πνεύμα του τον οδήγησε σε νέους δρόμους. Άνοιξε κλωστοϋφαντουργείο στην Κοκκινιά, έκανε οικογένεια, σπούδασε τα παιδιά του. Μέχρι που, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’50, η Αγγλική εταιρεία παροχής ηλεκτρικού ρεύματος Πάουερ (πρόδρομος της Ελληνικής Ηλεκτρικής Εταιρείας Αθηνών – Πειραιώς Α.Ε. και κατόπιν της ΔΕΗ) του πήρε τον χώρο του εργοστασίου του, για τις ανάγκες των νέων εγκαταστάσεών της. Με την αποζημίωση που του δόθηκε, ήρθε στο Ηράκλειο, έχοντας συγγενείς στη Νέα Ιωνία, και άνοιξε το πρώτο κλωστοϋφαντουργείο στην έρημη τότε από κτήρια οδό Χελμού. Στο οικόπεδο που αγόρασε, έχτισε στο ισόγειο το σπίτι του όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του, και στον όροφο έστησε την επιχείρησή του, στην οποία εργάστηκε για χρόνια με τον γιό του Μανώλη (πληροφορίες από τα παιδιά του Ειρήνη και τον Τάσο Κιαμπέση).
Επάνω: Ο Τάσος Κιαμπέσης ανάμεσα στους γονείς του Ανδρονίκη και Λεωνίδα, στην αυλή του εργοστασίου τους. Κάτω: Ο Τάσος Κιαμπέσης ξεχορταριάζει το προαύλιο του εργοστασίου.
Απέναντι ακριβώς από την βιοτεχνία της οικογένειας Κιαμπέση, στη Χελμού 7-9, υπήρχε θυμάμαι και ένα εργοστάσιο πλαστικών παιχνιδιών (κουκλάκια που πουλούσαν στα περίπτερα κλπ) και Χριστουγεννιάτικων στολιδιών. Η χαρά μας ήταν τεράστια, όταν, περνώντας από κει βρίσκαμε πεταγμένα στα μεγάλα βαρέλια σκουπιδιών κάποια παιχνίδια ελαττωματικά ή διαλογής, που όμως για εμάς ήταν ό,τι έπρεπε για παιχνίδι!
Άλλο ένα διαφορετικό εργαστήριο ανάμεσα στα κλωστοϋφαντουργεία της περιοχής, υπήρχε στην οδό Ρόδων, πριν βγούμε στην Λ. Ηρακλείου, αφού περνούσαμε το τσιμεντένιο γεφυράκι επάνω από τη ρεματιά της Κουντουριώτου. Ήταν ένα ημιυπόγειο εργαστήριο Ζαχαροπλαστικής. Και δεν ξεχνώ τις εργάτριες που μας πετούσαν χρωματιστά, ζαχαρωμένα ζελεδάκια, καθώς τις παρακολουθούσαμε την ώρα που δούλευαν από τα μακρόστενα ανοιχτά παράθυρα του εργαστηρίου!...
Εκεί κοντά ήταν και η βιομηχανία του Απόστολου Τεγόπουλου με είδη προικός, πετσέτες μπάνιου και προσόψια. Απέναντι ήταν τα "Έπιπλα Σκουρόπουλος". Λίγο πιο πάνω ήταν το εργοστάσιο κουρτινών του Νάχμαν.
Επάνω: Το εργοστάσιο του Τεγόπουλου, στη Λ.Ηρακλείου. Κάτω: Φαρμακοβιομηχανία Κανάρογλου.
Στην ίδια περίπου ακτίνα, εκτεινόταν η φαρμακοβιομηχανία του Κανάρογλου με την επωνυμία «Φαρμακευτικά Εργαστήρια CANA». Αυτή η μεγάλη επιχείρηση, ιδρύθηκε το 1928 από τον πρόσφυγα Κώστα Κανάρογλου. Είχε γεννηθεί στο Ικόνιο της Καππαδοκίας και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Εκεί, τις πρώτες εμπειρίες του στο χώρο των φαρμάκων, απέκτησε στο φαρμακείο του Μωραΐτη. Το 1922 ήρθε στην Ελλάδα με το κύμα των προσφύγων, και συνεταιρίστηκε με τον φαρμακοποιό Τριανταφυλλίδη στα Εξάρχεια. Το 1928 έστησε την δική του επιχείρηση, η οποία από το 1940 στεγάστηκε σε ιδιόκτητο κτήριο στην οδό Ιπποκράτους 12, στο κέντρο της Αθήνας. Το 1952 αγοράστηκε από την επιχείρηση οικόπεδο στην Λ. Ηρακλείου, στο οποίο ήδη υπήρχε βιομηχανικό εργοστάσιο.
Εδώ πλέον έγινε η νέα έδρα της επιχείρησης, την οποία από το 1967 ανέλαβε ο Γιάννης Κανάρολγου. Τα «Φαρμακευτικά Εργαστήρια Cana Α.Ε.» τα οποία συνεργάζονται με πολλές μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες του εξωτερικού, υπάρχουν ακόμα και σήμερα στην ίδια έδρα τους, στην Λ. Ηρακλείου 446, σε ανανεωμένο σύγχρονο κτήριο και η επιγραφή της επιχείρησης στην πρόσοψη, ζωγραφισμένη επάνω σε παραδοσιακά κεραμικά πλακάκια τύπου Iznik, θυμίζει την Μικρασιατική καταγωγή του ιδρυτή της.
Επάνω: Το εργοστάσιο "Μυκονιάτικη Τέχνη" στη Λ.Ηρακλείου 422. Κάτω: Η πρόσοψη του εργοστασίου όπως αποτυπώθηκε στην ελληνική ταινία του 1957 "Η Ζαβολιάρα".
Λίγο πιο κάτω από του Cana, κατεβαίνοντας τη Λ. Ηρακλείου αριστερά στον αριθ. 422 βρισκόταν από το 1955 μια άλλη επιχείρηση με την επωνυμία «Μυκονιάτικη Τέχνη». Ιδρυτής ήταν ο Βασίλειος Φραγκίσκου Παπουτσάς, που είχε σύζυγο Μυκονιάτισσα. Η μικρή αυτή βιομηχανία ήταν εγκατεστημένη σε ένα θαυμάσιο κτίριο κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής, που ξεχώριζε στην γύρω περιοχή. Η παραγωγή του εργοστασίου ήταν μπλούζες μεταξωτές ή συνθετικές κεντητές, και υφάσματα με υφαντά αρχαιοελληνικά σχέδια, κυρίως με την Ακρόπολη. Η παραγωγή αφορούσε τόσο την εγχώρια κατανάλωση, σε όλες τις τουριστικές περιοχές της Ελλάδας, όπως Αθήνα, Δελφούς, νησιά κ.λπ., όσο και την διεθνή, όπου ελληνισμός, και η επιχείρηση διέθετε κεντρικό κατάστημα στην οδό Σταδίου κοντά στον Κατράντζο. Εκεί, ένα μέρος το διέθεταν προς λιανική πώληση και ένα άλλο μέρος, το μεγαλύτερο, προς χονδρική πώληση, για όλα τα τουριστικά καταστήματα της Ελλάδας. Οι εγκαταστάσεις της βιομηχανίας, μετά από είκοσι περίπου χρόνια, μεταφέρθηκαν σε άλλη περιοχή, και το ωραίο κυκλαδίτικο κτίριο διατέθηκε προς μίσθωση σε εταιρείες όπως η ΤΥΠΟΧΡΩΜ. Εδώ πρέπει να αναφερθεί για την ιστορία, ότι η πρόσοψη του κτιρίου της «Μυκονιάτικης τέχνης», το 1957 χρησίμευσε ως σκηνικό για τα εξωτερικά γυρίσματα της ταινίας «Η ζαβολιάρα» της Adams Films, σε σκηνοθεσία Μάριου Αδάμη, στην οποία πρωταγωνιστούσε η Αλίκη Βουγιουκλάκη (στα πρώτα βήματα της καριέρας της) ως Λένα, κόρη του άρχοντα Καπετάν Κωνσταντή (Τζαβάλας Καρούσος). Συμπρωταγωνιστούσε ο Γιώργος Φούντας. Το κτίριο χρησίμευσε ως το αρχοντικό του Καπετάν-Κωνσταντή, που υποτίθεται ότι βρισκόταν σε κάποιο νησί των Κυκλάδων. (Πληροφορίες Β. Φ. Παπουτσάς, Κων/να και Πένυ Αγγελίδου).
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη στο πραύλιο του εργοστασίου "Μυκονιάτικη Τέχνη", που ήταν δήθεν το κυκλαδίτικο αρχοντικό της.
Λίγο πιο κάτω από την «Μυκονιάτικη τέχνη», κατεβαίνοντας δεξιά την Λ. Ηρακλείου, ήταν το υφαντουργείο ΛΑΝΑΚΑΜ. Πολλές Ηρακλειώτισσες εργάστηκαν και σε αυτό το εργοστάσιο. Πολλά εργατικά χέρια απασχόλησε και η βιοτεχνία ελληνικών βελούδων και ιερατικών αμφίων του Παναγιώτη Σταύρου, στην οδό Ιφιγενείας. Ο Π. Σταύρου ξεκίνησε από τα Καμίνια του Πειραιά, όπου εργαζόταν προπολεμικά στην κλωστοϋφαντουργία Δημητριάδη, και έπαιρνε μηνιάτικο 15 χρυσές λίρες. Στην Κατοχή το εργοστάσιο έκλεισε. Ο Παναγιώτης Σταύρου μετακόμισε στο Νέο Ηράκλειο, όπου ξεκίνησε την επιχείρησή του μαζί με την γυναίκα του Μαρία, εκείνα τα δύσκολα χρόνια, έχοντας μόνο δύο αργαλειούς, μέσα στο σπίτι του Π. Γκόβα που νοικιάζανε τότε στην οδό Δεκελείας, και τα νήματα τα έβαφαν σ’ ένα καζάνι που θερμαινόταν με καυσόξυλα, και το είχαν στημένο στην οδό Θριάμβου.
Επάνω: Ο Παναγιώτης Σταύρου στρατιώτης. Κάτω: !938. Ο Παναγιώτης Σταύρου με τη Μυκονιάτισσα σύζυγό του Μαρία, το γένος Κουκά, και το γιο τους Βαγγέλη, διάδοχο στην επιχείρηση.
Κάτω: Ο Παναγιώτης Σταύρου (αριστερά) διασκεδάζει τραγουδώντας με την κιθάρα του, κάποιους συγγενείς του.
Αργότερα, στις βιοτεχνίες του Ηρακλείου προστέθηκε και το πασίγνωστο «motivο» της οικογένειας Παναγόπουλου, στην οδό Πολυτεχνείου 3. Θυμάμαι στο χειμερινό σινεμά «Τρία Αστέρια», γύρω από την οθόνη, τις διαφημιστικές αφίσες της επιχείρησης, καθώς και τα διαφημιστικά τρέιλερ που προβάλλονταν στα διαλείμματα και τέλειωναν με το σλόγκαν: “motivo σημαίνει μόδα!”.
Λίγο πιό πέρα, στην οδό Πολυτεχνείου 7, βρισκόταν η βιοτεχνία μαγιό «Άγκυρα» του Γιώργου Ζερδεβά. Και λίγο παρακάτω, επί της Λ.Ηρακλείου, ήταν η γερμανική βιομηχανία εσωρούχων Triumph, που αρχικά στεγάστηκε στην ΝΕΟΤΕΧ, μετά σε εργοστάσιο της οδού Αλεξάνδρου Διάκου και Κων/πόλεως κοντά στο θερινό σινεμά «Μόνα Λίζα», με κύρια έδρα τον Περισσό, στις παλιές εγκαταστάσεις της Εριουργίας του Μποδοσάκη. Και σε αυτό το εργοστάσιο βρήκαν δουλειά πολλές Ηρακλειώτισσες ως γαζώτριες, ανάμεσά τους και η μητέρα μου. (Από την εποχή εκείνη θα μου μείνουν αξέχαστη, γλυκιά ανάμνηση, οι λαχταριστοί, σιροπιαστοί «μπαμπάδες» που μας έφερνε η μαμά από το κυλικείο της Triumph, και ο μπαμπάς τους συνόδευε κάθε Σάββατο με μια σοκολάτα Serano, ή μια γκοφρέτα ΙΟΝ, ή πάστες σοκολατίνες, αγορασμένες από το Ζαχαροπλαστείο του Καρρά, στο Σταθμό).
Επάνω: Εργάτριες της Triumph. Κάτω: Χριστουγεννιάτικη αναμνηστική φωτογραφία στην Triumph.
Μια Ηρακλειώτικη Βιομηχανία, πανελλαδικώς γνωστή για τα περιζήτητα προϊόντα της, ήταν και η “Biodrak”. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, αρχές του ’70, είχε τις εγκαταστάσεις της στο Ηράκλειο παράγοντας μεγάλη ποικιλία πλαστικών ειδών, πολύ χρήσιμων σε κάθε νοικοκυριό, όπως: λεκάνες πλυσίματος, κουβάδες σφουγγαρίσματος ή μεταφοράς νερού, μπιτόνια, ποτιστήρια, κάδους απορριμμάτων, καλάθια για τα άπλυτα ρούχα, καφάσια για φύλαξη διαφόρων ειδών και ένα σωρό άλλα. Τη βιομηχανία διεύθυνε ο Ηρακλειώτης Αντώνης Δρακόπουλος, αδελφός του πρώην Δημάρχου Ηρακλείου Ορθόδοξου Δρακόπουλου, με τον οποίο ήταν και συνεργάτες.
Υπήρχε για χρόνια και μια κονσερβοποιεία στις εγκαταστάσεις του Θρασύβουλου Κορτέση μεταξύ των οδών Ελευσινίων και Σαλαμίνος. Έφτιαχνε ντολμαδάκια με αμπελόφυλλο και έσπαγαν μύτες σε όλη την περιοχή, όπως επίσης έφτιαχνε και ντομάτες γεμιστές σε κονσέρβα. Ο ίδιος αυτός χώρος μετά νοικιάστηκε σε μια βιοτεχνία που έφτιαχνε χριστουγεννιάτικα στολίδια, όπως: διακοσμητικές καμπάνες με βελουτέ επένδυση, και πολύχρωμες μπάλες με πρισματικές επιφάνειες που φαινόντουσαν με τις αντανακλάσεις του φωτός εξαιρετικά λαμπερές. Εμείς μετά αγοράζαμε αυτά τα συγκεκριμένα στολίδια από το ψιλικατζίδικο του κυρ-Στέλιου στην οδό Σαλαμίνος 5-7.
Άλλο ένα από τα πολλά εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας που υπήρχαν στο Ηράκλειο, ήταν και του Ασλάνογλου, απέναντι από την Αγία Τριάδα, στην οδό Αχιλλέως.
Πολλά εργατικά χέρια απασχόλησε και το περίφημο εργοστάσιο «Μουταλάσκη» στη Νέα Ιωνία, με σήμα τον ταύρο, το οποίο ιδρύθηκε το 1927 από τους αδελφούς Αλέξανδρο και Μιλτιάδη Σ. Σινιόσογλου, και τα παιδιά του Αλέξανδρου, το Γιώργο και τον Συμεών, και έβγαζε εξαιρετικό κάμποτο. Στην ίδια βιομηχανία, ιδρυτικό μέλος και τεχνικός, ήταν ο Ιακώβ Τσαλίκογλου, που είχε έρθει στην Ελλάδα το 1923 από την περιοχή Μουταλάσκη (Talas) της Καισάρειας Καππαδοκίας, φέρνοντας μαζί του και δυο-τρεις αργαλειούς, που αποτέλεσαν και τον πυρήνα της τεράστιας βιομηχανίας.
Η εργάτρια Όλγα Μιχανετζόγλου στου "Μουταλάσκη".
Όταν το 1938 η συνεργασία διακόπηκε, ο Ιακώβ Τσαλίκογλου μεταφέρθηκε σχεδόν απέναντι από τη βιομηχανία «Μουταλάσκη», στο κλωστοϋφαντουργείο «Ελληνίς», που είχε ιδρύσει ο ίδιος το 1934-35, στη συμβολή των οδών Αλ.Παναγούλη και Αδριανού. Αυτό το κλωστοϋφαντουργείο λειτουργούσε μέχρι το 1987 και το διεύθυναν τα αδέλφια Ισαάκ και Συμεών Τσαλίκογλου. Σχεδόν δίπλα ήταν το «Κλωστοϋφαντουργείο Σινάνογλου» (κατόπιν γνωστό και ως «Αθηνά») των αδελφών Σινάν, Ιωάννη και Θεολόγου Σινάνογλου, που είχαν έρθει από το Ρουμ Καβάκ (Ελληνική Λεύκα) της Καππαδοκίας. Κατοικούσαν στην οδό Αγαμέμνονος, και υπήρξαν από τους Μεγάλους Ευεργέτες του ι.ναού της Αγίας Τριάδος.
Επάνω: Το κλωστοϋφαντουργείο "Ελληνίς". Κάτω: Η εριουργία "Τρία Άλφα".
Στην ίδια περιοχή, στην οδό Φιλικής Εταιρείας, βρισκόταν το εργοστάσιο «Τσοπάνογλου» με στρατιωτικά είδη. Επί της Αλ.Παναγούλη βρισκόταν και η εριουργία «Τρία Άλφα» (αρχικά γνωστή ως «Στερλίνα») των Λάζαρου Εφραίμογλου και Στύλογλου. Εκεί γύρω υπήρχαν και τα ταπητουργία της Νέας Ιωνίας: «Ανατολική Ταπητουργία», «Ελληνική Ταπητουργία», «Ταπητουργία Μποσταντζόγλου» και «Ανατόλια» στην Καλογρέζα.
Επάνω:Η "Ταπητουργία" της Ν.Ιωνίας.
Επάνω: Η κλωστοϋφαντουργία "ΕΡΙΟΤΕΚ". Κάτω: Η "Βαμβακουργία" του Μποδοσάκη.
Κάτω: Τα "Εκκωκυστήρια" του Μποδοσάκη.
Στον Περισσό, στην οδό Αγίας Αναστασίας 4 ήταν και το εργοστασίο της ταπητουργίας ΕΡΚΟ των Αφών Ε, Ιωάννου και Π. Κότζα-Αϊβαζόγλου που ιδρύθηκε το 1922.
Η κλωστοϋφαντουργία «ΕΡΙΟΤΕΚ», η «Βαμβακουργία», τα «Εκκωκυστήρια», που ίδρυσε ο Αθανάσιος Μποδοσάκης το 1935, και η «Ελληνική Βιομηχανία Μετάξης» που ιδρύθηκε στον Περισσό το 1932 (θυμάμαι τα χαρακτηριστικά ένθετα πλακάκια με τις πεταλούδες μεταξοσκώληκα στην πρόσοψη), καθώς και το εργοστάσιο «Ελληνική Εριουργία, κασμίρια – κουβέρτες» στη Ριζούπολη (και τα τρία αυτά εργοστάσια ήταν ιδιοκτησία του Νικολάου Κιρκίνη πριν τα πάρει ο Μποδοσάκης το 1935, μετά την αυτοκτονία του πρώτου, το 1933, και με πρώτη την «Μεταξουργία» ιδρύθηκαν στην περιοχή αυτή το 1919).
Επάνω: Η "Ελληνική Εριουργία" του Κιρκίνη, στη Ριζούπολη. Κάτω: Εργάτες της "Εριουργίας".
Στα όρια Περισσού-Νέας Φιλαδέλφειας, βρισκόταν και η υφαντουργία "Μπριτάννια". Στη Ριζούπολη βρισκόταν και η βιοτεχνία ξύλινων παιχνιδιών «Δούρειος» (DOURIOS), καθώς και η βιομηχανία παραγωγής δίσκων μουσικής Columbia του Τάκη Λαμπρόπουλου, όπου επίσης εργάστηκαν πολλοί Ηρακλειώτες.
Επάνω: Δύο απόψεις από τις εγκαταστάσεις του Υφαντουργείου "Μπριτάννια". Κάτω: Η βιοτεχνία ξύλινων παιχνιδιών "DOURIOS".
Κάτω: Το εργοστάσιο δίσκων Columbia στη Ριζούπολη.
-motivo - Μία μεγάλη επιχείρηση, με μια μεγάλη ιστορία στο Ηράκλειο.- Όλη η ιστορία ξεκίνησε από το Χαράλαμπο Παναγόπουλο και τη σύζυγό του Σοφία (το γένος Βουδούρη). Ο Χαράλαμπος Παναγόπουλος γεννήθηκε στο χωριό Άσπρα Σπίτια του Νομού Ηλείας. Από φτωχή, αγροτική οικογένεια, του μεροκάματου, ίσα που πρόλαβε να πάει στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, γιατί έπρεπε να φυλάει πρόβατα. Κάποια στιγμή αρρώστησε και από ελονοσία, που του άφησε κατάλοιπα να τον βασανίζουν μια ζωή. Την εποχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας έφτασε στρατιώτης μέχρι το Σαγγάριο, όπου υπηρέτησε με το βαθμό τού λοχία. Όμως, ένας υψηλός πυρετός τον έστειλε στα μετόπισθεν, να νοσηλευτεί στη Σμύρνη, μέχρι που ήρθε η Μικρασιατική Καταστροφή.
Γύρισε στο χωριό του και παντρεύτηκε τη Σοφία Βουδούρη από το χωριό Καπελίτσα Αρκαδίας. Απόχτησαν έξι παιδιά: τον Πανάγο, τη Γεωργία, τη Χρυσούλα, το Γιώργο, την Άννα και το Νίκο (που βαπτίστηκε Νικηφόρος).
Επάνω: Αναμνηστική φωτογραφία στα Άσπρα Σπίτια. Από αριστερά, όρθιοι, η Σοφία και ο Χαράλαμπος Παναγόπουλος, ο αδερφός του Θανάσης, και τα παιδιά της οικογένειας: Γιώργος (όρθιος επάνω δεξιά) και (από αριστερά κάτω): Γεωργία, Άννα, Χρυσούλα και Νίκος. Κάτω: Ο Χαράλαμπος και η Σοφία Παναγοπούλου καθιστοί στο κέντρο, με το μικρό τους γιο Νίκο στα πόδια τους να κρατάει αγκαλιά τις γλάστρες με τους βασιλικούς και από πάνω όρθια τα παιδιά τους (από αριστερά): Άννα, Γεωργία, Γιώργος και Χρυσούλα.
Ο Χαράλαμπος και οι δυο μεγάλοι γιοί του, με κόπους μεγάλους δούλεψαν τη γη για να τα φέρει πέρα η οικογένεια. Μέχρι που ήρθε η Γερμανική Κατοχή. Ο πατέρας προσχώρησε στο ΕΑΜ. Οι διώξεις και οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης στο χωριό, ανάγκασαν κάποια στιγμή την οικογένεια Παναγόπουλου να εγκαταλείψει τα Άσπρα Σπίτια. Ξεπούλησαν ό,τι είχαν και δεν είχαν, γη, σπίτι, και με τα χρήματα που έβγαλαν ήρθαν στην πρωτεύουσα, ζητώντας καλύτερες συνθήκες. Αγόρασαν οικόπεδο στο Νέο Ηράκλειο, έφτιαξαν ένα σπιτάκι κι έπεσαν όλοι στη δουλειά. Η μάνα κι οι κόρες έραβαν γραβάτες, ο Νίκος βοηθούσε και διάβαζε ταυτόχρονα, οι δύο μεγάλοι γιοί έγιναν μικροπωλητές στους δρόμους της Αθήνας, και ο Χαράλαμπος άνοιξε στο Νέο Ηράκλειο δίπλα ακριβώς στο σπίτι τους, στην οδό Δεκελείας 3, ένα οινοπαντοπωλείο με υπόγειο κελάρι.
Επάνω: (από δεξιά): Ο Γιώργος και δίπλα του ο Πανάγος Παναγόπουλος, με καλαθάκια στα χέρια, μικροπωλητές στο παζάρι της Αθήνας. Κάτω: Από αριστερά δεύτερος ο ξάδερφος της οικογένειας Νίκος Παναγόπουλος, με τα αδέρφια Πανάγο και Γιώργο Παναγόπουλο, και στις άκρες δύο αγνώστους, πουλώντας γραβάτες σε δρόμο της Αθήνας.
Κάτω: Ο Πανάγος Παναγόπουλος (αριστερά) πουλώντας γραβάτες στο κέντρο της Αθήνας με το φίλο του Χρήστο Παναγόπουλο, στις 14/9/1947.
Έτσι, με τον τίμιο ιδρώτα της οικογένειας Παναγόπουλου, μπήκαν με τον καιρό τα θεμέλια μιας μεγάλης επιχείρησης, που έγραψε ιστορία στην ελληνική ένδυση με την επωνυμία: «motivo». Αρχικά η επιχείρηση ξεκίνησε να λειτουργεί ως γραβατάδικο στη συμβολή των οδών Βορέου και Αβραμιώτου στο κέντρο της Αθήνας, καταλαμβάνοντας τους δύο ορόφους του εκεί γωνιακού πολυώροφου κτηρίου. Κατόπιν, η επιχείρηση «motivo» μεταφέρθηκε στην οδό Αιόλου 43, σε ένα οκταώροφο κτήριο, όπου λειτουργούσε ως χώρος υποδοχής, αίθουσα εκδηλώσεων και τόπος συναλλαγής και συνεργασίας με 50 αντιπροσώπους. Το εργοστάσιο της επιχείρησης καθώς και η αποθήκη, μαζί με το λογιστήριο και το πρατήριο, έδρευαν στην οδό Πολυτεχνείου 3, διαγράφοντας μέχρι το 2016 μια ιστορία 50 περίπου ετών.
Όμως, η οικογένεια Παναγόπουλου συνδέεται και με μία άλλη, πολύ σημαντική δραστηριότητα για το Ηράκλειο. Με την έκδοση της εφημερίδας «Πρωτοπορία». Το Ηράκλειο έζησε πρωτόγνωρη δραστηριότητα της νεολαίας του το 1964, με την άνοδο της Ένωσης Κέντρου στην εξουσία. Δραστηριότητα που σφραγίστηκε κυρίως από την έκδοση της 15ήμερης εφημερίδας «Πρωτοπορία» και την ίδρυση του Συλλόγου Φοιτητών – Σπουδαστών του προαστίου. Πρώτος εκδότης της «Πρωτοπορίας» υπήρξε ο Χαράλαμπος Παναγόπουλος.
Επάνω: Βόλτα έξω από τον Εθνικό Κήπο στην Αθήνα, τα αδέρφια (από αριστερά): Γιωργία, Πανάγος, Άννα και Γιώργος Παναγόπουλος. Κάτω: Ο Νίκος Παναγόπουλος με την ανιψούλα του Βάσω, κόρη της Γιωργία, στον κήπο με τα κρεμμυδάκια του παππού, στην Ελευσινίων 3.
Κύριο χαρακτηριστικό τόσο της «Πρωτοπορίας» όσο και του Συλλόγου, η ακομμάτιστη δραστηριότητά τους. Το κέντρο των αποφάσεων ήταν τόσο η συντακτική επιτροπή της «Π», όσο και το Διοικητικό Συμβούλιο και η Γενική Συνέλευση των Φοιτητών – Σπουδαστών. Η Δικτατορία της 21ης Απριλίου του 1967 ανέκοψε τη δραστηριότητα του Συλλόγου και την έκδοση της «Π». Χώροι που φιλοξενήθηκαν οι δύο αυτές κινήσεις ήσαν οι χώροι της motivo στα «Τρία Αστέρια», καθώς και τα γραφεία του Συλλόγου στην οδό Ακροπόλεως, όπου πραγματοποιούσαν τις συνελεύσεις τους. Η «Πρωτοπορία» πραγματοποίησε νέα εμφάνιση από το 1982 έως το 1985, όχι πια ως Ηρακλειώτικο έντυπο – με λίγη Ν. Ιωνία – αλλά εφημερίδα των 6 προαστίων δηλ. Ηρακλείου, Νέας Ιωνίας, Μεταμόρφωσης, Λυκόβρυσης, Πεύκης, και Αμαρουσίου. Πάντα ακηδεμόνευτη, με γνώμονα την ανάδειξη της λαϊκής πρωτοβουλίας και την ενεργή παρουσία στα κοινά των δημοτών. Τρία «πειραματικά» φύλλα της Πρωτοπορίας κυκλοφόρησαν το 2011. Όμως, δεν υπήρξε συνέχεια στην έκδοσή της.
Επάνω: Ο Πανάγος Παναγόπουλος καθιστός, μαζί με τον αδερφό του Γιώργο. Κάτω:Ο Γιώργος Παναγόπουλος, φοιτητής στη Βιομηχανική Σχολή.
- Τα λιγνιτωρυχεία - Πολλοί Ηρακλειώτες εργάστηκαν και στην περιοχή «Πατσαβουρέικα», στα Λιγνιτωρυχεία, μεταξύ Ηρακλείου και Καλογρέζας (εκεί που είναι τώρα η ΣΕΛΕΤΕ και το ΟΑΚΑ). Την εποχή εκείνη η περιοχή ανήκε στο στρατηγό Μακρυκώστα, ο οποίος είχε πολλά κτήματα εκεί. Τα λιγνιτωρυχεία ανήκαν στον εφοπλιστή Μίχαλο Μιχαληνό, και άνοιξαν το 1940. Το έργο της διάνοιξης των στοών ανέλαβε ο γεωλόγος Σπύρος φωτιάδης.
Επάνω: Τα λιγνιτωρυχεία Ηρακλείου-Καλογρέζας σε πίνακα του Βασίλη Μπρούσαλη.
Επάνω: Πόζα εργατών στο λιγνιτωρυχείο, το 1938. Κάτω: Από αριστερά: Ο Νίκος Παπαδάκης μηχανολόγος,ο Σπύρος Φωτιάδης γεωλόγος και ο Πέτρος Τσινέλης διευθυντής προσωπικού του λιγνιτωρυχείου.
Η μητέρα μου θυμόταν, όταν ήταν παιδί ακόμα στα χρόνια εκείνα, τους Ηρακλειώτες ανθρακωρύχους να διασχίζουν τον χωματόδρομο που περνούσε διαγώνια στο οικοδομικό τετράγωνο μεταξύ των οδών Σαλαμίνος, Παναθηναίων, Θεμιστοκλέους και Ελευσινίων, κρατώντας, νύχτα αξημέρωτα ακόμα, αναμμένα λαδοφάναρα και να κατευθύνονται προς τα ορυχεία, όπου τους περίμενε σκληρή δουλειά!
Το χειροκίνητο γεωτρύπανο.
Στα λιγνιτωρυχεία δούλευαν και γυναίκες. Τυλιγμένες με μεγάλα μαντήλια για να μην εισπνέουν την σκόνη, και κατάμαυρες από την καρβουνόσκονη που έσμιγε με τον ιδρώτα, έψαχναν ανάμεσα στα μπάζα, ξεχώριζαν και μάζευαν τα κάρβουνα που είχαν παραπέσει, τα φόρτωναν σε ζεμπίλια, και πηγαινοερχόντουσαν φορτωμένες σαν τα μερμήγκια, παραδίνοντας την «συγκομιδή τους» στα αφεντικά.
Επάνω: Αναμνηστική φωτογραφία εργατών στα λιγνιτωρυχεία Ηρακλείου-Καλογρέζας. Κάτω: Οι λιγνιτωρύχοι (από αριστερά) Νίκος Χαλτσάς, Γιάννης (από τη Σμύρνη) και Μυταράς, στις αρχές του 1940.
Η διάνοιξη των πρώτων «πηγαδιών» και των υπόγειων στοών στα λιγνιτωρυχεία, ξεκίνησε το 1939-40. Ο λιγνίτης χρησίμευε τόσο για τις ανάγκες των πλοίων του εφοπλιστή Μιχαληνού, όσο και για την παραγωγή ρεύματος στο εργοστάσιο της αγγλικής Ηλεκτρικής Εταιρείας «Πάουερ» (προδρόμου της ΔΕΗ) που έδρευε στο Κερατσίνι, καθώς και για την Εταιρεία Αεριόφωτος στο Γκάζι. Το 1941, στα χρόνια της Κατοχής, τα λιγνιτωρυχεία επιτάχθηκαν από τους Γερμανούς κατακτητές, και αρχικά ανατέθηκε η εποπτεία τους στους Ιταλούς συμμάχους τους. Όταν τα λιγνιτωρυχεία επιτάχθηκαν από τους Γερμανούς, τα φορτηγά του Πεζά που είχαν αναλάβει τη μεταφορά του λιγνίτη, γάζωναν κυριολεκτικά το έδαφος, μέχρι να εφοδιάσουν τις γερμανικές εγκαταστάσεις. Η γη από τις πυρετώδεις υπέργειες και υπόγειες εργασίες και τις απανωτές εκρήξεις στις στοές, κυριολεκτικά έτρεμε, και γι΄αυτό, μετά τη σημερινή οδό Φιλοθέης απαγορεύονταν οι οικοδομές, γιατί κινδύνευαν από τους τρομερούς κραδασμούς του εδάφους να καταρρεύσουν! Όπως συνέβη με το εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας, προστάτιδας των ανθρακωρύχων, που βρισκόταν στην περιοχή των ορυχείων το οποίο κατέρρεσε! Πολλοί από τους εργαζόμενους την εποχή της Γερμανικής Κατοχής στα λιγνιτωρυχεία, ήταν ενταγμένοι στην Εθνική Αντίσταση και συμμετείχαν στο εφεδρικό τάγμα του ΕΛΑΣ, όπου ταγματάρχης με το ψευδώνυμο «καπετάν Στέλιος» ήταν ο Δημήτρης Μπαρτζώκας, που μαζί με τον αδερφό του Αλέκο, λοχαγό του τάγματος με το ψευδώνυμο «Καπετάν Γιώργος», κατοικούσαν στην Καναπίτσα. Στον ΕΛΑΣ ανήκε και ο πρόεδρος του Σωματείου Ανθρακωρύχων Πέτρος Κοφινόπουλος (ή Κοφινάκης). Αυτός ήταν και ο υποκινητής της πρώτης απεργίας των, περίπου επτακοσίων τότε, εργαζομένων ανθρακωρύχων, στις 26-28/8/1942, με αίτημα το συσσίτιο και την καταβολή ημερήσιου μισθού. Η απεργία πέτυχε. Όμως, ο Κοφινόπουλος συνελήφθη από τους Ιταλούς για την υποκίνηση της απεργίας, και με απόφαση του στρατοδικείου εκτελέστηκε στην μάντρα Αβέρωφ, στις 11/9/1942. Ήταν και ο πρώτος εκτελεσμένος των λιγνιτωρύχων της περιοχής.
Επάνω: Τα λιγνιτωρυχεία υπό Γερμανική κατοχή. Κάτω: Λιγνιτωρύχοι με τις οικογένειές τους γιορτάζουν την Πρωτομαγιά το 1944. Στο κέντρο ξεχωρίζει ο Προκόπης Κατσούλης, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στο Πικέρμι τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου.
Τον Μάρτιο του 1944 οι ανθρακωρύχοι ζήτησαν αύξηση των αποδοχών τους, με νέα απεργιακή κινητοποίηση. Η απάντηση των Γερμανών εργοδοτών και των ταγματασφαλιτών, ήταν το μπλόκο της Καλογρέζας, που έγινε βράδυ, 14 προς 15 Μαρτίου. Από τους 500 που συνελήφθησαν, οι 60 ανάμεσά τους ήταν ανθρακωρύχοι. Εικοσιδύο από αυτούς, εκτελέστηκαν επιτόπου στην ρεματιά της Καλογρέζας. Όλοι τους ήταν μέλη της εργατικής ΕΠΟΝ, και στελέχη της Δεύτερης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ. Ανάμεσα στους 22 πεσόντες λιγνιτωρύχους, ήταν και ο δεκαεννιάχρονος Ηρακλειώτης Παναγιώτης Μικρόπουλος. Μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, η τελευταία απεργία των εργαζομένων στα λιγνιτωρυχεία έγινε στις 4 Μαΐου 1957. Εκατόν εβδομήντα εργαζόμενοι κλείστηκαν στις υπόγειες στοές σε βάθος 150 μέτρων, κάνοντας απεργία πείνας και απαιτώντας καλύτερα μεροκάματα και συνθήκες εργασίας. Τελικά, σε σύντομο διάστημα τα Λιγνιτωρυχεία έκλεισαν, με ομόφωνο αίτημα των κατοίκων του Ηρακλείου και της Καλογρέζας, γιατί οι υπόγειες στοές είχαν προκαλέσει καθιζήσεις στο έδαφος της περιοχής, πολύ επικίνδυνες για την ασφάλεια των σπιτιών, αρκετά από τα οποία είχαν αρχίσει να παθαίνουν ζημιές. Οι κάτοικοι αποζημιώθηκαν, και τα λιγνιτωρυχεία έκλεισαν οριστικά στις αρχές του ’60. Η μόνη ανάμνηση που υπάρχει πλέον από αυτά, είναι το μικρό, και πάντα περιποιημένο προσκυνητάρι της προστάτιδας των ανθρακωρύχων Αγίας Βαρβάρας, στη συμβολή των οδών Ομορφοκκλησιάς και Κηφισιάς, στο Κάτω Ψαλίδι, που έχτισε ο ευλαβής λιγνιτωρύχος Σπύρος Κώνστας μετά την κατάρρευση του ιερού ναού της Αγίας που υπήρχε εκεί (μαρτυρίες Τάκη Γιαννόπουλου και Ελένης Ηλιοπούλου)..
- Βόλτες με τον νονό - Το Ηράκλειο με τις τόσες ομορφιές, το γνώρισα περπατώντας. Στα προσχολικά μου χρόνια, μέσα του ’60, θυμάμαι τους πρώτους μου περιπάτους που έκανα, πιασμένος από το χέρι του Σωκράτη Γιαννόπουλου (το γένος Φράγκου, από την Μεταμόρφωση Μεσσηνίας), αυτού του ανιδιοτελή πρώτου γιατρού του Ηρακλείου.
Είχε το ιατρείο του στην οδό Βασ. Σοφίας (σήμερα Κ. Ωραιοπούλου) και Ερμού, μέσα σ’ ένα δωμάτιο του φαρμακείου της Μαρίας Παπαδάκη. Από κάτω ακριβώς στο υπόγειο, ήταν η ταβέρνα του Καραδήμα. Όλο το κτίσμα με το οικόπεδο ανήκαν στον Καψοκέφαλο.
Ο Σωκράτης Γιαννόπουλος (που έτρεχε πάντα πρόθυμα, με το μικρό ιατρικό βαλιτσάκι του, που περιείχε όλα τα απαραίτητα, όπου το καθήκον τον καλούσε), ήταν ο πατέρας της νονάς μου, της αρχαιολόγου, φιλολόγου και κατόπιν υπαλλήλου του Υπουργείου Πολιτισμού, κριτικού βιβλίων, δημοτικού συμβούλου και αντιδημάρχου Ηρακλείου, της Ευγενίας Ζωγράφου. Με έπαιρνε θυμάμαι από το χέρι, και με μάθαινε τις ομορφιές του Ηρακλείου, της Νέας Ιωνίας, ακόμη και της Κηφισιάς, γύρω από το ξωκλήσι της Αγίας Κυριακής, ή στο Κεφαλάρι, στο οποίο πηγαίναμε με το μόνιππο που παίρνουμε από την πλατεία του σταθμού της Κηφισιάς. Κάποιες φορές, είχαμε πάει και στη σπηλιά της ταβέρνας του Μπόκαρη, για φαγητό. Εκεί, θυμάμαι ένα πουλί μάϊνα, μέσα σε μεγάλο κλουβί, δίπλα στο ταμείο, με εντυπωσίαζε όταν μιλούσε, επαναλαμβάνοντας τη λέξη: «καρπούζι». Φτάναμε και μακρύτερα, μέχρι το ρέμα της Χελιδονούς ή το «Χτυπητό» στη Μεταμόρφωση, όπου πηγαίναμε με το μαύρο αυτοκίνητό του μάρκας Citroen 15 CV 6 Cyl, μοντέλο του ’52.
- Βόλτες με το τρένο - Οι ωραιότερες βόλτες μου μαζί με το νονό (γλυκαμένες από μια μικρή, με τρία «πλακάκια», σοκολάτα αμυγδάλου ΙΟΝ, ή μια Υγείας Παυλίδου, κάποιες φορές και από καραμελίτσες μέντας ΜΕΖ) ήταν με τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, που είχε εγκαινιαστεί μόλις το 1956.
Στην κάθοδο του σταθμού, από την πλαρφόρμα που οδηγούσε προς Κηφισιά. Αριστερά η Μαρίτσα Παπουτσόγλου.
Θυμάμαι, πηγαίνοντας προς τον Σταθμό του Ηρακλείου από την Σαλαμίνος, περνούσαμε την οδό Πεύκων όπου δεξιά, μέσα σε ένα τεράστιο κήπο, βρισκόταν η έπαυλη του δεύτερου γιατρού του Ηρακλείου, του Τιμολέοντα Μητρομάρα. Δίπλα ακριβώς, ανάμεσα στα κεραμοσκέπαστα σπίτια του Μητρομάρα και του Δαυΐδ, πατέρα του Φίλιππου Βάγγερ (κατόπιν «Κλινική ο Σωτήρ»), υπήρχε μια ακόμα παλαιά, μικρή μονοκατοικία με ταράτσα, που ανήκε επίσης στον Δαυΐδ Βάγγερ. Αυτό λοιπόν το σπίτι, το νοίκιαζαν κάποιες απόκοσμες, παράξενες κυρίες, τυπικότατες κι ευγενέστατες με όλους. Ήταν τρεις αδελφές, προχωρημένης ηλικίας, που οι ρυθμοί της ζωής τους και το ρολόι του χρόνου γι’ αυτές, μαζί με το μυαλό τους φυσικά, είχαν σταματήσει στην πολύ περασμένη εποχή της «μπελ επόκ». Κυκλοφορούσαν στους δρόμους του Ηρακλείου υπέρκομψες και αιθέριες, ντυμένες από φιγουρίνια αλλοτινών καιρών, φορώντας μακριά φορέματα με φραμπαλάδες, και πλατύγυρα καπέλα πολύ παλαιάς μόδας, που παρέπεμπε στις αρχές του 20ου αιώνα. Έμοιαζαν εξωπραγματικές, σαν να είχαν βγει από κάποιο όνειρο ή παραμύθι! Αξιοπερίεργες, που στο πέρασμά τους προκαλούσαν ποικίλα σχόλια. Θετικά και αρνητικά. Άλλοι τις αποκαλούσαν χαριτολογώντας: «Οι Τρεις πριγκίπισσες» και άλλοι, ειρωνικά, «Μαντάμ Σουσούδες». Έτσι έμειναν και στη μνήμη των Ηρακλειωτών, και δυστυχώς, τα ονόματά τους δεν διασώθηκαν (μαρτυρίες: Τάκη Γιαννόπουλου, Μάνθου Αρμάου). Θυμάμαι, ότι μια φορά είδα μια από αυτές τις τρεις κυρίες να περνάει σε αυτό το δρόμο, κρατώντας και ομπρελίνο, και νόμισα ότι ήταν η Μαίρη Πόπινς, που πρόσφατα τότε είχα δει την ταινία της στα Τρία Αστέρια. Σκέφτηκα, ότι είχε έρθει να μας κάνει επίσκεψη στο Ηράκλειο. Μάλιστα, προσπάθησα με περιέργεια να διακρίνω, αν η λαβή του ομπρελίνου της είχε σχήμα κεφαλιού παπαγάλου, όπως της Μαίρης Πόπινς. Αλλά δεν το είδα! Πέρασε απέναντι ακριβώς από εκεί που κατοικούσαν οι «Τρεις Πριγκίπισσες», και μπήκε στον κήπο του πύργου, στην οδό Πεύκων 10, όπου κατοικούσε άλλη μια πριγκίπισσα, αληθινή όμως. Εκεί ήταν το «παλατάκι» τής αφιερωμένης στον Θεό και σε φιλανθρωπικά έργα, ερυθροσταυρίτισσας, πριγκίπισσας της Ελλάδος Αλίκης, εγγονής της βασίλισσας Βικτωρίας και πεθεράς της Ελισάβετ της Αγγλίας. Κάποια μέρα μάλιστα την συναντήσαμε… Μια μαύρη λιμουζίνα την μετέφερε στο αρχοντικό της. Μόλις την είδαμε, μαζί και οι άλλοι περαστικοί, σταθήκαμε προσοχή. Το αυτοκίνητο σταμάτησε, ο οδηγός κατέβηκε με σβελτάδα και της άνοιξε την πόρτα να κατέβει. Η ηλικιωμένη πριγκίπισσα, καλόγρια πλέον (όχι όμως με πραγματική μοναχική κουρά), με ράσα και σκούρο γκρι πέπλο στο κεφάλι, κατέβηκε σοβαρή από το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς τον κήπο του αρχοντικού.
Από την οδό Πεύκων, συνεχίζαμε με το νονό ευθεία την Πολυτεχνείου, περνούσαμε τις βίλες του Ρήγα και του Στασινόπουλου, και στρίβαμε δεξιά στην Πρασίνου Λόφου, όπου ήταν μια άλλη έπαυλη στην οποία έδρευε το ιδιωτικό σχολείο Παπαγιαννακοπούλου (αργότερα Σχολές Τζουγά) και φτάναμε στην πλατεία όπου ήταν ο σταθμός. Κόβαμε εισιτήριο στα εκδοτήρια, και περιμέναμε στις αποβάθρες το τρένο. Τα βαγόνια ήταν ακόμα τότε ξύλινα, λουστραρισμένα σε απόχρωση καφέ, και τα καθίσματα από ψαθί και ξύλο. Θυμάμαι επάνω από τις θέσεις, τις χρωματιστές διαφημίσεις της ταβέρνας του Μπόκαρη στην Κηφισιά. Κι ακόμη, τις απαγορευτικές εμαγιέ πινακίδες «μη πτύετε», «μη κύπτετε έξω». Το τρένο καθώς κινιόταν στις ράγες, έκανε ένα τρομερό θόρυβο, ώστε ο ένας δεν άκουγε τη φωνή του άλλου, και το βαγόνι κουνιόταν πέρα-δώθε σα να γινόταν σεισμός ή κλυδωνιζόταν σαν βάρκα σε φουρτούνα. Και πολλοί έλεγαν χαριτολογώντας: «Ωχ! Πάλι κύμα έχει!» ή «Τώρα περνάμε από τον Κάβο Ντόρο». Θυμάμαι, ότι υπήρχαν βαγόνια για καπνιστές και για μη καπνιστές. Στα βαγόνια των καπνιστών, δίπλα στα καθίσματα, υπήρχαν στερεωμένα σταχτοδοχεία για τη στάχτη και τα αποτσίγαρα. Κάθε συρμός είχε και ένα βαγόνι σκευοφόρο, χωρίς καθίσματα, μόνο με ξύλινους πάγκους, για την μεταφορά μεγάλων αντικειμένων και αποσκευών. Παράλληλα με τα παλιά ξύλινα τρένα, υπήρχαν και τα μεταλλικά. Τα βαγόνια, πιο σύγχρονης τεχνολογίας ήταν βαμμένα κίτρινα-κοκκαλί, είχαν δερμάτινα μπλε-σκούρα καθίσματα, έτρεχαν περισσότερο κι έκαναν θόρυβο λιγότερο.
Βέβαια, εκείνο που κέντριζε την περιέργειά μου στον Σταθμό σαν παιδί, ήταν οι σκουριασμένες ράγες ενός άλλου τρένου που ήταν στερεωμένες στον χωματόδρομο, που ανέβαινε παράλληλα με τις γραμμές του Ηλεκτρικού... Ο νονός μού έλυσε την απορία, όταν μου είπε ότι ήταν οι γραμμές του «Θηρίου», του παλιού τρένου δηλαδή με την ατμομηχανή, που πήγαινε στο Λαύριο ξεκινώντας από την Αθήνα.
Επάνω: Ο σταθμός του τρένου στο Ηράκλειο το 1938. Κάτω: Το σταθμαρχείο του Ηρακλείου και στ δεξιά με τη στολή, ο τελευταίος σταθμάρχης, ο Μπότσης.
Η συγκοινωνία αυτή εγκαινιάστηκε το 1883, και δυο χρόνια μετά τέθηκε σε λειτουργία και η γραμμή Αθήνας – Κηφισιάς. Το 1929 έγινε η νέα γραμμή Αθήνας-Λαυρίου με τον σταθμό στο Ηράκλειο να διατηρείται. Η λειτουργία του έπαψε στις 8-8-1938, και ο κόσμος αποχαιρέτισε το ατμοκίνητο τρενάκι, κρατώντας αναμμένα κεριά και τραγουδώντας, το συνόδεψε στο τελευταίο του ταξίδι (μαρτυρία της Σοφίας Στεφάνου-Μπότση, κόρης του τελευταίου σταθμάρχη, ο οποίος είχε το χόμπι να φτιάχνει στον ελεύθερο χρόνο του θαυμάσιες φιγούρες του θεάτρου Σκιών). Το παλιό αυτό τρενάκι, άφησε μια γλυκόπικρη ανάμνηση σε όσους το γνώρισαν. Πήγαινε «αγκομαχώντας» πάνω στις ράγες, σταματούσε ξαφνικά, εξ ου και το παρατσούκλι του «Σταμάτης», και είχε πολλές καθυστερήσεις. Μπούκωνε καπνό η μηχανή του κι έπειτα τον ξερνούσε πυκνό ντουμάνι απ’ το φουγάρο του, κάνοντας μαύρες τις μπουγάδες των νοικοκυρών που είχαν απλωμένα ρούχα σε σχοινιά, κοντά στο πέρασμά του…. Γι’ αυτό έτρωγε μπόλικες μούντζες και βλαστήμιες, ακόμα και πετροβολητά από τα πιτσιρίκια.
Επάνω: Το καφενείο του Δήμου Καζάντζα στον παλιό σταθμό (αρχείο ΕΡΤ). Κάτω: 21 Οκτωβρίου 1930.Ο Δήμος Καζάντζας με τα "Καζαντζάκια του" Βασίλη, Γιάννη και Κική, και τις φίλες τους Άννα και Ελένη Τριανταφύλλου.
Στον παλιό Σταθμό, κοντά στο Σταθμαρχείο, υπήρχε ένα μακρόστενο, μικρό κτίσμα με βεράντα. Ήταν το καφενείο του Δήμου του Καζάντζα. Εκεί, συγκεντρωνόταν ο κόσμος περιμένοντας το «θηρίο» προς Κηφισιά, και καθισμένοι στο «μπαλκονάκι» του μαγαζιού που υπήρχε μπροστά, οι άντρες έπιναν καφέ και οι γυναίκες έπαιρναν γλυκό του κουταλιού, περιμένοντας με τις ώρες να σφυρίξει ο σταθμάρχης για να φύγουν. Το σκηνικό του Σταθμού συμπλήρωναν οι κουλουρτζήδες και οι λούστροι παπουτσιών με τα κασελάκια, τις βούρτσες και τα βερνίκια τους, που περίμεναν υπομονετικά να βγάλουν το μεροκάματο, από τους επιβάτες που ήταν στην αναμονή (μαρτυρία Σοφίας Φιλιπποπούλου – Δασκαλοπούλου). Η αργοπορία αυτού του τρένου ήταν παροιμιώδης, ώστε έλεγαν ότι, για να πας στην Κηφισιά, θες μια ώρα με τα πόδια και τρεις με το τρένο! (μαρτυρία Σωκράτη Γιαννόπουλου).
Επάνω: Το παλιό σταθμαρχείο του Ηρακλείου. Κάτω: 1953. Στην οδό βασιλέως Γεωργίου (σήμερα Μαρίνου Αντύπα), δίπλα στον υπό κατασκευή νέο σταθμό που διακρίνεται αριστερά, η Ευρώπη Παπουτσόγλου με την κόρη της Μαρίτσα, και δεξιά η περιπτεριούχος του σταθμού Πολυξένη Χατζημπαλή.
Οι γραμμές από το τρένο αυτό, που τις αποκαλούσαν «Σίδερα», όπως και η ομώνυμη παλιά στάση του Λεωφορείου στην Λ. Ηρακλείου, λίγο πριν το "Ζέφυρο", με τον καιρό θάφτηκαν κάτω από την άσφαλτο. Η κάλυψη των γραμμών του «Λαυριωτικού Σιδηροδρόμου» ή «Θηρίου της Κηφισιάς» όπως ήταν γνωστός, έγινε τόσο για να εξωραϊστεί ο χώρος μπροστά από την Κεντρική Πλατεία του Ηλεκτρικού Σταθμού, όσο και για να ενώσει την οδό Αναμορφώσεως (σήμερα Μελίνας Μερκούρη), σε μια ευθεία, με την Λεωφόρο Φιλοθέης, έργο πολύ εξυπηρετικό για τους οδηγούς. Υπήρξε ένα από τα πρώτα έργα του Δημάρχου Ηρακλείου Πέτρου Δημόπουλου, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα από τις 14 Ιουλίου 1971. Τις γραμμές αυτές, τις θυμάμαι να ξαναέρχονται στο φως για λίγο, τις παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, όταν στρώθηκε με νέα άσφαλτο η «Οδός Μελίνας Μερκούρη».
Επάνω: Η Αγγελική Δαρδανίδου απολαμβάνει τη θέα του σιδηροδρομικού σταθμού από το μπαλκόνι της, στην οδό Μελίνας Μερκούρη. Κάτω: Η γέφυρα του σιδηροδρομικού σταθμού στην πλατεία του Ηρακλείου, το 1998.
Εκτός από τις γραμμές του παλιού τρένου, θυμάμαι και κάτι άλλο που μου κέντριζε την περιέργεια, γιατί η παλαιότητά του δεν ταίριαζε με την σύγχρονη μορφή της πλατείας. Ήταν ένα ψηλό, περίπου 4 μέτρα ορθογώνιο κτίσμα, 3Χ3 τετραγωνικά, που βρισκόταν στην άκρη της πλατείας, όπως την κοιτάμε δεξιά. Με το κτίσμα αυτό συνδεόταν μια μεγάλη, μεταλλική σωλήνα που κατέληγε σε πλαστικό, χρώματος βεραμάν, μακρύ περίπου 2 μέτρα άκρο. Η απορία μου και εδώ λύθηκε. Ήταν ένας παλιός υδατόπυργος. Όταν περνούσε από εκεί το «θηρίο», το νερό του χρησίμευε για να σβήνει την ατμομηχανή που «άναβε», από την ψηλή θερμοκρασία το κάρβουνου με το οποίο δούλευε. Εκεί κοντά υπήρχε και μια αποθήκη κάρβουνου, από την οποία εφοδιαζόταν η μηχανή του παλιού συρμού με την απαραίτητη ποσότητα, που χρειαζόταν για τη λειτουργία της (μαρτυρία Γιώργος Ισόπουλος).
Πρέπει εδώ να αναφέρω και μία ακόμα σιδηροδρομική γραμμή που υπήρχε, και είχε μικρή διάρκεια λειτουργίας. Από το 1942 μέχρι το 1957 περίπου. Ήταν μια παρακαμπτήρια γραμμή του σιδηροδρόμου που τότε πήγαινε στο Λαύριο, και δημιουργήθηκε για την εξυπηρέτηση των λιγνιτωρύχων, συνδέοντας το Ηράκλειο με την Καλογρέζα. Το συρμό αυτό τον αποτελούσαν μία ατμομηχανή και μερικά βαγόνια, ξεσκέπαστα όπως είναι οι καρότσες των φορτηγών, με τα οποία μεταφερόταν κάρβουνο από τα λιγνιτωρυχεία προς το σημείο του προορισμού του. Το τρενάκι αυτό, που το αποκαλούσαν και «Μουτζούρη», επειδή ήταν πάντα μαύρο από την καρβουνόσκονη, εκτελούσε 2-3 δρομολόγια την ημέρα και ήταν το χάζι των πιτσιρικιών της περιοχής. Ήξεραν τις ώρες που περνούσε από το Ηράκλειο, και περίμεναν να το δούνε. Κι εκείνο τσουφ-τσουφ ερχόταν, σφύριζε και έβγαζε καπνούς από το φουγάρο του. Εκεί, στην πλατεία του Σταθμού, δίπλα στο καφενείο-ταβέρνα του Ηλιάδη, την ίδια εποχή υπήρχε και ένα γαλακτοπωλείο. Μπροστά του υψωνόταν ένα τεράστιο πεύκο. Και τα πιτσιρίκια κρατώντας τα κατσαρολάκια τους, περίμεναν να κάνουν χάζι το τρένο, και μετά περνούσαν τις γραμμές, αγόραζαν γάλα στα κατσαρολάκια και το πήγαιναν σπίτια τους (ανάμνηση Μαρίας Παπουτσόγλου). Από τον σταθμό του Ηλεκτρικού έχω και μια κινηματογραφική ανάμνηση. Το 1966, ερχόμενος ο μπαμπάς μου μεσημέρι από τη δουλειά του, μας είπε ότι στο σταθμό του τρένου γύριζε η Μάρθα Βούρτση (ή Μάρθα Κλάψα όπως την αποκαλούσαμε) μια ταινία. Του είχε κάνει μάλιστα εντύπωση το έντονο μακιγιάζ που είχε, που όμως δεν φαίνεται στη μαυρόασπρη ταινία. Πρόκειται για το «Τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή» παραγωγή της «Μάρθας Φίλμ», σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Κωστελέτου. Σε μια σκηνή, η πρωταγωνίστρια φαίνεται να κατεβαίνει μαζί με την κόρη της (Νάνσυ Μάνδρου) από τον σταθμό. Σε άλλη σκηνή η ηθοποιός σκεπτική κοιτάζει τα τρένα που περνούν «συνοδεία ορχήστρας», έχοντας πίσω της φόντο το φαρμακείο της Μαρίας Παπαδάκη (στην οδό Μαρίνου Αντύπα). Θυμάμαι, ότι η ταινία παίχτηκε στο Ηράκλειο, στο θερινό σινεμά «Ηχώ» στην οδό Καραγιώργη, και την είδαμε οικογενειακώς!
Επάνω: Η ρεκλάμα της ταινίας. Κάτω: Η Μάρθα Βούρτση με τη μικρή Νάνσυ Μάνδρου στο σταθμό του Ηρακλείου.
- Και λίγα ιστορικά για το «Θηρίο -» Το ευθυμογράφημα της εφημερίδας που υπέγραφε ο Τίμος Μωραϊτίνης στις 9 Αυγούστου 1938 έγραφε: «Μετά μακρυχρόνιον νόσον, απεβίωσεν χθες ο Σταμάτης, ο γνωστός ανάπηρος της Κηφισιάς. Ο μεταστάς εγεννήθη προ 53 ετών στην Αθήνα! Έσυρε με βαρυθυμία και αδιαφορία τα βήματά του, συνεχώς καπνίζων και σφυρίζων. Τόση δε η αγάπη του προς του σταθμούς, ώστε έφθασεν να δημιουργεί και ιδικούς του. Εκ τούτων ονομάσθη «Σταμάτης». Μεσόκοπον πλέον, έρημον, και χωρίς φίλους, τον ευρήκεν ο... ηλεκτρικός και έπεσε... ηλεκτρόπληκτος».
Σπάνια φωτογραφία από εφημερίδα της 9-8-1938 από την τελευταία ημέρα κυκλοφορίας του «Θηρίου». Στάση στο Ηράκλειο.
Η ιστορία του «Θηρίου» ή «Σταμάτη» ξεκίνησε το 1885, και αυτό οφειλόταν στη ραγδαία ανάπτυξη, μετά την Αθήνα, της πόλης του Λαυρίου. Αυτό οφειλόταν στον Ιταλό τραπεζίτη Σερπιέρι, ο οποίος μαζί με τους συνεταίρους του, το 1864 άρχισαν να εκμεταλλεύονται τα μεταλλεύματα της περιοχής. Για τη μεταφορά των μεταλλωρύχων, των υπολοίπων υπαλλήλων, αλλά και εμπορευμάτων και υλικών, κρίθηκε απαραίτητη η κατασκευή του σιδηροδρόμου, που την εποχή εκείνη αποτελούσε το πιο προηγμένο μέσον μεταφοράς. Έτσι, στις 4 Μαΐου 1882 υπογράφτηκε μεταξύ της «Εταιρείας Μεταλλευμάτων Λαυρίου» και της Ελληνικής Κυβέρνησης, συμφωνία για την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Αθηνών – Λαυρίου, μήκους 67 χιλ., με διακλάδωση από Ηράκλειο σε Κηφισιά, μήκους 6,5 χιλιομέτρων. Οι εργασίες άρχισαν το 1883, και στις 4 Φεβρουαρίου 1885 εγκαινιάστηκε το τμήμα Αθήνας – Κηφισιάς. Η αμαξοστοιχία διερχόταν από εννέα γέφυρες, μία από τις οποίες ήταν η σιδερένια γέφυρα των Ποδαράδων (κατόπιν Νέας Ιωνίας). Στις 20 Ιουνίου 1885 παραδόθηκε και το τμήμα της γραμμής έως το Λαύριο.
Ο Σταθμός των Αθηνών βρισκόταν στην Αττική, και το 1899 μεταφέρθηκε κεντρικότερα, στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου, κοντά στην Ομόνοια, στην αποκαλούμενη έκτοτε '' Πλατεία Λαυρίου''. Η αμαξοστοιχία εκτελώντας το δρομολόγιό της, έκανε τις ακόλουθες στάσεις: Ποδαράδες, Ηράκλειο, Χαλάνδρι, Λιόπεσι, Μαρκόπουλο, Κερατέα, Λαύριο. Το 1929 η αφετηρία του «Θηρίου» μεταφέρθηκε στον Σταθμό Πελοποννήσου, καθώς ο συρμός εξαγοράστηκε από τον ΣΠΑΠ (Σιδηρόδρομοι Πειραιώς – Αθηνών – Πελοποννήσου). Στις 9 Αυγούστου του 1938 η γραμμή Αθηνών – Κηφισιάς καταργήθηκε. Όμως ο σιδηρόδρομος Αθηνών-Λαυρίου συνέχισε μέχρι το 1956, οπότε, σταμάτησε οριστικά την λειτουργία του. Επειδή μετέφερε κάρβουνο από τα λιγνιτωρυχεία της Καλογρέζας, αλλά και εξαιτίας του πυκνού καπνού που έβγαζε η ατμομηχανή, την επωνυμία «Θηρίο» διαδέχτηκε ο «Μουτζούρης». Σύμφωνα με φυλλάδιο δρομολογίων του ΣΠΑΠ, με ημερομηνία 3 Οκτωβρίου 1954, η γραμμή του «Μουτζούρη», εκτελούσε τους εξής σταθμούς: Αθήνα (σταθμός Πελοποννήσου), Ηράκλειο, Χαλάνδρι, Γέρακας, Κάντζα, Λιόπεσι, Κορωπί, Μαρκόπουλο, Καλύβια, Κουβαράς, Κερατέα, Δασκαλειό, Λαύριο.
- Η πριγκίπισσα Αλίκη - Μια και μιλήσαμε λίγο πριν την πριγκίπισσα Αλίκη, αξίζει αναφέρουμε εδώ, και κάποια ιστορικά στοιχεία για αυτήν, για να την γνωρίσουμε καλύτερα! Η πριγκίπισσα Αλίκη (1885-1969) έζησε τρεις διαφορετικές περιόδους στη ζωής της: εστεμμένη πριγκίπισσα της Ελλάδας και της Δανίας, αδελφή νοσοκόμος του Ερυθρού Σταυρού και αφιερωμένη «νύμφη Χριστού», όπως έλεγε η ίδια. Η αποκαλούμενη «Άγγελος της παρηγορίας», φιλάνθρωπη και φιλόθεη πριγκίπισσα Αλίκη, ήταν εγγονή της βασίλισσας Βικτωρίας της Αγγλίας. Το πλήρες όνομά της ήταν: Αλίκη-Βικτωρία-Ελισάβετ-Ιουλία.
Το 1903, μόλις 18 ετών παντρεύτηκε τον πρίγκιπα της Ελλάδας Ανδρέα, γιο του βασιλιά Γεωργίου Α΄ και στις 6 Ιανουαρίου 1904 ήρθε στην Ελλάδα, οπότε και εγκαταστάθηκε στα βασιλικά ανάκτορα. Απέκτησαν πέντε παιδιά: τις πριγκίπισσες Μαργαρίτα, Καικιλία, Θεοδώρα και Σοφία, και ένα γιό τον Φίλιππο, Δούκα του Εδιμβούργου και σύζυγο της βασίλισσας Ελισάβετ Β΄ του Ηνωμένου Βασιλείου (Αγγλίας). Την εποχή του Βαλκανικού Πολέμου, την περίοδο 1912-13, ως εθελόντρια του Ερυθρού Σταυρού, έσπευσε πρώτη στην Ελασσόνα και ίδρυσε νοσοκομείο για τους τραυματίες, τους οποίους περιέθαλπε και η ίδια ως απλή νοσοκόμα! Την ίδια περίοδο ίδρυσε για τον ίδιο λόγο νοσοκομεία στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Φιλιππιάδα, το Εμίν Αγά και την Πρέβεζα. Και στάθηκε δίπλα στους τραυματίες, τρέχοντας ακούραστη από νοσοκομείο σε νοσοκομείο, ή σε σκηνές ελλείψει θαλάμων, λόγω του μεγάλου αριθμού τραυματιών. Ενώ διέμενε και η ίδια στην ύπαιθρο, με κακοκαιρίες, βροχές και δριμύ ψύχος, γεγονός που της προκάλεσε χρόνια βρογχίτιδα, η οποία την βασάνιζε σε όλη της τη ζωή. Για τις ακούραστες προσφορές της τιμήθηκε από τον βασιλιά της Αγγλίας με το παράσημο του Ερυθρού Σταυρού.
Μετά τον θάνατο του Γεωργίου Α΄ το πριγκιπικό ζεύγος Ανδρέα-Αλίκη εγκαταστάθηκαν στο παλάτι Μον Ρεπό της Κέρκυρας, που τους είχε αφήσει με τη διαθήκη του ο δολοφονημένος βασιλιάς. Το 1922 ο πρίγκιπας Ανδρέας μαζί με άλλους, θεωρήθηκε υπεύθυνος για την ήττα του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία, και σύμφωνα με απόφαση της «Δίκης των έξι», εξορίστηκε τον Δεκέμβριο του 1922 από την Ελλάδα. Οπότε, παίρνοντας μαζί του και την Αλίκη, αναχώρησαν από το Φάληρο με προορισμό την Αγγλία με το πλοίο «Καλυψώ». Στις 20 Οκτωβρίου 1928 η πριγκίπισσα Αλίκη βαπτίστηκε Ορθόδοξη και αφοσιώθηκε στα θεία. Αποκαλούσε πλέον τον εαυτό της «νύμφη Χριστού» και από το 1930 η σχέση της με τον Ανδρέα έπαψε πλέον να υπάρχει, παρά μόνο στους τύπους. Η Αλίκη το 1938 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, στην οδό Κουμπάρη 8.
Επάνω: Η πριγκίπισσα Αλίκη στη διανομή συσσιτίων. Κάτω: Η πριγκίπισσα Αλίκη σε προχωρημένη ηλικία.
Το 1941, με την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα, η βασιλική οικογένεια μαζί με την Κυβέρνηση εγκατέλειψαν τον τόπο και μοιράστηκαν μεταξύ Λονδίνου, Αιγύπτου και Νότιας Αφρικής. Η Αλίκη όμως δεν έφυγε. Έμεινε εδώ για να βοηθήσει όπου μπορούσε! Διοργάνωσε συσσίτια και συμμετείχε εθελοντικά στην διανομή τους. Παρ’ όλα αυτά, το ίδιο διάστημα η ίδια έχασε 26 κιλά! Παράλληλα, ανέλαβε την διαχείριση πολλών ορφανοτροφείων, προσφέροντας πολύ σημαντικό κοινωνικό έργο. Από την σπουδαία δράση της την περίοδο της Κατοχής, πρέπει να αναφερθεί, ότι με κίνδυνο της ζωής της έκρυψε μέσα στο σπίτι της μέλη μιάς Ελληνοεβραϊκής οικογένειας για μεγάλο διάστημα. Γεγονός για το οποίο τιμήθηκε κατόπιν θανάτου με τον τίτλο «Δικαία των Εθνών» στις 11 Απριλίου 1993 από τους Ισραηλινούς, και με τον τίτλο «Ήρως του Ολοκαυτώματος», από τους Βρετανούς.
Το 1949 η πριγκίπισσα Αλίκη μετακόμισε στην Τήνο, με σκοπό να ιδρύσει μια μοναστηριακή αδελφότητα. Για μικρό διάστημα έμεινε εκεί ως υποτακτική, στην Ιερά Μονή Αγίας Πελαγίας. Το καλοκαίρι όμως του ίδιου χρόνου άλλαξε σχέδιο (ένας από τους λόγους που δεν εκάρει μοναχή, ήταν ότι δεν μπορούσε να κόψει το πάθος του καπνίσματος!), επέστρεψε στην Αθήνα και ερχόμενη στο Ηράκλειο εγκαταστάθηκε στην βίλλα της σημερινής οδού Πεύκων 10, την οποία αγόρασε από την οικογένεια Παπαδάκη. Ταυτόχρονα, σε ένα μεγάλο κτήμα που είχε στην περιοχή του Πράσινου Λόφου ίδρυσε μια νέα αδελφότητα, τον «Οίκο Αδελφών Μάρθα Μαρία». Για το σκοπό αυτό, έκανε δύο ταξίδια στην Αμερική, το 1949 και το 1952, κάνοντας εράνους στην Ελληνική Ομογένεια, για να μπορέσει να οικοδομήσει το μοναστηριακό ίδρυμά της, στο οποίο υπήρχε και μικρό ιατρείο που εκτελούσε φιλανθρωπικό έργο, προσφέροντας αφιλοκερδώς ιατρικές υπηρεσίες στους Ηρακλειώτες. Στα τέλη του 1950 η αδελφότητα «Μάρθα-Μαρία» σταμάτησε την λειτουργία της, λόγω περιορισμένης δραστηριότητας. Η πριγκίπισσα Αλίκη μέχρι την Δικτατορία, φορώντας πάντα μοναχικό ένδυμα, μοίραζε τον χρόνο της μεταξύ Ηρακλείου, όπου ζούσε πολύ απλά, ψωνίζοντας ακόμη και η ίδια από τον μπακάλη, και οδού Πατριάρχου Ιωακείμ 7 όπου διατηρούσε ένα διαμέρισμα.
Τον Μάιο του 1967 η πριγκίπισσα Αλίκη εγκατέλειψε οριστικά την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο κάστρο του Γουίντσορ της Αγγλίας, και λίγο μετά στο Μπάκιγχαμ. Εκεί, μέσα στον ύπνο της, πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου 1969 στα 84 χρόνια της. Παρ’ όλο που είχε ζητήσει να ενταφιαστεί στα Ιεροσόλυμα, κηδεύτηκε στο βασιλικό παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου στο Γουίντσορ. Το 1988 τελικά η επιθυμία της εκτελέστηκε, και τα οστά της μεταφέρθηκαν στα Ιεροσόλυμα, όπου και ενταφιάστηκαν στο ρωσικό μοναστήρι της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής στη Γεθσημανή, παρουσία συγγενών της και του Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Για πολλά χρόνια στον Πράσινο Λόφο υπήρχε η «Οδός Πριγκιπίσσης Αλίκης» η οποία περνούσε μπροστά από το φιλανθρωπικό μοναστηριακό Ίδρυμα Μάρθα-Μαρία. Σήμερα πλέον, δυστυχώς, δεν υπάρχει τίποτε απ’ όλα αυτά! Η βίλλα της πριγκίπισσας Αλίκης στην οδό Πεύκων 10 πέρασε αρχικά στην ιδιοκτησία του ΙΚΑ και έπειτα στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό και πλέον αποτελεί δημοτική περιουσία.
- Τα σινεμά - Εκτός από τις αξέχαστες βόλτες με τον νονό, θυμάμαι που με πήγαινε και στα θερινά σινεμά, που ευωδίαζαν γιασεμί και αγιόκλημα. Και κάτω από έναστρους ουρανούς με φεγγαράδες, το μυαλό μου ταξίδευε μέσα στις ιστορίες της οθόνης.
Θυμάμαι στην «Άνοιξη» της οδού Ευριπίδου, ιδιοκτησία της Λούλας Μανωλέα, είδα τον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας» με την Αλέκα Κατσέλη και την πανέμορφη Χριστίνα Σίλβα. Μαγεύτηκα! Ήταν η πρώτη ταινία που είδα, μόλις τριών ετών! Στο ίδιο σινεμά λίγο μετά, είδα με τον νονό τον «Μυστηριώδη ξιφομάχο» με τον Φρανκ Λάτιμορ, και εντυπωσιάστηκα από ένα θαυμάσιο καθαρόαιμο άσπρο άλογο, που το είχαν εκπαιδεύσει να χορεύει όρθιο στα πίσω του πόδια.
Επάνω: Ο κινηματογράφος "Άνοιξις". Κάτω: Ρεκλάμες από τον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας» και το «Μυστηριώδη ξιφομάχο».
Στην «Άνοιξη» είδα με τη νονά μου Ευγενία και όλη την οικογένειά της και την απολαυστική «Μια τρελή-τρελή οικογένεια» με την Τζένη Καρέζη. Πήγαμε οικογενειακώς, γιατί ήθελαν να δουν τον κουμπάρο τους, τον ηθοποιό Δημήτρη Καλυβωκά, που συμπρωταγωνιστούσε στην ταινία. Στο ίδιο σινεμά, την εποχή εκείνη είδα και τον «Τσακιτζή» με τον Ανδρέα Μπάρκουλη και το κωμικό δίδυμο: Νάσο Κεδράκα και την απολαυστική Ταϋγέτη με την καρτουνίστικη φάτσα, στους ρόλους του Καραγκιόζη και της Αγλαΐας.
Επίσης είδα τον «Μετανάστη» με τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Και απ’ όλη την ταινία, στα παιδικά μου μάτια αποτυπώθηκε και πέρασε ανεξίτηλα στη μνήμη, η συμπρωταγωνίστριά του Τασσώ Καββαδία, στο ρόλο της κακιάς και πλεονέχτρας αδελφής του της Αφέντρας. Την θυμάμαι ψηλή και κοκκαλιάρα, να χορεύει ντυμένη νύφη, άχαρα και άγαρμπα (όπως το απαιτούσε ο ρόλος της φυσικά) τον Σκοπελίτικο μπάλο, και τόσο πολύ είχα τρομάξει μαζί της, ώστε για μια βδομάδα έτρωγα όλο το φαγητό μου, χωρίς τις φοβέρες της μαμάς μου για μπαμπούλες, μπόγιες, Αγλαΐες και Λάμιες.
Στην «Ήρα», το θερινό σινεμά της πλατείας του Ηλεκτρικού Σταθμού, ιδιοκτησία του Κεφαλλονίτη Γεράσιμου (Μέμου) Λυκούδη, είδα το «Χώμα βάφτηκε κόκκινο». Θυμάμαι, σε κάθε τρομαχτική σκηνή για τα παιδικά μου μάτια, έλεγα για δικαιολογία: «Νονέ να παίξω με τα χαλικάκια;» και καθόμουν κάτω, στα άσπρα χαλίκια που ήταν στρωμένο το σινεμά, μέχρι να περάσουν τα δύσκολα.
Στο θερινό σινεμά «Βιολετέρα» που βρισκόταν στα όρια των δήμων Ηρακλείου και Νέας Ιωνίας, κατεβαίνοντας δεξιά την Λ. Ηρακλείου, λίγο πριν την Αλέκου Παναγούλη, απέναντι από το τεράστιο γωνιακό εργοστάσιο της LANATEX, είδα την εκτυφλωτικής ομορφιάς Ισπανίδα Σαρίτα Μοντιέλ στην ομώνυμη με το σινεμά ταινία «Βιολετέρα». Είχα πάει μαζί με όλη την οικογένεια του γιατρού του Γιαννόπουλου. Μπαίνοντας δεξιά στο σινεμά, είχε μια σκαλίτσα που οδηγούσε σε ένα μικρό ταρατσάκι σαν εξώστη, δίπλα στην καμπίνα του μηχανικού. Γύρω, υπήρχαν στη μάντρα γιασεμιά. Εκεί θυμάμαι, κάτσαμε και είδαμε το έργο, και στο διάλειμμα φάγαμε σουβλάκια σε καλαμάκι!
Το 1965 ξεκίνησε να λειτουργεί στο Ηράκλειο και ο κινηματογράφος «Τρία Αστέρια», των αδελφών Γιάννη, Βαγγέλη και Γιώργου Γρηγορίου, οι οποίοι επένδυσαν σ΄αυτόν τα χρήματά τους, μετά από ετών εργασία στο Σικάγο της Αμερικής. Στα «Τρία Αστέρια», στον εξώστη, αυτή τη φορά με τους νονούς Σωκράτη και Ευρυδίκη Γιαννοπούλου, είδα (την πρώτη ημέρα λειτουργίας αυτού του κινηματογράφου, που εξαιτίας του γεγονότος ήταν ασφυκτικά γεμάτος από κόσμο), το «Κοινωνία ώρα μηδέν» με τον Νίκο Κούρκουλο. Τρόμαξα θυμάμαι με τη σκηνή που τα φαντάσματα των νεκρών από το αεροπορικό δυστύχημα, ανάμεσά τους κι ένα κοριτσάκι με την κούκλα του, παρέλαυναν μπροστά του!
Θυμάμαι επίσης πριν αρχίσει η προβολή της ταινίας, προβλήθηκε ένα τρέιλερ με τα «Ελληνικά Επίκαιρα», όπου έδειχνε τους παραμυθένιους γάμους του τέως βασιλιά Κων/νου με την Άννα Μαρία.
Στα «Τρία Αστέρια» είδα και την πρώτη μου ινδική ταινία. Είχε τίτλο «Σαγκάμ». Μια φαντασμαγορική παραγωγή με εξωτικά τοπία, χορούς και τραγούδια, με πρωταγωνιστή τον περίφημο Ρατζ Καπούρ. Με τον ίδιο ηθοποιό και την πανέμορφη Ναργκίς, λίγο καιρό μετά, είδα εκεί και το φιλμ «Όλα και τον ουρανό ακόμα». Επίσης είδα εκεί με τις αδελφές μου και την περίφημη "Μαίρη Πόπινς", και εντυπωσιαστήκαμε τόσο πολύ, ώστε και αυτήν, αλλά και το "Σαγκάμ" τα μεταφέραμε και στην αυλή του σπιτιού μας και μετατρέψαμε τα σενάρια σε κινηματογραφικά παιχνίδια με τους φίλους μας.
Στο ίδιο σινεμά αργότερα, είδα μαζί με τις αδελφές μου «τζάμπα», καθισμένοι στον εξώστη, σχεδόν όλες τις ταινίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη, από το «Κορίτσι του Λούνα Παρκ» μέχρι το «Η αρχόντισσα και ο Αλήτης», καθώς και τα μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη με πιο εντυπωσιακό για εμένα το «Οι θαλασσιές οι χάντρες».
Ανυπομονούσα να έρθει το Πάσχα, για να δω και τις θρησκευτικές ταινίες που μου άρεσαν ιδιαίτερα. Όπως: τις «Δέκα Εντολές» με τον Τσάρλτον Ήστον, τον «Βαραββά» με τον Άντονυ Κουΐν, τη Χολιγουντιανή «Σαλώμη» με την υπέροχη Ρίτα Χέϋγουορθ. Ή τις ισπανομεξικανικές μαυρόασπρες παραγωγές της δεκαετίας του ’40, που επαναλαμβάνονταν οι προβολές τους κάθε χρόνο, όπως: «Η Μαρία η Μαγδαληνή και ο Θεάνθρωπος» με την Κροατικής καταγωγής Μεντέα ντε Νοβάρα στον ομώνυμο ρόλο (η οποία προβλήθηκε και στη μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων του 3ου Δημοτικού Σχολείου Ηρακλείου, το Πάσχα του ’71, με ειδική άδεια του Υπουργείου Παιδείας), η «Βασίλισσα Βασιλισσών» που αφορούσε τη ζωή της Παναγίας, καθώς επίσης ο «Ιησούς Ναζωραίος» και «Ο Υιός του Ανθρώπου». Η ταινία που με καθήλωνε σαν παιδί, ήταν και ο «Μαρσελλίνο Πανυβίνο» με το υπέροχο πλασματάκι που λεγόταν Παμπλίτο Κάλβο, στον ομώνυμο ρόλο.
Τζάμπα βλέπαμε τις ταινίες, γιατί είχαμε την τύχη να έχουμε νοικάρη μας τον μηχανικό του κινηματογράφου τον κ. Κώστα Χατζημάρκου, που μας έπαιρνε σε κάθε προβολή «κατάλληλη δια ανηλίκους», και βλέπαμε δωρεάν ταινίες. Στα διαλείμματα, μας έβαζε και στην καμπίνα του μηχανικού, και βλέπαμε πώς άλλαζε τις «μπομπίνες» του φιλμ στην μηχανή προβολής. Είχε θυμάμαι και μια μοτοσικλέτα με καλάθι, με την οποία μετέφερε τις μπομπίνες των ταινιών που είχε νοικιάσει από τα γραφεία διανομής, που τότε βρίσκονταν στη "Στοά Χόλιγουντ", στην Πλατεία Κάνιγγος, οδό Ακαδημίας 96-98.
Ο μηχανικός κινηματογράφου Κώστας Χατζημάρκου στα «Τρία Αστέρια».
Τα «Τρία Αστέρια» λειτουργούσαν αρχικά μόνο ως χειμερινό σινεμά. Θυμάμαι, τον Ιούνιο κολλούσαν έξω στην παλιά τζαμαρία, χρωματιστά χαρτιά με την επιγραφή «Ραντεβού τον Σεπτέμβριο», και έκλειναν για διακοπές. Στα μέσα του ’70, στην ταράτσα, έγινε ο θερινός κινηματογράφος που λειτουργεί μέχρι και σήμερα.
Άλλα δύο παλαιά θερινά σινεμά του Ηρακλείου που θυμάμαι, ήταν στην οδό Πεύκων (στο ύψος της Αττικής Οδού). Στο ένα, το «Μόνα Λίζα», είδα την θρυλική ινδή ηθοποιό Ναργκίς στο εκπληκτικό φιλμ «Γη ποτισμένη με ιδρώτα».
Εδώ αξίζει να αναφέρω, ότι με τον σύζυγο της Ναργκίς, Sunil Dutt, ο οποίος υποδυόταν στην ταινία αυτή τον «γιό» της Μπιρτζού, γνωριστήκαμε και συνδεθήκαμε με φιλία από το 1993, μετά την έκδοση του βιβλίου μου για τη Ναργκίς. Και ότι, όταν το 2004 επισκέφθηκε την Ελλάδα ως υπουργός αθλητισμού της Ινδίας, για να παραστεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες, ήρθε και στο Ηράκλειο, και εντυπωσιασμένος από την παλιά βίλλα της πριγκίπισσας Αλίκης στην οδό Πεύκων ζήτησε να φωτογραφηθεί μπροστά σε αυτήν.
Κάτω: Ο Ινδός ηθοποιός Σουνίλ Ντατ (Sunil Dutt) -αριστερά- μαζί με το φίλο του Joggi, μπροστά στη "βίλλα Αλίκη".
Στο άλλο σινεμά, την «Άννα Μαρία», στη γωνία της οδού Πεύκων με την Πλαπούτα, στο Παλαιό Ηράκλειο, είδα τον επικό «Μπεν Χουρ» με τον Τσάρλτον Ήστον, και την φαντασμαγορική «Μαγκάλα το ρόδο των Ινδιών».
Στο θερινό σινεμά «Ηχώ» που βρισκόταν στην οδό Καραγιώργη, θυμάμαι πρωτοείδα παράσταση Καραγκιόζη με τον Ευγένιο Σπαθάρη, ο οποίος ήδη από το απόγευμα, με ένα αυτοκίνητο στολισμένο τεράστιες φιγούρες του θεάτρου σκιών, διαλαλούσε από τα μεγάφωνα την βραδινή παράσταση.
Σε όλα αυτά τα σινεμά, θυμάμαι τις ταξιθέτριες με τις γαλάζιες, συνήθως, ποδιές και τους φακούς στο χέρι, που μας μοίραζαν το πρόγραμμα με την υπόθεση της ταινίας και μας τακτοποιούσαν στις θέσεις μας, εισπράττοντας από τους μεγάλους και το ανάλογο φιλοδώρημα.
Όπως, δεν ξεχνώ, και τα νεαρά παιδιά στα διαλείμματα φορτωμένα ταβλάδες, στερεωμένους με ένα δερμάτινο λουρί περασμένο από το σβέρκο, που πουλούσαν διαλαλώντας: «Φιστίκια, πασατέμπος, τσιπς, σάμαλι, κωκ, παστέλια!».
Αλησμόνητες θα μου μείνουν και οι φωνές από την γαλαρία, όταν έπεφτε το κάρβουνο της κινηματογραφικής μηχανής και σκοτείνιαζε η οθόνη: «Ου! Γράμματα χασάπη!».
- Ραδιοφωνικές σειρές -
Σε ένα άλλο θερινό σινεμά, το «Σινέ Κάτια» κοντά στον προφήτη Ηλία επί της οδού Παναθηναίων, είδα (αυτή τη φορά με τη μαμά μου) για πρώτη φορά τον Νίκο Ξανθόπουλο, «το παιδί του λαού» όπως τον αποκαλούσαν, σε δυο ταινίες. Στο «Ξεριζωμένη γενιά» και στα «Ψίχουλα του κόσμου».
Όλοι έκλαιγαν με μαύρο δάκρυ!... Πρώτη και καλύτερη η μητέρα μου! Πάντα την θυμάμαι να κλαίει εύκολα! Είτε βλέποντας δραματικές ταινίες, είτε ακούγοντας δραματικές σειρές στο ραδιόφωνο. Στο μεγάλο ράδιο-πικάπ – έπιπλο μάρκας WEGA, ή στο τρανζίστορ με την δερμάτινη θήκη και το χερούλι, που είχαμε πάρει από το Ράδιο Αθήναι, μαζί με δώρο μια χαλκογραφία του Παρθενώνα.
Με τη μαμά, φυσικά παρακολουθούσα κι εγώ καθημερινά, το «Μείνε κοντά μου αγαπημένη», την «Μιράντα» με την Ελένη Χατζηαργύρη, την «Πικρή μικρή μου αγάπη» με την Μαριάννα Κουράκου, «Το σπίτι των ανέμων» με την Αφροδίτη Γρηγοριάδου ως Τζοβάννα, τον Βύρωνα Πάλλη ως Λαμπίρη και την Παμφίλη Σαντοριναίου ως γιαγιά Αννούσκα (σειρά που μεταφέρθηκε λόγω της επιτυχίας της και στη μεγάλη οθόνη), καθώς και την σειρά «Τζέιν Έιρ» που είχε πολύ κλάμα επίσης...
Βέβαια, απολαμβάναμε και κωμικές σειρές όπως ήταν «Ο Μικές», με τον απολαυστικό Γιάννη Βογιατζή, και «Η αρχόντισσα της κουζίνας», με την ξεκαρδιστική Δέσποινα Στυλιανοπούλου.
Εγώ βέβαια ως παιδί, μαζί με τις αδελφές μου και τους φίλους μας, τρελαινόμαστε ν’ ακούμε την Αντιγόνη Μεταξά, γνωστή ως «θεία Λένα» (πέθανε 16/10/1971), στην καθημερινή εκπομπή «Καλημέρα παιδάκια». Θυμάμαι πόσο ανυπομονούσαμε να τελειώσει το τραγουδάκι της εισαγωγής «Παραμύθι, μύθι, μύθι, το κουκί και το ρεβίθι μάλωναν μεσ’ στη βρύση...» για ν’ ακούσουμε τον τίτλο του παραμυθιού που ακολουθούσε.
- Συνδημότες ηθοποιοί - Αξέχαστες θα μου μείνουν και οι σταρ της εποχής, που κατοικούσαν τότε στο Ηράκλειο: Η γλυκύτατη Άννα Ιασωνίδου που έμενε αρχικά σε μια ωραία μονοκατοικία στην οδό Αντιγόνης, και αργότερα νοίκιασε μαζί με τη μητέρα και τους αδερφούς της Σταύρο και Θοδωρή, το σπίτι του Σερέτη, που βρισκόταν στην οδό Ερμού, κοντά στην Αγία Τριάδα. Τη θυμάμαι που ερχόταν στις πρεμιέρες των ταινιών της μοιράζοντας αυτόγραφα. Επίσης θυμάμαι στο φωτογραφείο του Ευθύμιου Καυκά στην Πλατεία του Ηλεκτρικού, μια ωραία φωτογραφία – πορτρέτο της, μαυρόασπρη επιχρωματισμένη (όπως έκαναν έγχρωμες τότε τις φωτογραφίες), να στολίζει την βιτρίνα του καταστήματός του.
Η Μαριάννα Κουράκου (με τα υπέροχα μάτια) που έμενε σε μια ωραία διώροφη μονοκατοικία (που υπάρχει ακόμα) στη συμβολή των οδών Δελφών και Ελευσινίων, κοντά στο σπίτι του Χατζηδάκη.
Κοντά με τη Μαριάννα Κουράκου έμενε και η ωραία Λόλα, σύζυγος μετέπειτα του Στράτου Κορτέση, που αρχικά βγήκε σε ένα τοπικό -τον πρώτο και τελευταίο ίσως- διαγωνισμό καλλιστείων "Μις Ηράκλειο", κερδίζοντας μάλιστα ως έπαθλο αρκετά κουζινικά σκεύη και άλλα είδη προικός. Έξ αιτίας αυτού του διαγωνισμού και της γοητείας που είχε, με το όνομα Όλγα Μάγερ της δόθηκε η ευκαιρία να παίξει ως κομπάρσα σε μερικές παλιές ελληνικές ταινίες, ακόμα δίπλα και στην Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Ανδρέα Μπάρκουλη. Μέχρι το θάνατό της κατοικούσε στην οδό Νεότητος 20.
Στην Ελευσινίων και Μυστρά έμενε άλλη μια καλλιτεχνική οικογένεια. Ήταν τα αδέλφια Γαλάνη, η Ρένα και ο Κώστας, χορευτές. Ανήκαν στα μπαλέτα του Γιάννη Φλερύ, και έχουν παρουσιαστεί χορεύοντας σε αρκετές ταινίες της δεκαετίας του ’60. Η Ρένα μάλιστα, είχε την ιδιαιτερότητα να είναι κωφάλαλη. Παρ’ όλα αυτά όμως, ένοιωθε τους ρυθμούς και χόρευε υπέροχα, χωρίς ν’ ακούει την μουσική!...
Στο Ηράκλειο έμενε για πολλά χρόνια και ο αξιόλογος, και πολύ συμπαθητικός σαν φυσιογνωμία, ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου Χριστόφορος Νέζερ (1889-1970). Ήταν εγγονός του πρώτου χριστιανού, μετά την τουρκοκρατία, Φρουράρχου της Ακρόπολης των Αθηνών Χριστόφορου Νέζερ, ο οποίος διετέλεσε και επιστάτης της Στρατιωτικής Αποικίας Ηρακλείου. Ο Χριστόφορος Νέζερ που διακρίθηκε σε πολλούς Αριστοφανικούς ρόλους σε παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου, αλλά και άφησε αλησμόνητες ερμηνείες, κυρίως σε δεύτερους ρόλους, στον κινηματογράφο, ακούραστος και ευσυνείδητος υπηρέτης της τέχνης του μέχρι τα βαθιά του γεράματα, έμενε στην οδό Χριστοφόρου Νέζερ στο Ηράκλειο. Και τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε λησμονημένος, σ’ ένα γηροκομείο της Αθήνας.
Ηρακλειώτης για πολλά χρόνια υπήρξε και ο παλιός καρατερίστας ηθοποιός Νίκος Ματθαίος, γεννημένος στο Αϊβαλί το 1906, που διακρίθηκε σε πολλούς χαρακτηριστικούς ρόλους τόσο στον κινηματογράφο όσο και στο θέατρο, και πέθανε το 1991. Μάλιστα, στη δεκαετία του '50 ήταν και συνυποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Ηρακλείου, μαζί με τη Γεωργία Βασιλειάδου και έδωσαν μαζί τον προεκλογικό τους αγώνα.
Επάνω: Ο Νίκος Ματθαίος (δεξιά) σε προεκλογική ομιλία, μαζί με τη Γεωργία Βασιλειάδου.
Όμως, απ’ όλους τους καλλιτέχνες που έμεναν στο Ηράκλειο, πιο αλησμόνητη θα μου μείνει η αμίμητη Γεωργία Βασιλειάδου, που υπήρξε και δημοτική σύμβουλος Ηρακλείου επί Σκούρα και Σπυρόπουλου, στην δεκαετία του ’50. Μάλιστα έχει μείνει αξέχαστη η ατάκα της, κατά την διάρκεια του προεκλογικού της λόγου στην πλατεία του Σταθμού. Ο κόσμος πριν παρουσιαστεί χειροκροτούσε. Μόλις ανέβηκε να μιλήσει σταμάτησαν, κι εκείνη τους είπε: «Τι περιμένατε να δείτε, τη Μπριτζίτ Μπαρντώ; Εγώ είμαι!» και ο κόσμος ξέσπασε σε γέλια και χειροκροτήματα!... Επίσης στο Δημοτικό Συμβούλιο σπάνια παραβρέθηκε με την ίδια πάντα δικαιολογία: «Σήμερα έχω γύρισμα!» (πληροφορίες από τον Νίκο Πέττα, τη Ζωζώ Τασούλα κ.ά.).
Πρέπει εδώ να αναφερθεί για την ιστορία, ότι στην Ελλάδα οι εκλογές, καθώς και η ψηφοφορία σε αυτές, μέχρι το 1952 ήταν μια καθαρά αντρική υπόθεση. Έως τότε, οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Η ψήφος στις γυναίκες, καθώς και η συμμετοχή τους στις εκλογές ως υποψήφιες, ξεκίνησε από την περίοδο αυτή με τις Δημοτικές Εκλογές, και επεκτάθηκε στη συμμετοχή τους και στις Βουλευτικές από το 1956. Οπότε, η Γεωργία Βασιλειάδου, υπήρξε από τις πρώτες Ελληνίδες που πολιτεύτηκε σε Δημοτικές Εκλογές.
Η Γεωργία Βασιλειάδου έμενε στην οδό Ζεφύρου, σε μια ωραία ιδιόκτητη μονοκατοικία, που της είχε χτίσει ο παππούς μου Μανώλης Αγγελής. Πριν αποκτήσει το δικό της σπίτι, στις αρχές της δεκαετίας του ’40 έμενε με ενοίκιο στο σπίτι του Σίμου Σταυριανού, αδελφού του Κώστα Σταυριανού που ήταν ιδιοκτήτης του «Ζέφυρου». Αργότερα, την εποχή που συνεργαζόταν με τον θίασο της Σοφίας Βέμπο, έχτισε την πολύ ωραία μονοκατοικία της στην οδό Ζεφύρου.
Επάνω:Το σπίτι της Γεωργίας Βασιλειάδου στην οδό Ζεφύρου. Κάτω: Στιγμές της Γεωργίας Βασιλειάδου στο Ηράκλειο.
Εκεί έμενε με την οικογένειά της μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Την θυμάμαι, να περνά από την οδό Σαλαμίνος μέσα στην κούρσα που οδηγούσε ο κ. Κώστας, ο δεύτερος, όμορφος και νεότερος σύζυγός της, σοβαρή, με πλατύγυρο ψάθινο καπέλο και γυαλιά ηλίου. Κι εμείς τα πιτσιρίκια τρέχαμε από πίσω χαιρετώντας και φωνάζαμε: «Γεια σου Γεωργία με την καπελαδούρα σου»!
Η Γεωργία Βασιλειάδου θα είχε υπάρξει και η αιτία που η μεγάλη μου αδελφή, η Ρένα, θα είχε διαγράψει τη δική της λαμπερή πορεία, ως παιδί-θαύμα στον ελληνικό κινηματογράφο, αν δεν τη σταματούσε η ιλαρά. Και να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: Η Ρένα το είχε μικρή να μαθαίνει εύκολα ποιήματα και τραγουδάκια και να τα λέει με πολύ θάρρος και μπόλικα σκέτσα. Οπαππούς Μανώλης που την καμάρωνε, όντας τότε πρόεδρος στο Δημοτικό Συμβούλιο του Ηρακλείου, είχε προτείνει στο διευθυντή του Α Δημοτικού σχολείο τον Καραναστάση, και στον υποδιευθυντή το Δασκαλογιάννη, να πει ένα ποίημα στην εθνική γιορτή της 25ης Μαρτίου, αν και εκείνη δεν πήγαινε ακόμα σχολείο. Ο διευθυντής την πέρασε από ακρόαση, ζήτησε δηλαδή να την ακούσει, και έμεινε έκπληκτος. Έτσι η Ρένα ανέβηκε στη σκηνή και απήγγειλε το ποίημα "Ο κρίνος και η σημαία". Έκανε σε όλους πολύ μεγάλη εντύπωση! Λίγο καιρό μετά, η Γεωργία Βασιλειάδου πάντρευε την κόρη της Τοτούλα με τον γνωστό Αθηναίο έμπορο Αποστολίδη, και το νυφικό της το έραψε η φίλη της μαμάς μου, η Τασούλα Γκόβα. Όταν πήγε να της το παραδώσει, η Βασιλειάδου τη ρώτησε αν γνώριζε κανένα κοριτσάκι που "να τα λέει" γιατί ζητούσαν σε μια ταινία. Η Τασούλα πρότεινε τη Ρένα. Η Βασιλειάδου ήρθε σπίτι μας, την είδε, την άκουσε, και της άρεσε. Κι εκεί ήρθε η ιλαρά! Η αδερφή μου αρρώστησε ξαφνικά και τα γυρίσματα έγιναν με άλλο παιδάκι. Έτσι χάθηκε μια "μεγάλη" καριέρα!
Θυμάμαι, ότι κάποια Χριστούγεννα, το ’67 νομίζω, πήγαμε πολλά παιδιά της γειτονιάς και της είπαμε τα κάλαντα. Και μια και αναφέρω εδώ την μεγάλη μας κωμικό, την προικισμένη με μεγάλο ταλέντο, αλλά όχι και με τόση ομορφιά, ας αφηγηθώ ένα αυτοσαρκαστικό ανέκδοτό της, που είπε η ίδια μια βραδιά. Την είχε καλέσει μαζί με πολλούς άλλους στο σπίτι της, η γειτόνισσά της επί της οδού Ζεφύρου 5-7 Ρεγγίνα Σφαέλλου – Ζαχαράτου, επίσης ηθοποιός (είχε σπουδάσει στη Δραματική Σχολή του Σωκράτη Καραντινού), μια πολύ όμορφη γυναίκα που έμοιαζε σαν πορσελάνινη κούκλα, με κόκκινα τσακιστά μαλλιά, και τραγουδούσε υπέροχα, παίζοντας καστανιέτες.
Η Ρεγγίνα Σφαέλλου.
Τη συνόδευε και ο Κεφαλλονίτης σύζυγός της Νιόνιος (Διονύσιος) Ζαχαράτος, που ήταν ψάλτης (συμβολαιογράφος ήταν το κανονικό του επάγγελμα), παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας (μαρτυρίες: Βασιλική Μαρκίδου, Γιαννούλα Σταυριανού κ.ά.). Ήταν μέλος της Εθνικής Αντίστασης και αντάρτισσα στα βουνά, την κατοχική περίοδο 1940-44. Εξαιτίας των φρονημάτων της έκανε και εξορία στη Μακρόνησο. Αφηγήθηκε λοιπόν σοβαρή – σοβαρή η Γεωργία Βασιλειάδου στη Ρεγγίνα και τους άλλους: «Πήρα κι εγώ μέρος στην Εθνική Αντίσταση! Έκλεινα ραντεβού με Γερμανούς αξιωματικούς σε σκοτεινές κρεβατοκάμαρες, και όταν άνοιγαν το φως για να με δουν, έπεφταν κάτω ξεροί, σέκος! Έχω ξεκάνει πολλούς από δαύτους!» Μπορείτε να καταλάβετε το γέλιο που έπεσε! (Ανάμνηση του Θοδωρή Γκόβα).
Στο Ηράκλειο έμεναν για ένα μικρό διάστημα, και η Σπεράντζα Βρανά και ο Γιάννης Γκιωνάκης, αλλά και ο στιχουργός – ποιητής, σύζυγος της Μεγάλης Σοφίας Βέμπο, ο Μίμης Τραϊφόρος (στην οδό Δελφών). Η ζωή μου τότε ήταν πολύ επηρεασμένη από τον κινηματογράφο! Τόσο, ώστε την πρώτη μέρα που πήγα στο Δημοτικό Σχολείο (στο Γ΄ της οδού Ζεφύρου), μόλις είδα ανάμεσα στις άλλες αυστηρές δασκάλες με τους κότσους και τα ταγιεράκια την δική μου, της Α΄ Δημοτικού, την Δίδα Ανθή Αργυριάδου (που δεν ήξερα ακόμα τ’ όνομά της), την πέρασα εξαιτίας της ωραίας εμφάνισής της, για ηθοποιό! Ήταν φινετσάτη, χαμογελαστή, και με δέρμα ηλιοψημένο. Τα μακριά μέχρι τους ώμους, μαύρα μαλλιά της, ήταν χτενισμένα «τσάρλεστον», με γυριστές τις άκρες προς τα έξω. Και φορούσε με κολιέ, σκουλαρίκια, γυαλιά ηλίου σε σχήμα «πεταλούδα», και φόρεμα με φαρδιές τιράντες, λευκό σε στενή γραμμή, με μεγάλα κόκκινα τριαντάφυλλα! Φώναξα λοιπόν ενθουσιασμένος στους συμμαθητές μου: «Εμείς έχουμε για δασκάλα τη Σούλη Σαμπάχ!».
Βέβαια, ο κινηματογράφος είχε επηρεάσει τότε όλο τον κόσμο, κι εμάς τα παιδιά γενικότερα, και τα δροσερά πρόσωπα των ενζενύ και των ζεν πρεμιέ είχαν αποχτήσει πολλούς θαυμαστές. Εμείς, σαν πιτσιρίκια, θυμάμαι πριν το κρυφτό, όταν θέλαμε να δούμε «ποιος θα τα φυλάει» λέγαμε το στιχάκι: «Τζένη Καρέζη, Κώστας Κακαβάς, Αλίκη Βουγιουκλάκη βγαίνεις και τα φυλάς!». Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό, θα αναφερθώ και σε μια ηθοποιό της νεώτερης γενιάς, που κατοικεί από τα παιδικά της χρόνια στο Ηράκλειο, στην ίδια πάντα μονοκατοικία στην οδό Ελ. Βενιζέλου. Πρόκειται για την ευγενική και πάντα χαμογελαστή Μαίρη Ιγγλέση, σύζυγο του ιατροδικαστή Φίλιππου Κουτσάφτη. Κι αυτή ξεκίνησε την καριέρα της από παιδάκι. Η Ευγενία Ζωγράφου θυμάται γι΄αυτήν: "Τη θυμάμαι, που την έφερνε ο μπαμπάς της στο Α΄Δημοτικό, 5 χρονών, μ΄ένα τεράστιο φιόγκο κι ένα ωραίο φορεματάκι που της είχε ράψει η μητέρα της, γιατί ήτανε μοδίστρα, και απάγγελνε ποιήματα με στόμφο, πολύ ωραία, και μετά χαιρόταν και γελούσε, με τα μαύρα ματάκια της να λάμπουν". Σε πολύ μικρή ηλικία, το 1959, παρουσιάστηκε σε ένα σύντομο παιδικό ρόλο δίπλα στο Θάνο Κωτσόπουλο, στην ταινία του Ερρίκου Θαλασσινού "Ένα νερό κυρά-Βαγγελιώ", όπου πρωταγωνιστούσε η Κάκια Αναλυτή. Η Μαιρούλα Ιγγλέση υποδυόταν τη Γαρούφω, κόρη του άρχοντας Νικήτα Ψυχόπαιδα (Θάνου Κωτσόπουλου) και εγγονή της κυρά-Πανδώρας (Αθανασίας Μουστάκα).
Ραδιοφωνική παρουσιάστρια στην αρχή της καριέρας της, το ευρύ κοινό την γνώρισε από την μικρή οθόνη ως ηθοποιό, σε δύο μεγάλες τηλεοπτικές επιτυχίες, στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Το 1975 στον «Χριστό ξανασταυρώνεται» σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη, στον ρόλο της Λενιώς, αρραβωνιαστικιάς του Μανωλιού – Χριστού (Αλέξη Γκόλφη). Στο ίδιο σήριαλ έκανε κι ένα μικρό πέρασμα η Γεωργία Βασιλειάδου ως γριά-Μανταλένια. Ήταν η τελευταία εμφάνιση της μεγάλης μας κωμικού, γιατί πέντε χρόνια μετά, τον Φεβρουάριο του 1980 έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών. Το δεύτερο σήριαλ που θαυμάσαμε τότε την Μαίρη Ιγγλέση, ήταν το 1977 «Ο μεγάλος ξεσηκωμός», βασισμένο στο ιστορικό μυθιστόρημα του Μιχάλη Περάνθη «Ο δαίμονας», όπου ερμήνευε το ρόλο της Ταρσίτσας, αδελφής του Οδυσσέα Ανδρούτσου, που τον ενσάρκωνε ο Κώστας Καζάκος. Η Μαίρη Ιγγλέση εκτός από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και το θέατρο, ασχολήθηκε για πολλά χρόνια και με τα κοινά του Ηρακλείου, και διετέλεσε δημοτική σύμβουλος αλλά και αντιδήμαρχος επί των πολιτιστικών του δήμου μας.
- Παιχνίδια και αθλητισμός στις γειτονιές - Πώς μπορώ να ξεχάσω και τα παιδικά παιχνίδια;! Πολλά παιδιά έπαιζαν στις αλάνες. Μια μεγάλη αλάνα υπήρχε στην επίπεδη κορυφή του Πράσινου Λόφου, που οι πιτσιρικάδες είχαν μετατρέψει σε γήπεδο, τοποθετώντας και δύχτια για τέρματα.
Επάνω: 5 Απριλίου 1954. Ο Δημήτρης Λιτσάκος (αριστερά) με το φίλο του Χ.Μητρόπουλο, στον Πράσινο Λόφο, στο αποκαλούμενο "Δάσος της Γιαννετάκη". Κάτω: Η Μαρία Σαλουβάρδου ποζάρει το 1970, με φόντο τον Πράσινο Λόφο.
Στις πλαγιές του λόφου, στα μεγάλα και βαθιά λούκια που είχαν σχηματιστεί από τις βροχές, πολλά παιδιά έκαναν τσουλίθρα. Στη συμβολή των οδών Πεύκων και Πολυτεχνείου υπήρχε επίσης μια μεγάλη αλάνα όπου έπαιζαν και έκαναν αθλοπαιδιές πολλά παιδιά από τις γύρω γειτονιές (μαρτυρία Δημήτρη Λιτσάκου).
Επάνω: Ο Δημήτρης Λιτσάκος, μέλος της «Αθλητικής Ένωσης Νέου Ηρακλείου» στο άλμα εις μήκος, στην αλάνα της οδού Πολυτεχνείου.Κάτω: 28 Οκτωβρίου 1958. Παρέλαση της ΑΕΝΗ στην οδό Αμαρουσίου (νυν Πολυτεχνείου).
Κάτω: Οπαδοί της Αθλητικής Ένωσης Ηρακλείου, που ιδρύθηκε το 1929, στο μεταφορικό της μέσο.
Μια μεγάλη αλάνα, ακριβώς απέναντι από το ταβερνάκι του Κώστα του Κούρτη, υπήρχε στη συμβολή των σημερινών οδών Παναθηναίων και Θεμιστοκλέους, ανάμεσα σ΄ένα τεράστιο, αιωνόβιο κυπαρίσσι που υπάρχει ακόμα, και στον ψηλό ανεμόμυλο του Πελετιέ. Την αλάνα τη διέσχιζε ένας χωματόδρομος που αργότερα ονομάστηκε οδός Θεμιστοκλέους, που τον στόλιζαν ακακίες και αγριοπιπεριές. Η αλάνα προσφερόταν και για αθλοπαιδιές, καθώς διέθετε δίχτυ για βόλεϊ, καθώς και μονόζυγο. Πολλά παιδιά εκεί έπαιζαν επίσης βόλους, καπάκια, «αγιούτο», «μπούκο», «ψειρίτσες», «εφτάπετρο», την «κολοκυθιά», κρυφτό, κουτσό και κυνηγητό.
Επάνω: Το Τζιτζί (Αγγελική Ζωγράφου) σε οικόπεδο που εκτεινόταν μεταξύ των οδών Δεκελείας και Σόλωνος. Κάτω: Το Τζιτζί με τη μαμά της Ευγενούλα Ζωγράφου.
Μεγάλη διασκέδαση για εμάς τα παιδιά, που θεωρούσαμε και παιχνίδι, ήταν όταν ξαμολιόμαστε στα χωράφια να μαζέψουμε κυρίως μαργαρίτες, αλλά και άλλα αγριολούλουδα, το απόγευμα της παραμονής της Πρωτομαγιάς, για να κάνουμε το Μαγιάτικο στεφάνι. Το κρεμούσαμε στο κατώφλι του σπιτιού και το καμαρώναμε, μέχρι που ξεραινόταν και μαδούσε, οπότε, ενάμιση μήνα μετά, στις 23 Ιουνίου, παραμονή του Γενεθλίου του Προδρόμου, ανάβαμε φωτιές στους δρόμους και τις αυλές και το καίγαμε. Όσο καιγόταν, και κυρίως μόλις φούντωνε η φωτιά, συνηθίζαμε να πηδάμε από πάνω τρεις φορές, κάνοντας ευχές.
Επάνω: Η Ευγενία Ζωγράφου με την εγγονή της Χριστίνα, το Στέργιο και τη γιαγιά του Όλγα, φτιάχνοντας το πρωτομαγιάτικο στεφάνι στη Σαλαμίνος 14. Κάτω: Καίγοντας το πρωτομαγιάτικο στεφάνι, στη Σαλαμίνος 10.
Σε μια άλλη αλάνα στη Μυκηνών και Παναθηναίων, που ανάμεσα στ΄αγριολούλουδα φύτρωνε και το αγκαθάκι που έβγαζε άσπρη μαστίχα, κορίτσια κι αγόρια παίζανε τα μήλα. Κι εκεί δίπλα, στο υπόγειο του Μαντζαβίνου, ο Τάκης ο Γιαννόπουλος μαζί με το φίλο του το Νικολάκη Γαμβρούλια, δίνανε παραστάσεις Καραγκιόζη για τα παιδιά (μαρτυρία Ευγενίας Ζωγράφου).
Επάνω: 14/7/1948. Ο Νικολάκης Γαμβρούλιας παίζει βόλεϋ στην αλάνα της οδού Μυκηνών. Κάτω: 1971. Αγώνας ποδοσφαίρου του "Ποσειδώνα" στην ομώνυμη αλάνα της οδού Ευρυπίδου.
Κάτω: Αναμνηστικές φωτογραφίες από την ποδοσφαιρική ομάδα της Καναπίτσας.
Κάτω: Ο Γιάννης Βούτσικας μέλος της Αθλητικής Ένωσης Καναπίτσας, σε δυο χαρακτηριστικές πόζες.
Μία τεράστια αλάνα που προσφερόταν και για αθλοπαιδιές ήδη από τα Κατοχικά χρόνια, βρισκόταν και στην οδό Ακροπόλεως.
Επάνω: 22 Αυγούστου 1943. Ορκωμοσία αθλητών στην αλάνα της οδού Ακροπόλεως. Κάτω: Ο Ανδρέας Καρώνης στους αθλητικούς αγώνες της οδού Ακροπόλεως στο άλμα εις ύψος (1.68 μ).
Ακόμα μια μεγάλη αλάνα όπου πολλά αγόρια έπαιξαν ποδόσφαιρο, γνωστή και ως «Γήπεδο Ποσειδώνα», βρισκόταν ακριβώς απέναντι από την «Ηράκλειο Σχολή» , στη συμβολή των οδών Αττικής και Ευριπίδου. Κι όταν τα παιδιά ξεχνιόντουσαν στις αλάνες με το παιχνίδι, έβγαιναν οι μάνες στους δρόμους και ξελαρυγγιαζόντουσαν να φωνάζουν: «Νικόλα! Αρίστο! Ευγενούλα!» Κι εκείνα απαντούσαν: «Τώρα καλέ μαμά!» και συνέχιζαν το παιχνίδι. Με αποτέλεσμα, όταν κάποια στιγμή γυρνούσαν κατάκοπα στο σπίτι, να τους περιμένει μία γερή κατσάδα κι ένα μπερντάχι ξύλο! Κάποιες φορές και κλείσιμο για τιμωρία στο υπόγειο ή στο κοτέτσι (μαρτυρία Νίκου Γαμβρούλια).
Παιδική συντροφιά των αδελφών Νίκου και Αρίστου Γαμβρούλια, στην οδό Θεμιστοκλέους.
Υπήρχαν βέβαια και τα γνωστά στους παλιούς μεγάλα γήπεδα ποδοσφαίρου, το ένα στην Αγία Τριάδα μεταξύ των οδών Τερψιχόρης, Αδριανού και Αγαμέμνονος, και το άλλο μεταξύ Λ. Ηρακλείου και Ελ. Βενιζέλου, δίπλα ακριβώς στο παλαιό εργοστάσιο "Σαΐτα", που βρισκόταν ανάμεσα στις οδούς Ρόδων και Χρυσανθέμων.
Επάνω: 1952. Αναμνηστική φωτογραφία της ποδοσφαιρικής ομάδας "Αθλητικής Ένωσης Ηρακλείου", στο γήπεδο της Αγίας Τριάδας. Κάτω: Η ποδοσφαιρική ομάδα "Ερμής" στο γήπεδο της "Σαΐτας", σε δύο αναμνηστικές φωτογραφίες.
Οι μεγαλύτεροι, και κυρίως μερικών οι μπαμπάδες έπαιζαν, ως παλαίμαχοι, ποδόσφαιρο στη μεγάλη αλάνα-γήπεδο της Αγίας Τριάδας, καθώς και στο λόφο «Θέα» στις Κουκουβάουνες, οπώς επίσης και σε αλάνες της Νέας Ιωνίας. Παράλληλα, υπήρχαν οι φανατικοί του βόλεϋ, και αργότερα του μπάσκετ στον «Τυφώνα». Η Ομάδα του «Τυφώνα» ιδρύθηκε άγνωστο ακριβώς πότε στην Κυψέλη, και «μεταφυτεύτηκε» στο Ηράκλειο τη δεκαετία του ΄50. Η ομάδα βόλεϋ και μπάσκετ του «Τυφώνα» επανιδρύθηκε στα τέλη του ΄70 από το Νίκο Πέττα. Προπονητής του βόλεϋ ήταν ο Φ.Ματθαίου, που για ένα διάστημα υπήρξε και προπονητής της Εθνικής. Πρόεδρος του συλλόγου του «Τυφώνα» ήταν ο Γιώργος Πρωτογερόπουλος. Όμως, σίγουρα πολλοί πιτσιρικάδες της Καναπίτσας, θα θυμούντε και τη μπασκέτα στο σπίτι της Ευγενίας Ζωγράφου, στη Σαλαμίνος 14, όπου μέσα σε πολλές φωνές και φασαρία, έκαναν τα πρώτα τους βήματα σε αυτό το ωραίο άθλημα, προτού γραφτούν, μερικοί από αυτούς, στην ομάδα του «Τυφώνα». Σε αυτή την ίδια μπασκέτα, κάθε Τετάρτη έπαιζαν μπάσκετ και μεγάλοι άντρες όπως ο Χρήστος Ζωγράφος, ο Γιώργος Παπαλαμπρόπουλος και την παρέα τους συμπλήρωναν φίλοι ηθοποιοί, όπως ο Δημήτρης Καλυβωκάς και ο Γιώργος Κωνσταντίνου.
Επάνω: Η «Ομάδα Παλαιμάχων Ποδοσφαιριστών Ηρακλείου» στο γήπεδο της Αγίας Τριάδας. Κάτω: Το γήπεδο του «Τυφώνα».
Κάτω: Η μπασκέτα στη Σαλαμίνος 14.
Εμείς σαν παιδιά είχαμε την τύχη να έχουμε στο σπίτι μας πολύ μεγάλο κήπο, κι έτσι ερχόντουσαν εκεί οι φίλοι μας και παίζαμε, υπό την επίβλεψη της γιαγιάς ή της μαμάς. Και θυμάμαι, όταν τους παίρναμε τ’ αυτιά με τις χαρούμενες φωνές μας, και καμιά φορά τις εκνευρίζαμε, μας έλεγαν: «Κάντε λίγη ησυχία, ν’ ακούσουμε της μύγας το φτερό!». Σταματούσαμε αμέσως το παιχνίδι, στήναμε αυτί, κι άμα δεν ακούγαμε καμία μύγα να πετάει, ξεκινούσαμε με νέα δύναμη τις φωνές. Άλλες φορές η μαμά, για να μη μιλάμε, ή να μην αντιμιλάμε την ώρα που μας κατσάδιαζε, μας έλεγε αυστηρά: "Σιωπή! Φερμουάρ ΖΑΜΑ" και μας έκανε νόημα με το χέρι της σαν να τραβούσε φερμουάρ στα χείλη της. Οπότε εμείς κάναμε σιωπή για να αποφύγουμε τις συνέπειες.
Επάνω: Με τα ξεδέρφια μας Γιάννη και Κλειώ Κλωστερίδου και τη μαμά τους Τούλα, στην αυλή του σπιτιού τους στην οδό Νικηταρά, κρατώντας όλοι από ένα παιχνίδι στο χέρι. Κάτω: Αναμνηστικές οικογενειακές φωτογραφίες μας με παιχνίδια, στην αυλή του σπιτιού μας, στη Σαλαμίνος 10.
Μέσα σε κραυγές χαράς και ακράτητο ενθουσιασμό, κάναμε ποδήλατο και πατίνι στους άδειους, τότε, από αυτοκίνητα δρόμους, και κυρίως χωματόδρομους, του Ηρακλείου. Παίζαμε με καπάκια μπίρας και άλλων αναψυκτικών το παιχνίδι «καπάκια». Με πέτρες παίζαμε «πεντόβολα» και «αμάδες». Με πολύχρωμους γυάλινους βόλους, που κάποια παιδιά τους αποκαλούσαν και «τζιτζίλια» (τους μεγάλους βόλους με τους οποίους χτυπούσαμε τους μικρότερους τους λέγαμε «γκαζές»), παίζαμε και κάναμε και ανταλλαγές βόλων μεταξύ μας. Επίσης παίζαμε ξυλίκι, «λακκουβάκια», «τρεις πους και λακκούς», παραλλαγή του αθλήματος «άλμα τριπλούν» (κάναμε τρία πηδήματα και μετά περνούσαμε πάνω από ένα λάκκο). Παίζαμε τον «μούκο», χτυπώντας με πέτρες ένα κονσερβοκούτι. Ένα παρόμοιο παιχνίδι ήταν και «τα τενεκεδάκια». Και θυμάμαι, ότι πολλές φορές στη διάρκεια της ημέρας ενώ παίζαμε όλα αυτά και χαιρόμαστε, με ένα δυνατό 'μπουμ' που ακούγαμε, σταματούσαμε για λίγο και κοιταζόμαστε με νόημα. Καταλαβαίναμε πως ήταν τα φουρνέλα που έσκαγαν στα νταμάρια της Καλογρέζας, πάνω στα Τουρκοβούνια, και ακουγόντουσαν μέχρι τις γειτονιές μας! Φυσικά, το παιχνίδι το συνεχίζαμε αμέσως με περισσότερες δυνάμεις!
Επάνω: Ο Πάνος Βασιλόπουλος με το πατίνι του και τη γιαγιά του να τον επιβλέπει, στην οδό Ικάρων. Κάτω: Η Θεανώ Παρμακσίσοκλου (κέντρο) με τις φίλες της στα ποδήλατά τους, στην οδό Βάκχου.
Κάτω: Κάνοντας ποδήλατο στη Σαλαμίνος 14.
Παίζαμε σβούρα, κρυφτό, κυνηγητό, αμπάριζα, «Μπιζ», «Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί». Παίζαμε παιχνίδια παντομίμας όπως το: «Βασιλιά, βασιλιά με τα κόκκινα σπαθιά, θέλουμε δουλειά», και το «Στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα κι αγέλαστα». Κάποια αγόρια συναγωνίζονταν στο σημάδι με τις σφεντόνες. Κάποια άλλα έπαιζαν με παλιά λάστιχα από ρόδες αυτοκινήτων ή φορτηγών. Τα κυλούσαν (όπως το τσέρκι) στους δρόμους και τις κατηφόρες, κι έτρεχαν να τα πιάσουν. Κάποιοι τσιλιβήθρες, ακόμα πιο τολμηροί, στριμώχνονταν μέσα στο καμπυλωτό κοίλωμα από μεγάλα λάστιχα και στριφογύριζαν ριψοκινδυνεύοντας να χτυπήσουν σοβαρά, σε χωμάτινες κατηφόρες, όπως εκείνη που ένωνε, το Παλιό με το Νέο Ηράκλειο (σημερινή Λ. Ηρακλείου).
Επάνω: Με τους φίλους μου Τάκη Ξυδέα και τα αδέρφια Χρήστο και Κώστα Ρεκούμη. Κάτω: Μια μεγάλη παρέα παιδιών, που ανάμεσά τους διακρίνονται ο Σοφοκλής και ο Γιώργος Σακκάς, καθώς και η Χρυσούλα Τερίκογλου με τον αδελφό της Γιάννη, στη συμβολή των οδών Δεκελείας και Βάκχου.
Τα κορίτσια χαλούσαν τον κόσμο παίζοντας με το τόπι «τα μήλα», ή πηδώντας σχοινάκι ή λάστιχο, λέγοντας το τραγουδάκι: «Ανέβα μήλο, κατέβα ρόδι, να σε ρωτήσω, τι κάνει η κόρη...», ή διασκεδάζοντας με το «Περνά – περνά η μέλισσα», «Δεν περνάς κυρά-Μαρία», «Ένα φράγκο η βιολέτα, τσιγκολελέτα...» κ.λπ. Έπαιζαν την «Πινακωτή», το «Έχεις φωτιά; Στην παραπάνω γειτονιά», το «Ένα λεπτό κρεμμύδι», το «Πού ν’ το – πού ν’ το τό δαχτυλίδι», το «Κουτσό», το «Ταμ-ταμ ω μπερλίνα», το «Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει», το «Γύρω-γύρω όλοι στη μέση ο Μανώλης» που παιζόταν από κορίτσια και αγόρια, όπως κι η «Τυφλόμυγα».
Επάνω: Ο Τάκης Γιαννόπουλος (αριστερά) και ο Γιώργος Αναστασιάδης, έτοιμοι για παιχνίδι στην οδό Παναθηναίων. Κάτω: Η Ευγενούλα Γιαννοπούλου με το τόπι της, στην οδό Βάκχου.
Θυμάμαι, ότι με την παιδική μου φίλη Αννούλα Παπαγεωργίου (που μου άρεσε πάντα να τις τραβάω τις κοτσίδες με τα κοκκαλάκια – πασχαλίτσες) παίζαμε και τους «μάγειρες». Στα χέρια μας μαρτύρησαν πολλά σαλιγκάρια του κήπου μας...
Επάνω: 1963. Με τις αδελφές μου Ρένα και Χαρούλα, την φίλη μας Αννούλα Παπαγεωργίου και τη νονά της Κική Κήπου, στην όμορφη αυλή μας. Κάτω: Κάνοντας ποδήλατο υπό το βλέμμα της φίλης μου Αννούλας Παπαγεωργίου.
Τα πολλά μαγαζιά λαϊκής διασκέδασης που υπήρχαν στο Ηράκλειο τότε, η ταβέρνα του Ρεκούμη δίπλα μας, ο απόηχος του «Ζέφυρου» που είχε φτάσει στ’ αυτιά μας, μιάς και είχε κλείσει 8 χρόνια περίπου πριν, αλλά και τα πολλά λαϊκά τραγούδια που ακούγαμε στις μελό ελληνικές ταινίες που βλέπαμε με τους γονείς μας στα σινεμά, μας είχαν δώσει έμπνευση και για ένα άλλο παιχνίδι. Παίζαμε τους «τραγουδιστές»! Δανειζόμαστε καφάσια από το μπακάλικο του κυρ-Κώστα του Θωμά, που ήταν ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας, τα φέρναμε στην αυλή κάτω από τη συκιά και τα βάζαμε στη σειρά, στρώναμε επάνω μια κουρελού, και το πάλκο μας ήταν έτοιμο! Βάζαμε επάνω τις ξύλινες καρέκλες με το κάθισμα από ψαθί, που φέρναμε από την κουζίνα, και παίρναμε θέσεις. Με τη σειρά, οι αδελφές μου κι εγώ, τραγουδούσαμε ό,τι είχαμε μάθει από δίσκους 45 στροφών ή από το σινεμά. Οι φίλοι μας καθόντουσαν κάτω οκλαδόν, και μας χειροκροτούσαν μετά από κάθε τραγούδι. Κάποιες φορές, και οι περαστικοί έξω από την αυλή, σταματούσαν, στεκόντουσαν στα κάγκελα, και μας έκαναν χάζι. Το ρεπερτόριό μας περιλάμβανε από το «Ένα αστέρι πέφτει-πέφτει», «Το πλοίο θα σαλπάρει για λιμάνια ξένα», «Μανούλα θα φύγω» μέχρι το τούρκικο «Τσάντιριμιν ούστουνε». Είχαμε πολύ «σουξέ», όπως λένε και οι καλλιτέχνες!
Επάνω: 1942. Η Τασούλα Γκόβα με τον αδελφό της Θοδωρή, μια φίλη τους (δεξιά) και τα παιχνίδια τους, στην οδό Ελευσινίων. Κάτω: 1950. Η Μαρίτσα Παπουτσόγλου με την κούκλα της εξ Αμερικής.
Η φύση γύρω, μας πρόσφερε επίσης εμπνεύσεις για πολλά παιχνίδια. Μαδώντας τις μαργαρίτες, ένα-ένα πέταλο λέγαμε το: «Μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά» ή το «Μαργαρίτα σε ρωτώ». Με τα μπουμπούκια από τις παπαρούνες παίζαμε το «Τούρκος ή Έλληνας». Κάναμε πρώτα την ερώτηση, παίρναμε μια τυχαία απάντηση, κι έπειτα αφαιρούσαμε τα δύο σέπαλα του κάλυκα-μπουμπουκιού μιας παπαρούνας, κι αν τα πέταλα μέσα ήταν κόκκινα, η σωστή απάντηση ήταν «Τούρκος»• αν ήταν άσπρα, ήταν «Έλληνας». Με τους σπόρους της βρώμης παίζαμε το «Ήλιος ή βροχή». Μαζεύαμε τους σπόρους στη χούφτα μας, και κάνοντας την ερώτηση, αφήναμε τους σπόρους απότομα, να δούμε αν θα σκορπίσουν ή όχι, σύμφωνα με την απάντηση που παίρναμε. Σχεδόν ίδιο ήταν το παιχνίδι μ’ ένα παρόμοιο χορτάρι, που κατέληγε ο μίσχος του σε χνουδωτή φούντα. Αφαιρούσαμε τη φούντα με τους σπόρους, την ξανατοποθετούσαμε στη θέση της προσεκτικά και ρωτούσαμε: «Να βγει η μάνα σου από τη φυλακή;» και τινάζαμε το χέρι, να δούμε αν σκορπούσαν οι σπόροι, οπότε η μάνα ήταν ελεύθερη, ή αν όχι, έμενε φυλακή.
Επάνω: Παιδική παρέα με παιχνίδια στην οδό Θεμιστοκλέους. Κάτω: Ο Τάκης Γιαννόπουλος με το ποδηλατάκι του στην οδό Παναθηναίων.
Με τους χνουδωτούς σπόρους ενός άλλου φυτού παίζαμε τον «Κλέφτη». Με τα μικρά ελικοειδή άνθη του φυτού «σκουλαρίκι», τα κορίτσια στόλιζαν τους λοβούς των αυτιών τους, και με πράσινες πευκοβελόνες έπλεκαν αλυσίδες και τις φορούσαν βραχιολάκια, ενώ με κυπαρισσόμηλα περασμένα σε σπάγκο έφτιαχναν κολιέδες που περνούσαν στο λαιμό τους. Κολλούσαν και με σάλιο κόκκινα πέταλα από γεράνια στα νύχια τους, ή φορούσαν πλαστικά με υποδοχή, που αγόραζαν από τα ψιλικατζίδικα, και στολισμένες έτσι έπαιζαν τις «Κυρίες», τις «Κουμπάρες», ή «Μαμά-παιδί». Με μια πευκοβελόνα παίζαμε, τσιμπώντας ο ένας τον άλλον στη ράχη της παλάμης μας, την «σαρανταβελονιά». Με παρόμοιο τρόπο, αλλά τσιμπώντας με τα δάκτυλα παίζαμε το «τσίμπι-τσίμπι τον αητό». Τα δύο τελευταία ήταν λίγο επώδυνα παιχνίδια!...
Επάνω: Η Βικούλα Τάση στην παλιά κουνιστή κότα του θείου της. Κάτω: Η Βικούλα στο αυτοκινητάκι του φίλου της Τάκη Παπαλαμπρόπουλου.
Κάνοντας εδώ λόγο για τα αυτοσχέδια παιχνίδια, δεν μπορώ να μη θυμηθώ και εκείνα που παίζαμε με τον πατέρα μας, όταν γυρνούσε το βράδυ από τη δουλειά και περνούσε λίγη ώρα μαζί μας. Χρησιμοποιώντας λεμόνια, μας έφτιαχνε γουρουνάκια! Το σώμα από λεμόνι, τα πόδια από σπιρτόξυλα και τα μάτια κι η ουρά ζωγραφισμένα με στυλό. Η πλακέ μύτη του γουρουνιού σχηματιζόταν, κόβοντας μ’ ένα μαχαιράκι το μπροστινό μυτερό μέρος του λεμονιού. Θυμάμαι και τις χάρτινες βαρκούλες, καθώς και τα πουλάκια που μας έφτιαχνε ο μπαμπάς, διπλώνοντας μια σελίδα από τετράδιο, ή ένα τετράγωνο κομμάτι από εφημερίδα, ή από τσιγαρόχαρτο, ή ό,τι άλλο άχρηστο χαρτί υπήρχε στο σπίτι... Επίσης, πολύ μας διασκέδαζαν οι μορφές που σχηματίζαμε στον τοίχο με τις σκιές των χεριών μας: σκύλους, γάτες, ελάφια, λαγουδάκια, γιαγιές με τσεμπέρια, πεταλούδες... Απλές σκιές, που με λίγη φαντασία τους δίναμε ζωή και ομιλία!... Παιχνίδια γεννημένα από το τίποτα, που μας έμειναν αξέχαστα!...
Και πώς να μη φέρω στη μνήμη μου, παιχνίδια που παίζαμε με τις αδελφές μου, με φίλους ή συμμαθητές στις σελίδες των τετραδίων όπως: «κρεμάλα», «τελίτσες», «τρίλιζα», και τόσα άλλα!... Ή που προσπαθούσαμε να λύσουμε σπαζοκεφαλιές και αινίγματα, και να πούμε γρήγορα «γλωσσοδέτες» όπως: «Άσπρη πέτρα ξέξασπρη...», «Φτου σκουλικομερμηγκότρυπα», «Ο τζίτζιρας, ο μίτζιρας, ο τζιτζιμιτζιχότζιρας...» και πολλούς ακόμα που μας μπέρδευαν τη γλώσσα και ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια!... Τα αυτοσχέδια παιχνίδια συμπλήρωναν για τα αγόρια η ξυλοκοπτική και για τα κορίτσια οι κούκλες.
Η μητέρα μου είχε ράψει από κουρελόπανα, ακολουθώντας ένα πατρόν από το περιοδικό «Εργόχειρο», την πάνινη κούκλα Raggedy Ann, για τις αδερφές μου, που είχαν διαβάσει την περιπετειώδη ιστορία της σε ένα πολύ ωραίο πολύχρωμο βιβλίο.
Επάνω: Οι αδελφές μου Χαρούλα (αριστερά), Ρένα (δεξιά) και η φίλη τους Χρυσούλα Τερίκογλου, με τις κούκλες τους. Ο Μανωλάκης με το κόκκινο μπαλόνι-πιγκουίνο, και ο Κωστάκης Ρεκούμης.
Από μικρή η μητέρα μου, συνήθιζε να ράβει και κουκλόπανα για τις κούκλες των κοριτσιών της γειτονιάς. Ακολουθώντας την ίδια δραστηριότητα κι εγώ, είχα φτιάξει αρκετές πάνινες κούκλες (την Τζέιν, τον Ταρζάν, βλαχοπούλες κ.ά.) για τις φίλες που είχα από τα γύρω σπίτια: στις αδελφές Ρηνέλα (Νούλη – Νέλη), Κατερίνα και Δήμητρα (Μιμή) Χάϊδη, εγγονές της κ. Κατίνας Γκόβα, στην Ελενίτσα Νικολοπούλου, καθώς και στις Αγγελική (Τζιτζί) και Εύη Ζωγράφου, κόρες της νονάς μου Ευγενίας, που τους έφτιαχνα επιπλέον και πάνινα ζωάκια, με πατρόν από το περιοδικό «Εργόχειρο».
Επάνω: Οι αγαπημένες παιδικές μου φίλες (από δεξιά) Ρηνέλα, Κατερίνα και Δήμητρα Χάιδη, με τα πασχαλινά, κινέζικα φαναράκια τους.Κάτω: Η αγαπημένη παιδική μου φίλη Ελενίτσα Νικολοπούλου, που έφυγε τόσο γρήγορα από τη ζωή!...
Κάτω: Η αδελφή μου Χαρούλα στην κούνια της αυλής μας.
Τη δεκαετία του ΄70 μπαινόβγαιναν πολλές κούκλες στο σπίτι μας. Από τη μία, η φίλη της μαμάς μου Τασία Χάϊδη έπαιρνε δουλειά στο σπίτι από το "Ιατρείο κουκλών" της μεγάλης τότε βιομηχανίας παιχνιδιών El Greco και επισκεύαζε χαλασμένες κούκλες, οπότε είχαμε κι εμείς την ευκαιρία να τη βοηθάμε κάποιες φορές.
Παράλληλα, η αδελφή μου η Χαρούλα, το καλοκαίρι που είχε ελευθερο χρόνο από το γυμνάσιο, εργαζόταν στην εταιρία ΚΟΡΑ που έβγαζε κάτι πολύ πρωτότυπες για την εποχή κούκλες και έκανε και εξαγωγή στο εξωτερικό. Την εταιρία αυτή την είχαν η Ελένη και ο Σταύρος Κούκουνας και έδρευε στην Κηφισιά, πίσω από τις βιομηχανίες Παπουτσάνη και Ποτοποιία ΜΕΤΑΧΑ.
Για τα αγόρια υπήρχαν τα πλαστικά στρατιωτάκια, και οι πλαστικές φιγούρες με καουμπόηδες και ινδιάνους, με ανθρώπους που έκαναν παραδοσιακά επαγγέλματα όπως του ψαρά και του αρκουδιάρη, με βυζαντινούς στρατιώτες, με ποδοσφαιριστές, με άγριους από τις φυλές της Αφρικής, με ήρωες του 1821 και τόσα άλλα σχέδια, φτιαγμένα με πολύ καλλιτεχνικό τρόπο.
Ακόμα και πλαστικές φάτνες ή σε χαρτοκοπτική, για τη Χριστουγεννιάτικη διακόσμηση είχαμε. Και μαζί με αυτά υπήρχαν και τα επιτραπέζια παιχνίδια: «Ο φωτεινός παντογνώσης», «Φιδάκι», «Γκρινιάρης», «Πάρτα όλα», «Μονόπολη», «Τόμπολα», «Σκάκι» κ.ά. Και όλα αυτά τα έπαιρναν οι μαμάδες μας δωρεάν, αγοράζοντας τα απορρυπαντικά «ΚLIN-ΚΛΙΝ», χλωρίνη «KLINEX», «Rol» και «ΕΥΡΗΚΑ».
Θυμάμαι, ότι «Πάρτα όλα» παίζαμε κυρίως την παραμονή της πρωτοχρονιάς. Την ίδια ώρα που οι μεγάλοι δοκίμαζαν την τύχη τους στα χαρτιά, εμείς τα παιδιά, καθόμαστε χάμω στα κιλίμια και τα γιούτινα χαλιά, και χρησιμοποιώντας την ειδική σβούρα για το παιχνίδι, και φασολάκια αντί για μάρκες, δοκιμάζαμε τη δική μας τύχη για τη νέα χρονιά!
Ένα παιχνίδι που άρεσε ιδιαίτερα στα παιδιά και είχε εισαχθεί από το εξωτερικό στις αρχές του '70, ήταν και τα πολύχρωμα τουβλάκια της Lego, με τα οποία δημιουργούσαμε ένα σωρό ωραίες κατασκευές, ακονίζοντας το μυαλό και τη φαντασία μας.
Τέλος, οι σοκολάτες και οι γκοφρέτες ΜΕΛΟ, καθώς και οι τσιχλόφουσκες της ίδιας εταιρείας, μας έδιναν την ευκαιρία μέσα από πολύχρωμες καρτούλες που βρίσκαμε μέσα στη συσκευασία, να κάνουμε πολύ ωραίες συλλογές που αφορούσαν ιστορικά θέματα, χώρες, λαούς και σημαίες διαφόρων κρατών ήρωες του 1821 αλλά και ήρωες του Ντίσνεϋ. Αυτές τις καρτούλες, που εμείς ως παιδιά τις αποκαλούσαμε: «χαρτάκια» ή «καρτάκια» τις κολλούσαμε σε άλμπουμ που παίρναμε από τα περίπτερα, και όταν τα συμπληρώναμε, μπορούσαμε να τα ανταλλάξουμε με μπάλες, μάσκες θαλάσσης και βατραχοπέδιλα, καθώς και κούκλες. Συνήθως, πάντα υπήρχε ένα «σπάνιο» χαρτάκι που με δυσκολία το πετυχαίναμε, και αν επιτέλους το βρίσκαμε, πανηγυρίζαμε σα να είχαμε βρει θησαυρό. Με τα διπλά κάναμε ανταλλαγές ή σκαρφιζόμαστε διάφορα παιχνίδια με αυτά.
Το 1971-72 προστέθηκαν στις παιδικές συλλογές και στα παιχνίδια μας, όλοι οι ήρωες του Ντίσνεϋ, του Αστερίξ, της Μάγιας Μέλισσας καθώς και τα Στρουμφάκια, που βρίσκαμε σε πλαστικές φιγούρες πολύ μικρού μεγέθους μέσα στα γαριδάκια, απ΄όπου βγήκε και η φράση που χαρακτηρίζει κάτι το ευτελές: «Στα γαριδάκια το βρήκες»; Όπως, λίγο παλαιότερα, κάτι παρόμοιο έλεγαν και για το «Κλιν»: «Μα στο Κλιν το βρήκες»; Κι όμως, για εμάς τα παιδιά ήταν η καλύτερη συντροφιά στα παιχνίδια μας! Παρόμοιες φιγούρες βρίσκαμε και στα πατατάκια Mr. Chips, όπως για παράδειγμα τους «ήρωες» της ταινίας κοινουμένων σχεδίων του Ντίσνεϋ «Ο Ρομπέν των δασών».
Η λαίδη Μάριαν από τον «Ρομπέν των δασών» του Ντίσνεϋ, που βρίσκεμε στα τραγανά πατατάκια Mr. Chips.
Παιχνίδια από τη θαυμάσια εικονογραφημένη, πεντάτομη «Νέα Εγκυκλοπαίδεια του παιδιού» της Αντιγόνης Μεταξά-Θείας Λένας, έκδοση του 1967.
Και βέβαια, πριν κλείσει το κεφάλαιο «παιχνίδια», να αναφερθούμε ακόμα σ' ένα. Ποιος δε θυμάται στις αρχές του ’70 (από το φθινόπωρο του ’71 συγκεκριμένα) το παιχνίδι «τάκα-τάκα» που ήρθε να ταράξει την ησυχία των μεγάλων και να προκαλέσει σε αγώνες επιδεξιότητας τους μικρούς. Ένα παιχνίδι απλό: δυο χρωματιστές, σκληρές μπάλες στο μέγεθος μπάλας του γκολφ, στερεωμένες στις άκρες ενός χοντρού κορδονιού που είχε περασμένο στο κέντρο του ένα μεταλλικό κρίκο. Περνούσαμε τον κρίκο στον παράμεσο ή στο μικρό δάχτυλο και κουνούσαμε σταθερά και με δύναμη το χέρι μας, με πλαγιαστή παλάμη, πάνω κάτω, οπότε οι μπαλίτσες μια χτυπούσαν μεταξύ τους ανεβαίνοντας πάνω από το χέρι και μια από κάτω, κάνοντας τον χαρακτηριστικό θόρυβο που χτυπούσε πολύ άσχημα στ’ αυτιά «τάκα-τάκα». Πολύ σύντομα όμως, προς χαρά των μεγάλων και λύπη των μικρών (βέβαια και νεαροί και μεγάλοι το έπαιζαν βρίσκοντάς το διασκεδαστικό) το παιχνίδι αυτό απαγορεύτηκε ως επικίνδυνο, γιατί είχαν προκληθεί και ατυχήματα, αλλά επίσης, γιατί διατάραζε την κοινή ησυχία!
- Παιδικά αναγνώσματα - Προσφορά του Rol, ήταν και τα θαυμάσια εικονογραφημένα βιβλία που κυκλοφορούσαν σε οκτώ τεύχη, με γενικό τίτλο «Ήμουν κι εγώ εκεί», τα οποία υπέγραφε η Γεωργία Ταρσούλη, και με την ανάγνωσή τους ταξιδεύαμε με το μυαλό στους αρχαίους πολιτισμούς. Την ανάγνωση συμπλήρωναν τα «Κλασσικά εικονογραφημένα» των εκδόσεων «Ατλαντίς», ο «Γκαούρ Ταρζάν» της Άγκυρας, τα «Μίκυ Μάους», ο «Τεν-Τεν» και «Η μικρή Λουλού» σχεδόν αποκλειστικά για τα κορίτσια.
Παραδόξως, εμένα αγαπημένος μου ήρωας του Ντίσνεϋ δεν ήταν ο Μίκυ Μάους και ο Ντόναλτ. Πρώτος στις προτιμήσεις μου, αν και ελάχιστα γνωστός, ήταν ο μικρός ινδιάνος «Ασπρο φτερό» ή αλλιώς «Hiawatha». Και αυτό γιατί, στο παιδικό μας δωμάτιο είχαμε ένα γυάλινο φωτιστικό που τον είχε πάνω ζωγραφισμένο σε τρεις διαφορετικές πόζες, να κυνηγάει με το τόξο του ένα ποντικάκι.
Και ενώ εμείς τα πιτσιρίκια διαβάζαμε αυτά, οι μαμάδες μας στα διαλείμματα από τις δουλειές τους σπιτιού που δεν τέλειωναν ποτέ (γιατί εκτός από την καθημερινή λάτρα του σπιτιού και το μαγείρεμα, είχαν και τις εποχιακές ασχολίες όπως να φτιάχνουν τραχανά, χυλοπίτες, τουρσιά, γλυκά του κουταλιού, λικέρ, κουλουράκια, τσουρέκια κ.λπ., ή να μας πλέκουν με τις βελόνες, πουλόβερ με ζακάρ, ζακέτες και κασκόλ, ή σεμέν και δαντέλες με το βελονάκι), διάβαζαν σε τεύχη που κυκλοφορούσαν σε συνέχειες, προσφορά του «Tide», το «Πικρή, μικρή μου αγάπη», και το περιοδικό ποικίλης ύλης «ΡΟΜΑΝΤΣΟ».
Το "ΡΟΜΑΝΤΣΟ" ήταν ένα πολύ ωραίο λαϊκό περιοδικό, το οποίο ξεκλέβαμε από τις μαμάδες μας, και διαβάζαμε το δίστηλο με τους βίους των Αγίων του Γ. Β. Ιωαννίδη (Γιάννη Βηλαρά), καθώς και το δισέλιδο με τα παραδοσιακά παραμύθια που υπέγραφε ο Τίτος Αινείας. Πίσω από το ψευδώνυμο αυτό «κρυβόταν» ο καταγόμενος από την Σαϊδώνα της Μάνης και κάτοικος Νέου Ηρακλείου από το 1942, λογοτέχνης και λαογράφος Σταύρος Κοκκινέας. Ο Τίτος Αινείας έγραφε και τις βιογραφίες Αγίων και Ηρώων του 1821 στις έγχρωμες κάρτες που κυκλοφορούσαν ως δώρο μέσα στις συσκευασίες των παιδικών τροφών ΓΙΩΤΗΣ.
Ο Τίτος Αινίας κατοικούσε με την οικογένειά του στην οδό Δελφών 12, όμως, πολύ συχνά το έβρισκε κανείς και στην πολύ ωραία διώροφη μονοκατοικία του Καραναστάση, όπου στο ισόγειό της έμενε ο αδερφός του Αριστείδης Κοκκινέας, και βρισκόταν στη συμβολή των οδών Σωκράτους και Παρνασσού. Διάδοχος στο σπουδαίο έργο του, υπήρξε ο γιος του Τίτος Κοκκινέας, ο οποίος με το ψευδώνυμο «Δήμος Ζευγολάτης», αρθρογραφούσε τόσο στο «Ρομάντσο», όσο και στα παιδικά περιοδικά «Ζωή του παιδιού», «Ερυθρός Σταυρός», «Προς τη Νίκη» κ.ά.
Επάνω σκίτσο-πορτρέτο του Τίτου Αινεία και κάτω σύντομο βιογραφικό του.
Επάνω: Ο Τίτος Κοκκινέας. Κάτω: Αναμνηστική φωτογραφία με τον σπουδαίο παραμυθά και διηγηματογράφο Τίτο Κοκκινέα (Δήμο Ζευγολάτη).
Άλλα περιοδικά των μαμάδων μας, που δανειζόμαστε κι εμείς για τα παιδικά αναγνώσματα, ήταν η «Γυναίκα» και ο «Θησαυρός». Σ’ αυτό το τελευταίο, θυμάμαι τις υπέροχες γελοιογραφίες του Μιχάλη Γάλλια με τη «Χοντρή και τον Ζαχαρία». Ένα σκίτσο με Χοντρή, την ίδια περίοδο, δημοσίευε και η «Γυναίκα». Αλλά η επιτυχία και η φήμη της Χοντρής του «Θησαυρού», που την έλεγαν Αντζουλίνα, ήταν ασυναγώνιστες! Τα σκίτσα της περίφημης Χοντρής ήταν βασισμένα σε μια ιδέα του εκδότη του «Θησαυρού» Γιάννη Παπαγεωργίου, που την είχε εμπνευστεί βλέποντας αντίστοιχα σκίτσα σε τουρκικό περιοδικό.Έτσι τουλάχιστον λέγεται. Και στο «Θησαυρό» έκανε την εμφάνισή της κοντά στα χρόνια της Κατοχής. Όμως, και στον αιγυπτιακό τύπο, την ίδια περίπου εποχή δημοσιευόντουσαν σκίτσα με μια Χοντρή ίδια και απαράλλακτη με του «Θησαυρού», η οποία είχε το παραπλανητικό όνομα: «Η κυρία Λεπτή» («Rafia-Rafya Hanim») και αποτελούσε έμπνευση του αποκαλούμενου «πατέρα της αιγυπτιακής γελοιογραφίας» Muhamad Abdelmuneim Rakha, ο οποίος πέρασε στην ιστορία μόνο με το όνομα Rakha. Κάποιες φορές οι αιγυπτιακές και οι αντίστοιχες ελληνικές αυτές γελοιογραφίες είχαν το ίδιο θέμα, σα να αντέγραφε ο ένας σκιτσογράφος τον άλλον. Ο Rakha εμπνεύστηκε τη φιγούρα της Χοντρής από την καρατερίστα, κωμική ηθοποιό του αιγυπτιακού κινηματογράφου Leila Hamdi (1929-1973) η οποία λάνσαρε με μεγάλη επιτυχία αυτό το τύπο χοντρής γυναίκας στην αιγυπτιακή οθόνη. Όσο για το Ζαχαρία, στην Αίγυπτο τον αποκαλούσαν Ελ Σάμπα Εφέντι, δηλ. κ.Σάββα. Έτσι, στην Ελλάδα είχαμε τη «Χοντρή και το Ζαχαρία», στην Αίγυπτο είχαν την «Κυρία Λεπτή (ή κυρία Λιγνή, αν προτιμάτε) και τον κύριο Σάββα» (Rafyat Hanim wa el Saba Efendi).
Η ομοιότητα της Χοντρής του «Θησαυρού» με τη Leila Hamdi είναι εκπληκτική. Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας η Leila Hamdi ως Rafia Hanim παίζει στα δάχτυλα το μικροσκοπικό El Saba Efendi.
Επάνω η Χοντρή του Γάλλια και κάτω η Χοντρή του Rakha, σε ένα σκίτσο με παρόμοιο θέμα.
Η τεράστια επιτυχία της γελοιογραφίας της Χοντρής του «Θησαυρού», ενέπνευσε το 1962 το σκηνοθέτη Ηλία Μαχαίρα, και γύρισε μια ταινία που είχε τίτλο «Η Χοντρή και ο Ζαχαρίας», στην οποία πρωταγωνιστούσε (στη μία και μοναδική ταινία που έπαιξε) η άγνωστη ηθοποιός (αλλά σίγουρα πολύ χοντρή) Κατερίνα Δεληγιαννίδου.
Όπως και να έχει το πράγμα, η αντιγραφή της Χοντρής του «Θησαυρού» υπήρξε για εμένα, μια από τις πρώτες ζωγραφικές μου προσπάθειες. Και όλα ξεκίνησαν όταν ξαπλωμένος με οστρακιά στο κρεβάτι και σε πλήρη απομόνωση μην κολλήσω τις αδερφές μου, περνούσα την ώρα μου ζωγραφίζοντας τη Χοντρή σε ένα μπλοκ ιχνογραφίας που μου είχε κάνει δώρο η νονά μου, με την παραγγελία: «Να μου το γεμίσεις Χοντρές και να μου το δώσεις»! Μέχρι τότε είχα μάθει να ψευτοζωγραφίζω, με τον τρόπο που με είχε μάθει η μαμά μου: «Παίρνουμε ένα κουλουράκι και φτιάχνουμε το κεφαλάκι, παίρνουμε και δυο ελίτσες και τις βάζουμε για ματάκια, παίρνουμε μια σαρδελίτσα και την κάνουμε για στόμα. Έπειτα, παίρνουμε ένα κουτάκι και το βάζουμε για σώμα και τέσσερα σπιρτόξυλα για χέρια και για πόδια, και έτοιμο το ανθρωπάκι»!
Η χοντρή, εκτός από υπερβολικά χοντρή, με τεράστιο στήθος, χωρίς κοιλιά και περιφέρεια, αλλά με χοντρές γάμπες που κατέληγαν σε λεπτούς αστραγάλους, και μικροσκοπικά ποδαράκια, στηρίζοντας αξιοθαύμαστα αυτό το τεράστιο σώμα με τα πάντοτε εφαρμοστά κατακκόκινα ρούχα, ήταν και γιγάντια! Όλοι οι άλλοι γύρω της, της έφταναν στη γάμπα. Kαι τον άντρα της το Ζαχαρία τον κρεμούσε και σα μενταγιόν στον ταιράστιο λαιμό της! Η ογκώδης σιλουέτα της γυναίκας αυτού του σκίτσου έμεινε παροιμιώδης, τόσο ώστε όποιος έβλεπε μια νταρντανογυναίκα να λέει: «Αυτή είναι σαν την Χοντρή του Θησαυρού»!
Θυμάμαι και τον μπαμπά μου, που μου αγόραζε από το περίπτερο της Πλατείας Αναπήρων στην Καλογρέζα, ή από τον Χατζημπαλή στην κάτω μεριά του Ηλεκτρικού, περιοδικά με τις περιπέτειες του Νασρεντίν Χότζα, διαλεχτά παραμύθια από τις εκδόσεις «Δαρεμά» και «Αστήρ-Παπαδημητρίου», καθώς και ιστορίες του Καραγκιόζη από τις εκδόσεις «Άγκυρα».
Τα πουλούσαν και στα δύο περίπτερα, μέσα σε μεγάλες χαρτόκουτες «Νουνού», όπου μπορούσε να τα ανταλλάξει κάποιος με μικρότερο κόστος, και να πάρει άλλα. Το βράδυ, πριν κοιμηθώ, ο μπαμπάς συνήθιζε να μου διαβάζει μια ιστορία από αυτά τα βιβλιαράκια, και θυμάμαι ότι μπορούσε να μιμηθεί τέλεια, όλες τις φωνές των ηρώων από το Θέατρο Σκιών!
Τα αναγνώσματα συμπλήρωναν δεκαεξασέλιδα βιβλιαράκια με τους βίους των Αγίων που έφερνε η γιαγιά Χαρίκλεια, από τις εκδόσεις Φέξη, Σαλίβερου, Καγιάφα και Άγκυρα. Αυτά τα τελευταία είχαν και ωραιότατη εικονογράφηση από τον Μιχάλη Βενετούλια.
Επάνω: Η δεκαετία του ΄60 (=Βάκης και Τζώννης Κασβίκης) πάνε βόλτα με το καρότσι τη δεκαετία του ΄70 (=Βίκυ Τάσση) στην οδό Σαλαμίνος. Κάτω: Ο Γιωργάκης Βλάχος και η Βικούλα Τάσση, από μικροί στα "βάσανα"!
Κι ενώ εμείς τα μικρά παίζαμε με όλα αυτά και κάποιοι μεγαλύτεροι κάνανε και αθλητισμό, υπήρχαν και οι παρές των νεαρών, έφηβων αλλά και λέγο μεγαλύτερων, αγοριών, που ή έκαναν βόλτες με τα ποδήλατά τους να δουν και κανένα κορίτσι στο δρόμο και να το πειράξουν, ή σχημάτιζαν μεγάλες παρές, και άλλος παίζοντας κιθάρα κι άλλος ακορντεόν, διασκέδαζαν και έδειχναν και τις ικανότητές τους στη μουσική και το τραγούδι!
Επάνω: Ο Δημήτρης Χάφτης και ο Αρίστος Γαμβρούλιας, βιάζονταν να μεγαλώσουν στην οδό Δεκελείας.Κάτω: Ο νεαρός Νίκος Γαμβρούλιας με το ποδήλατό του.
Επάνω: Νεαροί Ηρακλειώτες (δεύτερος από αριστερά ο Βασίλης Σταυριανός) με τα ποδήλατά τους. Κάτω: Νεαροί Ηρακλειώτες από την Οδό Παναθηναίων διασκεδάζουν μετά μουσικής.
- Άλλες διασκεδάσεις - Φυσικά, δεν έλειπε από την γειτονιά και ο «μπερντές». Τα μεγαλύτερα αγόρια χρησιμοποιώντας πλαστικές φιγούρες του Θεάτρου Σκιών που πουλούσαν τα περίπτερα, ή κάνοντας ξυκοκοπτική σε κόντρα πλακέ ή χαρτοκοπτική, τις φιγούρες του Θεάτρου Σκιών, που έβρισκαν στα περίπτερα μαζί με τα περιοδικά του Καραγκιόζη των εκδόσεων: Άγκυρα, Δαρεμά και Σαλίβερος, το βράδυ, πίσω από ένα σεντόνι φωτισμένο με κεριά, μας έπαιζαν παραστάσεις στις αυλές των σπιτιών, όπως της οικογένειας Λαδερού στην οδό Βάκχου, που έμειναν αξέχαστες.
Όμως, κάποιες φορές, ακόμη και το Θέατρο Σκιών μπορούσε να αποδειχτεί επικίνδυνο παιχνίδι. Όπως τότε, που μια παρέα πιτσιρικάδων έπαιζαν Καραγκιόζη στην αυλή του σπιτιού της οικογένειας Χήναρη, στην οδό Θεμιστοκλέους. Καθώς τα παιδιά κινούσαν τις φιγούρες, έπεσε το κερί που φώτιζε την σκηνή επάνω στο απλωμένο σεντόνι που έπαιζε «ρόλο» μπερντέ, το σεντόνι άρπαξε αμέσως φωτιά, η φωτιά εξαπλώθηκε σε κάτι ξερόχορτα της αυλής, και στη στιγμή λαμπάδιασε ο τόπος. Τα παιδιά έτρεχαν τσιρίζοντας πανικόβλητα, οι γονείς με τα λάστιχα έσπευσαν να σβήσουν τη φωτιά, και το ξυλοφόρτωμα που έριξαν στους «υπεύθυνους» της κωμικής παράστασης, που παρά λίγο να εξελιχθεί σε δράμα, τους απέτρεψε να ξανασχοληθούν στο μέλλον με το Θέατρο Σκιών! (μαρτυρία Γιώτα Κοσσιώρη).
Άλλη μια βραδινή απόλαυση των ματιών, όταν μαζευόμαστε κατάκοποι στο σπίτι από το ολοήμερο παιχνίδι, τότε που ακόμα τηλεόραση δεν υπήρχε, ήταν να βλέπουμε ταινίες στο στερεοσκόπιο Βιού-Μάστερ (View Master).
Βάζαμε τα στρογγυλά δισκάκια στην ειδική συσκευή, και κοιτώντας από τις δύο μικρές οπές της που κολλούσαμε στα μάτια μας, έχοντας κόντρα μας το φως, απολαμβάναμε, σε τρισδιάστατες εικόνες, ιστορίες από την Καινή Διαθήκη, ή γνωστά παραμύθια όπως «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» και η «Κοκκινοσκουφίτσα». Ακόμα, βλέπαμε τοπία της ζούγκλας, ή τους καταρράχτες του Νιαγάρα, μέχρι και τους γάμους της Γκρέυς Κέλλυ με τον πρίγκιπα Ρενιέ! Και θυμάμαι τα επιφωνήματα θαυμασμού «Ααα!!!» και «Ωωω!!!» έδιναν και έπαιρναν, καθώς οι εικόνες φαινόντουσαν τόσο ζωντανές, που νόμιζες ότι μπορούσες να μπεις μέσα τους και να ταξιδέψεις!....
Μεγάλη μέρα για εμάς τα παιδιά, με μπόλικο παιχνίδι και γέλια πολλά, ήταν και οι απόκριες. Θυμάμαι, την πρώτη μου αποκριάτικη μάσκα, τη φάτσα μιας μαϊμούς, μου την αγόρασε ο νονός μου ο Σωκράτης Γιαννόπουλος από το ψιλικατζίδικο του κυρ-Στέλιου Στυλιανίδη, που ήταν τότε στην οδό Σαλαμίνος. Την «εγκαινίασα» τις επόμενες ώρες. Η γειτόνισσά μας η κ. Κική Κήπου, που της άρεσαν πολύ τα καλαμπούρια, ντύθηκε γύφτος, πήρε κι ένα ταψί για ντέφι, πήρε κι εμένα μαζί της, τεσσάρων χρονών παιδάκι, να κάνω τη μαϊμού, και πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι. Εκείνη χτυπούσε το «ντέφι», εγώ έκανα τούμπες, και οι γείτονες ξεκαρδίζονταν στα γέλια από το πετυχημένο μασκάρεμα!
Επάνω: Ο πιερότος με την Κοκκινοσκουφίτσα, γονείς, παππού, γιαγιά και θείους, καθισμένοι όλοι επάνω στο παλιό πολεμικό καταφύγιο που υπήρχε ακόμα τότε, το 1969, στη Σαλαμίνος 10. Κάτω: Ο Ανδρέας Αναστασιάδης (αριστερά) Τζέιμς Μποντ μ΄ένα φίλο του ντυμένο πιερότο, στο προαύλιο του 3ου Δημοτικού Σχολείου, στην οδό Ζεφύρου.
Από την ίδια εκείνη αποκριάτικη μέρα, θυμάμαι ότι κατά το βραδάκι, μαζεύτηκαν πολλά μασκαρεμένα παιδιά στο σπίτι μας. Η μεγάλη αδελφή μου, η Ρένα, είχε την πιο πετυχημένη αμφίεση, που την είχε εμπνευστεί από μια ταινία του Σταύρου Παράβα που, ντυμένος μισός άντρας – μισός γυναίκα, υποδυόταν την χαρτορίχτρα τη Μπουμπού. Και βγήκαμε όλοι μαζί στους δρόμους, πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι, διασκεδάζοντας με τους χορούς και τα τραγούδια μας τους γείτονες!
Επάνω: Η Κατίνα Γκόβα ντυμένη Χαλιμά. Κάτω: Ο Σίμος Παπουτσόγλου (αριστερά) με ένα συγγενή του, φορώντας τούρκικα φέσια, στην πλατεία του Ηρακλείου αρχές του ΄50.
Επάνω: Οι αδελφούλες Κατερίνα (δεξιά) και Γιουσέφα Καραδήμα ντυμένες αποκριάτικα. Κάτω: Ο αγιογράφος Βασίλης Μπρούσαλης ντυμένος Αρβανίτης.
Επάνω: Η Ευγενούλα και ο Τάκης Γιαννόπουλος τις απόκριες του 1940. Κάτω: Η Κλειώ και ο Γιάννης Κλωστερίδης τις απόκριες του 1965.
Όμως, εκείνο για το οποίο ανυπομονούσαμε περισσότερο τις απόκριες, ήταν το πέταμα του χαρταετού. Πολλοί μερακλήδες, έφτιαχναν μόνοι τους τεράστιους χαρταετούς, με πολύχρωμα χαρτιά «γλασέ», και μακριές ουρές από λουρίδες εφημερίδων, όπως ο ξάδερφός μου Γιάννης Κλωστερίδης. Το πιο μεγάλο «πανηγύρι» στο πέταγμα χαρταετού, γινόταν στους λόφους του Μπαρουτάδικου στην Καναπίτσα, όπου μαζεύονταν αγόρια από πολλές γειτονιές, και ο ουρανός σκοτείνιαζε από το πλήθος των χαρταετών. Κάποιοι όμως έκαναν ζαβολιές, και έκοβαν ο ένας την ουρά του χαρταετού του άλλου, καθώς στερέωναν ξυραφάκια πάνω στα σχοινιά. Άλλοι πάλι μάλωναν, ποιανού ο χαρταετός πετούσε ψηλότερα. «Κάνε κεφάλι! Βάστα καλούμπα! Αμόλα καλούμπα!» ήταν τα συνθήματα.
Κάτω: Ο Κώστας Κοντίτσης από τη Νέα Ιωνία έφτιαχνε με μεγάλο μεράκι και φαντασία, πολύ εντυπωσιακούς χαρταετούς!
Καθώς έμπαινε το Μάρτιο η άνοιξη, και οι ώρες του παιχνιδιού κάτω από τον ήλιο γινόντουσαν περισσότερες, οι γιαγιάδες έφτιαχναν από άσπρη και κόκκινη κλωστή ή σπάγκο βραχιολάκια, και μας τα περνούσαν στα χέρια «για να μη μας πιάσει ο ήλιος», καθώς έλεγαν. Τον επόμενο μήνα, τα βγάζαμε και τα πετούσαμε στη φωτιά που σουβλίζαμε το πασχαλινό αρνί.
Εκτός από τα παιχνίδια, στις αυλές πολλών σπιτιών, όπως της Ζακυνθινιάς κυρά-Παναγιώτας Αναστασιάδη (στην οδό Παναθηναίων) και της Παριανής κυρά-Κατίνας Γκόβα (στην οδό Δεκελείας 12), κάθε Ιούνιο αναβίωνε και το πανάρχαιο έθιμο του Κλήδονα.
Ξεκινούσε από την παραμονή του Γενεσίου του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, στις 23 Ιουνίου. Μέσα σε μια κανάτα που τη γέμιζαν αμίλητες με νερό απ’ το πηγάδι (από εκεί βγήκε και η φράση: «Το αμίλητο νερό ήπιες και δεν μιλάς;»), έριχναν οι κοπέλες μέσα διάφορα κοσμήματα, σκουλαρίκια, δαχτυλίδια κ.λπ. και κάλυπταν την κανάτα μ’ ένα κόκκινο μαντήλι. Το έδεναν τριγύρω στο στόμιο κι έλεγαν: «Κλειδώνουμε τον Κλήδονα μ’ ένα μικρό κλειδάκι...». Έπειτα ανέβαζαν την κανάτα στην ταράτσα, κι όλη τη νύχτα την άφηναν εκεί, κάτω από τ’ άστρα.
Ανήμερα του Άη-Γιαννιού, το απόγευμα, η μεγαλύτερη της παρέας καθόταν σ’ ένα σκαλάκι της αυλής, ή σ΄ένα σκαμνάκι, και την περιτριγύριζαν τα κορίτσια αλλά και άλλοι, όπως μανάδες και παιδιά. Η ηλικιωμένη γυναίκα άνοιγε τελετουργικά το δέσιμο της κανάτας, κι έβαζε μέσα το χέρι της, βγάζοντας απ’ το νερό ένα-ένα τα αντικείμενα που είχαν ρίξει οι κοπέλες αποβραδίς. Τα κορίτσια καρδιοχτυπούσαν, και οι ηλικιωμένες έλεγαν κάποια δίστιχα που αφορούσαν το μέλλον της κάθε μιάς. Έπειτα, οι κοπέλες πήγαιναν στο πηγάδι που είχαν σκεπάσει το φιλιατρό του μ’ ένα μεγάλο κόκκινο μαντήλι, έβαζαν το κεφάλι τους από κάτω, και προσπαθούσαν να δουν στις αντανακλάσεις του νερού του πηγαδιού, εκείνον που θα παντρεύονταν. Σε εμάς τα παιδιά όλη αυτή η σοβαροφάνεια και η μυστηριακή τελετουργία που κάλυπτε τα τεκταινόμενα, μας φαινόταν πολύ κωμική και πνίγαμε τα χαμόγελά μας με τις παλάμες μας.
Κάτω: Η Παναγιώτα Αναστασιάδου με τον εγγονό της Ανδρέα, στην οδό Παναθηναίων.
Αυτές τις μέρες του Κλήδονα, θυμάμαι και το κάψιμο των ξεραμένων πια στεφανιών της πρωτομαγιάς. Τα φτιάχναμε κυρίως με μαργαρίτες που αφθονούσαν στα χωράφια, τα κρεμούσαμε στην εξώπορτα και του Άι Γιάννη του Κλήδωνα τους βάζαμε φωτιά και τα καίγαμε στις αυλές και τις αλάνες, πηδώντας τρεις φορές επάνω από τις φλόγες και κάνοντας ευχές!...
Όταν είχε καλό καιρό, τότε που ακόμα δεν πήγαινα σχολείο, αλλά και τα καλοκαίρια, τίποτα δεν μας κρατούσε μέσ’ στο σπίτι παρά μόνο η βροχή. Θυμάμαι, χάζευα μέσα από τα τζάμια του παραθύρου, που καθώς πάγωναν θάμπωναν από την ανάσα μου, το νερό να πέφτει αρχικά σαν ψιχάλα... Τότε νότιζε το χώμα και μύριζε βροχή!... Όταν δυνάμωνε, οι λακκούβες του κήπου γέμιζαν νερό, που έκανε φουσκάλες στην επιφάνεια από τις ριπές της βροχής. Μόλις άστραφτε ή έπεφτε κεραυνός, σταυροκοπιόμαστε. Όταν έριχνε απανωτά αστροπελέκια, η μαμά άναβε την λαμπάδα της Λαμπρής που είχε φυλαγμένη στο εικονοστάσι, και προσευχόταν να σταματήσουν. Κι όταν μπουμπούνιζε, η γιαγιά μας καθησύχαζε με την δικαιολογία: «Μη φοβάστε, ο Θεός μετακομίζει τα μπαούλα του!...». Με το που σταματούσε η βροχή, πεταγόμαστε τρέχοντας στη βεράντα, να χαζέψουμε το ουράνιο τόξο που ζωγραφιζόταν πολύχρωμο στον ουρανό. Ο κήπος γέμιζε σκουληκαντέρες και σαλιγκάρια, και η μαμά φώναζε μην πατάμε στο χώμα, για να μη φέρουμε λάσπες στο σπίτι!...Διασκέδαση για εμάς τα παιδιά, ήταν και το μάζεμα της μπουγάδας. Θυμάμαι που μας έβαζε η μαμά να ξεχωρίζουμε τις κάλτσες σε ζευγάρια και να τις βάζουμε τη μια μέσα στην άλλη. Επίσης μας έλεγε να ελέγχουμε ποιες είχαν κάποια τρύπα, κι αυτές τις βάζαμε στην άκρη για μπάλωμα. Και η μαμά τις περνούσε μία-μία μέσα σ΄ένα ξύλινο αυγό, και με κλωστή ίδιου χρώματος ξανάκανε την κάλτσα 'καινούργια'!
Επάνω: Τρεχάλα με τη σαΐτα και πόζα για φωτογραφία, στο χωματόδρομο της σημερινής οδού Θεμιστοκλέους. Κάτω: Ο Θοδωράκης Γκόβας με το ποτιστηράκι του.
- Ζώντας την καθημερινότητα- Φυσικά, εκτός από τα παιχνίδια, από το 1964 και μετά, που έχω μνήμες, θυμάμαι αρκετά ευχάριστα γεγονότα και κάποια δυσάρεστα!... Θυμάμαι τα καλοκαιρινά θαλάσσια μπάνια, με τα πούλμαν που είχαν κάποιοι Ηρακλειώτες με εκδρομικά γραφεία, όπως: ο Ανδρέας Νικολόπουλος, ο Βαφειαδάκης, ο Μίχος κ.ά. Την άνοιξη και το φθινόπωρο διοργάνωναν και ημερήσιες εκδρομές στην Αράχοβα, στους Δελφούς, στις Μυκήνες, στο Ναύπλιο, στον Άγιο Ιωάννη το Ρώσο στην Εύβοια, στο Χριστό στα Σπάτα, στην Παναγία Φανερωμένη της Σαλαμίνας, και αλλού. Όμως, στην αρχή, οι εκδρομές αυτές ήταν για 'μένα πρόβλημα! Σα να μην έφτανε που βασάνιζα στο σπίτι την καημένη τη μαμά μου, για να με καταφέρει να βάλω μια μπουκιά φαΐ στο στόμα μου, τη βασάνιζα κι όταν το «έβγαζα», παθαίνοντας ναυτία μέσα στα εκδρομικά πούλμαν! Ίδρωνα, πάγωνα, έχανα το χρώμα μου και ίσα που προλάβαινε η μαμά μου να ζητήσει μια σακούλα από τον οδηγό. Αν και συνήθως φρόντιζε να έχει μαζί της. Η ναυτία ήταν και η αιτία που απέφευγε να με παίρνει μαζί της στις εκδρομές, γιατί της χαλούσα όλη τη διάθεση. Μέχρι που η σωτήρια Dramamine ήρθε να λύσει μια για πάντα το πρόβλημά μου, κάνοντάς με να απολαμβάνω χωρίς ενοχές και ανακατωσούρες τις εκδρομούλες μου!
Θυμάμαι, ότι αυτές οι βόλτες με τα εκδρομικά πούλμαν, εκτός που γινόντουσαν σε οικογενειακή ατμόσφαιρα, υπήρξαν και μια αιτία να συνδεθούν φιλικά άνθρωποι από διαφορετικές, και απόμακρες μεταξύ τους γειτονιές του Ηρακλείου. Είχε αναπτυχθεί τόση οικειότητα και άνεση, ανάμεσα στους εκδρομείς και στον διοργανωτή, ώστε αν δεν τους άρεσε ένα μέρος που πηγαίναμε σύμφωνα με το πρόγραμμα, του λέγανε: «Εδώ δεν μας αρέσει, πάμε αλλού!» Κι εκείνος δεν χαλούσε ποτέ χατίρι και δεν στενοχωρούσε κανέναν. Εφ’ όσον βέβαια υπήρχε σύμπνοια απόψεων. Στην επιστροφή, που γινόταν συνήθως σούρουπο, κάποιοι έπαιρναν το μικρόφωνο κι έλεγαν χαριτωμένα ή πιπεράτα ανέκδοτα, κι άλλοι, που ήταν καλλίφωνοι, τραγουδούσαν από δημοτικά όπως την «Αγκινάρα με τ’ αγκάθια», την «Ιτιά», το «Ένας αητός καθότανε», μέχρι τραγούδια από οπερέτες όπως: «Το γελεκάκι που φορείς» και την «Όμορφη Λεϊλά». Ο κ. Ανδρέας Νικολόπουλος καθώς επίσης ο πατέρας μου, η μεγάλη μου αδελφή η Ρένα, η θεία μου Πανώρια Τζιβάκου κ.ά. πρωτοστατούσαν σε αυτά.
Στα αυτιά μου ακόμα ηχεί, και το στιχάκι που λέγαμε ρυθμικά και δυνατά στον οδηγό, όταν στην επιστροφή μας βάραινε η κούραση, και είχε κίνηση στο δρόμο: Βάλε φόρα οδηγέ/ για να τους περάσουμε/ και θα σε κεράσουμε/ ένα λουκουμάκι! Θυμάμαι, το κολατσιό μας στις εκδρομές αυτές ήταν τα τηγανιτά κεφτεδάκια, οι ντομάτες, και τα φρούτα εποχής. Απαραίτητο συμπλήρωμα ήταν τα ντολμαδάκια γιαλαντζή σε κονσέρβα, και το ζαμπονάκι ZWAN.
Βέβαια, πρέπει να ομολογήσω δημοσίως, ότι δεν ήμουν καθόλου εύκολο παιδάκι στο φαγητό! Μόνο με απειλές του τύπου: «Φάε γιατί θα σε πάρει ο Μπόγιας!» ή «Φάε γιατί θα σε φάει ο Μπαμπούλας (ή η Αγλαΐα)!», άνοιγα το στόμα μου, κι αυτό με δυσκολία!
Ο μεγαλύτερος άθλος της μαμάς μου ήταν να με ταΐσει! Πόσο βασάνισα τη μητέρα μου στο θέμα αυτό! Παρ’ όλα αυτά, ήμουν στρουμπουλός και κανείς δεν την πίστευε ότι δεν έτρωγα το φαγητό μου. Ούτε οι γιατροί του Υγειονομικού Κέντρου Αμαρουσίου, που με είχε πάει για να μου κάνουν δυναμωτικές ενέσεις!... Το μόνο φαγητό που έτρωγα με όρεξη, ήταν μπισκότα «Μιράντα» Παπαδοπούλου, με γάλα. Την λέξη «αυγό», δεν ήθελα ούτε να την ακούω! Είτε ωμό, είτε βραστό, είτε χτυπημένο «ντεκότο» με μπόλικη ζάχαρη και κακάο, το αυγό το σιχαινόμουν! Μια μέρα προτίμησα να φύγω από το σπίτι και να πάω στα τσαντίρια των γύφτων που ήταν στην Καναπίτσα, παρά να με πιέζουν να τρώω! Η μαμά με τις φωνές της με γύρισε πίσω, ενώ εγώ ήδη ανέβαινα την ανηφόρα της οδού Βάκχου. Ίσως σήμερα, να πουλούσα πατάτες στις λαϊκές! Από την Δ' Τάξη του Δημοτικού έγινα «καλό παιδί» και άρχισα να τρώω σχεδόν τα πάντα.
Τρελαινόμουν, στα διαλείμματα από τα παιχνίδια μας στις αλάνες και τους κήπους, να φάω το κολατσιό μου που ήταν (όπως και για πολλά παιδιά της εποχής εκείνης) μια φέτα ψωμί αλειμμένο λάδι ή βούτυρο και πασπαλισμένο ζάχαρη!... Όποτε το επέτρεπαν οι οικονομικές δυνατότητες των γονιών, η επάλειψη της φέτας γινόταν με ζαχαρούχο γάλα «Βλάχας» ή με «Μερέντα», ή συνοδευόταν από τρίγωνα τυράκια Μόντε Μπιάνκο.
Την ίδια εποχή, το κολατσιό των περισσότερων εργατών του μεροκάματου, όπως π.χ. των οικοδόμων (καθώς τους θυμάμαι, επειδή τότε είχαμε αρχίσει μια οικοδομή στο σπίτι μας), ήταν: ψωμί, ελιές και στουμπιστό κρεμμύδι!... Κάποιες φορές και μια καπνιστή ρέγκα, ψημένη με τον «κλασικό» τρόπο, πάνω σε αναμμένη εφημερίδα!... Κι όμως, μέσα σ’ αυτά τα λίγα και φτωχά, υπήρχε πολύ χαμόγελο, καλή διάθεση και αισιοδοξία!
Θυμάμαι και την αγάπη και αλληλοβοήθεια, που είχαν τότε μεταξύ τους οι άνθρωποι. Οι πόρτες των σπιτιών ήταν ανοιχτές και υπήρχαν περαστικοί, που είχαν ανάγκες και πεινούσαν. Χτυπούσαν, έμπαιναν στο σπίτι μ’ ένα μπουκαλάκι κι έλεγαν: «Καλέ κυρία, βάλε μου λίγο λάδι» ή «Δώσε μου μια φέτα ψωμί», ή «Βάλε μου ένα πιάτο φαγητό», και οι νοικοκυρές όλες έδιναν με χαρά, χωρίς να σκεφτούν αν το στερηθεί η οικογένειά τους. Μας ανακοίνωναν στο σχολείο, ή στο κατηχητικό ποιες οικογένειες, σε ποια οδό, είχαν ανάγκη από τρόφιμα. Έτρεχα, το έλεγα στη μαμά!... Εκείνη γέμιζε στο μπακάλη μια σακούλα τρόφιμα διάφορα, μ’ έπαιρνε απ’ το χεράκι και τους τα πηγαίναμε. Και τη ρωτούσα με απορία στο δρόμο: «Καλέ μαμά, κι εμείς δεν είμαστε φτωχοί;». Γιατί, πολλές φορές ψευτοτρώγαμε, και παρηγορούσαμε την πείνα μας με το τίποτα! Και τα χειμωνιάτικα βράδια τουρτουρίζαμε από το κρύο, γιατί σβήναμε για λόγους οικονομίας τη μικρή ξυλόσομπα, που οι διακλαδώσεις των μπουριών της, οι οποίες περνούσαν από τρύπες στους τοίχους απ’ όλα τα κύρια δωμάτια του σπιτιού, δεν επαρκούσαν, όσο έμενε αναμμένη, να θερμάνουν τον χώρο. Και κουκουλωνόμαστε στα κρεβάτια μας, να μην πέσουν πάνω μας σταγόνες από την υγρασία, που στάλαζαν από τα μουχλιασμένα ταβάνια!... Και οι υπόγειες φλέβες του νερού που περνούσαν κάτω από το σπίτι, ξερνούσαν υγρασία στους τοίχους, φουσκώνοντας τους σοβάδες!... Τόση παγωνιά είχε κάποιες φορές το σπίτι, ώστε η μικρή αδελφή μου που ήταν φιλάσθενη, κινδύνεψε να πάθει φυματίωση! Και ακούγοντας την παραπονεμένη απορία μου η μαμά, μου απαντούσε γλυκά και με χαμόγελο, σφίγγοντάς μου το χέρι: «Για όλους έχει ο Θεός»! Και όντως, ποτέ δεν στερήθηκε ιδιαίτερα, τίποτα το σπίτι μας• αυτό το σπίτι του τσαγκάρη και της μοδίστρας, δόξα τω Θεώ! Πριν κλείσω το κεφάλαιο αυτό, θυμάμαι και κάτι άλλο που αξίζει να αναφέρω. Το θέμα: καθαριότητα! Την εποχή εκείνη, η καθαριότητα και η σωματική υγιεινή, ήταν κάτι που υπήρχε στα τραγουδάκια της «Θείας Λένας», όπως το: Μόλις σηκωθώ τρέχω να πλυθώ, πλένω πρόσωπο χεράκια και τα άσπρα μου δοντάκια!... Ή, το διαβάζαμε σε κείμενα, όπως στο αναγνωστικό της Γ΄ Δημοτικού, που υπήρχε ένα κεφάλαιο για τον «Γιαννιό το καθαρό παιδάκι» και αμέσως ακολουθούσε το κεφάλαιο: «Ο ακάθαρτος Αλέκος».
Στην ουσία, τα περισσότερα σπίτια στο Ηράκλειο που ήταν φτωχικά, δεν είχαν ούτε μπανιέρα να πλυθούν. Αυτό ήταν μια πολυτέλεια, μόνο για τους πλούσιους. Εμάς, μας είχε δώσει μια μεγάλη μαντεμένια μπανιέρα με πόδια λιονταριού, ο καλός μας γείτονας ο κ. Γιώργος Ρεκούμης, όμως δεν την είχαμε συνδέσει ποτέ, γιατί δεν είχαμε χρήματα για τις απαραίτητες υδραυλικές εγκαταστάσεις. Την είχαμε στο μπάνιο «διακοσμητική». Υπήρχε μόνο μια λαμαρινένια ντουζιέρα με γαλβανιζέ σωλήνα, που ήταν στερεωμένη στο ταβάνι του μπάνιου, αλλά έτρεχε μόνο κρύο νερό, και δεν μας ενθουσίαζε καθόλου η ψυχρολουσία!
Σαπούνι φυσικά χρησιμοποιούσαμε τότε, κλασικά, το πράσινο, που άμα έμπαινε στα μάτια, έτσουζαν φοβερά και κοκκίνιζαν, και το μπάνιο καταντούσε ένα δράμα! Κι όσο κι αν φώναζαν οι μαμάδες όταν μας έλουζαν: «Σφίξε τα μάτια!» εκείνο το άτιμο σαπούνι από κάπου έβρισκε και τρύπωνε μέσα από τα βλέφαρα και το κλάμα ξεκινούσε! Οπότε, το μπάνιο για εμάς τα παιδιά, τότε, αποτελούσε μια πραγματικά τραυματική εμπειρία! Κι όμως, κατά τ' άλλα ήταν πολύ ευεργετικό για το δέρμα.
Μέχρι που, στα τέλη της δεκαετίας του '60, μπήκε επιτέλους στη ζωή μας το απαλό σαπούνι V82 που το αγαπήσαμε κυρίως εμείς τα παιδιά από την πολύ έξυπνη διαφήμιση που έδειχνε ένα παιδάκι μουτρωμένο να παραπονιέται: «Όλο μου το παίρνουν!».
Όσο για τις μαμάδες μας, προτιμούσαν πλέον το πασίγνωστο σαπούνι των στάρ, το «Lux», αλλά και το εξαιρετικό «Palmolive» του Παπουτσάνη. Και ο μπαμπάς μου, θυμάμαι, έκανε αφρό στο πρόσωπό του με το πινέλο ξυρίσματος χρησιμοποιώντας σαπούνι γάλακτος «ΕΡΜΗΣ», που υπήρχε στην αγορά από το 1922. Έτσι, το πράσινο σαπούνι το βάλαμε «τιμωρία» για τα βάσανα που μας προκάλεσε τόσα χρόνια, και περιορίστηκε μόνο στο πλύσιμο των ρούχων.
Συνήθως κάναμε μπάνιο κάθε Σάββατο, όλη η οικογένεια με τη σειρά. Πλενόμαστε στη λαμαρινένια σκάφη, και νερό ρίχναμε επάνω μας από έναν κουβά με το κατσαρολάκι, που είχαμε ζεστάνει στη γκαζιέρα, γιατί δεν είχαμε ούτε θερμοσίφωνο! Το ίδιο συνέβαινε στα περισσότερα σπίτια τότε. Τις υπόλοιπες μέρες, πλενόμαστε σαν τις γάτες.
Όμως, τα καλοκαίρια απολαμβάναμε καθημερινά το μπάνιο, όλα εμείς τα παιδιά, καθώς είμαστε ιδρωμένα από το πολύ παιχνίδι. Οι μαμάδες μας ζέσταιναν νερό σε μεγάλες λαμαρινένιες λεκάνες κάτω από τον καυτό ήλιο, και μετά ξεπλενόμαστε από τις σαπουνάδες με το λάστιχο που ποτίζαμε τα λουλούδια. Θυμάμαι κι ένα ακόμα περιστατικό, που αφορά την επιβεβλημένη καθαριότητα. Ήταν το 1971 και πήγαινα τότε Ε΄ Δημοτικού. Μπήκε ο καλός μας δάσκαλος κ. Νίκος Καμβύσης στην τάξη, και μας είπε ότι, την επόμενη ημέρα θα ερχόταν ο σχολίατρος να μας εξετάσει, αν είμαστε καθαροί. «Κοιτάξτε μη γίνετε ρεζίλι!», μας είπε. «Να πάτε τα πλυθείτε και να σαπουνιστείτε»!
Την επόμενη ημέρα, με το που μπήκε στην τάξη μαζί με τον σχολίατρο, έβγαλε πρώτος τις κάλτσες και τα παπούτσια του, δίνοντας το παράδειγμα, και μετά ο σχολίατρος άρχισε να μας εξετάζει έναν-έναν στα νύχια, στα μαλλιά, στα αυτιά, στη γλώσσα, στα δόντια... Δόξα τω Θεώ, ρεζίλι δεν γίναμε! Μόνο δύο κορίτσια βρέθηκαν άπλυτα, με κάλτσες που είχαν πιάσει «σόλα» από κάτω, από τη βρώμα, και οι αστράγαλοί τους ήταν μαύροι από το «σπανάκι». Τις κατσάδιασαν, και τις έστειλαν να πλυθούν στις βρύσες της αυλής του σχολείου. Εκείνες, με γέλια, σαν την καλή χαρά, και χωρίς να πειραχτούν από το ρεζιλίκι, πήγαν στην αυλή, ψευτοπλύθηκαν και γύρισαν στην τάξη «καθαρές»!
Βέβαια, απαραίτητο συμπλήρωμα της σωματικής μας καθαριότητας, ήταν και το πλύσιμο των δοντιών. Φυσικά, με την πολυδιαφημισμένη και πασίγνωστη οδοντόκρεμα Kolynos! Αποδεδειγμένα πολύ «θαυματουργή», αφού τη βάζαμε και στα εγκαύματα!
Τα παιδικά μας δόντια, θυμάμαι, με μεγάλη επιδεξιότητα μας τα έβγαζε ο μπαμπάς μας. Και η μαμά από δίπλα, μ' ένα ποτήρι αλατόνερο στο χέρι, μας βοηθούσε να ξεπλύνουμε το στόμα από το αίμα. Όσο για το παιδικό δόντι, αυτό το πετούσαμε στο ταρατσάκι του σπιτιού και το αποχαιρετούσαμε μ' ένα τραγουδάκι. Και για αυτό το ταρατσάκι έχω μια ιστορία. Για ν' ανέβει κανείς επάνω του, έπρεπε να σκαρφαλώσει στην παλιά ξύλινη σκάλα, που χρησιμοποιούσε ο παππούς στις οικοδομές. Έτσι, λόγω της δυσκολίας αυτής, για εμάς τα παιδιά, όσο ήμασταν πολύ μικρά, ήταν απρόσιτο. Εκεί λοιπόν, όποτε αλλάζαμε τα νεογιλά μας δόντια, τα πετούσαμε, ελλείψει κεραμιδιών, λέγοντας και το γνωστό τραγουδάκι: «Πάρε ποντικέ το δόντι και δώσε μου χρυσό, να ροκανίζω κόκκαλα και ξερά παξιμάδια»!
Βέβαια, ήμουν πεπεισμένος ότι έτσι συνέβαινε! Όμως, μια μέρα, γύρω στα 6-7μου χρόνια, κατάφερα και σκαρφάλωσα σιγά-σιγά από τη σκάλα στο ταρατσάκι, και εκεί, ανακάλυψα με απογοήτευση, ότι ήταν «σπαρμένο» με τα νεογιλά δόντια των αδελφών μου και τα δικά μου, και κανένας ποντικός δεν είχε κάνει ποτέ τον κόπο να τα πάρει! Όσο για την πρώτο μου μεγάλο πονόδοντο, αυτόν μου τον αντιμετώπισε θαυμάσια η εξαιρετική οδοντίατρος Ευσταθία Καρατζίνα, η οποία κατοικούσε στην οδό Κουντουριώτου, σχεδόν απέναντι από τη «Βίλα Γαλήνη», και είχε το ιατρείο της στη λ.Ηρακλείου, στη Ν.Ιωνία.
- Το Πανηγύρι της Αγίας Τριάδας και άλλες εκδηλώσεις - Η μεγάλη χαρά για εμάς τα παιδιά εκείνα τα χρόνια, ήταν που περιμέναμε με ανυπομονησία, όλο τον χρόνο, το μεγάλο πανηγύρι της Αγίας Τριάδας. Ήταν το γεγονός της χρονιάς! Γέμιζαν οι κεντρικοί δρόμοι και οι παράδρομοι που οδηγούσαν στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας από πολύχρωμα μπαλόνια και πάγκους μικροπωλητών γεμάτους παιχνίδια, βιβλία, είδη οικιακής χρήσης...
Επάνω: Η Αννούλα Παπαγεωργίου με σφυρίχτρα κοκκοράκι. Κάτω: Λουκουμάδες, γλειφιτζούρια κι άλλα παιδικά γλυκίσματα, μαζί με ποπ-κορν, στο πανηγύρι της Αγίας Τριάδας.
Τα καραμελωμένα κόκκινα μήλα, τα γλειφιτζούρια με τα κοκοράκια και το μαλλί της γριάς, μας έσπαγαν τη μύτη και μας έκαναν τα σάλια να τρέχουν!...
Επάνω: Μαλλί της γριάς.
Οι κούνιες σε σχήμα βάρκας, το περιστρεφόμενο Καρουζέλ, η Ρόδα και η Παλάντζα με τα περιστρεφόμενα, κρεμασμένα από μακριές αλυσίδες, «ιπτάμενα» καρεκλάκια, μας καλούσαν να σκαρφαλώσουμε επάνω τους με χαρούμενες κραυγές, αν και πάντα τα οικονομικά δεν το επέτρεπαν.
Επάνω: Οι χαρακτηριστικές κούνιες-βάρκες στην Αγία Τριάδα. Κάτω: Ο Νίκος Χαλτσάς μπροστά στα αντίσκηνα των πανηγυριστών (αριστερά) και τη γιγάντια ρόδα με τα καρεκλάκια.
Τραβούσαμε τους μεγάλους από το χέρι, για να μπούμε στα αντίσκηνα με τον «Γύρο του θανάτου», ή για να δούμε την «Ασώματο Κεφαλή», την «Γυναίκα με το μούσι», τον θηριοδαμαστή με τους βόες, τους κροταλίες, και τον γορίλα... Θέλαμε να δούμε τους φακίρηδες που κατάπιναν σπαθιά και έκοβαν μέσα σε μαγικά κουτιά, γυναίκες σε φέτες, και μετά τις «ξανασυναρμολογούσαν», ολοζώντανες και γελαστές. Είχαμε την περιέργεια να χαζέψουμε τον μάγο με την ιπτάμενη γυναίκα και άλλα κόλπα, που όμως μπορούσε να ανακαλύψει κανείς την οφθαλμαπάτη, αν είχε μαζί του «πουκάμισο» φιδιού, όπως έλεγαν.
Επάνω: Ο Γιαννάκης Τερίκογλου (δεξιά) στο καρουζέλ. Κάτω: Ο Γιαννάκης Τερίκογλου σε αλογάκι του καρουζέλ το 1954.
Επάνω: Ο Πάνος Βασιλόπουλος (αριστερά) στο καρουζέλ. Κάτω: Η Αννούλα Παπαγεωργίου το 1961 στο καρουζέλ.
Κάτω: Η Αννούλα Παπαγεωργίου με τον ξάδελφό της Φίλιππο Αποστολίδη, στο Καρουζέλ.
Από τη μύτη μας τραβούσαν και οι μυρωδιές! Μια κνίσα από κοκορέτσι, γαρδούμπα, ψητό αρνί και σουβλάκια στο καλαμάκι, τόσο στην ταβέρνα του Μπουζούρα στην πλατεία της Αγίας Τριάδος, όσο και στους δρόμους από πλανόδιους με φορητές ψησταριές.
Επάνω: Ο Αντώνης και η Ωραιοζήλη (Ζήλη) Παπαγεωργίου στο πανηγύρι της Αγίας Τριάδας. Κάτω: Η Ζωζώ (Γιωργία) Αγγελή-Τασούλα (αριστερά) στο πανηγύρι με την παρέα της.
Κάτω: Η Ζωζώ Αγγελή με μια φίλη της, στην Αγία Τριάδα, το 1950.
Στο τέλος του πανηγυριού, μετά τη λιτανεία της εικόνας, ο κόσμος μαζευόταν στην κεντρική πλατεία του Σταθμού, στο πασίγνωστο ζαχαροπλαστείο των κολλητών φίλων από το ναυτικό Γιώργου Καρρά και Κώστα Κονιδάρη, αλλά και στα γύρω καφενεία, να πιούν μια δροσερή γκαζόζα ή μια παγωμένη ΗΒΗ, ή μια πορτοκαλάδα Λουξ ή ΕΨΑ, και να γευτούν μια λαχταριστή πάστα, ένα γαλακτομπούρεκο, ή ένα δροσιστικό «υποβρύχιο».
Το Ζαχαροπλαστείο του «Καρρά» όπως επικράτησε να λέγεται, έγραψε το δικό του μύθο στο Ηράκλειο, και κρύβει πίσω του μια ξεχωριστή ιστορία αιώνιας φιλίας. Οι ιδιοκτήτες του Καρράς και Κονιδάρης, υπηρετούσαν μαζί τη θητεία τους στο ναυτικό, όπου εκεί συνδέθηκαν φιλικά, και τελικά αποφάσισαν και να συνεταιριστούν. Έτσι, το 1961 άνοιξαν στο κεντρικότερο κατάστημα της πλατείας του σταθμού το Ζαχαροπλαστείο τους, που φημιζόταν για το γαλακτομπούρεκο και τις πάστες αμυγδάλου, αλλά κυρίως για τις πάστες σεράνο, με «εγκυβοτισμένες» σε φύλλο σοκολάτας και μ’ ένα κερασάκι στην κορυφή. Σκέτος πειρασμός! Άλλοι έπαιρναν τα γλυκά σε κουτί για το σπίτι ή να τα πάνε δώρο σε επισκέψεις, κι άλλοι τα γεύονταν επιτόπου, στα μεταλλικά τραπεζάκια και τις καρέκλες που ήταν απλωμένες στην πλατεία, μπροστά από μαγαζί. Με τον καιρό, αν και το κατάστημα είχε διπλή επωνυμία, επικράτησε το όνομα «Καρράς» σαν πιο σύντομο και πιο εύηχο ίσως, και από τότε οι παρέες έκλειναν τα ραντεβού τους στον «Καρρά», όπου απολάμβαναν το γλυκό τους συνοδευόμενο από παγωμένη πορτοκαλάδα ή λεμονίτα, και φυσικά καφέ. Αργότερα, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση συνεταιρίστηκαν τα παιδιά των ιδιοκτητών, και άνοιξαν φούρνο ο οποίος, μεταξύ πολλών άλλων γλυκισμάτων, διέθετε φυσικά και τις καταπληκτικές πάστες σεράνο. Η ιστορία του καταστήματος και του ονόματος έληξε το 2019, μετά από ολόκληρα 58 χρόνια!
Επάνω: Η λιτανεία της Αγίας Τριάδας. Κάτω: Μια στάση στου Καρρά για πορτοκαλάδα και γλυκό. Τρίτη από δεξιά η Μαρίτσα Παπουτσόγλου.
Αρκετοί αγόραζαν από το γαλακτοπωλείο του Τσιριγώτη γιαούρτι πρόβειο με νόστιμη πέτσα, και μυρωδάτο ρυζόγαλο με μπόλικη κανέλλα. Η πλατεία του Ηρακλείου περιβαλλόταν νότια από τις γραμμές του Ηλεκτρικού, και βόρεια από ένα σωρό μαγαζιά, κολλημένα το ένα με το άλλο. Ξεκινώντας από την οδό Πεύκων υπήρχε το βιβλιοπωλείο – χαρτοπωλείο «Τιμολέων» του Τιμολέοντος Ντινάρα, ένα χρυσοχοείο, το κρεοπωλείο του Λυμπερόπουλου, στρίβοντας προς την πλατεία ήταν το κατάστημα με υφάσματα και είδη προικός του Καλαπόδα, ακολουθούσε ένα κουρείο, ένα σουβλατζίδικο, το καφενείο των Κυνηγών, το εκδρομικό γραφείο του Βαφειαδάκη, το γαλακτοπωλείο του Τσιριγώτη, το προποτζίδικο του Μοσχονά, το θερινό σινεμά Ήρα, το ζαχαροπλαστείο του Καρρά, το καθαριστήριο ρούχων του Σικ, το φωτογραφείο του Ευθύμιου Καυκά στην δεξιά γωνία, μετά ένα κουρείο...
Επάνω: Η πλατεία του Ηρακλείου από ψηλά, σε αεροφωτογραφία του ΥΠΕΧΩΔΕ, του 1950. Κάτω: Ο Δήμαρχος Πέτρος Δημόπουλος με μια μεγάλη παρέα, στην Πλατεία του Σταθμού το 1971.
Γενικά, η πλατεία του Ηλεκτρικού ήταν το επίκεντρο όλων των ετησίων επετειακών εκδηλώσεων, όπως ήταν οι εθνικές εορτές της 28ης Οκτωβρίου και της 25ης Μαρτίου. Έρχονταν συγκροτήματα δημοτικών χορών με παραδοσιακές στολές, όπως το Λύκειο Ελληνίδων, αλλά χόρευαν και οι μαθητές των σχολείων με τις στολές των παρελάσεων, που τότε γίνονταν στην οδό Πεύκων, μπροστά από το Δημαρχείο της πόλης, που τότε βρισκόταν στη συμβολή των οδών Πεύκων και Νεότητος.
Επάνω: Ο Δήμαρχος Νίκος Σπυρόπουλος εκφωνεί τον πανηγυρικό της ημέρας στην Κεντρική Πλατεία του Ηρακλείου, το 1962. Κάτω: Το παλαιό Δημαρχείο του Ηρακλείου στην οδό Πεύκων.
Κάτω: Ο Δήμαρχος Ηρακλείου Πέτρος Δημόπουλος, το 1971, μοιράζει χριστουγεννιάτικα δώρα στο προσωπικό της Δημαρχείας.
Ένα μεγάλο πανηγύρι που επίσης περιμέναμε ανυπόμονα, ήταν της Μεταμορφώσεως στις 6 Αυγούστου. Πανηγύριζε η μεγάλη εκκλησία του όμορου με εμάς Δήμου στις Κουκουβάουνες (τώρα Μεταμόρφωση). «Πάμε στο χωριό», λέγαμε με χαρά. Και ξεκινώντας με τα πόδια παρέες – παρέες, ανηφορίζαμε την Δεκελείας, κατηφορίζαμε την οδό Ηρακλείου, αφήναμε πίσω μας το θερινό σινεμά «Σιέρα», και μετά τα οικόπεδα με τα πανύψηλα κυπαρίσσια, περνούσαμε το γεφυράκι πάνω από τη ρεματιά με τις πυκνές καλαμιές (τώρα Αττική οδό), και βγαίναμε στον κεντρικό δρόμο (Γ. Παπανδρέου) με τις ταβέρνες και τις ψησταριές που μύριζαν τα κοκορέτσια και τα αρνιά στις σούβλες. Οι πάγκοι του πανηγυριού ήταν απλωμένοι σε όλη την οδό Γκινοσάτη και στους παράδρομους του σημαιοστολισμένου δήμου, που γιόρταζε με τον δικό του, παραδοσιακό τρόπο.
Παιχνίδι που μας γέμιζε χαρά, θεωρούσαμε και το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Το δικό μας υπήρχε στο σπίτι από την εποχή που παντρεύτηκαν οι γονείς μου και γεννήθηκε η αδερφή μου η Ρένα το 1954. Τα κλαδιά του δεν ήταν από πλαστικό. Ήταν από σίρμα που επάνω ήταν στριμμένα κοκκορόφτερα βαμμένα πράσινα. Η μαμά το έκρυβε στην αποθήκη της αυλής, μέσα σε μια μεγάλη σακούλα να μη σκονίζεται και παραμονές των Χριστουγέννων το έβγαζε από εκεί, το έφερνε στη σάλα του σπιτιού, και για να το φτάνουμε κι εμείς, επειδή ήτανε ψηλό, το έβαζε επάνω σ΄ένα σκαμνάκι για να το στολίσουμε. Πρώτα βάζαμε το μπαμπάκι στα κλαδιά, έπειτα τις γυάλινες μπάλες, τα πουλάκια και τ΄άλλα στολίδια, μετά τα πολύχρωμα φωτάκια που το καθ΄ένα είχε κι άλλο σχέδιο και σχήμα, και στο τέλος απλώναμε την πάχνη και τοποθετούσαμε την κορυφή που έμοιαζε με άστρο. Μόλις ανάβαμε τα λαμπάκια, με σβησμένα όλα τ΄άλλα φώτα της σάλας, η χαρά μας δεν περιγράφεται. Φιλιόμαστε κι ευχόμαστε: «Και του χρόνου»!
Επάνω: Ποζάροντας δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κάτω: Ο Νίκος Παπακωνσταντίνου με τον αδερφό του Θοδωρή και τους γονείς τους Άννα και Κώστα, το 1955-56.
Όμως, η μεγαλύτερη νομίζω χαρά όλων των παιδιών στο τέλος του χρόνου ήταν – και είναι ακόμα – επειδή βγάζαμε και χαρτζιλίκι, να λέμε παραμονές Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Φώτων, τα κάλαντα. Θυμάμαι το μπαμπά μου, επτά η ώρα το πρωί να μας ξυπνάει, λέγοντας τα κάλαντα και παίζοντας φλογέρα ή φυσαρμόνικα. Μετά ντυνόμαστε ζεστά, παίρναμε τα «τρίγωνά» μας, σμίγαμε σε μεγάλες παρέες με άλλα παιδιά της γειτονιάς και πηγαίναμε από πόρτα σε πόρτα λέγοντας με χαμόγελο: «Να τα πούμε;» και οι νοικοκύρηδες μας γέμιζαν ευχές και καλούδια!
- Ήρθε ο Άγιος Βασίλης; - Όταν ανακαλώ μνήμες από τα παιδιά μου Χριστούγεννα, μου έρχεται πάντα στο μυαλό και μια πολύ γλυκιά ανάμνηση, και επιτρέψτε μου να βγω λίγο εκτός θέματος και να την μοιραστώ μαζί σας...
Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1966, κι εγώ μόλις τεσσεράμισι ετών. Το σπίτι όλο ευωδίαζε από την φουσκωμένη και ροδοψημένη βασιλόπιτα που είχε φτιάξει η μαμά, και τα μελομακάρονα στη μεγάλη οβάλ πιατέλα τα καταβροχθίζαμε δύο-δύο. Κάπου στις 9 το βράδυ καθόμαστε όλη η οικογένεια, μαζί με τη γιαγιά Χαρίκλεια, γύρω στο γιορτινό τραπέζι που είχε στρώσει η μαμά με πολύ φροντίδα στη μικρή τραπεζαρία του σπιτιού. Δίπλα μας, σε μια γωνιά του δωματίου, άναβε η μαντεμένια ξυλόσομπα σκορπίζοντας μια γλυκιά θαλπωρή στο χώρο. Από τη διπλανή σάλα, ερχόντουσαν οι αντανακλάσεις από τα πολύχρωμα φωτάκια του Χριστουγεννιάτικου δέντρου που αναβόσβηναν. Καθώς τρώγαμε, ακούσαμε μια χαρούμενη φωνή από την αυλή του σπιτιού: «Κουμπάρα! Κουμπάρα!». Η μαμά έτρεξε και άνοιξε την εξώπορτα. Ήταν η «νονά μου», η Ευρυδίκη η γυναίκα του γιατρού Σωκράτη Γιαννόπουλου. «Μόλις γέννησε η Νανά και έκανε κοριτσάκι!» φώναξε πίσω από τα κάγκελα της αυλής. Η Νανά ήταν η νύφη τους, γυναίκα του γιού τους Τάκη Γιαννόπουλου, που έφερε στον κόσμο το πρώτο τους εγγόνι, την Εβίτα, που έφυγε γρήγορα από κοντά μας!... Βγήκαμε όλοι στην εξώπορτα και της ευχηθήκαμε με χαρά, και επιστρέψαμε στο γιορτινό τραπέζι.
Μετά το φαγητό, η γιαγιά μού έκανε δώρο μια μεγάλη μεταλλική σβούρα, που στριφογύριζε όταν την πίεζα γύρω από ένα μεταλλικό άξονα, και σχημάτιζε τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Το δώρο συνοδευόταν από μια χαρτονένια καρτέλα με μολυβένια στρατιωτάκια, στερεωμένα επάνω με λάστιχα, και ένα δίσκο 45 στροφών με το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας που αφηγόταν η ηθοποιός Ξένια Καλογεροπούλου. Μετά το χορταστικό φαγητό, θυμάμαι νύσταξα. Μου λέει ο μπαμπάς: «Πήγαινε στο κρεβάτι σου να κοιμηθείς και στις 12 όταν έρθει ο Άγιος Βασίλης, θα σε ξυπνήσω να δούμε τι σου έφερε». Πήγα στο κρεβάτι μου, έκλεισα τα μάτια μου, και μετά από λίγο άκουσα ένα χαρούμενο ήχο από κουδουνάκια που χτυπούσαν. Σηκώθηκα. Το σπίτι ήταν άδειο!... Πήγα προς την εξώπορτα, κοίταξα από το παράθυρο έξω, και είδα να κατεβαίνει από τον ουρανό ένα έλκηθρο, που το έσερναν ιπτάμενα ελάφια. Πάνω καθόταν ο Άγιος Βασίλης με την κόκκινη στολή του! Προσγείωσε απαλά το έλκηθρο στον κήπο μας, έδεσε το λουρί του πρώτου ελαφιού στη λεμονιά, πήρε το τσουβάλι με τα δώρα του από το κάθισμα, και με πλησίασε γελώντας στη βεράντα, που είχα βγει να τον υποδεχτώ! Τον κοιτούσα έκπληκτος, με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια τεντωμένα ολοστρόγγυλα!... Μου χάιδεψε τα μαλλιά, έβγαλε από το τσουβάλι του ένα μικρό ψεύτικο χνουδωτό, γκριζόασπρο, τιγρέ γατάκι με πλαστικό κεφαλάκι, και μου το έδωσε γελαστός! ΄Επειτα, επέστρεψε στο έλκηθρό του, το έλυσε από τη λεμονιά και χαιρετώντας με καλόκαρδα, απογειώθηκε προς τον γεμάτο άστρα ουρανό!... Τα κουδουνάκια από τις λαιμαριές των ελαφιών του ηχούσαν ακόμα στα αυτιά μου, όταν άκουσα τη φωνή του μπαμπά μου, να μου λέει απαλά και χαρούμενα: «Μανώλη ξύπνα! Ξύπνα!». Άνοιξα τα μάτια μου από αυτό το τόσο παράξενο όνειρο, που όμως μου φάνηκε ολότελα αληθινό, και είδα τον μπαμπά μου χαμογελαστό να μου λέει: «Ξύπνα, ήρθε ο Άγιος Βασίλης!». «Το ξέρω!» του απαντώ όλος χαρά και τον αγκαλιάζω. «Και ξέρω και τι μου έφερε! Ένα γκρι τιγρέ γατάκι!» συνεχίζω με ενθουσιασμό!... Ο μπαμπάς με κοίταξε με τα ίδια στρογγυλά μάτια, που λίγη ώρα πριν κοιτούσα εγώ τον Άγιο Βασίλη, στη βεράντα του σπιτιού. «Πού το ξέρεις;» μου λέει κατάπληκτος! Και ταυτόχρονα, βγάζει κάτω από το μαξιλάρι μου αυτό το ίδιο, ολόιδιο γατάκι, που είχα ονειρευτεί! Φυσικά, το είχε βάλει κάτω από το μαξιλάρι μου ο μπαμπάς. Όσο για το όνειρο, παραμένει ανεξήγητο!...
Την αλήθεια για το αν έρχεται ή όχι ο Άγιος Βασίλης, την έμαθα 2-3 χρόνια μετά. Πάλι παραμονή Πρωτοχρονιάς. Ετοιμαζόμαστε να πάμε στο φιλικό σπίτι του κ. Ανδρέα Νικολόπουλου που είχε στο σταθμό του τρένου, κάτω από τις γραμμές (στην σημερινή οδό Καραγιώργη), το εκδρομικό γραφείο με τα θαλάσσια μπάνια. Έμενε κοντά στην πλατεία Όθωνος, στην οδό Θέμιδος 8. Και επειδή θεωρούσε ότι η μεσαία μου αδελφή, η Χαρούλα, ήτανε γουρλού, ήθελε να του κάνει εκείνη ποδαρικό το νέο χρόνο, και να του σπάει το ρόδι στο κατώφλι του σπιτιού. Είχαμε λοιπόν βγει όλοι στην αυλή του σπιτιού και φεύγαμε, όταν η μαμά είπε: «Σταθείτε λίγο, κάτι ξέχασα!». Ξεκλείδωσε την εξώπορτα και ξαναμπήκε βιαστικά στο σπίτι. Αμέσως, μια υποψία μου γεννήθηκε… Πριν με σταματήσει ο μπαμπάς, την ακολούθησα τρέχοντας, και την πρόλαβα να κρύβει κάτω από το μαξιλάρι μου ένα κουρδιστό, μεταλλικό λεωφορείο. Το είχε αγοράσει από το ψιλικατζίδικο του κ. Στέλιου Στυλιανίδη που ήταν στο δρόμο μας, στην οδό Σαλαμίνος, και ήξερε ότι το είχα δει στη βιτρίνα του μαγαζιού και το ήθελα. «Α, ώστε εσύ είσαι ο Άγιος Βασίλης!» της είπα, και την άφησα ξαφνισμένη!
Αλησμόνητες αναμνήσεις από τα χρόνια της παιδικής αθωότητας, τότε που ακόμα οι εικόνες της τηλεόρασης δεν εισχωρούσαν στο υποσυνείδητο, αλλά η φαντασία έπλαθε αληθοφανείς εικόνες, που χαράχτηκαν για πάντα στη μνήμη!...
- Ο «Ζέφυρος» - Θυμάμαι, καθώς κατεβαίναμε την Ηρακλείου, προς Νέα Ιωνία, δεξιά, περνούσαμε από το κλειστό μετά το 1960, περίφημο κέντρο «Ο Ζέφυρος», για το οποίο, σε οικογενειακά έγγραφα ήδη από το 1935 υπάρχουν αναφορές, ως «μπαρ ο Ζέφυρος». Θυμάμαι την αυλή του με την ψηλή λεύκα κι από κάτω το πηγάδι, περιφραγμένη με ψηλά καλάμια, κομμένα από την διπλανή ρεματιά.
Ο "Ζέφυρος" λίγο πριν την κατεδάφισή του.
Καθώς η μαμά με κρατούσε από το χεράκι, μου έλεγε περνώντας από εκεί: «Εδώ τραγουδούσε για πέντε χρόνια η Καίτη Γκρέυ. Περνούσε από το σπίτι μας για να πάει στο σπίτι της, τότε που νοίκιαζε στον Λιαρομάτη (στην οδό Αττικής 32) και ήταν πολύ αδύνατη, 30 οκάδες! Αλλά είχε φωνή καμπάνα!». Στο «Ζέφυρο», δίπλα στην Καίτη Γκρέϋ έκανε και τα πρώτα δειλά του βήματα ως τραγουδιστής και ο Στέλιος Καζαντζίδης, που ήταν φαντάρος ακόμα τότε. Από τον «Ζέφυρο» ξεκίνησε την λαμπρή του καριέρα και ο Μιχάλης Μενιδιάτης.
Επάνω: Η Καίτη Γκρέυ στο πάλκο του "Ζέφυρου". Αριστερά πίσω ο Κώστας Ρούκουνας. Δεξιά με το μπουζούκι ο Γεράσινος Κλουβάτος, μαζί με το Βασίλη Σταυριανό, γιο του ιδιοκτήτη.Κάτω: Ο Βασίλης Σταυριανός με την Καίτη Γκρέυ στο ταμείο του "Ζέφυρου".
Επάνω: 1956. Η Καίτη Γκρέυ στο πάλκο του "Ζέφυρου" ανάμεσα στους (από αριστερά): Πάνο Γαβαλά, Κώστα Παπαδόπουλο, Γιώργο Λαύκα, Τάκη Μπίνη, Μιχάλη Μενιδιάτη και Δημήτρη Τζάρα. Κάτω: Ο Στέλιο Καζαντζίδης στο "Ζέφυρο" δίπλα στο Γεράσιμο Κλουβάτο.
Στο ίδιο μαγαζί, τακτικός θαμώνας ήταν και ο συνθέτης Στράτος Ατταλίδης με την τότε σύζυγό του, μετέπειτα μεγάλη κυρία του λαϊκού τραγουδιού, Γιώτα Λύδια. Θαύμαζε τη φωνή της Καίτη Γκρέϋ και της Σεβάς Χανούμ που τραγουδούσαν σ’ αυτό το κέντρο (και οι δύο υπήρξαν αρραβωνιαστικές του Στέλιου Καζαντζίδη) και μάθαινε... Αργότερα, αν και Νεοϊωνιώτισσα, εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Ηράκλειο στη «Βίλλα Γιώτα» (επί της οδού Μελίνας Μερκούρη), τιμώντας με τη σεμνή παρουσία της τον δήμο μας.
Ο «Ζέφυρος» από τα χέρια του ιδιοκτήτη Κώστα Σταυριανού, πέρασε διαδοχικά στη διεύθυνση του Μιχάλη Μπερτζελέτου και του Βασίλη Ξυπολητάκου, αλλάζοντας και ονομασίες: «Ο θείος» αρχικά, «Χαβάη» έπειτα. Όμως στην ιστορία παρέμεινε ως «Ζέφυρος».
Ο «Ζέφυρος», που αρχικά ήταν γνωστός σαν μια ωραία οικογενειακή ταβέρνα, όπου πήγαιναν το μεσημέρι κι έτρωγαν και οι οικοδόμοι στο διάλειμμά τους, την δεκαετία του ’50 υπήρξε από τα καλύτερα κέντρα διασκεδάσεως. Από το ιστορικό πάλκο του, εκτός από τους καλλιτέχνες που προαναφέρθηκαν, παρέλασαν τα μεγαλύτερα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού. Από Τάκη Μπίνη και Ζωή Νάχη, μέχρι Μαριάννα Χατζοπούλου και Ρένα Ντάλια, και από Πάνο Γαβαλά και Ρένα Στάμου, μέχρι Κώστα Ρούκουνα, Μανώλη Αγγελόπουλο, Γιώργο Ζαμπέτα και Πρόδρομο Τσαουσάκη. Υπήρξε και στέκι των μεγάλων λαϊκών καλλιτεχνών της εποχής. Όταν σχολούσε από το κέντρο που παρουσιαζόταν ο Γιάννης Παπαϊωάννου που ήταν ντουέτο με τη Ρένα Ντάλια τότε, ερχόταν στον «Ζέφυρο». Άκουγαν το πρόγραμμα, και η Ντάλια σηκωνόταν και χόρευε με θαυμάσιο τρόπο ανατολίτικα, κι όπως ήταν ψηλή και όμορφη γυναίκα, δεν χόρταινε κανείς να την κοιτάζει. (ανάμνηση Γιαννούλας Σταυριανού – Καπνισάκη). Όταν η ορχήστρα είχε διάλειμμα, ανέβαιναν στο πάλκο και παρουσίαζαν κωμικά νουμεράκια, η Γεωργία Βασιλειάδου ή ο Φίλιος Φιλιππίδης, γνωστός και ως Αγκόπ.
Όσο είχε τον «Ζέφυρο» ο Κώστας Σταυριανός, ήταν ένα μαγαζί με ωραίο περιβάλλον, κατάλληλο για οικογένειες, που πήγαιναν να φάνε με ησυχία, και να διασκεδάσουν με τα μεγάλα ονόματα της λαϊκής μουσικής. Η Καίτη Γκρέυ σε συνέντευξη που μου είχε δώσει το 1986 για την εφημερίδα «Δημοκρατική Ενότητα» με θέμα τον «Ζέφυρο», μου είχε πει: «Ο Κώστας Σταυριανός ήταν καλός άνθρωπος και με αγαπούσε πολύ. Έβγαζε τη μπουκιά από το στόμα του για να μου τη δώσει. Εγώ έφυγα από ’κει, όταν πήρε τον «Ζέφυρο» ο Ξυπολητάκος. Αυτός ήταν τραμπούκος και τραβούσε πιστόλι!...». Ίσως γι΄αυτό το λόγο, από τον Ξυπολητάκο και μετά, το λαϊκό αυτό μαγαζί έκλεισε γρήγορα, και το πάλκο του σίγησε για πάντα! Λίγο πριν κατεδαφιστεί, λειτούργησε ως πρατήριο της ΝΕΟΤΕΧ. Έπειτα στη θέση του άνοιξε το πρατήριο υγρών καυσίμων της ΕΚΟ, που ανήκε στα αδέλφια Βασίλη και Χρήστο Σταυριανό, παιδιά του ιδιοκτήτη του «Ζεφύρου».
Κάτω: Ο ιδιοκτήτης του "Ζέφυρου" Κώστας Σταυριανός (δεξιά) διασκεδάζοντας με την παρέα του.
Σήμερα, η λεωφορειακή στάση «Ζέφυρος», και η «οδός Ζεφύρου» ,θυμίζουν στους Ηρακλειώτες την ύπαρξη αυτού του περίφημου κέντρου λαϊκής διασκέδασης, σ’ εκείνη την περιοχή του δήμου μας. Πριν κλείσω το κεφάλαιο «Ζέφυρος», πρέπει να αναφέρω για την ιστορία, ότι το ξύλινο πάλκο-εξέδρα του ιστορικού αυτού λαϊκού μαγαζιού, απ’ όπου ξεκίνησε την μεγάλη καριέρα του ο Στέλιος Καζαντζίδης, το φύλαγε σαν κάτι πολύτιμο για χρόνια, ένας φανατικός Καζαντζιδικός, ο Στράτος Κορτέσης. Με τον Στέλιο ήταν στενοί, καρδιακοί φίλοι, και ο Στέλιος τον επισκεπτόταν σχεδόν καθημερινά στο «Ναυπηγείο μικρών σκαφών», που είχε στην οδό Ελευσινίων. Μαζί έπιναν και τα μερακλίδικα ουζάκια τους στο απέναντι από το «Ναυπηγείο», γωνία με Σαλαμίνος, καφενείο του «Αυστραλού», Κώστα Κασβίκη (πρώην ταβέρνα του Γιώργου Ρεκούμη). Θυμάμαι, με το που ερχόταν ο Στέλιος, στο καφενείο αμέσως έβαζαν να παίζουν κασέτες με τραγούδια του, και καταλαβαίναμε όλοι στη γειτονιά ότι ο μεγάλος τραγουδιστής, αλλά πολύ απλός και προσιτός, μας είχε κάνει και πάλι την τιμή να επισκεφτεί τη γειτονιά μας!
Επάνω: Ο Στέλιος Καζαντζίδης με το φίλο του Στράτο Κορτέση. Κάτω: Τα παιδιά του Κώστα Σταυριανού (από αριστερά) Βασίλης και Γιαννούλα, με παρέα τους, στην οδό "Ζεφύρου".
- Και λίγα ιστορικά για τους ιδιοκτήτες του "Ζέφυρου" - Συνιδιοκτήτες του "Ζέφυρου", του περίφημου αυτού λαϊκού κέντρου, ήταν ο Χρήστος Σταυριανός και ο γιος του Κώστας Σταυριανός. Ο Χρήστος ήταν γιός του γεωργού Αθανάσιου Σταυριανού και της Επιστήμης (το γένος Γιωργάκη Μαργίτη), από τις Κουκουβάουνες.
Επάνω: Ο Χρήστος Σταυριανός. Κάτω: Ο Κώστας Σταυριανός με θαμώνα του κέντρου και φίλο του.
Οι γονείς του σύμφωνα με ένα συμβόλαιο αγοραπωλησίας που κατέχει ακόμα η οικογένεια, στις 18 Νοεμβρίου 1874, έκαναν μια μεγάλη αγορά «επί το χωρίον Ηράκλειον». Πρόκειται για ένα μονώροφο σπίτι με αυλή και αποθήκες, και συνολικά 107,5 στρέμματα με αμπέλια και ελιές που εκτείνονταν «έως της περιφερείας του χωρίου Ηράκλειον, στο δρόμο προς Κουκουβάουνας». Τα αγροτεμάχια αυτά έφταναν και μέχρι τις θέσεις: «οδόν Αμαρουσίου, Λιθάρια, Αμπέλια και Ψαλίδι». Τα περισσότερα ήταν «ποτιστικά», καθώς διέθεταν «αντλίαν ύδατος η οποία λειτουργούσε σε κανονισμένες ώρες για το πότισμα των περιβολίων», και όπως διευκρινίζεται σε άλλη παράγραφο του συμβολαίου, το νερό των αντλιών αυτών ήταν «εις κοινήν χρήσιν δι’ όλους τους κατοίκους». Μέσα σ’ αυτά τα περιβόλια υπήρχαν αμπέλια, ελιές και διάφορα οπορωφόρα δέντρα.
Τα αγροτεμάχια που αγόρασε η οικογένεια Σταυριανού συνόρευαν με αγρούς και αμπέλια που ανήκαν στις Βαυαρικές οικογένειες Φράντζ, Πίτλιγκερ, Βάγγερ, Κούτερ και Ταγλάουερ. Για το οικόπεδο που οικοδομήθηκε αργότερα ο Ζέφυρος, το συμβόλαιο αναφέρει συγκεκριμένα: «Έτερον αγρόν εκ στρεμμάτων τριών, κείμενον εις θέσιν οδού Αθηνών, εν τη περιφερεία του χωρίου Ηράκλειον, συνορευόμενον ανατολικώς με ρεύμα (ρέμα) και αγρόν Φρειδερίκου Πίτλιγκερ, μεσημβρινώς με άμπελον Βάγγερ, δυτικώς με οδόν και αρκτικώς με Ευστάθιον Γεωργίου. Έτερον αγρόν εις την ιδίαν θέσιν και περιφέρειαν εκ στρεμμάτων τριών, συνορευόμενον ανατολικώς με δημοσίαν οδόν, μεσημβρινώς με αγρόν Άννας Σετζ, δυτικώς με ρεύμα και αρκτικώς με αγρόν Αδάμ Εμεράϊ».
Επάνω:Ο Γιώργος Τερίκογλου με τη σύζυγό του Έλλη (στο κέντρο) και την παρέα τους, στην αυλή του "Ζέφυρου". Κάτω: Η Έλλη Τερίκογλου σέρνει το χορό στο "Ζέφυρο".
Όλα αυτά τα αγροτεμάχια του ζεύγους Σταυριανού τα αγόρασε από έναν Γάλλο έμπορο ονόματι Έκτορα Λαζιέ, ο οποίος με τη σειρά του τα είχε αγοράσει σε δημόσιο πλειστηριασμό από τους αδελφούς: Σίμωνα, Γεωργάκη και Ιωάννη Σέτζ, καθώς και από τον Παναή Καλημέρη. Να σημειώσω εδώ, ότι το όνομα του Σίμωνα Σέτζ αναφέρεται 6ο ανάμεσα στους 30 πρώτους Βαυαρούς κατοίκους της Στρατιωτικής Αποικίας του Ηρακλείου που ίδρυσε ο Όθωνας το 1838. Η αγορά όλων αυτών των αγροτεμαχίων κόστισε στην οικογένεια Σταυριανού 3000 δρχ. από τις οποίες 1184 δρχ. δόθηκαν μετρητοίς και τα υπόλοιπα σε 16 δόσεις με 12% ετήσιο τόκο. Επιπλέον, συμφωνήθηκε να δώσουμε στον πωλητή από Ιανουάριο έως Μάρτιο του 1875, 200 οκάδες λάδι, του οποίου η αξία υπολογιζόταν προς 1 δρχ. και 20 λεπτά η οκά.
- Άλλα κέντρα και ταβέρνες - Άλλο ένα κέντρο που αχνοθυμάμαι, είναι τα «Τρία Αστέρια» του Δήμου Καζάντζα. Ο ιδιοκτήτης το είχε ονομάσει έτσι, εξ αιτίας των τριών αστεριών της ζωής του, των παιδιών του: Τον Βασίλη, το Γιάννη και την Κική. Βρισκόταν στη γωνία Πολυτεχνείου και Κουντουριώτου, δίπλα στο μεγάλο ρέμα, και είχε μεγάλο κήπο με πεύκα, περιφραγμένο με χαμηλό ξύλινο φράχτη.
Επάνω: Ο Δήμος Καζάντζας (1890-1965), με τη γυναίκα του Σοφία (1893-1965). Κάτω: Το κέντρο "Τρία Αστέρια" στην ταινία "Έγκλημα στο Κολωνάκι".
Το κέντρο αυτό πρόσφερε στο κοινό του, που ήταν κυρίως οικογένειες, λαϊκή αλλά και ευρωπαϊκή μουσική, που ακουγόταν μέσα από γραμμόφωνα ή πικ-απ. Στη μεγάλη πίστα του, οι μεγάλοι χόρευαν ταγκό όπως ήταν η «Κομπαρσίτα», από τα γνωστότερα της εποχής, ή βαλς. Η νεολαία και τα παιδιά, ξεφάντωναν με τη σάμπα, το μάμπο, και το χούλα χουπ, που χόρευαν τα κορίτσια στριφογυρίζοντας μια ρόδα με ισορροπία γύρω από την μέση τους. Επίσης με το τουίστ, το τσα-τσα, το μάντισον, τη ρούμπα, το φοξ αγγλέ, το ροκ εν ρολ, και το καλύψω με το τραγούδι «Μπανάνα» του Χάρρυ Μπελαφόντε. Ακόμα, χόρευαν τη μεξικάνικη ράσπα, που άρεσε ιδιαίτερα μετά από την επιτυχία που σημείωσε στο σινεμά, όταν την χόρεψε στο «Πικρό ρύζι» η Συλβάνα Μάνγκανο, και η Τζίνα Λολομπρίτζιτα στο «Ψωμί, έρωτας και φαντασία». Σε αυτό το χορευτικό τραγούδι, τη «Ράσπα απ΄το Μεξικό», που ερμήνευε με πολύ μπρίο η Κούλα Νικολαΐδου αλλά και οι αδελφές Καλουτά σε δίσκους γραμμοφώνου, καθώς το χόρευαν, μικρές ακόμη, η νονά μου Ευγενία με τη μαμά μου, πάνω σε μια φιγούρα με πολλές στροφές, της ξέφυγε της μαμάς από την ταχύτητα που στριφογύριζαν η νονά μου, έπεσε κάτω, κι έσπασε λίγο τα μπροστινά της δόντια. Στο σχολείο όλοι από τότε την φώναζαν «κουτσοδόντα», κι αυτό τη στεναχωρούσε πολύ. Αν και τελικά, το χαμόγελό της ήταν έτσι περισσότερο χαριτωμένο και γλυκό.
Το κέντρο «Τρία Αστέρια», το 1960 χρησίμευσε ως σκηνικό στην αστυνομική ταινία της Τζαλ Φιλμ «Έγκλημα στο Κολωνάκι», σε σκηνοθεσία Τζανή Αλιφέρη, μαζί με την παράπλευρη ρεματιά.
Κάτω: Ο Γιώργος Αναστασιάδης με τη γυναίκα του Αγγελίνα και την παρέα τους, διασκεδάζουν στα "Τρία Αστέρια".
Κάτω: ο Μανώλης Αγγελής με την εγγονή του Ρένα στα "Τρία Αστέρια".
Όμως, ενώ η Ευγενούλα Γιαννοπούλου διασκέδαζε πολύ σαν παιδί στα «Τρία Αστέρια», ο αδελφός της Τάκης Γιαννόπουλος που σπούδαζε τότε, δεν μπορούσε ούτε να διαβάσει ούτε να ησυχάσει, από τις δυνατές μουσικές αυτού του κέντρου, και έχει μια άλλη άποψη για το λαϊκό αυτό μαγαζί: "Θυμάμαι σ΄εκείνες τις εποχές που ερχόντουσαν απ΄τη Ν.Ιωνία κι ανέβαιναν στα «Τρία Αστέρια» του Καζάντζα. Και επειδή δεν ήτανε τότε και σπίτια, όλοι οι ήχοι ερχόντουσαν, κι εμένα το δωμάτιό μου ήταν γειτονικό, και υπέφερα! Και ήταν ότι δεν μου πήγαινε η μουσική αυτή. Διαφορετικά, θα το έριχνα και λίγο έξω"! Το κέντρο «Τρία Αστέρια» άφησε ιστορία στην περιοχή, και έγινε τοπωνύμιο, όπως και ο «Ζέφυρος». Αργότερα, το σινεμά που οικοδομήθηκε στο γειτονικό οικόπεδο, πήρε το ίδιο όνομα. «Αστέρια» ονομάστηκαν και τα δύο κρεοπωλεία του Κώστα Μαργαρίτη ( ο οποίος είχε επίσης τρία παιδιά) στη Λ.Ηρακλείου και του Τάσου Τσίμα στην οδό Σαλαμίνος. «Αστέρια» ονομάζεται και η λεωφοριακή στάση στην ίδια περιοχή.
Επάνω: Το κρεοπωλείο "Τρία Αστέρια" του Κώστα και της Κατίνας Μαργαρίτη (αριστερά). Κάτω: Ο Τάσος Τσίμας στο κρεοπωλείο του "Αστέρια".
Άλλο ένα καλοκαιρινό κοσμικό κέντρο, ήταν η «Αθηναία». Βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα το εμπορικό κέντρο «Ιωνία 2000». Το οικόπεδο που βρισκόταν, μαζί με το κτίσμα, ήταν ιδιοκτησία του Χρήστου και της Παρασκευής Βούτσικα, με καταγωγή από την Κόνιτσα της Ηπείρου.
Επάνω: Ο Χρήστος Βούτσικας, τρίτος από αριστερά, καθιστός, σε αναμνηστική φωτογραφία από το εθελοντικό στρατιωτικό σώμα που υπηρετούσε, κατά τους εθνοαπελευθερωτικούς αγώνες της Ηπείρου για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, την περίοδο 1906-1914.
Ο Χρήστος και η Παρασκευή Βούτσικα, επάνω σε φωτογραφικό στούντιο και κάτω στο πραύλιο της "Αθηναίας".
Μέχρι τις αρχές του 1940 την «Αθηναία» διεύθυνε ο Παναγιώτης Γκόβας, ο οποίος νοίκιαζε τον χώρο από τους ιδιοκτήτες. Ο Γκόβας είχε και το μεράκι να γράφει στίχους για τραγούδια, με το ψευδώνυμο «Τάκης Μποτίνης». Μετά την Κατοχή, τη διεύθυνση του κέντρου ανέλαβε κάποιος ονόματι Δημοσθένης, με την Ρωσίδα γυναίκα του την Ταΐς και τον γιό του Κόλκια (ή Κόλια). Η Ταΐς, τραγουδίστρια της όπερας στη Μόσχα, τραγουδούσε και για τους πελάτες του μαγαζιού κάθε βράδυ. Και με την κρυστάλλινη, καλλιεργημένη φωνή της, ξυπνούσε νοσταλγικούς καημούς για τις χαμένες πατρίδες, μιας και η ίδια ήταν επίσης πρόσφυγας. Κάποια στιγμή οι ιδιοκτήτες της «Αθηναίας» πτώχευσαν! Και αιτία ήταν το γεγονός, ότι ο Χρήστος Βούτσικας θέλησε να ασχοληθεί με την παραγωγή μπίρας, αλλά ο ανταγωνισμός με την μπίρα FIX ήταν μεγάλος, και δεν τα κατάφερε. Ο Χρήστος Βούτσικας πέθανε από τον καημό του και η γυναίκα του η Παρασκευή, αναγκάστηκε να πάει να χτυπήσει την πόρτα του Χειμωνάκη και να ζητήσει δουλειά στο εργοστάσιό του, για να αναστήσει το παιδί της τον Γιάννη. Θυμάμαι προς το τέλος του ’60, αρχές ’70, πηγαίνοντας προς τη Νέα Ιωνία, έβλεπα εκεί, στη στάση Σίδερα, την «Αθηναία» ερειπωμένη, περιτριγυρισμένη ακόμα από μια τεράστια πέτρινη μάντρα, που έγραφε επάνω με μισοσβησμένα μαύρα-κόκκινα γράμματα το όνομα του κέντρου αυτού, που άφησε τη δική του ιστορία στο Ηράκλειο.
Επάνω: Η Παρασκευή και ο Χρήστος Βούτσικας με τον σοφέρ τους, έξω από το σπίτι τους, στην οδό Ζεφύρου. Κάτω: Ο Βασίλης Βενιέρης μπροστά στην "Αθηναία".
Σαν σε όνειρο, θυμάμαι επίσης ονόματα από ταβέρνες της εποχής, όπως του Κώστα Καψοκέφαλου και του Τάσου Καραδήμα, στη συμβολή των οδών Ωραιοπούλου και Μαρίνου Αντύπα, απέναντι από την υπόγεια διάβαση, που ήταν μέσα σε πεύκα. Ημιυπόγεια ταβέρνα, που διέθετε ταράτσα με θέα.
Επάνω: Ο τότε πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Ηρακλείου Αττικής, μαζί με το διευθυντή Χωροφυλακής και την παρέα τους, κάνουν Πάσχα στου Καψοκέφαλου.
Επάνω: Ο Φίλιππος Πολίτης με τη γιαγιά του, στην αυλή του Καψοκέφαλου. Κάτω: Η Αννούλα Τριανταφύλλου στου Καψοκέφαλου.
Επάνω: Οι οικογένειες Λιτσάκου και Σκέμπα στην ταβέρνα του Καψοκέφαλου. Κάτω: Η Ευρώπη Παπουτσόγλου μπροστά στην ταβέρνα του Καραδήμα.
Κάτω: Ο Τάσος Καραδήμας με τη γυναίκα του Παβέτα (Βαρβάρα το γένος Κελμάγερ) και την κόρη τους Κατερίνα.
Πολύ κοντά, στην οδό Ερμού, απέναντι από το παλιό Κοινοτικό Γραφείο και μετέπειτα Δημαρχείο του Ηρακλείου, βρισκόταν η ταβέρνα του Παναγιώτη Καρδάση, από τις παλαιότερες στην περιοχή, η οποία υπήρχε ήδη από την δεκαετία του ’20, και αρχικά είχε την ονομασία: «Ζυθεστιατόριον το Νέον Ηράκλειον».
Το «Ζυθεστιατόριον το Νέον Ηράκλειον» του Καρδάση σε διάφορες χρονικές περιόδους.
Στην πλατεία της Αγίας Τριάδας ήταν η ταβέρνα του «Μπουζούρα» (αργότερα την ανέλαβε ο Ευδόξιος [Άκης] Μαρίνος) που έκανε χρυσές δουλειές στο πανηγύρι. Στην πλατεία του Ηλεκτρικού υπήρχε η περίφημη ταβέρνα-ζυθεστιατόριο του Ηλιάδη, που άνοιξε το 1939-40 και βρισκόταν στη θέση ενός πολύ παλαιότερου καταστήματος του Σίμου Παπουτσόγλου με γαλακτοκομικά προϊόντα. Η πολύ μεγάλη αυτή ταβέρνα, βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το σπίτι του Νίκου του Λίβα, ανεβαίνοντας στην πλατεία από την υπόγεια διάβαση. Μπροστά στην είσοδο υπήρχε μια τεράστια λεύκα, η οποία την περίοδο 1978-79 έσπασε σχεδόν από τη ρίζα της, στη διάρκεια μιας καταιγίδας που συνοδευόταν από ανεμοστρόβιλο. Στο πίσω μέρος της ταβέρνας του Ηλιάδη, υπήρχε ένας πολύ μεγάλος, συρματοπλεγμένος κήπος, που έφτανε σχεδόν μέχρι την οδό Φιλυρών. Και στη μέση του κήπου υπήρχε ανυψωμένη, κυκλική πίστα, όπου χόρευαν οι καλοκαιρινοί θαμώνες του μαγαζιού.
Επάνω: Ο Ηλιάδης (στο κέντρο με το κοστούμι) και την παρέα του. Κάτω: Αποκριάτικος χορός στου Ηλιάδη. Ο ίδιος χορεύει με τη ντάμα του. Πίσω τους, ο Νίκος Χαλτσάς.
Στη Λεωφ. Ηρακλείου, στο ύψος της Αττικής Οδού υπήρχε η ταβέρνα του Βαρθαλίτη. Εκεί, μια φορά σε κάποιο γλέντι, καθώς χόρευε ένα λεβέντικο τσάμικο, την «Ιτιά, ιτιά, λουλουδιασμένη» που του άρεσε ιδιαίτερα, ο γιατρός Σωκράτης Γιαννόπουλος, επάνω στις πολλές στροφές, σκίστηκε το μαντήλι που κρατούσε, κάνοντας τα τσαλίμια του χορού, κι έπεσε κάτω, ευτυχώς χωρίς να χτυπήσει, εισπράττοντας όμως το χειροκρότημα όσων τον χάζευαν. Στην οδό Σαλαμίνος 6 ήταν η ταβέρνα του Γιώργου του Ρεκούμη. Θυμάμαι, ότι κατά τα 2/4 ήταν τζαμαρία, και στο βάθος ήταν ο πάγκος του καταστήματος. Επάνω σε πατάρι, υπήρχε μια σειρά με βαρέλια κρασιού. Σε όλο το χώρο υπήρχαν ξύλινα τραπεζάκια με καρό τραπεζομάντηλα και τέσσερις καρέκλες, και στην είσοδο υπήρχε ένα τζουκ-μποξ. Με τα παιδιά του κ. Γιώργου, τον Χρήστο και τον Κώστα, είμαστε σχεδόν συνομήλικοι και φίλοι. Και θυμάμαι, ότι το τζουκ-μποξ το είχαμε βρει παιχνίδι. Δεν ήταν τόσο για να ακούσουμε κάποιο τραγούδι, όσο το ότι μας εντυπωσίαζε η αυτόματη λειτουργία της συσκευής. Διαλέγαμε αρχικά τον τίτλο του τραγουδιού που θέλαμε: «Ο ταυρομάχος», «Μια μελαχρινή», «Σις κεμπάπ» με την Γιώτα Λύδια, «Τα ξένα χέρια» με την Καίτη Γκρέυ, «Μαντουμπάλα» και «Ζιγκουάλα» με τον Στέλιο Καζαντζίδη, το «Καρδιά μου καημένη» και τον «Τσακιτζή» με τον Στράτο Διονυσίου και την Βεατρίκη Κάλη, αλλά και τα πολύ επίκαιρα και αγαπητά τραγούδια λόγω της μετανάστευσης που υπήρχε τότε, όπως το «Μανούλα θα φύγω» του Καζαντζίδη και «Φεύγεις καλέ μου» με την Φούλη Δημητρίου, που ήταν οι κύριες προτιμήσεις μας. Πατούσαμε το κουμπί της επιλογής, ρίχναμε μια δραχμή, κι αμέσως σηκωνόταν ο βραχίονας του τζουκ-μποξ, έπαιρνε τον δίσκο 45 στροφών με το τραγούδι που είχαμε διαλέξει, το τοποθετούσε επάνω στον κύλινδρο του πικ-απ που περιστρεφόταν, ακουμπούσε έπειτα ο βραχίονας με την βελόνα και ξεκινούσε το τραγούδι που το ακούγαμε από το ηχείο. Στα παιδικά μας μάτια, όλη αυτή η αυτόματη διαδικασία μας φαινόταν μαγική.
Επάνω: η Γιώτα Λύδια. Κάτω: Η Σεβάς Χανούμ.
Θυμάμαι, ότι η ταβέρνα του Ρεκούμη είχε και εξωτερικό χώρο, για την άνοιξη και το καλοκαίρι, επί της Σαλαμίνος. Γύρω στρωμένα τραπέζια, επάνω στους στύλους που κρατούσαν τις τέντες κρέμονταν πολύχρωμοι γλόμποι που άναβαν τη νύχτα, και στην άκρη αριστερά, αυτοσχέδια πίστα για χορό. Και αν ερχόταν και κάνας τραγουδιστής για έκτακτη εμφάνιση, έστηναν και πάλκο, όπως τότε, το καλοκαίρι του ’68 αν δεν με γελάει η μνήμη μου, που από το μεσημέρι το μεγάφωνα ενός αυτοκινήτου διαλαλούσαν: «Εκτάκτως, σήμερα το βράδυ, στην ταβέρνα του Ρεκούμη, η διάσημη Τουρκάλα τραγουδίστρια Σεβάς Χανούμ θα σας διασκεδάσει και θα σας μαγέψει με τα τραγούδια της!».
Όλα τα παιδιά της γειτονιάς ανυπομονούσαμε να έρθει το βράδυ. Σκαρφαλώσαμε στο πεζούλι της μάντρας του σπιτιού μας, που γειτόνευε με την ταβέρνα, και κάποια στιγμή είδαμε την «Τουρκάλα» τραγουδίστρια, που εκ των υστέρων, όταν ήμουν φοιτητής, έμαθα ότι πίσω από το ψευδώνυμο «Σεβάς Χανούμ» κρυβόταν η ποντιακής καταγωγής, από τη Σαμψούντα του Πόντου, Σεβαστή Παπαδοπούλου, μια από τις αρραβωνιαστικές του Στέλιου Καζαντζίδη.
Θυμάμαι, ότι στην αυτοσχέδια τσιμεντένια πίστα αυτής της ταβέρνας, εκείνο το καλοκαίρι, σχεδόν κάθε βράδυ χόρευε ανατολίτικους χορούς κι ένα μελαχρινό κοριτσάκι, σχεδόν συνομήλικό μου, παίζοντας ένα ντέφι στολισμένο με πολύχρωμες κορδέλες. Και μετά, μέσα σ’ αυτό, μάζευε χρήματα από τους θαμώνες του κέντρου, περνώντας από τραπέζι σε τραπέζι. Την έκανα χάζι κοιτώντας την να χορεύει, σκαρφαλωμένος στο πεζούλι της πέτρινης μάντρας του σπιτιού μας, που το χώριζε από την ταβέρνα, και σιγά-σιγά γίναμε φίλοι. Ερχόταν τα μεσημέρια, ή νωρίς το απόγευμα, πριν ξεκινήσει το «πρόγραμμά» της, στην αυλή του σπιτιού μου και παίζαμε. Και τις άρεσε να χορεύει, μόνο για εμένα, τον «χορό της φωτιάς», όπως τον έλεγε, λικνιζόμενη γύρω από τη μικρή ψησταριά, που είχαμε στην αυλή και ψήναμε τις μπριζόλες! Η ταβέρνα του Ρεκούμη φημιζόταν για τους εξαιρετικούς μεζέδες της, όπως τον γύρο και το σουβλάκι. Μάλιστα για τη νοστημιά του τελευταίου, οι πιτσιρικάδες είχαν αυτοσχεδιάσει κι ένα συνθηματικό ποιηματάκι που το έλεγαν με αγγλική προφορά : "Κουμ-κουμ του Ρεκούμ του τουκ σουβλακούμ" (πληροφορία: Τάκης Γιαννόπουλος). Στη Λ. Ηρακλείου, εκεί που είναι σήμερα το κατάστημα «Χρώματα – σιδηρικά ο Μπάμπης» του Θωμά Βασιλείου, υπήρχε το «Ζυθεστιατόριο ο Μπάμπης» του πατέρα του Μπάμπη Βασιλείου, που λόγω της μεγάλης αυλής του προσφερόταν για γλέντια και αρραβώνες. Εκεί, τον Αύγουστο του 1952 αρραβωνιάστηκαν και οι γονείς μου, κι έγινε τρικούβερτο γλέντι!
Ο αρραβώνας των γονιών μου στο «Ζυθεστιατόριο ο Μπάμπης».
Θυμάμαι επίσης την ταβέρνα «Ο Βάκχος», του Θ. Κωνσταντόπουλου, στην ομώνυμη οδό, πίσω από το ιερό του Αγίου Νεκταρίου που γινόντουσαν πολλά αποκριάτικα γλέντια. Φέρνω στο μυαλό μου και την πολύ παλιά ταβέρνα – οινομαγειρείο του Λάμπρου Πρίτσα, στη γωνία των οδών Σωκράτους και Αίνου. Εκεί έτρωγαν οι εργάτες των οικοδομών στα διαλείμματά τους ή στο σχόλασμα, φαγητό φρεσκομαγειρεμένο από τη γυναίκα του καταστηματάρχη, όπως κότες ή κουνέλια, που της πήγαιναν οι εργολάβοι οικοδομών ως δώρα από αυτούς που έχτιζαν τα σπίτια. Από τους τακτικότερους θαμώνες τα μετακατοχικά χρόνια, ήταν ο Μανώλης Αγγελής, ο Θρασύβουλος Κορτέσης, ο Ανδρέας Αναστασιάδης, ο Γρηγόρης Χριστοφίδης, ο Καραναστάσης, ο Μελανίτης, ο Τριβέλλας κ.ά. Όποτε σουρούπωνε, έλεγαν συνθηματικά: «Πάμε στο Προξενείο», εννοώντας την ταβέρνα του Πρίτσα (μαρτυρία Θανάση Κορτέση).
Επάνω: Η ταβέρνα "Ο Βάκχος". Κάτω: Το οινομεγειρείο του Πρίτσα.
Επίσης στην πλατεία Όθωνος, υπήρχαν ολόγυρα ταβέρνες, όπως του Ρέπα, του Κουλουριώτη κ.ά. Ως εξοχή το Ηράκλειο, εκτός από το ωραίο τοπίο και τα κέντρα διασκεδάσεως, διέθετε τότε και ξενοδοχείο. Ιδιοκτήτης ήταν ο Γιώργος Χωμενίδης και βρισκόταν στη συμβολή των οδών Ηρακλείου και Χελμού. Εκτός από οικογένειες που φιλοξενούσε, κυρίως στις καλοκαιρινές διακοπές, αποτέλεσε και ερωτική φωλιά για πολλά «παράνομα» ζευγαράκια της Αττικής περιφέρειας.
Επάνω: Η Άννα Παπακωνσταντίνου στην είσοδο το Ροϊλού. Κάτω: Μια μεγάλη παρέα διασκεδάζει στην ταβέρνα του "Κουλουριώτη" στην Πλατεία Όθωνος.
- Για βόλτες και ψώνια στη Νέα Ιωνία - Η Νέα Ιωνία, είναι η προσφυγοπούλα αδελφή και η αγαπημένη γειτόνισσα του δήμου μας! Άρχισε να υπάρχει σαν συνοικισμός από τις 9 Δεκεμβρίου 1922, ημέρα των εγκαινίων της.
Επάνω: Η Έλλη Λυρίτη-Τερίκογλου στα βραχάκια του Υδραγωγείου, με φόντο τη Ν.Ιωνία. Κάτω: Η Δήμητρα Μηχανετζόγλου και η αδελφούλα της Όλγα, για φώνια στη Ν.Ιωνία, ενώ παράλληλα ενημερώνονται από περιοδικό μόδας.
Οι πρόσφυγες που τη δημιούργησαν, κυρίως Σπαρταλίδες, ήρθαν κατατρεγμένοι, ταλαιπωρημένοι, με ένα σωρό ανεξίτηλες πληγές στις ψυχές τους, αλλά και με πολλά όνειρα, για ένα καλύτερο μέλλον! Στέριωσαν τα βήματά τους στους παλιούς Ποδαράδες, κι έχτισαν εκεί, σαν προκομμένοι άνθρωποι που ήταν, τη δική τους νέα πολιτεία, φορτωμένη με τις μνήμες της Ιωνίας που άφησαν για πάντα πίσω τους!
Επάνω: Η Έλλη Λυρίτη-Τερίκογλου (αριστερά) με φίλες της, στο σταθμό της Ν.Ιωνίας αρχές του ΄50. Κάτω: Ο Γιώργος Τερίκογλου (στο κέντρο) με φίλους του, στο σταθμό της Νέας Ιωνίας.
Οι Ηρακλειώτες, εκτός από τους περιπάτους στις εξοχές του Ηρακλείου, τα σινεμά και τα παιχνίδια, έκαναν και βόλτες για τα ψώνια. Το Ηράκλειο ποτέ δεν διέθετε κάποια ιδιαίτερη αγορά. Είχε ελάχιστα μικρομάγαζα που δε μπορούσαν με τίποτα να καλύψουν τις ανάγκες των πολιτών. Η καλύτερη αγορά και οι προμήθειες ποτών, ξηρών καρπών ή νημάτων για εργόχειρα, γινόταν στα μαγαζιά της Νέας Ιωνίας, όπου κατέβαινε κανείς από το Ηράκλειο, είτε με λεωφορείο, είτε με τρένο, ή, ακόμα καλύτερα, με τα πόδια για βόλτα.
Επάνω:Η Ζωζώ Αγγελή γυρίζοντας με το ζεστό καρβέλι στο χέρι, από φούρνο της Ν.Ιωνίας. Κάτω: Η ποτοποιία "Ευαγγέλου" στη Λ.Ηρακλείου.
Ένα από τα πιο παλιά μαγαζιά της Ν.Ιωνίας ήταν και το Φαρμακείο του Νίκου Σταυριανού. Ο Σταυριανός, όπως κι όλοι οι κάτοικοι της περιοχής, είχε έρθει από τη Μικρά Ασία κι είχε σπουδάσει εκεί Φαρμακοποιός. Ήρθε εδώ λοιπόν κι άνοιξε στη Ν.Ιωνία φαρμακείο το 1927, αλλά οι ανταγωνιστές θέλανε να του το κλείσουν γιατί δεν είχε επίσημα χαρτιά ότι είχε σπουδάσει, επειδή έφυγε κυνηγημένος από εκεί και δεν έφερε τίποτα μαζί του. Το 1930 που ο Βενιζέλος με τον Κεμάλ υπέγραψαν το Σύμφωνο της Ελληνοτουρκικής Φιλίας, ένας γνωστός του φρόντισε να του βρει και να του στείλει όλα τα απαραίτητα έγγραφα που επιβεβαίωναν τις σπουδές του, κι έτσι τελικά, άνοιξε ελεύθερα το Φαρμακείο του στη Λ.Ηρακλείου, στο ύψος του Ταχυδρομείου, απέναντι από το περίφημο «Ζαχαροπλαστείο Κυβέλεια» και δίπλα ακριβώς στο γνωστό στους παλιούς «Βιβλιοπωλείο-Χαρτοπωλείο Τατσιράμου».Ποτά έπαιρναν από το κατάστημα «Ευαγγέλου», που το γλυκάνισο από το ούζο σκόρπιζε την μεθυστική μυρωδιά του αρκετά μέτρα μακριά από το μαγαζί. Μέσα στο μαγαζί εκτός από ξύλινα βαρέλια, υπήρχαν και γυάλινες μεγάλες φιάλες σε σχήμα βαρελιού, με μπρούτζινες κάνουλες, που μέσα στο καθένα από αυτά υπήρχαν λικέρ σε διάφορα χρώμα: κόκκινο για το τσέρι (κεράσι), πράσινο για τη μέντα, κίτρινο για το κίτρο, πορτοκαλί για τη μπανάνα, καφετί για το βερμούτ... Θυμάμαι τον ευγενικό ιδιοκτήτη, κάποτε που ήμουν παιδάκι, με κέρασε λικέρ μπανάνα και το βρήκα εξαιρετικό.
Εξαιρετικό πεϊνιρλί και κιμαδόπιτες αγοράζαμε όλοι από την οδό Ραμνούντος 76, από το φούρνο-εργαστήριο της οικογένειας Μαυρομάτη. Ο καταγόμενος από τη Σμύρνη Ιωσήφ Μαυρομάτης με τη γυναίκα του Ουρανία, άνοιξαν το 1942 ένα παραδοσιακό ξυλόφουρνο, για να ψήνουν φαγητά σε λαμαρίνες. Από το 1950 ξεκίνησαν να παρασκευάζουν με μεγάλο μεράκι και γευσιγνωσία, παραδοσιακό πεϊνιρλί άριστης ποιότητας! Έξω από το κατάστημα σχηματιζόντουσαν ουρές για να το πάρουν φρεσκοψημένο στον παραδοσιακό φούρνο και ευωδιαστό, πεϊνιρλί γεμιστό μόνο με τυρί ή τυρί και κιμά, για σπέσιαλ γεύση! Η απόγονοι της οικογένειας συνεχίζουν ακόμα, επάξια, την παράδοση.
Φρεσκοψημένο ψωμί, σταφιδόψωμα και κουλούρια, προμυθευόντουσαν όλοι από τους φούρνους του Κατιμερτζόγλου που βρισκόταν στη συμβολή των οδών Μ.Ασίας και Δερκών, του Φλώρου στην οδό Βάρναλη, του Τσομπάνογλου (αργότερα ο φούρνος ονομάστηκε "Ματαντόρ") στην 28ης Οκτωβρίου, του Βαλούρδο στην οδό Ευαγγελικής Σχολής, δίπλα στα παλιά Λουτρά στους Αγίου Αναργύρους, του Μήτσου Μαλίμογλου στην οδό Σεϊζάνη, του Βογιατζόγλου στη συμβολή των οδών 28 Οκτωβρίου και Επταλόφου, του Ευαγγέλου ψηλά στη Λ.Ηρακλείου, ο οποίος μάλιστα πουλούσε και καρβέλια αρωματισμένα με γλυκάνισο που η γεύση του μας τρέλαινε σαν παιδιά, και τόσων άλλων. Κοσμήματα και ρολόγια στον «Εμβαλωμένο». Παιχνίδια από το μεγάλο κατάστημα του παλιού, ωραίου τραγουδιστή, Γιώργου Λουκά. Γλυκά από τα «Γιούλια» του Ευάγγελου Αγιάκογλου. Ξηρούς καρπούς από τον «Ιορδάνη», του Ιορδάνη Γουναρίδη και των απογόνων του.
Επάνω: Ο Ιορδάνης Γουναρίδης. Κάτω: Ο διάδοχος του Ιορδάνη, Γιώργος Γουναρίδης, μπροστά στο κατάστημα. Αριστερά, διακρίνεται το βιβλιοχαρτοπωλείο του Τατσιράμου.
Φρεσκοκομμένο καφέ από τον «Λουκά». Νήματα και μαλλιά πλεξίματος από τον «Βασιλειάδη», ο οποίος από τη Σπάρτη της Μ.Ασίας που γεννήθηκε το 1918, ήρθε και ρίζωσε παντοτινά, από το 1922, στη Ν.Ιωνία.
Επάνω: Το "Καφεκοπτείο" του Λουκά, στην ίδια θέση από το 1924, δίπλα-δίπλα με το κατάστημα "Μαλλιά Βασιλειάδη".
Επάνω: 1948. Ο Νίκος Βασιλειάδης (δεξιά) στην είσοδο του καταστήματος του υπό την επωνυμία "Ερμής", με είδη γυναικείου ρουχισμού, στην περιοχή "Τροχονόμος". Κάτω: Ο Νίκος Βασιλειάδης το έτος 1955, στο διαχρονικό κατάστημα "Μαλλιά Βασιλειάδη", το οποίο διευθύνει πλέον ο γιος του Ιορδάνης.
Κλωστές, δαντέλες, κουμπιά, τρέσες και φερμουάρ αγόραζαν από το Rex της Σοφίας και του Ιωσήφ Ουλκέρογλου.
Νυφικά, μπομπονιέρες, στέφανα γάμου και βαπτιστικά στον «Οίκο Νυφικών Μαργαρίτα» της Μαργαρίτας Παπαϊωακείμ. Λευκά είδη, παιδικά εσώρουχα και καλτσάκια στου «Χαραλαμπίδη».
Φωτιστικό πετρέλαιο, οινόπνευμα και σπίρτα αγόραζαν από το «Μονοπώλιο», ένα θαυμάσιο κτίριο με τρούλο καλυμμένο με τσίγκο, και τεράστιες αψιδωτές τζαμαρίες, που έμοιαζε σαν μικρό ισλαμικό τέμενος, απέναντι από την Κλινική «Αγία Λαύρα» επί της Λ. Ηρακλείου. Μπουριά για σόμπες, λαδοφάναρα, λάμπες θυέλλης, ντεπόζιτα μεγάλα, ντεπόζιτα μικρά με μπρούντζινο βρυσάκι για νερό, «φανάρια» κατασκευασμένα από μεταλλικό σκελετό και συρμάτινη σίτα, για την φύλαξη του φαγητού στη δροσιά, σκάφες και λεκάνες μεταλλικές, μικρές ψησταριές, σχάρες, σούβλες και τσιμπίδες για ψήσιμο στην αυλή, γκαζοτενεκέδες, κουβάδες για πηγάδια και ποτιστήρια, έβρισκαν στα «Τενεκετζίδικα» ή αλλιώς «Λευκοσιδηρουργεία», που υπήρχαν στη σειρά, στη θέση «Τροχονόμος» της Νέας Ιωνίας.
Ηρακλειώτες και Νεο-Ιωνιώτες στην οδό Αγίου Γεωργίου, στη γέφυρα του Ποδονύφτη, που ενώνει τις προσφυγικές γειτονιές της Ελευθερούπολης, της Σαφράμπολης και της Ινέπολης.
Υλικά οικοδομών έπαιρναν από τις μάντρες του Γιώργου Μαρκίδη (παλιού Ηρακλειώτη που έμενε στην οδό Ζεφύρου) και του Κ. Χιώτη. Φρούτα, λαχανικά, ψάρια, βότανα και μπαχαρικά, στην οδό Πάρσης, όπου κολλητά με τις γραμμές του τρένου, υπήρχαν προσφυγικές παράγκες απ’ όπου δεν έπαυαν ν’ ακούγονται απ’ τα γραμμόφωνα, ή από μικρές ορχήστρες μ’ ένα κανονάκι, ένα ούτι κι ένα βιολί, νοσταλγικοί σκοποί της Μικρασίας.Οι μνήμες της Μικρασίας ζούσαν ακόμα εκεί μέσα από τραγούδια, καρσιλαμάδες και αμανέδες, που σκορπούσαν τους ήχους τους από τα παλιά γραμμόφωνα, που κι αυτά πρόσθεταν μια γραφική νότα. Οι Νεο-Ιωνιώτες απάληναν τους καημούς της προσφυγιάς καπνίζοντας τσιγάρα, ή και ναργιλέδες ακόμα, στα παραγκοκαφενεία και οι γιαγιάδες καθισμένες σε σκαμνάκια και σε καρέκλες τα κατώφλια των προσφυγικών, πλίνθινων χαμόσπιτων, αφηγούνταν ιστορίες από τη χαμένη Ιωνία.
Τυροκομικά προϊόντα και αλλαντικά έβρισκε κανείς στο κατάστημα «Η Σμύρνη» του Ευάγγελου Μαρτινίδη, τον οποίο διαδέχτηκε ο κουμπάρος του Γιάννης Πρωτοψάλτης με τους γιούς του Παναγιώτη και Χρήστο.
Επάνω: Η μάντρα οικοδομών του Γιώργου Μαρκίδη. Κάτω: Το κατάστημα τυροκομικών και αλλαντικών ειδών "Η Σμύρνη".
Για φωτογραφίες ταυτότητας, βιβλιαρίων, εβδομαδιαίες, γάμων και βαφτίσεων πάλι η Νέα Ιωνία έδινε τη λύση με τον Παπαϊωακείμ στην οδό Πάρσης, αλλά κυρίως με τον Λευτέρη Βογιατζόγλου στην πλατεία Συμιριώτη. Το φωτογραφείο του Λευτέρη Βογιατζόγλου με την επωνυμία «ΦωτοΡεκόρ» αποτελούσε το καλλιτεχνικό ατελιέ της εποχής. Θυμάμαι τους τοίχους γεμάτους φωτογραφίες από ηθοποιούς, όπως η τότε νεαρή ενζενύ Ζινέτ Λακάζ και η Γεωργία Βασιλειάδου, μέχρι διάσημους τραγουδιστές όπως ο Τσιτσάνης και η Μαρίκα Νίνου, η Πόλυ Πάνου, η Σεβάς Χανούμ ("η ωραιότερη κοπέλα που είχα φωτογραφίσει", μου είχε πει), η Καίτη Γκρέυ, ο Στέλιος Καζαντζίδης με την Μαρινέλλα. Μου είχε πει μάλιστα ο κύριος Λευτέρης, πόσο σεμνότυφος ήταν ο Καζαντζίδης. Είχαν δώσει ραντεβού με τη Μαρινέλλα να φωτογραφηθούν εκεί, κι εκείνη πήγε με φόρεμα που είχε τιράντες. Εκείνος, δεν δεχόταν σε καμία περίπτωση να φωτογραφηθεί έτσι μαζί της. Μέχρι που τη λύση την έδωσε η γυναίκα του Βογιατζόγλου, και πρόσφερε στη Μαρινέλλα μια πλεχτή ζακέτα!
Επίσης, τα άφθονα σινεμά της Ν. Ιωνίας, χειμερινά κυρίως, όπως το Μύριαμ, το Αφροδίτη, ο Κρόνος, ο Αστέρας, το Νέα Ιωνία, το Ριάλτο κ.ά. πρόσφεραν τη δυνατότητα σε πολλούς Ηρακλειώτες να δουν πάμπολλες ταινίες εκεί, αλλά και να παρακολουθήσουν και σχολικές παραστάσεις που έδιναν σε μερικές από τις αίθουσές τους, και τα σχολεία, Δημοτικά και Γυμνάσια, της περιοχής.
Η Ευγενία Γιαννοπούλου-Ζωγράφου το 1955, μαθήτρια της 8ης τάξης του Γυμνασίου Νέας Ιωνίας σε θεατρική παράσταση στον "Αστέρα". Επάνω με την Ειρήνη Μυλώβα ως Ελευθερία και κάτω με τον Σπυρίδωνα Ζεαδάκη τσολιά.
Φυσικά, το περίφημο γήπεδο της ΑΕΚ πρόσφερε μεγάλες απολαύσεις στους φιλάθλους, αλλά προσφερόταν και για συναυλίες καλλιτεχνών που με τις φωνές τους ξυπνούσαν μνήμες από τις χαμένες πατρίδες.
Από το 1923, υπάρχει επίσης στη Ν.Ιωνία και το νοσοκομείο "Αγία Όλγα", το οποίο λειτουργούσε από παλιά και ως μαιευτήριο, στο οποίο είδαν το φως της ζωής πολλοί μελλοντικοί κάτοικοι των γύρω περιοχών.
Επάνω: 13 Ιουλίου 1949. Η Ευρυδίκη Γιαννοπούλου (δεύτερη από δεξιά) μαζί με την κόρη της Ευγενούλα (καθιστή στο κρεβάτι) επισκέπτονται στην "Αγία Όλγα" τη μικρή Μαργαρία Μαντζαβίνου, κόρη του παλαίμαχου ποδοσφαιριστή και τερματοφύλακα του Παναθηναϊκού, Αλέκου Μαντζαβίνου. Κάτω: 1953. Η επιστάτρια του Α΄Δημοτικού Σχολείου Ηρακλείου Στάμω Παπαντωνίου, άρρωστη στο νοσοκομείο "Αγία Όλγα", συντροφευμένη από την κόρη της Μαριάννα (αριστερά),δέχεται επίσκεψη από τις φίλες της Ευρώπη Παπουτσόγλου, Ευθυμία Μικροπούλου (θεία του ήρωα της Εθνικής Αντίστασης Παναγιώτη Μικρόπουλου), και την Κα Ξαγοράρη (δεξιά με τη μαντήλα) σύζυγο του παλιού τσαγκάρη απ΄το Ηράκλειο.
Κάτω: Ο φαρμακοποιός Νίκος Σταυριανός (με καταγωγή από την Απείρανθο της Νάξου) στην είσοδο του Φαρμακείου του, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το Ταχυδρομείο της Ν.Ιωνίας, και δίπλα ακριβάς από το γνωστό για τους παλιούς Βιβλιοχαρτοπωλείο Τατσιράμου". Μαζί του είναι και ο βαφτισιμιός του Κώστας Τατσιράμος, γιος του Βιβλιοπώλη.
Β΄ μέρος
- Η ιστορία από τα αρχαία χρόνια - Αυτό ήταν το Ηράκλειο ως τόπος, απ’ όσα θυμάμαι ή άκουσα, και προσπαθώ ν’ αποτυπώσω στο χαρτί, πριν η μνήμη αδυνατίσει. Ας έρθουμε τώρα στην ιστορία του. Πριν διαβάσω την ιστορία του δήμου μας, στο εξαιρετικό και ιδιαίτερα επιμελημένη βιβλίο του Γεωργίου Θεμ. Μαλτέζου «Το Χρονικόν του Ηρακλείου Αττικής», εκδόσεις «Ανατολής», Αθήνα 1970, και στο πλήρες, από άποψη έρευνας, και θαυμάσιο στην αφήγηση βιβλίο του Αντώνη Α. Θεοδωρακόπουλου «Ηράκλειο Αττικής (Ιφιστία – Ηφαιστία – Αράκλι) 508 π.Χ. – 1995», Αθήνα 1997, είχα ακούσει σκόρπιες ιστορίες για το Ηράκλειο, στις παλιές αυλές. Εκεί, οι γυναίκες κάνοντας εργόχειρα με το βελονάκι, ή πλέκοντας πολύχρωμα πατάκια με λουρίδες από κουρελόπανα, μας έλεγαν ιστορίες κι εμείς παιδιά, καθισμένα σε ξύλινα σκαμνιά, ή ανακούρκουδα σε κουρελούδες, ακούγαμε μαγεμένα. Μέσα από τις αφηγήσεις, μας ξετύλιγαν την ιστορία για το Ηράκλειο από τα αρχαία χρόνια, απ’ όσα κι εκείνες ήξεραν κι είχαν ακούσει, ανάμεσα σε θρύλους και πραγματικότητα. Η αυλή που άκουσα τις περισσότερες ιστορίες ήταν της κυρά-Κατίνας της Γκόβα, χήρας του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Παναγιώτη Γκόβα, η οποία ήταν στενή φίλη της γιαγιάς μου και με πρόσεχε στα παιδικά μου χρόνια. Μεγάλωσα στο σπίτι της, σαν σε δικό μου σπίτι και την φώναζα «παραμάνα», επηρεασμένος από τα παραμύθια. Κι εκείνη γελούσε μ’ αυτό! Πρέπει να πω εδώ, ότι η κυρά-Κατίνα (το γένος Τριανταφύλλου, με καταγωγή από τις Λεύκες της Πάρου) ήταν μια καλλονή στα νιάτα της, και ντυνόταν με φινέτσα και πολύ κομψό γούστο. Μάλιστα, υπήρξε και μοντέλο του Μυτιληναίου ζωγράφου Λουκά Γεραλή (1875-1958), ο οποίος απαθανάτισε την Δωρική μορφή της σε κάποιους πίνακές του. Όμως, εγώ την γνώρισα με πρόωρα μαραμένη την ομορφιά της, από τις συμφορές που την χτύπησαν. Παρ’ όλα αυτά, ένα μεγάλο οβάλ κάδρο στη σάλα του σπιτιού της, με μια προσωπογραφία της που την παρίστανε ντυμένη ανατολίτικα, μαρτυρούσε το περασμένο κάλλος της. Η κυρά-Κατίνα λοιπόν, έλεγε πολλές ιστορίες τότε με τις φίλες της, και την αδελφή της Ζωή Τριανταφύλλου, αλλά όταν έφτανε στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής η φωνή της γέμιζε πίκρα, κόμπιαζε, τα μάτια της βούρκωναν και σταματούσε την κουβέντα απότομα, βάζοντάς με να παίξω με τα πολύχρωμα κουμπάκια που έφερνε από το εργοστάσιο του Χειμωνάκη, στο οποίο δούλευε… Εκεί λοιπόν, πρωτάκουσα ότι το Ηράκλειο είναι ένας από τους αρχαιότερους δήμου της Αθήνας. Ο αρχικός οικισμός ήταν ανεπτυγμένος γύρω από το ναό του μυθικού ήρωα Ηρακλή. Ξεκινούσε από το Πάνω Ηράκλειο και απλωνόταν μέχρι το Νέο. Και αυτό το μαρτυρούν τάφοι σκεπασμένοι με καμπυλωτές κεραμιδόπλακες, με τους νεκρούς να έχουν στο στόμα από ένα χρυσό νόμισμα, καθώς και μία μαρμάρινη κεφαλή του Πανός που βρέθηκαν στα μέσα του 20ου αιώνα, κατά την διάρκεια έργων που γινόντουσαν μεταξύ των οδών Δεκελείας και Ελευσινίων. Κοντά σ’ αυτά, βρέθηκε και μια μαρμάρινη κολυμβήθρα! Ειδοποιήθηκε αμέσως η αρχαιολογική υπηρεσία και πήρε τα ευρήματα, χωρίς να εκτελέσει περαιτέρω ανασκαφές (μαρτυρία Χαρίκλειας Αγγελή, Αθανασίας Δασκαλογιάννη και άλλων γειτόνων). Λίγο πιο πάνω, πάλι στην οδό Δεκελείας και προς το οικόπεδο του Δαδιώτη, βρέθηκαν άλλοι τάφοι, ίσως βυζαντινής περιόδου, γιατί ένας από αυτούς έφερε στην επιγραφή του το όνομα «Παύλος» (μαρτυρία Ζωής Τριανταφύλλου). Στην ίδια περιοχή, λίγα χρόνια μετά, όταν ήμουν παιδάκι και έσκαβα λακκούβες στα χώματα ενός οικοπέδου, ανακάλυψα ένα χάλκινο στρογγυλό αντικείμενο, το οποίο στην αρχή το πέρασα για καπάκι. Αλλά, πλένοντάς το και καθαρίζοντάς το κάτω από το νερό μιας βρύσης, είδα ότι είχε ένα κεφάλι χαραγμένο επάνω και κάποια γράμματα. Το πήγα τρέχοντας με ενθουσιασμό σε κάποιον μεγάλο, κι εκείνος που γνώριζε από αυτά, μου είπε ότι ήταν βυζαντινό νόμισμα και το κράτησε... Οι ιστορίες που άκουγα, μου έφερναν μέσα από το χώμα οφθαλμοφανείς αποδείξεις. Όπως τα πολλά θραύσματα κεραμικών αγγείων, που κατά καιρούς ανακάλυπτα στις ρεματιές της Κουντουριώτου και του Ζέφυρου. - Τον καιρό του Όθωνα - Θυμάμαι και την ιστορία που άκουσα να λένε για το «ωμό κρέας». Ότι δηλαδή ο βασιλιάς Όθων, αναζητούσε ένα τόπο με καλό κλίμα, για να δημιουργήσει έναν οικισμό για τους απόστρατους Βαυαρούς αξιωματικούς του. Και ανάμεσα στους τόπους αυτούς, ήταν και το Ηράκλειο. Κρέμασαν κάπου ένα κομμάτι ωμό κρέας και μετά από μέρες το βρήκαν άθικτο. Αυτό σήμανε και την αρχή της ιστορίας του νέου οικισμού. Οι πρώτοι Βαυαροί εγκαταστάθηκαν στο Πάνω Ηράκλειο το 1837. Δέκα οκτώ άντρες, τέσσερις γυναίκες κι ένα παιδί. Μετά δύο χρόνια ο πληθυσμός έγινε τριάντα άντρες και ακόμα περισσότερες γυναίκες. Επιστάτης της αποικίας ορίστηκε ο αξιωματικός Χριστόφορος Νέζερ, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος χριστιανός φρούραρχος της Ακρόπολης στην Αθήνα, το 1833. Λίγα χρόνια μετά, το 1842, μέσα στον βαυαρικό οικισμό (γνωστό ως «Στρατιωτική Αποικία Ηρακλείου) που τον αποτελούσαν κάτοικοι του καθολικού δόγματος, οικοδομήθηκε ο γοτθικού ρυθμού ναός του Αγίου Λουκά για να εξυπηρετεί τις λατρευτικές ανάγκες των κατοίκων. Τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, ο συνοικισμός του Πάνω ή Παλαιού Ηρακλείου σιγά-σιγά αναπτυσσόταν και οι βαυαρικής καταγωγής κάτοικοι με επίθετα Βάγγερ, Μύλλερ, Ταγλάουερ, Κελμάϊερ, Πίτλιγγερ κ.ά. έγραφαν την δική τους ιστορία στον τόπο. Διασημότερη οικογένεια όλων, ήταν οι Φιξ, ιδρυτές της πασίγνωστης ζυθοποιίας. Οι Πάνω Ηρακλειώτες αποκαλούσαν το Κάτω Ηράκλειο: «ο κάμπος» (μαρτυρία π. Νικόλαου Γαβαθά). Όλο το Παλαιό Ηράκλειο ήταν πνιγμένο στη βαθιά ασημοπράσινη σκιά των ελαιώνων.
Το Κάτω Ηράκλειο είχε πολλούς πευκώνες και το διέτρεχαν ρεματιές. Στα χωράφια καλλιεργούσαν στάρι και κριθάρι. Και υπήρχαν μαντριά με κατσικοπρόβατα και γελάδια. Τα πρώτα εκείνα χρόνια, οι Βαυαροί Καθολικοί του Παλιού Ηράκλειου ήθελαν να διατηρήσουν αμιγή την κοινότητά τους, και δεν επιθυμούσαν επιμειξίες με Έλληνες Ορθοδόξους. Υπήρχε ένας άγραφος νόμος γι’ αυτό. Το απέφευγαν λοιπόν. «Παπούτσι από τον τόπο σου» που λένε... Όμως, ο έρωτας είναι τυφλός και φραγμούς δεν γνωρίζει!... Κάποτε, ένας Βαυαρός Καθολικός αγάπησε μια Ορθόδοξη Ελληνίδα. Ο ιερέας του Αγίου Λουκά αρνήθηκε να τους παντρέψει!... Το ζευγάρι, χωρίς ευλογία γάμου, έκανε παιδιά και εγγόνια. Τα χρόνια πέρασαν!... Ήταν πλέον παππούς και γιαγιά, και ανύπαντροι!... Ο ιερέας έβλεπε ότι ο θάνατος τους πλησίαζε και «έριξε νερό στο κρασί του». Τους κάλεσε στον Άγιο Λουκά και τους πάντρεψε. Το βράδυ, το ευλογημένο πλέον αντρόγυνο, κάλεσε παιδιά και εγγόνια στο σπίτι. Πήγαν όλοι με περιέργεια για την απρόσμενη πρόσκληση. Είδαν γλυκά, φωταψίες... «Τι έγινε καλέ γιαγιά;» ρωτάνε τα εγγόνια. Η ογδοντάχρονη γιαγιά κάνει ντροπαλά: «Είμαστε νιόπαντροι!». Από τις χαρούμενες κραυγές και τα χειροκροτήματα έσπασαν οι λάμπες που φώτιζαν το δωμάτιο!... (μαρτυρία Κατερίνας Μαβιτζή). - Και λίγα ιστορικά για τη Βαυαρική αποικία και για τους Φιξ - Κάπου στα τέλη του 18ου αιώνα, υπήρχε βόρεια από την τουρκοκρατούμενη ακόμα τότε Αθήνα, ένα ελληνικό χωριουδάκι που το έλεγαν Αράκλι. Μια επιδημία πανούκλας το ξεκλήρισε. Λίγα χρόνια μετά το τέλος της Επανάστασης του 1821, βρέθηκαν να κατοικούν εκεί 30 μόνο ψυχές. Το 1830, το "Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας του Ελληνικού Κράτους" που υπογράφηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις, επέβαλε τη μοναρχία στην Ελλάδα. Και το 1832 η "Συνθήκη του Λονδίνου" όρισε βασιλιά της Ελλάδας τον 17χρονο τότε Όθωνα, δευτερότοκο γιο του φιλέλληνα βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄. Στις 6 Φεβρουαρίου του 1832 ο Όθωνας κατέφθασε στην Ελλάδα. Τον Μάιο του 1837, με την αλλαγή του βασιλικού στρατεύματος από Βαυαρικό σε ελληνικό, μερικοί Βαυαροί στρατιωτικοί από το 3ο και 4ο Τάγμα Πεζικού που αποστρατεύτηκαν, υπέβαλαν αίτηση στον Όθωνα, ζητώντας τη μόνιμη εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. Ο βασιλιάς δέχτηκε. Σίγουρα, πολλοί θα γνωρίζετε την ιστορία με το «ωμό κρέας». Την εποχή εκείνη που ο βασιλιάς Όθων αναζητούσε ένα τόπο με καλό κλίμα, για να δημιουργήσει τον οικισμό για τους απόστρατους Βαυαρούς αξιωματικούς του, ξεχώρισε ανάμεσα σε κάποιες τοποθεσίες και το Αράκλι, που λίγα χρόνια μετά έγινε γνωστό σαν Ηράκλειο. Σε κάθε τοποθεσία κρέμασαν κάπου από ένα κομμάτι ωμό κρέας και περίμεναν λίγες μέρες να δουν τα αποτελέσματα. Μετά από μέρες, στο Ηράκλειο βρέθηκε το κρέας άθικτο και αναλλοίωτο, εξαιτίας του ιδιαίτερου κλίματός του. Αυτό, σήμανε και την αρχή της ιστορίας του νέου οικισμού. Η τοποθεσία ήταν πραγματικά προνομιακή! Υψόμετρο μόλις 200 μέτρα, ωραίες , ομαλές πλαγιές κατάλληλες για καλλιέργεια, και χώμα αρκετά υγρό και εύφορο,καθώς βρεχόταν από τουλάχιστον δύο μεγάλες ρεματιές. Επίσης η απόσταση από την Αθήνα ήταν πολύ κοντινή. Δυο-τρεις ώρες με τα πόδια ή περίπου μία ώρα καβάλα σε κάποιο ζωντανό. Οι πρώτοι Βαυαροί εγκαταστάθηκαν στο Πάνω ή Παλαιό Ηράκλειο το 1837. Δέκα οκτώ άντρες, τέσσερις γυναίκες κι ένα παιδί. Μετά δύο χρόνια ο πληθυσμός έγινε τριάντα άντρες και ακόμα περισσότερες γυναίκες. Στους πρώτους κατοίκους της αποικίας δόθηκαν με βασιλικά διατάγματα, εκτός από τις συντάξεις, πολλά προνόμια, για να ξεκινήσουν άνετα τη νέα τους ζωή. Σαράντα στρέμματα γης στον καθένα από τις εθνικές γαίες της περιοχής, συν δυο στρέμματα επιπλέον για τον κήπο κάθε σπιτιού που θα χτιζόταν. Ρουχισμός, ξυλεία, πέτρες, κεραμίδια και τα απαραίτητα σιδερικά για να χτίσουν τα σπίτια τους. Από ένα αλέτρι και από ένα ζευγάρι βόδια για να οργώσουν τη γη, τσουβάλια με στάρι και κριθάρι να σπείρουν και να καλλιεργήσουν, καθώς και χρήματα για να αγοράσουν άμαξες, άλογα και γεωργικά εργαλεία. Παράλληλα, για να εξασφαλίσουν το απαραίτητο για τη διατροφή τους λάδι, νοίκιασαν αρκετά ελαιόδεντρα από το μεγάλο ελαιώνα της περιοχής που ανήκε στον Πανάγιο Τάφο. Άλλο ένα μεγάλο προνόμιο που τους δόθηκε, ήταν η φοροαπαλλαγή για 3 χρόνια. Επιπλέον, μέχρι να οργανώσουν τον οικισμό τους, τρεφόντουσαν από το κρατικό συσσίτιο. Ξεκίνησαν με τόση όρεξη κι ενθουσιασμό τη νέα τους ζωή, ώστε εκτός από το σύντομο χτίσιμο των σπιτιών, τους απέδωσε και η γη τόσο πλουσιοπάροχα τους καρπούς της, ώστε χρειάστηκε να φτιάξουν πέντε αλώνια για το ξεχώρισμα των σπόρων μετά το θερισμό. Ο οικισμός αρχικά έπαιρνε νερό από το Κεφαλάρι της Κηφισιάς, ενώ λίγο μετά, κοντά στο παλιό εκκλησάκι του Άι Γιώργη, ανοίχτηκε ένα πηγάδι βαθύ, γνωστό ως "νερομάνα" απ' όπου αντλούσαν νερό όλοι οι κάτοικοι. Πρώτος Επιστάτης της στρατιωτικής αποικίας ορίστηκε ο αξιωματικός Χριστόφορος Νέζερ. Ο Χριστόφορος Νέζερ είχε γεννηθεί το 1808 σε μια επαρχία της Κομητείας Καστέλ. Σπούδασε νομικά, τελικά όμως τον κέρδισε ο στρατιωτικός κλάδος. Ήταν ένας από τη συνοδεία του στρατιωτικού σώματος που ήρθε από την Βαυαρία στην Ελλάδα, ακολουθώντας τον Όθωνα. Τον Απρίλιο του 1833, ο Χριστόφορος Νέζερ ήταν ο πρώτος χριστιανός που ανέλαβε την φρουραρχία της Ακρόπολης των Αθηνών, μετά τους Τούρκους. Από τους δύο γάμους του με Ελληνίδες, απέκτησε σχεδόν 30 παιδιά, από τα οποία επέζησαν τα 17. Όταν εγκατέλειψε το στρατιωτικό σώμα, ασχολήθηκε με την διδασκαλία Γερμανικών και Γυμναστικής. Κάποια στιγμή έφυγε οικογενειακώς για την Κων/πολη. Το 1883, στους εορτασμούς για τα 50 χρόνια από την Απελευθέρωση της Αθήνας, προσκλήθηκε τιμητικά για να ξαναϋψώσει ο ίδιος την ελληνική σημαία επάνω στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Η συγκίνηση αυτής της εορτής, έκανε την καρδιά του να σταματήσει στα 75 του χρόνια. Ο γνωστός και δημοφιλής ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου Χριστόφορος Νέζερ (1889-1970) ήταν εγγονός του. Μία από τις διασημότερες, αν όχι η διασημότερη βαυαρικής καταγωγής οικογένεια του Παλαιού Ηρακλείου, είναι η οικογένεια Φιξ (Fux ή Fix) που ίδρυσε και την πασίγνωστη ζυθοποιεία. Ο πρώτος κάτοικος της μεγάλης αυτής οικογένειας που εγκαταστάθηκε εδώ το 1838, ήταν ο Αντώνιος Φουξ που λίγο μετά το επίθετό του έγινε Φιξ. Όμως γεννήτορας του μεγάλου, ελληνικού κλάδου της βαυαρικής αυτής οικογένειας, υπήρξε ο μεταλλειολόγος Γεώργιος Φιξ, που εγκαταστάθηκε λίγα χρόνια μετά τον Αντώνιο στο Ηράκλειο. Το πρώτο σπίτι της οικογένειας Φιξ, αλλά και πρώτο ζυθοποιείο, διατηρείται ακόμα σήμερα εδώ, στο Παλαιό Ηράκλειο, απέναντι ακριβώς από την πλατεία του Αγίου Λουκά. Σ' αυτό το σπίτι κατοικούσε αρχικά ο Γεώργιος Φιξ, και αργότερα, από το 1951, σ΄αυτό το σπίτι εγκαταστάθηκε και ο γιος του Γιόχαν-Ιωάννης (γεννημένο το 1832 στο Mϋhldorf της Βαυαρίας) με τη γυναίκα του Μαρία-Εύα Αμεράιν και τα παιδιά τους. Ο Ιωάννης είχε σπουδάσει ζυθοποιός στη Γερμανία και το 1858 σ΄αυτή την κατοικία εγκατέστησε και το πρώτο του μικρό ζυθοποιείο. Το 1862 ο Γεώργιος Φιξ που εργαζόταν στα μεταλλεία Λαυρίου δολοφονήθηκε από ληστές. Το 1864 ο Γιόχαν-Ιωάννης και γιός άνοιξαν ένα μικρό ζυθοποιείο στο Κολωνάκι. Το 1862 ο Γεώργιος Φιξ δολοφονήθηκε από ληστές. Το 1890 ο Ιωάννης Φιξ με τους γιούς του Λουδοβίκο και Γουλιέλμο, άνοιξαν δεύτερο ζυθοποιείο στη Γαργαρέτα. Το 1896, ένα χρόνο μετά το θάνατο του Ιωάννη, τα δύο αδέλφια χώρισαν. Ο Λουδοβίκος άνοιξε δικό του ζυθοποιείο στο Γουδί, και ο Κάρολος με τους γιούς του Ιωάννη και Αντώνιο δημιούργησαν την ζυθοποιία «Κάρολος Φιξ» συγχωνεύοντας και τις ζυθοποιίες Μάκου-Κλωναρίδη. Ο Κάρολος πέθανε το 1922 και ο Λουδοβίκος το 1929. Ο Ιωάννης και ο Αντώνιος Φιξ το 1950 χώρισαν, και ο Ιωάννης συνέχισε στο πατρικό εργοστάσιο, ενώ ο Αντώνιος άνοιξε δικό του στην Πέτρου Ράλλη, και το 1960 περίπου έβγαλε την μπύρα «Α-ΑΛΦΑ». Στην πορεία του χρόνου η παλιά, περίφημη Ζυθοποιία «Κάρολος Φιξ» έπεσε σε μαρασμό λόγω χρεών. Πλέον η μπύρα «ΦΙΞ» αποτελεί ιδιοκτησία της «Ολυμπιακής Ζυθοποιίας» του δανέζικου ομίλου Carlsberg. - Στο χάραμα του 20ου αιώνα - Η ποιήτρια Κωστούλα Μητροπούλου τα χρόνια της νιότης της, μαζί με την αδελφή της Κάτια που ήταν κεραμίστρια, έρχονταν στο εξοχικό, ακόμα τότε, Ηράκλειο και έκαναν διακοπές. Το ίδιο έκανε προπολεμικά και ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης (μαρτυρία Ευγενίας Ζωγράφου). Θα αναρωτηθεί κανείς: "διακοπές στο Ηράκλειο;" Και βέβαια! Το Ηράκλειο κάποτε διέθετε ακόμα και ξενοδοχείο! Ιδιοκτήτης ήταν ο Γιώργος Χωμενίδης. Βρισκόταν, από τα προπολεμικά ακόμα χρόνια, εκεί που σμίγουν σήμερα η Λ. Ηρακλείου με την οδό Χελμού. Ήταν ένα ωραίο, εξοχικό κατάλυμα, μέσα σε πεύκα και κεδροκυπάρισσα, όπου έβρισκαν καταφύγιο για τον έρωτά τους διάφορα ζευγαράκια από τις γύρω περιοχές, αλλά ερχόντουσαν και οικογένειες για να απολαύσουν το καθαρό οξυγόνο της περιοχής. Πραγματικά, το Ηράκλειο κάποτε προσφερόταν για διακοπές! Και οι εκδρομείς έφταναν ως εδώ, με την πολύ τακτική συγκοινωνία, ανά μια ώρα, που υπήρχε, είτε με το ατμοκίνητο τρενάκι, το γνωστό "Θηρίο", είτε με ιδιωτικά λεωφορεία που είχαν σαν αφετηρία τους στην Αθήνα την οδό Λαυρίου, και σαν τέρμα τους, την κεντρική πλατεία του Ηρακλείου, στο σημείο ακριβώς που σήμερα σμίγουν η οδός Μελίνας Μερκούρη με την οδό Πρασίνου Λόφου. Ήδη από το 1885 μπορούσε κανείς να ανέβει από την Αθήνα στο Ηράκλειο με το "Θηρίο" ή "Σταμάτη", δηλαδή το παλιό τρένο με την ατμομηχανή, που είχε την αφετηρία του αρχικά στο προάστιο της Αττικής, και από το 1899 μεταφέρθηκε κεντρικότερα, στην 3η Σεπτεμβρίου. Τέρμα του, μετά από πολλούς σταθμούς, ήταν το Λαύριο, όπου υπήρχαν τα γνωστά μεταλλεία που είχαν ανοίξει το 1864 από τον Ιταλό τραπεζίτη Σερπιέρη και τους συνεργάτες του. Και για τη μεταφορά των εργατών και των άλλων υπαλλήλων, κρίθηκε απαραίτητη η δημιουργία αυτής της σιδηροδρομικής γραμμής, η οποία διέθετε σταθμό και στο Ηράκλειο. Σήμερα, η θέση "Σίδερα" στη συμβολή των οδών Μελίνας Μερκούρη και Ιφιγενείας, δηλώνει το σημείο απ' όπου περνούσαν οι γραμμές αυτού του παλαιού σιδηροδρόμου που ένωνε την Αθήνα με το Λαύριο, και το τελευταίο του ταξίδι το έκανε "αγκομαχώντας", στις 8 Αυγούστου 1938. Οι εκδρομείς του Ηρακλείου περνούσαν την ώρα τους κάνοντας βόλτες στα τριγύρω άλση, και απολάμβαναν το γλυκό τους στο Ζαχαροπλαστείο "Αθηναϊκόν" του Ηλιάδη. Επίσης, έπιναν καφέ, ποτά και αναψυκτικά στο καφέ-μπαρ του Δήμου του Καζάντζα. Και τα δύο αυτά μαγαζιά βρισκόντουσαν στην κεντρική πλατεία του Ηρακλείου. Συνέπεια όλων αυτών των εκδρομικών δραστηριοτήτων και των επαφών, ήταν και η σατιρική επιθεώρηση του Ν.Σιδερά: "Ηρακλειώτισσα", που ανέβηκε το καλοκαίρι του 1931, και έθιγε μέσα από τα εύθυμα νούμερά της με ωραίο τρόπο, από το "Θηρίο", μέχρι τα εισπρακτοράκια του σταθμού. Στο Κάτω Ηράκλειο, από τη δεύτερη και ιδίως την τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα, εγκαταστάθηκαν Ηπειρώτες, Βορειοελλαδίτες, Πελοποννήσιοι, νησιώτες αλλά και πολλοί Μικρασιάτες πρόσφυγες, καθώς και Κωνσταντινουπολίτες, με χαρακτηριστικά ονόματα όπως Κιοσέ, Ζεϊμπέκης, Σερέφογλου, Τουγσούσογλου, Παρμακσίσογλου, Τσαούσογλου, Τερίκογλου, Μπαξεβανίδης, Ασλάνογλου, Τσομπάνογλου, Κούρτης κ.λπ. Οι περισσότεροι ήταν φτωχοί βιοπαλαιστές που έκαναν διάφορα επαγγέλματα για να ζήσουν, δουλεύοντας τόσο στις γειτονιές τους, όσο και αλλού. Άλλοι ήταν σιδηροδρομικοί υπάλληλοι, ή έμποροι. Συνέπεια της ραγδαίας αύξησης του πληθυσμού στο Ηράκλειο, ιδίως μετά το 1922, ήταν η ίδρυση της Κοινότητας, με πρώτο Πρόεδρο τον κτηματία Γεώργιο Στάντζο, που είχε πολλές εκτάσεις δικές του στην περιοχή, που σήμερα εκτείνεται η οδός Νεότητος, μεταξύ των οδών Βενιζέλου και Κουντουριώτου, αλλά και αλλού. Με την ιδιότητα αυτή υπηρέτησε την Κοινότητα από 6-1-1926 μέχρι 19-2-1927. Μέχρι το 1925 το Ηράκλειο μαζί με άλλες περιοχές, ανήκαν στο Δήμο Αθηναίων. Όμως, η απότομη αύξηση του πληθυσμού λόγω της αθρόας προσέλευσης προσφύγων μετά την Μικρασιατική καταστροφή, υποχρέωσε το Δήμο Αθηναίων να αποσπάσει επτά οικισμούς, και να τους μετατρέψει σε ανεξάρτητες Κοινότητες. Αυτές ήταν οι κοινότητες: Αμαρουσίου, Ηρακλείου, Καλλιθέας, Κηφισιάς, Μπραχαμίου, Ν.Λιοσίων και Χαλανδρίου. Έτσι το Ηράκλειο, το 1926, απέκτησε και τον πρώτο του κοινοτάρχη, ενώ τα γραφεία της Κοινότητας, σαν αρχή, στεγάστηκαν στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Στην Πλατεία Όθωνος κατοικούσε ο τέταρτος κοινοτάρχης Ηρακλείου, ο Γιώργος Βλαβιανός, ο οποίος ήταν υπάλληλος των σιδηροδρόμων Αττικής. Διετέλεσε πρόεδρος της πάλαι ποτέ Κοινότητας Ηρακλείου, την περίοδο 1931-1934 και Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Κοινοτήτων. Και είναι εκείνος που εισηγήθηκε στην Κυβέρνηση για την εφαρμογή σχεδίου προαστίου-πόλεως και την οδοποιία του Ηρακλείου, γιατί ήδη είχε ξεκινήσει η άναρχη δόμησή του. Εκτός αυτού, εισηγήθηκε για την υδροδότησή του Ηρακλείου από την ΟΥΛΕΝ, γιατί από το μολυσμένο νερό του παλαιού υδραγωγείου του Πάνω Ηρακλείου είχαν ήδη σημειωθεί πολλοί θάνατοι. Επιπλέον, ενδιαφέρθηκε και για την ηλεκτροδότησή του, γιατί, μέχρι τότε, με το που χανόταν το φως της ημέρας, δύοντας ο ήλιος, όλη η κοινότητα βυθιζόταν στο σκοτάδι. Φωτιζόταν μόνο ελάχιστα από τα σπαρματσέτα, τα λαδοφάναρα και τις λάμπες πετρελαίου των σπιτιών, της αραιοκατοικημένης ακόμα περιοχής. Επίσης ο Βλαβιανός διαμαρτυρήθηκε έντονα, και προσέφυγε στην Κυβέρνηση , για να αποτρέψει την καταστροφή του άλσους, την απαλλοτρίωση και οικοπεδοποίησή του, που εκτεινόταν από το Πάνω Ηράκλειο μέχρι τη Λυκόβρυση και στεφάνωνε εντυπωσιακά όλη την τότε κοινότητα. Τα χρόνια εκείνα, λίγο πιο πριν, λίγο πιο μετά, ούτε σχολείο δεν υπήρχε ακόμα τότε στο Ηράκλειο. Στις αρχές του 1900 τα λιγοστά παιδιά μάθαιναν γράμματα μέσα στον τότε ξύλινο (παράγκα) ακόμα ναό της Αγίας Τριάδος, που χρησίμευε και ως μονοτάξιο Δημοτικό Σχολείο. Πρώτη δασκάλα ήταν η Ειρήνη Θεολογίτου, κόρη του Αμοργιανού παπά-Γιάννη Θεολογίτη, πρώτου εφημερίου της Αγίας Τριάδος. Όλα τα παιδιά φορούσαν μαύρες ποδιές με άσπρα γιακαδάκια και παρακολουθούσαν το μάθημα καθισμένα σε πάγκους από μαδέρια. Κατ’ εντολήν της δεύτερης κατά σειρά δασκάλας τους, της Στέλλας Ροδοπούλου, όλα τα παιδιά ήταν υποχρεωμένα να φέρνουν καθημερινά μαζί τους ένα κάρβουνο, για να το ρίχνουν στο μαγκάλι που τους ζέσταινε (μαρτυρία Ελπινίκης Καποδίστρια). Λίγο μετά, εξαιτίας του ότι τα παιδιά αυξήθηκαν, η κοινότητα νοίκιασε το σπίτι του Μιλίγκου για σχολείο, και έπειτα του Παρίση. Αργότερα, το 1938, χτίστηκε το Α΄ Δημοτικό Σχολείο του Κάτω Ηρακλείου από την Έλενα Βενιζέλου, σε οικόπεδο που δωρίθηκε από τον Δημήτριο Δημόπουλο. Στην πρόσοψη του σχολείου εντοιχίστηκε και μαρμάρινη επιγραφή με χρυσά γράμματα που ανέφερε και τα ονόματά τους, την οποία μια μέρα την «ξήλωσαν» κάποιοι αντίθετοι (μαρτυρία Σοφίας Φιλιπποπούλου – Δασκαλοπούλου και Δέσποινα Πολυχρονιάδου). Στα χρόνια αυτά και στα πρώτα μετακατοχικά, δασκάλες του σχολείου ήταν η Στέλλα Ροδοπούλου, η Σοφία Δρακοπούλου, η κ. Βουκάκη, και επίσης ήταν δάσκαλοι ο Κώστας Ροδόπουλος, ο Σταύρος Δασκαλογιάννης, ο Μακρυνιώτης, το ζεύγος Καραναστάση κ.ά. Διευθυντής του Σχολείου για ένα διάστημα όταν ο δάσκαλος Νίκος Καραναστάσης. Επιστάτρια του σχολείου ήταν η κ. Στάμω Παπαντωνίου, που έμενε μαζί με την κόρη της την Μαριάννα, σ’ ένα καμαράκι της αυλής του σχολείου. - Εκδρομές, συγκοινωνιακά μέσα - Από το μαγκανοπήγαδο του μόχθου και της σκληρής πραγματικότητας, οι Ηρακλειώτες ξέφευγαν κάποιες φορές, πηγαίνοντας εκδρομή στο ρέμα Χαλανδρίου, όπου έτρωγαν κατάχαμα πάνω σε κουρελούδες τα φαγητά που κουβαλούσαν σε καλάθια, κι έπιναν νερό από το σταμνί, με βούλωμα ένα κουκουνάρι. Άλλος ένας ευχάριστος προορισμός, που συνήθως πήγαιναν με ναυλωμένα ταξί, ήταν η ρεματιά του Κοκκιναρά, με τα γέρικα πλατάνια και τις σπηλιές-κρησφύγετα παλαιών, διάσημων ληστών, όπως ήταν ο περίφημος Νταβέλης. Παρόμοια ήταν, και η ευχάριστη «εξόρμηση» στη θέση Μάρμαρα – Χτυπητό. Βρισκόταν δυτικά του Ηρακλείου, στην περιοχή που εκτείνεται από τον «Κόκκινο Μύλο», όπου υπήρχαν πολλά Μαρμαράδικα (εξού και «Μάρμαρα») μέχρι περίπου την σημερινή διασταύρωση της Εθνικής οδού Αθηνών – Λαμίας με την Λεωφόρο Τατοΐου (παλιά «στράτα της Βουβάγιας») προς το δίκλιτο εκκλησάκι της Αγίας Άννας, στη Μεταμόρφωση. Εκεί κοντά έρεε και ο Κηφισός ποταμός, ανάμεσα σε πυκνές καλαμιές, πεύκα και πλατάνια, και καθώς ήταν ακόμα πεντακάθαρος, προσφερόταν για κολύμπι στους εκδρομείς. Στο σημείο αυτό η περιοχή λεγόταν «Χτυπητό», εξ αιτίας ενός νερόμυλου, από τους πολλούς που υπήρχαν κάποτε στις όχθες του Κηφισού, που τον αποκαλούσαν: μύλο χτυπητού νερού ή μύλο Χτυπητού. Στην ίδια θέση υπήρχαν παλιά και πολλά εργαστήρια δυναμίτιδας, γι’ αυτό κάποιοι αποκαλούσαν την περιοχή και «Μπαρουτάδικο». Την κοντινή αυτή εκδρομή την απολάμβαναν Νεοϊωνιώτες και Ηρακλειώτες από τα μέσα της δεκαετίας του ’20 μέχρι και το 1960 περίπου. (πληροφορίες Ανδρέας Καρώνης, Δημήτρης Κοττάκης). Μεγαλύτερη χαρά τους ακόμα, ήταν όταν πήγαιναν στα δύο μεγάλα πανηγύρια που γίνονταν στο Βέικο, κοντά στο Γαλάτσι. Το ένα ήταν στις 23 Απριλίου, στον Άγιο Γεώργιο (Ομορφοκκλησιά), το άλλο στις 10 Αυγούστου του Αγίου μάρτυρος και αρχιδιακόνου Λαυρεντίου, του οποίου υπήρχε μικρό παρεκκλήσιο – παράγκα στο κτήμα του Βέικου. Πλέον δεν σώζεται πια, παρά μόνο η εικόνα του Αγίου, στο ναό της Αγίας Ειρήνης Γαλατσίου. Επάνω σε αυτήν την εικόνα, το πιο αξιοπερίεργο αφιέρωμα-τάμα που υπήρχε, ήταν μια βελόνα ραψίματος. Την είχε καταπιεί κατά λάθος με το ψωμί του κάποιος άντρας, και με την θαυματουργική ενέργεια του Αγίου Λαυρεντίου, αφαιρέθηκε από το λαιμό του που του είχε «καρφωθεί», με ένα απλό βήξιμο, και πετάχτηκε ματωμένη πάνω στο μαξιλάρι του! Όλοι λοιπόν που προσκυνούσαν στο πανηγύρι την εικόνα του Αγίου, κοιτούσαν να δουν κι αυτή τη βελόνα, διαδίδοντας παντού το θαύμα! Οι Ηρακλειώτες πήγαιναν την εποχή εκείνη ως το Γαλάτσι στα πανηγύρια αυτά αποβραδίς, με γαϊδουράκια, με κάρα ή και με τα πόδια, διασχίζοντας τη μεγάλη ρεματιά της Καλογρέζας. Έκαναν αγρυπνία, κοιμόντουσαν σε κουρελούδες και χράμια που έφερναν μαζί τους, και το πρωί, μετά την πανηγυρική Θεία λειτουργία, γλεντούσαν, χόρευαν, έτρωγαν τα φαγητά που είχαν φέρει μαζί τους σε καλάθια, κι έφευγαν όπως είχαν πάει, ξαναγυρνώντας στο μόχθο για τον επιούσιο άρτο (μαρτυρίες Ζωζώς Τασούλα, Μαρίας Παπουτσόγλου, Ευγενίας Ζωγράφου κ.ά.). Δύσκολες οι εποχές τότε, δύσκολες και οι συγκοινωνίες. Το Ηράκλειο εξυπηρετούσε μόνο το τρένο του Λαυρίου. Από το 1931 ξεκίνησε και η συγκοινωνία με τα Λεωφορεία. Αφετηρία η οδός Χαλκοκονδύλη στην Αθήνα, τερματική στάση ο Άγιος Λουκάς στο Παλιό Ηράκλειο. Αρκετά χρόνια αργότερα, από το 1961, υπήρχαν τα ιδιωτικά λεωφορεία της ΑΣΠΑ (γνωστή και ως 7ο ΚΤΕΛ) που εξυπηρετούσαν αποκλειστικά το Νέο Ηράκλειο. Αφετηρία η οδός Βερανζέρου στην πλατεία Κάνιγγος, τέρμα αρχικά ο σταθμός του Ηλεκτρικού και αργότερα, η πλατεία Γιαννετάκη. Η διαδρομή ήταν με τις αντίστοιχες στάσεις: πλατεία Γιαννετάκη, Κουντουριώτου, Σαλαμίνος, Βάκχου, Αγίου Νεκταρίου, Σίδερα, Μιρουάρ, και συνέχιζε από Νέα Ιωνία προς Αθήνα. Ήταν μεγάλο γεγονός για την περιοχή, να έχει δική της συγκοινωνία, κι εξυπηρετούσε πολύ κόσμο. Δύο από τους Ηρακλειώτες που ήταν οδηγοί στα λεωφορεία αυτά, ήταν ο Νίκος Χαλτσάς και ο Γιώργος Ρούντος. Μια άλλη γραμμή ήταν Αθήνα – Μαρούσι, που εξυπηρετούσε και το Παλιό Ηράκλειο. Η κυκλοφορία των ιδιωτικών λεωφορείων της ΑΣΠΑ έπαψε οριστικά στις 11 Μαρτίου 1984, και αντικαταστάθηκε από κρατικά λεωφορεία του ΟΑΣ, που για ένα διάστημα, από το 1978, κυκλοφορούσαν παράλληλα. Ήδη από το 1977, είχαν αφαιρεθεί δια νόμου οι άδειες λειτουργίας Αττικής Συγκοινωνίας, από όλους τους ιδιώτες ιδιοκτήτες λεωφορείων. - Η Κατοχή -
Και ήρθαν τα μαύρα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής. Οι γυναίκες στις αυλές, όταν μιλούσαν, γύρω στο 1965, για τα γεγονότα αυτής της μαύρης περιόδου, καθώς ήταν φρέσκες ακόμα οι πληγές, έβαζαν κάτω το κεφάλι και σκούπιζαν τα δάκρυα από τα μάτια τους. Ήταν τόσο τραυματικές οι εμπειρίες τους, ώστε θυμάμαι η συγχωρεμένη η γιαγιά μου Χαρίκλεια Αγγελή, δεν ήθελε ούτε να βλέπει πολεμικές ταινίες με Γερμανούς, αργότερα στην τηλεόραση. Έστρεφε αλλού το κεφάλι κι έλεγε με αποστροφή: «Κλείσ΄τη να πάνε στα κομμάτια!». Βέβαια, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, με τους Ιταλούς αρχικά, από τον Οκτώβριο του 1940, επάνω στα βουνά της Αλβανίας, όλοι είχαν ενθουσιασμό! Τα ραδιόφωνα έπαιζαν συνεχώς εμβατήρια και πατριωτικά τραγούδια, που είχαν γραφτεί ειδικά για την περίσταση, και τα ερμήνευε με πολύ πάθος και ευαισθησία η αποκαλούμενη «τραγουδίστρια της νίκης» η Σοφία Βέμπο. Οι περισσότερες παραστάσεις στα θέατρα της Αθήνας, αφορούσαν γεγονότα από εκείνες τις ηρωϊκές μάχες. Η νίκη στην αρχή ήταν με το μέρος των Ελλήνων! Οι Ιταλοί έπαθαν πανωλεθρία! Η πανέμορφη και αηδονόλαλη τραγουδίστρια της οπερέτας, η Πάολα, σταμάτησε στη μέση μια θεατρική παράστασή της, για να αναγγείλει με δάκρυα και ενθουσιώδη φωνή στους θεατές: «Επήραμε την Κορυτσά!». Το τσαρούχι του τσολιά, και συνθηματική, πολεμική κραυγή: «Αέρα!», έκαναν θραύση τότε!
Επάνω: Πανηγυρισμοί στην Αθήνα για την κατάληψη της Κορυτσάς. Κάτω: Έλληνες στρατιώτες στα Τίρανα.
Κάτω: Έλληνας στρατιώτης στο Αργυρόκαστρο.
Επάνω στην Πίνδο οι γυναίκες, ανάμεσα σ΄αυτές και η γιαγιά μου Λαμπρινή Τασ(ι)ούλα, ζαλώνονταν τα πολεμοφόδια και ό, τι άλλο απαραίτητο, και τα μετέφεραν στους μαχόμενους ΄Ελληνες φαντάρους.
Ταυτόχρονα, από τη μεγαλύτερη πόλη μέχρι το μικρότερο χωριό, οι βελόνες του πλεξίματος είχαν πάρει στην κυριολεξία φωτιά! Για τις ανάγκες των φαντάρων που πολεμούσαν στο μέτωπο, η γυναικεία που Οργάνωση «Φανέλα του Στρατιώτη», που είχε πρόεδρο την Ελένη Σκούρα (το γένος Παπαχρήστου, η οποία το 1953, δικηγόρος πλέον, ήταν η πρώτη Ελληνίδα που εκλέχτηκε Βουλευτής) και αντιπρόεδρο την πριγκίπισσα, ακόμα τότε, Φρειδερίκη, είχε κινητοποιήσει με ενθουσιασμό, όλες τις Ελληνίδες!
Μεταξύ αυτών που συμμετείχαν, πλέκοντας μάλλινα για τους στρατιώτες, ήταν η γιαγιά μου και η μαμά μου. Στο πλέξιμο συμμετείχαν τότε, σχεδόν όλα τα μικρά κορίτσια που «έπιαναν» τα χέρια τους, και έπλεκαν γάντια και κασκόλ για τους φαντάρους, χρησιμοποιώντας αντί για βελόνες, ισιωμένες φουρκέτες των μαλλιών, Μετά τον πόλεμο, τους απονεμήθηκαν τιμητικά διπλώματα, με την υπογραφή της βασίλισσας Φρειδερίκης, καθώς και μετάλλια.
΄Ομως, το σκηνικό του πολέμου άλλαξε, όταν ενεπλάκησαν σ΄αυτόν και οι Γερμανοί. Σε κοντινό διάστημα από την ημέρα που οι Ιταλο-Γερμανοί κατακτητές πάτησαν τη μπότα τους στην Ελλάδα, συνέβη και το εξής επεισόδιο στο Α΄ Δημοτικό Σχολείο του Ηρακλείου. Την εποχή εκείνη, δάσκαλοι ήταν η Σοφία Γκογκορόση, ο Νίκος Καραναστάσης, ο Κώστας Ροδόπουλος και ο Σταύρος Δασκαλογιάννης. Τη στιγμή που συνέβη το περιστατικό, τα παιδιά του Σχολείου είχαν διάλειμμα, και καθώς έπαιζαν στο προαύλιο υπό την επιτήρηση των δασκάλων τους Ροδόπουλου και Δασκαλογιάννη, έτυχε να περνά μια ιταλική στρατιωτική φάλαγγα. Μόλις τα παιδιά είδαν τους Ιταλούς, σαν συνεννοημένα, άρχισαν να φωνάζουν «Αέρα!». Αμέσως, οι δυο δάσκαλοι θεωρήθηκαν υποκινητές του γεγονότος, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν για ανάκριση στην Κομμαντατούρ (Φρουραρχείο-Διοικητήριο). Όταν γύρισαν κάποια στιγμή σπίτι τους, τα κοστούμια τους κρεμόντουσαν πάνω τους κουρελιασμένα, και πάνω στις σχισμένες φόδρες και στα εσώρουχα, υπήρχαν αποτυπώματα από τις μπότες των κατακτητών, καθώς τους είχαν ρίξει αρκετές κλωτσιές μαζί με ξύλο, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης (πληροφορία του Μπάμπη Δασκαλογιάννη).
Επάνω: Γερμανοί στρατιώτες στον Πειραιά, έτοιμη για μάχη, με πλήρη εξάρτηση!Κάτω: Χειριστής προβολέα αεράμυνας, στον Πειραιά.
Από τον Απρίλιο του 1941, που έγινε η εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, οι Γερμανοί κατακτητές έφτασαν μέχρι το Ηράκλειο, όπου και εγκατέστησαν κάποια τάγματά τους. Μάλιστα, στις 6 Μαΐου του ’41, συνοδευόμενος από πολλούς φρουρούς και σωματοφύλακες, έφτασε στο Παλαιό Ηράκλειο με ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο, ο συνεργάτης του Αδόλφου Χίτλερ, ο Χάινριχ Χίμλερ (1900-1945). Επισκέφθηκε τον εφημέριο του Αγίου Λουκά, τον π. Β. Γαβαθά, και του είπε ότι το Ηράκλειο αποτελούσε τόπο καταγωγής του, καθώς από εδώ είχε αρκετούς συγγενείς! Κατόπιν, κατευθύνθηκε στο καθολικό κοιμητήριο, και προσκύνησε με πολύ περισυλλογή τον τάφο της θείας του Αμαλίας Βόλφ. Μετεγκατάσταση Βαυαρών κατοίκων του Παλαιού Ηρακλείου στη ΓερμανίαΣτα δύσκολα εκείνα χρόνια τέθηκε σε λειτουργία από τη ναζιστική Γερμανία το πρόγραμμα μετεγκατάστασης Γερμανών της διασποράς, ή όπως διαφορετικά τους αποκαλούσαν οι ίδιοι: «των χαμένων Γερμανών». Το πρόγραμμα αυτό δεν αφορούσε μόνο Γερμανούς της Ελλάδας, αλλά και Γερμανούς που κατοικούσαν σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, και θα ήθελαν να επανενταχθούν στη χώρα καταγωγής τους. Απώτερος σκοπός των ναζί ήταν: να διατηρηθεί «καθαρό» το γερμανικό αίμα, ενισχύοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη γερμανική φυλή. Σημαντικό ρόλο αυτής της προπαγάνδας στο Παλαιό Ηράκλειο με τους Βαυαρούς κατοίκους, έπαιξε η δασκάλα γερμανικών Μάρτα Σούμαν, η οποία κατοικούσε στην περιοχή από τα τέλη της δεκαετίας του ’30, και το πιθανότερο αποτελούσε όργανο των ναζί. Δίδασκε γερμανικά στον πάνω όροφο του σπιτιού της οικογένειας του Άλοϊς Βάγκνερ (Βάγγερ;), και παράλληλα με τα μαθήματα προσπαθούσε να εμπνεύσει στους Βαυαρούς κατοίκους την ιδέα του επαναπατρισμού στη μητέρα πατρίδα, περιγράφοντάς τους εκεί ιδανικές συνθήκες διαβίωσης, και υποσχόμενη σε αυτούς γη και ανέσεις!
Επάνω:Το σπίτι του Βαυαρού Άλοϊς Βάγκνερ στο Παλαιό Ηράκλειο. Κάτω: Αναμνηστική φωτογραφία του Άλοϊς Βάγκνερ από τη συμμετοχή του στη Μικρασιατική εκστρατεία. (αρχείο Τζον Βάγκνερ)
Η μεγάλη πείνα που εκείνη την εποχή σπάραζε τον πληθυσμό, εξώθησε κάποιους από τους κατοίκους που είχαν πολλά παιδιά και αποτελούσαν πολυμελείς οικογένειες, να πάρουν τη μεγάλη απόφαση του επαναπατρισμού στα πάτρια εδάφη και της επανένωσης με τη γερμανική φυλή. Την ίδια περίοδο τα SS είχαν ήδη συντάξει λεπτομερείς καταλόγους όλων των Βαυαρών του Παλαιού Ηρακλείου, στους οποίους αναφέρονταν τα επαγγέλματά τους, τα περιουσιακά τους στοιχεία, τα κτήματά τους, και η απόδοση αυτών σε καρπούς και ένα σωρό άλλες πληροφορίες. Τελικά, 150 άτομα βαυαρικής καταγωγής αποχώρησαν από Παλαιό Ηράκλειο με προορισμό τη Γερμανία, αφού πρώτα πέρασαν από ιατρικές και οδοντιατρικές εξετάσεις, και επιβεβαιώθηκε ότι δεν προέρχονταν από επιμειξίες, γιατί το νοθευμένο αίμα οι Γερμανοί ναζί δεν το θεωρούσαν άξιο πολιτογράφησης στη χώρα τους. Τελικά, το 1942 με εντολή του ίδιου του Χίμλερ πραγματοποιήθηκε η μετεγκατάσταση (umsiedlung) των ανθρώπων αυτών στη Γερμανία. Εκεί μεταφέρθηκαν με τρένα, ταξιδεύοντας τα γυναικόπαιδα σε επιβατικά βαγόνια και οι άντρες στις σκευοφόρους.
Πάνω: Ο Άλοϊς Βάγκνερ με την οικογένειά του στο Παλαιό Ηράκλειο, λίγα χρόνια πριν την μετεγκατάστασή τους στο Πάσαου της Βαυαρίας. Κάτω: Η ίδια οικογένεια στο Πάσαου της Βαυαρίας το 1950 (Αρχείο Τζον Βάγκνερ).
Όταν έφτασαν στο Πάσαου της Βαυαρίας, αρχικά τους εγκατέστησαν σε στρατόπεδα, καταυλισμούς, αποθήκες και μοναστηριακούς χώρους, μέχρι να επανελεγχθούν τα στοιχεία του καθενός. Στο τέλος, οι πολλές υποσχέσεις για την μετεγκατάσταση αποδείχτηκαν, για τους περισσότερους τουλάχιστον, ψεύτικες. Αντιμετωπίστηκαν ως πρόσφυγες, δεν τους δόθηκε γη, και κάθε οικογένεια ξεχωριστά προσπάθησε να βρει τρόπους να επιβιώσει. Μερικοί έφυγαν για την Αμερική, ενώ άλλοι, μετά τον πόλεμο επέστρεψαν στους τόπους που γεννήθηκαν, εγκαταλείποντας οριστικά ένα απατηλό όνειρο που τους έβαλε σε μεγάλες περιπέτειες! Τελικά, εκείνο που είχε γράψει μια αθηναϊκή εφημερίδα λίγο καιρό μετά την απελευθέρωση για αυτούς τους ανθρώπους, ότι: «ακολούθησαν τους Γερμανούς όπως τα παπάκια την πάπια», ήταν ένα από τα μεγάλα λάθη της ζωής τους, που τους έγινε μάθημα! (Πληροφορίες από αποκόμματα εφημερίδων που δημοσιεύονται στο βιβλίο του Αντώνη Θεοδωρόπουλου για το Ηράκλειο, όπως επίσης σε σχετικό άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 19/2/2023). Ο κλοιός σφίγγει Απ’ όταν οι Γερμανοί κατακτητές πάτησαν το Ηράκλειο, οι κάτοικοι γνώρισαν από κοντά όλη την αγριότητα και τον σαδισμό τους. Επιτάχθηκαν για τους αξιωματικούς και τη συνοδεία τους τα καλύτερα σπίτια, οι «βίλλες», και οι κάτοικοι εκδιώχθηκαν. Σπίτια όπως του σιδηροδρομικού υπαλλήλου Γιώργου Πατρονικολάου (Χαράς 4), του Πρόδρομου Τιλόγλου (Πολυτεχνείου 39), του στρατηγού πυροβολικού Γιώργου Πετρόπουλου (Πολυτεχνείου 35), του Μιχάλη Στασινόπουλου (Πολυτεχνείου 32), του εμπόρου Αντώνη Ρήγα (Πεύκων 12), του εμπόρου τζαμιών Δημήτρη Δημόπουλου (Ελ. Βενιζέλου και Μουσών γωνία ), του Νίκου Παρίση (οδός Ωραιοπούλου και Ηρακλέους) του δικηγόρου Αθηνόδωρου Καρώνη (Ήρας 35) κ.ά. καταπατήθηκαν από τους Γερμανούς κατακτητές και τους συμμάχους τους Ιταλούς. Συγκεκριμένα στο σπίτι του Σέρβη που βρισκόταν στη συμβολή των οδών Αθηνάς και Αγίας Τριάδος, εγκαταστάθηκε ο Γερμανός Διοικητής Φριτζ Χανς. Στη βίλλα του μυροπώλη Νίκου Λίβα, στην οδό Πεύκων 1, έμεναν οι άντρες της Α΄ Ιταλικής Διμοιρίας. Στην οδό Πεύκων 18, το μαντρωμένο οικόπεδο του Χρήστου Στάντζου, διαμορφώθηκε σε αποθήκη στρατιωτικού υλικού. Εκτός από τις βίλλες, επιτάχθηκε στο Ηράκλειο και το κτήριο του Α΄ Δημοτικού Σχολείου που χρησίμευσε ως Διοικητήριο, στο οποίο στεγάστηκε το 3ο Τεχνικό Τάγμα του Γερμανικού Στρατού. Θλιβερό λείψανο, αλλά και ιστορικό ντοκουμέντο, από εκείνη την εφιαλτική περίοδο, είναι και το έμβλημα του Γ΄ Ράιχ, ο αετός που κρατά στα νύχια του στεφάνι με την σβάστικα, πλαισιωμένος από δύο όρθια σπαθιά ανάμεσα σ’ ένα σφυρί και μια βαριά, διασταυρωμένα μεταξύ τους, σύμβολα του τεχνικού σώματος στρατού (από κάτω φέρει την επιγραφή: 3ο Τεχνικό Τάγμα) που υπάρχει ακόμα ζωγραφισμένο, στον τοίχο μιας αίθουσας του σχολείου (αίθουσα πληροφορικής), κρυμμένο πίσω από ένα παχιάς ύφανσης παραβάν.
Επάνω: Το ναζιστικό έμβλημα όπως σώζεται ακόμα στο Α΄Δημοτικό. Κάτω: Η σόμπα που κατασκεύασαν οι Γερμανοί στο Α΄Δημοτικό.
Στην ίδια αίθουσα, σώζεται εντοιχισμένη με πυρότουβλα, και η παλιά, μαντεμένια ξυλόσομπα που ζέσταινε τους Γερμανούς κατακτητές, η οποία ήταν πολύ προηγμένης τεχνολογίας, καθώς διέθετε υπόγειες σωλήνες που θέρμαιναν όλους τους χώρους του σχολείου, όπως σήμερα τα ενεργειακά τζάκια (πληροφορίες από την δασκάλα Νατάσα Ηλιάδου).Εκείνο που δεν μπορούσαν να αντέξουν οι Γερμανοί το χειμώνα στην Αθήνα και γενικότερα στην Ελλάδα, ήταν το κρύο. Αν και προερχόντουσαν από μια κρύα χώρα με πολλά χιόνια το χειμώνα, εκεί έκανε ‘’χοντρό’’ κρύο. Εδώ, το κρύο τους περόνιαζε μέχρι το κόκκαλο! (μαρτυρία της Ευγενίας Ζωγράφου). Με την εγκατάσταση των Γερμανών στο Ηράκλειο, όλη σχεδόν η περιοχή που αποτελούσε το Κάτω ή Νέο Ηράκλειο, τέθηκε σε κλοιό. Συρματοπλέχτηκε κυκλικά με αγκαθωτό σύρμα, σε μια μεγάλη ακτίνα, που περιέκλειε τις περιοχές μεταξύ του ρέματος στην Κουντουριώτου, περνούσε στον λόφο της Αγίας Τριάδος, αγκάλιαζε την περιοχή γύρω από την Πλατεία Όθωνος (Πλατεία Μανδηλαρά πλέον), συνέχιζε προς την οδό Φιλοθέης, ανέβαινε τον Πράσινο Λόφο, κατέβαινε προς το ρέμα της Κουντουριώτου, και κατέληγε στην συμβολή του με την οδό Αναμορφώσεως (σημερινή Μελίνας Μερκούρη), όπου ήταν και η κεντρική είσοδος. Ανά διαστήματα, υπήρχαν φυλάκια που έλεγχαν τις εισόδους και τις εξόδους στην περιοχή αυτή, που υπήρχαν οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις των κατακτητών. Ταυτόχρονα, στήθηκαν δύο παρατηρητήρια, τον ένα στην οδό Σελήνης, και το άλλο στο καμπαναριό της Αγίας Τριάδος, για να ελέγχουν την περιοχή (μαρτυρίες Μαρίας Σταύρου, Τάκη Γιαννόπουλου, Αντώνη Θεοδωρόπουλου, Σάββα Σανοζίδη, Μαίρης Μαρούλη, κ.ά.). Ο ποιητής Τάκης Γιαννόπουλος θυμάται: «Στην παιδική μου μνήμη, έχω όλη τη φρικαλεότητα της αισχρής παρουσίας του γερμανικού στρατού κατοχής. Από κανένα Γερμανό στρατιώτη, μικρό παιδί, δεν είδα, ούτε ένα χαμόγελο, ποτέ! Μπαινόβγαινα στο περιχαρακωμένο από συρματοπλέγματα Νέο Ηράκλειο, και μου ζήταγαν ταυτότητα. Ιταμοί, στεγνοί, απαίσιοι, κτήνη! Κι ήμουν 10-13 χρονών!». Υπάρχει και ένα επεισόδιο, που αξίζει να αναφερθεί εδώ, το οποίο δείχνει και την αυστηρότητα των ελέγχων, αλλά και την σκληρότητα των Γερμανών. Μια γυναίκα, η Ζαχαρούλα Ξύκη, η οποία έμενε με την οικογένειά της στην σημερινή οδό Ικάρων, κάτω από την γέφυρα Ρούμελης, είχε βγει μαζί με τον μικρό γιό της Γιώργο έξω από τα συρματοπλέγματα, για μια δουλειά. Στην επιστροφή, καθώς πήγαν να περάσουν από το φυλάκιο για τον καθιερωμένο έλεγχο, οι Γερμανοί αγρίεψαν, άρχισαν να τους απειλούν με τα όπλα τους, και τρόμαξαν πολύ το μικρό παιδί, τόσο, ώστε έβαλε τα κλάματα! Η μητέρα του είδε κι έπαθε να συνεννοηθεί με τους Γερμανούς, και παρακαλώντας, ζητούσε να τους λυπηθούν, κυρίως το παιδί της, και να τους αφήσουν να περάσουν να πάνε σπίτι τους (μαρτυρία από την δισέγγονή της Μαρία Μαρούλη). Όμως, υπάρχει και μια ιστορία, που δείχνει ότι ανάμεσα στους κατακτητές υπήρχαν και άνθρωποι με συνείδηση και αισθήματα. Την εποχή εκείνη που είχε επιταχθεί το σπίτι του Δημήτρη Δημόπουλου, σε ένα μεγάλο μέρος του έμεναν οι Γερμανοί και σ΄ένα δωμάτιο είχε στριμωχτεί η οικογένεια. Βέβαια, το σπίτι ήταν μεγάλο. Είχε πρόσοψη στη σημερινή οδό Ελ. Βενιζέλου (πρώην Αμαλίας) και επεκτεινόταν με πολύ μεγάλη αυλή από την οδό Μουσών μέχρι την οδό Κουντουριώτου, που την εποχή εκείνη ήταν ένα μεγάλο και πλατύ ρέμα. Μια μέρα λοιπόν, που ο δεκαπεντάχρονος τότε γιος του Δημόπουλου, ο Πέτρος, έπαιζε, χτύπησε το πόδι του άσχημα. Η πληγή από τη μια μέρα στην άλλη άρχισε να κακοφορμίζει! Τότε ο Γερμανο-Αυστριακός στρατιωτικός γιατρός που είχε επιτάξει το σπίτι, έβαλε δυο Γερμανούς στρατιώτες να ακινητοποιήσουν τον μικρό, κι εκείνος του καθάρισε καλά-καλά την πληγή κι έβαλε επάνω τη «θαυματουργή» πενικιλίνη, που είχε ανακαλυφθεί εκείνη την εποχή. Ο μικρός είχε ξεσηκώσει με τις φωνές του όλο το σπίτι, και η μητέρα του έτρεξε να τον σώσει, νομίζοντας ότι οι Γερμανοί του κάνανε βασανιστήρια. Όμως εκείνοι την καθησύχασαν, και γρήγορα ο γιος της έγινε καλά (μαρτυρία από τον Πέτρο Δημόπουλο). Υπάρχει άλλη μια ιστορία, ένα δράμα ανθρώπινο, άσχετο με την Κατοχή και τους Γερμανούς, αλλά πλέχτηκε αυτή την ίδια περίοδο, δίπλα σ’ εκείνα τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα. Την εποχή εκείνη, και ήδη από μια δεκαετία πριν, αρκετοί άτεκνοι Ηρακλειώτες είχαν υιοθετήσει παιδιά. Δεν το είχαν για μυστικό. Το γνώριζαν και οι γείτονες. Και οι μεγάλοι, το είχαν πει και στους πιο μικρούς. Όμως, τα παιδιά, κάποιες φορές, γίνονται πολύ κακά και αμείλικτα. Κάποτε λοιπόν, την ώρα που μια ομάδα παιδιών, αγόρια και κορίτσια, έπαιζαν εκεί κοντά στα συρματοπλέγματα, όλα τα παιδιά, συνεννοημένα σίγουρα, άρχισαν να φωνάζουν κοροϊδευτικά σε ένα κοριτσάκι που είχαν μάθει ότι ήταν υιοθετημένο: «Μπάσταρδο, μπάσταρδο!». Μια λέξη που είχαν ακούσει κι εκείνα από τους μεγάλους, και είναι βέβαιο ότι δεν γνώριζαν την απόλυτη σημασία της. Το παιδί δεν γνώριζε την λέξη. Οι «φίλοι» του, του εξήγησαν τι περίπου σημαίνει. Ένας κόσμος ολόκληρος γκρεμίστηκε αμέσως μέσα του! Κάτι που δεν του προκάλεσε η φοβέρα των Γερμανών, του το προκάλεσε μια μόνο λέξη. Σαν τραυματισμένο πουλάκι, το κοριτσάκι πήγε κλαίγοντας στο σπίτι του, κι άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του για να φύγει. Τόσο το πλήγωσε η αλήθεια! Οι θετοί γονείς του μέσα στον πανικό και τις φωνές του, δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. Ο πατέρας σηκώθηκε κι έφυγε τρέχοντας από το σπίτι. Πήγε και στάθηκε εκεί, στα συρματοπλέγματα της ρεματιάς στην Κουντουριώτου, κοντά στα Τρία Αστέρια, κι άρχισε να κλαίει, νιώθοντας ότι ένα συρματόπλεγμα είχε τυλιχτεί γύρω από την καρδιά του και την μάτωνε. Έτυχε, τη στιγμή εκείνη, να περνάει από εκεί μια συγγενής της γυναίκας του. Τον είδε έτσι απαρηγόρητο, και δεν ήξερε πώς να τον συνεφέρει. Η καλή αυτή θεία τελικά, κατάφερε με γλυκόλογα και χάδια και κάλμαρε το παιδί, το οποίο χώθηκε προστατευτικά στην αγκαλιά των γονιών, που τη συγγένεια δεν τους την έκανε το αίμα, αλλά η «ΑΓΑΠΗ». Το παιδάκι μεγάλωσε, ατσαλώθηκε από τα χαστούκια της ζωής και πρόκοψε, σε πείσμα των κακών περιστάσεων! Κι εκείνο που χαράχτηκε για πάντα στην παιδική του μνήμη, δεν ήταν αυτό το δυσάρεστο περιστατικό, αλλά όλα εκείνα τα περιστατικά που έζησε με την Γερμανική Κατοχή και άφησαν πληγές σε τόσες αθώες ψυχές! Άλλη μια ιστορία από τα συρματοπλέγματα, είναι και αυτή: Την εποχή εκείνη δινόταν στο υπόγειο του Α΄ Δημοτικού το συσσίτιο. Για να πάει κανείς ως εκεί, απ’ όσους έμεναν από τη μεριά της Καναπίτσας, έπρεπε να περάσουν από το φυλάκιο που υπήρχε στη θέση περίπου του «Τυφώνα», ή από ένα άλλο, που βρισκόταν κοντύτερα στο Α΄ Δημοτικό. Αυτό το φυλάκιο βρισκόταν ακριβώς στη θέση που υπάρχει σήμερα η συμβολή των οδών Γαλήνης και Ακακιών. Από εκείνο λοιπόν το φυλάκιο, περνούσαν όποτε μοιραζόταν το συσσίτιο, κρατώντας τα κατσαρολάκια τους, και δύο παιδάκια, ένα αγόρι περίπου δέκα χρονών ο Θοδωρής, με την μικρότερη αδελφούλα του την Τασούλα, που ήταν περίπου πέντε ετών. Σ’ εκείνο το φυλάκιο, από τη μια πλευρά του συρματοπλέγματος, ήταν σκοπός ένας Ιταλός και από την άλλη ένας Γερμανός. Ο Ιταλός, βλέποντας το κοριτσάκι με το χαριτωμένο μουτράκι, όποτε περνούσαν τα παιδάκια για το συσσίτιο, πρέπει να θυμόταν κάποιο δικό του παιδί, ή συγγενικό αγαπητό του πρόσωπο που είχε αφήσει πίσω στην πατρίδα του, και φώναζε ενθουσιασμένος «O piccola bambina!» κι έδινε στην μικρή Τασούλα καραμέλες μέντας. Αντίθετα, ο Γερμανός, ξανθός και κοκκινοπρόσωπος, κοιτούσε τα δυο παιδάκια βλοσυρός και τα πάγωνε με το βλέμμα του. Και το κοριτσάκι έλεγε από μέσα του: «Παλιάνθρωπε!» (ανάμνηση Τασίας Γκόβα-Χάϊδη). Άλλη φορά, ένας Γερμανός στρατιώτης που φύλαγε σκοπιά, μαζί με άλλους, στο κεντρικό φυλάκιο της συρματοπλεγμένης περιοχής του Ηρακλείου, στο σημείο που η κοίτη του ρέματος της Κουντουριώτου συναντιόταν με τον χωματόδρομο (σημερινή οδό Μ. Μερκούρη), φώναξε την δεκάχρονη τότε μητέρα μου που περνούσε από εκεί, να της δώσει δήθεν μια σοκολάτα που κρατούσε στα χέρια του. Καθώς εκείνη πλησίαζε, της πέταξε με δύναμη μια πέτρα που την βρήκε στο στήθος. Βλέποντας το πονεμένο παιδί, εκείνος μαζί με τους άλλους Γερμανούς της σκοπιάς, γέλασαν σαρκαστικά! Όπως ειναι κατανοητό, οι Γερμανοί είχαν πάρει πολύ αυστηρά μέτρα για να εξασφαλίσουν κυρίως την ασφάλειά τους, ακόμα και για τις μετακινήσεις των κατοίκων μέσα στην πόλη. Σε κάθε Γερμανικό φυλάκιο γινόταν υποχρεωτικά έλεγχος στις ταυτότητες όλων των περαστικών και αν επρόκειτο να μετακινηθούν εκτός του Νομού, χρειαζόταν και ειδική άδεια από την κομαντατούρ.
Κατοικώντας οι Γερμανοί στο Ηράκλειο, έπρεπε κάπου και να τρώνε. Επέταξαν λοιπόν το καφενείο του Ηλιάδη στον Σταθμό και το μετέτρεψαν σε μαγειρείο, επιστρατεύοντας και Ηρακλειώτες να τους υπηρετούν. Κάποτε, μαθεύτηκε ότι οι Γερμανοί πλήρωναν όσο-όσο, για να φάνε κρέας. Το έμαθε αυτό ο παππούς Μανώλης, ο γνωστός σε όλους φαρσαδόρος «ψευτο-Μανώλης» και λέει: «Εγώ θα τους πάω!». Τι σκαρφίστηκε; Πήγε στις Κουκουβάουνες, αγόρασε από μια στάνη μια γερασμένη προβατίνα βρόμικη, με κολλημένες βιρβιλιές στο μαλλί της, την πήρε σπίτι, και βάζοντάς την σε μια σκάφη, άρχισε να την πλένει τρίβοντάς την με σαπούνι και με μια χοντρή βούρτσα που καθάριζαν τα χαλιά, μέχρι που το μαλλί της έγινε κουκούλι. Καθώς η γερασμένη κι ετοιμοθάνατη προβατίνα δεν μπορούσε να κάνει βήμα, την έβαλε σ’ ένα καρότσι οικοδομής και την πήγε στου Ηλιάδη. Οι Γερμανοί την ακριβοπλήρωσαν στον παππού για να την φάνε! Ένα κακό συνήθειο που είχαν οι κατακτητές, ήταν να μην πετούν τα αποφάγια τους, αλλά τα έθαβαν στο χώμα, για να μην τα φάνε οι κάτοικοι που λιμοκτονούσαν. Κάποτε, μαθεύτηκε ότι έτρωγαν κρέας• μια προβατίνα ήταν πάλι. Σε όλους έτρεχαν τα σάλια, καθώς δεν έβρισκαν ούτε ένα κρεμμύδι να φάνε. Τότε ένας Ηρακλειώτης, ο Στάθης Χήναρης, εργάτης οικοδομών, που λόγω της ανεργίας δούλευε στου Ηλιάδη ως σερβιτόρος, τόλμησε να πάει και να ξεθάψει τα αποφάγια, για να πάει στην οικογένειά του να γλείψουν κάνα κοκαλάκι. Οι Γερμανοί τον αντιλήφθηκαν και τον μαύρισαν στο ξύλο! Από την πείνα και τις ομαδικές εκτελέσεις, γέμισαν οι ομαδικοί τάφοι στο Βέικο! Ήταν τόση η πείνα τότε, ώστε οι Ηρακλειώτες και όχι μόνο, έκαναν το κάθε τι για να εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαγητό. Και τη μεγαλύτερη θυσία! Θυμόταν η μητέρα μου η Ζωζώ, ότι εκείνα τα χρόνια της πείνας, μια μέρα άκουσε τον πλανόδιο ακονιστή που φώναζε: «Ακονιστής – Τροχός!». Κι εκείνη, σαν παιδάκι δεν ήξερε, δεν κατάλαβε, και λέει: «Θέλω να μου πάρετε να φάω αυτό που φωνάζει αυτός! Ακονιστή – Τροχό θέλω να φάω!». Άλλη φορά πάλι, που τα έντερά της παραπονιόντουσαν γουργουρίζοντας έντονα, άρχισε να φωνάζει σπαραχτικά: «Πεινάω! Πεινάω!». Ο παππούς μου ο Μανώλης δεν άντεξε ν’ ακούει τις φωνές της. Άρπαξε την μοναδική τους κότα που είχαν (τις κότες δεν τις σκότωναν τότε, για να έχουν αυγά) την σήκωσε ψηλά και την έσκασε με δύναμη κάτω στο πάτωμα, λέγοντας αγανακτισμένος στη γιαγιά μου: «Μαγείρεψέ την να την φάει!». Τελικά, η πείνα τους γονάτισε, και ο παππούς μου αναγκάστηκε να ανταλλάξει το σπίτι του στην οδό Δεκελείας 14, με ένα τσουβάλι ρύζι(!) που του έδωσε ένας γείτονας τελωνιακός, κι ένα οικόπεδο το έδωσε για μια κατσίκα, για να ’χει γάλα για το παιδί του. Από νοικοκύρης, βγήκε στο νοίκι, κι έμενε στο σπίτι του Δούκα στην οδό Ελευσινίων 16. Μετά την Κατοχή, αυτού του είδους οι αγοραπωλησίες κρίθηκαν παράνομες, κι έτσι ο παππούς πήρε πίσω το σπίτι του. Όμως, προτού του το παραδώσει ο τελωνιακός, με τον οποίο ήταν και φίλοι κατά τα άλλα, του ζήτησε να τον βοηθήσει, μια κι ήταν εργολάβος οικοδομών ο παππούς, να αφαιρέσουν το κάσωμα μιας πόρτας από έναν εσωτερικό τοίχο του σπιτιού. Το «ξεκόλλησαν» με ένα κασμά, και ξεχύθηκαν μέσα από τον τοίχο χρυσές λίρες Αγγλίας, που είχε κρύψει ο τελωνιακός μέσα σε υποδοχή!... Εκείνα τα χρόνια της μεγάλης πείνας που έφερε η Κατοχή, όλοι είπαν το ψωμί «ψωμάκι»! Γι’ αυτό ο κόσμος σεβόταν, σαν κάτι ιερό το ξεροκόμματο, τη μπουκιά, ακόμα και το ψίχουλο που έπεφτε κάτω. Το σήκωναν, με ευλάβεια σχεδόν, πρώτα το φιλούσαν και μετά το έτρωγαν! Και, με ό,τι περίσσευε, τάιζαν τα πουλιά! Ψωμί δεν πετούσαν ποτέ! Το θεωρούσαν αμαρτία! Η πείνα και η εξαθλίωση, τους έκανε να σκαρφίζονται διάφορα, για να εξασφαλίσουν λίγο φαγητό στα παιδιά τους. Κάποτε, ο Βαγγέλης Πέττας με τη γυναίκα του Σοφία (έμεναν στην οδό Παναθηναίων) είχαν πάει στη Χασιά, και αγόρασαν από έναν μαυραγορίτη κονσέρβες γάλα. Για να τις μεταφέρουν στο Ηράκλειο, «επιστράτευσαν» το καρότσι του μωρού. Τακτοποίησαν μέσα τις κονσέρβες, τις σκέπασαν καλά με την κουβερτούλα του μωρού και ξεκίνησαν. Στο δρόμο τους σταμάτησε για έλεγχο Γερμανική περίπολος. Όμως, δεν υποπτεύθηκαν να ψάξουν το καρότσι. Έτσι οι άνθρωποι, καταϊδρωμένοι από την αγωνία, τη γλίτωσαν! Κάποια άλλη φορά, οι Γερμανοί εισέβαλαν αιφνιδιαστικά στο σπίτι της οικογένειας Πέττα για έλεγχο. Και πάλι το αντρόγυνο είχε φέρει από τον μαυραγορίτη της Χασιάς, αυτή τη φορά ένα γκαζοτενεκέ πετρέλαιο, που απαγορευόταν από τους Γερμανούς η χρήση του, γιατί φοβόντουσαν εμπρηστικές ενέργειες. Παρά τον έλεγχο, δεν ανακάλυψαν αυτό που τους είχαν πληροφορήσει οι «καλοθελητές». Κι αυτό, γιατί ο γκαζοτενεκές βρισκόταν κρυμμένος κάτω από την πολυθρόνα που καθόταν η, υπεράνω υποψίας, υπερήλικη γιαγιά Ελένη Πέττα, και τον έκρυβε με τα μακριά φουστάνια της! (μαρτυρία του Νίκου Πέττα). Η πείνα της Κατοχής δημιούργησε την ανάγκη συσσιτίων. Το φαγητό μοιραζόταν στο προαύλιο του Α΄ Δημοτικού στο Κάτω Ηράκλειο. Όλοι περίμεναν με υπομονή στην ουρά με τα κατσαρολάκια τους, και κάποιες φορές το συσσίτιο μπορεί να ήταν μόνο ένα κρεμμύδι, ντομάτες, φουντούκια και κουκουτσάλευρο φτιαγμένο από χαρούπια. Μια φορά μοίρασαν κριθαρένιο αλεύρι που μύριζε μούχλα, γιατί προερχόταν από ναυάγιο. Άλλη φορά, δόθηκε φουντουκάλευρο σκουλικιασμένο, που όσοι το έφαγαν έπαθαν τυμπανισμό!... Κάποιες φορές, έδιναν μόνο ένα κομμάτι ψωμί (μαρτυρία Ζωζώς Τασούλα). «Όταν είχαμε χόρτα, δεν είχαμε λάδι. Κι όταν βρίσκαμε μια στάλα λάδι, δεν είχαμε με τι να το μαγειρέψουμε» θυμόταν η γιαγιά μου Χαρίκλεια Αγγελή. Όλοι τους είχαν «στεγνώσει». Είχαν «φέξει». Ήταν το πετσί και το κόκκαλο!... Τα μικρά παιδιά, στα χρόνια εκείνα της πείνας, κατέβαιναν ξυπόλητα από το Ηράκλειο μέχρι τη Νέα Ιωνία, στο κατάστημα ξηρών καρπών του Ιορδάνη Γουναρίδη. Και αυτός ο καλοκάγαθος Μικρασιάτης πρόσφυγας, γέμιζε τις τσέπες των παιδιών δωρεάν με στραγάλια, για να ξεγελούν την πείνα τους!... Κι εκεί, μέσα στο μαγαζί του καλού αυτού ανθρώπου, επάνω σ’ ένα τραπεζάκι, ήταν ακουμπισμένο ένα ούτι. Και όποτε το καλούσε η περίσταση, ο παππούς Ιορδάνης χάιδευε τις χορδές του οργάνου, και σιγοτραγουδούσε νοσταλγικούς στίχους από τις χαμένες πατρίδες. Και για λίγο το μυαλό ξέφευγε, και το φάσμα της πείνας υποχωρούσε!... (μαρτυρία Θανάση Κορτέση). Κάποιες φορές, και οι Γερμανοί κατακτητές «οργάνωναν» συσσίτια. Αλλά το έκαναν παίζοντας με την πείνα των ανθρώπων, για να διασκεδάσουν. Πρώτα τους μοίραζαν φαγητό, κι έπειτα τους ξυλοκοπούσαν και τους το έπαιρναν πίσω. Μόνο οι Ιταλοί σύμμαχοί τους, που έμεναν τότε στο σπίτι του Λίβα (Πεύκων 1), φάνηκαν πιο συμπονετικοί με τους πεινασμένους Ηρακλειώτες. «Μαντζάρε μακαρόνι περ μπαμπίνι» έλεγαν, και μοίραζαν μακαρόνια στις γειτονιές. (μαρτυρία Θανάση Κορτέση). Συνοδευτικός της πείνας, ήταν και ο τρόμος που υπήρχε την εποχή αυτή, καθώς οι σειρήνες ηχούσαν εφιαλτικά όποτε εμφανίζοντας γερμανικά αεροπλάνα επάνω από τον ουρανό του Ηρακλείου, για να τρέξουν οι άνθρωποι στα καταφύγια, αν και το Ηράκλειο δεν βομβαρδίστηκε ποτέ. Ένα από τα καταφύγια που υπήρχαν τότε, ήταν σύριζα με τη μάντρα του σπιτιού της κυρά-Ρήνης Μωραΐτη, γωνία Μυκηνών και Παναθηναίων. Εκεί, υπήρχε σκαμμένο υπόγειο καταφύγιο όπου κρύβονταν στριμωγμένοι κακήν κακώς, και με την αγωνία και τον τρόμο στα μάτια, οι κάτοικοι από τις γύρω γειτονιές. Μετά την Κατοχή, το καταφύγιο αυτό χρησίμευε σαν κρυψώνα, στα παιχνίδια των παιδιών της γειτονιάς (μαρτυρίες Ευγενίας Ζωγράφου, Νίκου Πέττα κ.ά.). Ένα άλλο καταφύγιο που το είχε φτιάξει ο εργολάβος οικοδομών Μανώλης Αγγελής, βρισκόταν στην οδό Σαλαμίνος 10. Η Τασούλα Γκόβα που ήταν τότε περίπου 5-6 χρονών κοριτσάκι, θυμόταν την κατά επτά χρόνια μεγαλύτερή της φίλη, τη Ζωζώ, κόρη του Αγγελή, που σερνόταν έρποντας ανάμεσα στα χωράφια που χώριζαν τα σπίτια τους, δίπλα στη ρεματιά της σημερινής οδού Δεκελείας, και την καλούσε να πάνε να κρυφτούν σ΄αυτό το καταφύγιο, που αργότερα μετατράπηκε σε στέρνα που έσβηνε τον ασβέστη για τις οικοδομές ο Αγγελής. Και λίγο πιο μετά, κατέληξε υπόγειο αποθήκευσης ξυλείας για τη σόμπα. Ένα άλλο καταφύγιο βρισκόταν στη νότια πλαγιά του λόφου Κουμανούδη, εκεί όπου από τις αρχές του 20ού αιώνα δεσπόζει η Αγία Τριάδα, αρχικά σαν ξύλινη παράγκα και κατόπιν λιθόκτιστη. Σε εκείνο το καταφύγιο συνέβη μια τραγική ιστορία, που την προκάλεσε ένα μόνο αεροπλάνο. Είχε απογειωθεί από το Χασάνι (Ελληνικό) και ο Γερμανός πιλότος του, που καθώς έλεγαν οι φήμες, μόλις είχε πληροφορηθεί το θάνατο όλης της οικογένειάς του, πιλοτάριζε τρελαμένος για εκδίκηση, με σκοπό να αδειάσει τις βόμβες του όπου έβρισκε. Και στόχος του, για κακή τύχη, βρέθηκε να είναι το Ηράκλειο. Κάποιοι έτρεξαν αμέσως να κρυφτούν στο καταφύγιο του λόφου που βρισκόταν λίγο πιο πέρα από τα γερμανικά συρματοπλέγματα. Οι βόμβες έπεσαν ακριβώς στη είσοδό του, και το καταφύγιο έγινε ο ομαδικός τάφος όσων ανθρώπων βρισκόντουσαν μέσα. Χρόνια μετά, σκάβοντας για τα θεμέλια μιας πολυκατοικίας, βρέθηκαν οι σκελετοί των τραγικών θυμάτων (μαρτυρία Τίτου Κοκκινέα). Όσο για τους Γερμανούς κατακτητές, όλο αυτό το διάστημα, συνέχιζαν να κάνουν το βίο αβίωτο στους Ηρακλειώτες! Αλλοίμονο σε όσους έκρυβαν ασύρματους, ή είχαν ραδιόφωνα που άκουγαν ειδήσεις από το Λονδίνο. Τα έκρυβαν βέβαια στις πιο απίθανες κρυψώνες, όπως ήταν ο κουβάς μέσα στο πηγάδι. Αλλά, όταν τους έπιαναν, τους περίμεναν σκληρές τιμωρίες, ανακρίσεις, φυλακές, φάλαγγες, βραστά αυγά στις μασχάλες, και καλαμένιες αγκίδες στα νύχια, για να μαρτυρήσουν! Έχω δει με τα μάτια μου τέτοια νύχια, κατεστραμμένα από τη ρίζα από τα βασανιστήρια, κι όταν ρώτησα με περιέργεια τη γυναίκα που είχε υποστεί το μαρτύριο, μου είπε: «Μου τα έφαγε η γυαλομαμούνα!» για να αποφύγει να τραυματίσει την παιδική ψυχή μου, με τις φρικαλεότητες του πολέμου. Οι άνθρωποι εξ αιτίας πολλών παρόμοιων δυσάρεστων περιστατικών, είχαν γίνει πολύ καχύποπτοι τότε. Φοβόντουσαν ακόμα και την σκιά τους, κι όχι άδικα. Γιατί υπήρχαν τα «καρφώματα», με όλα τα γνωστά επακόλουθα. Μια γυναίκα που έβοσκε την κατσίκα της σ’ ένα χωράφι, έξω από το παράθυρο ενός σπιτιού, καθώς έσκυψε να λύσει το σχοινί της κατσίκας από μια μεγάλη πέτρα που το είχε δεμένο, η νοικοκυρά του σπιτιού, νόμισε ότι η γυναίκα με την κατσίκα την κατασκόπευε από το παράθυρο. Βγήκε λοιπόν, και την περιέλουσε με το ακόλουθο: «Φτου σου να χαθείς παλιογυναίκα! Εκεί που χε... εγώ, φυτρώνεις εσύ, γίδα απορριμμένη!». Η αθώα γυναίκα έφυγε άρον-άρον και θυμόταν την «ψυχρολουσία» μια ζωή! (ανάμνηση Χαρίκλειας Αγγελή). Και πώς ήταν δυνατόν να μη φοβούνται οι άνθρωποι τότε! Τα μάτια τους έβλεπαν τόσα! Κάποιους, οι Γερμανοί τους εκτελούσαν εν ψυχρώ μπροστά τους! Όπως, ένα άγνωστο παλληκάρι ψηλό, με λευκό κοστούμι και χρυσά γυαλάκια, που κάποιο απόγευμα τον κυνηγούσαν τρέχοντας και πυροβολώντας από την οδό Θριάμβου προς την Ελευσινίων, μέχρι που τελικά τον τραυμάτισαν θανάσιμα στη διασταύρωση με την οδό Σαλαμίνος, μπροστά στα έντρομα μάτια της μαμάς μου και της γιαγιάς μου Χαρίκλειας, που είχαν πάει σ’ ένα γειτονικό χωράφι να λύσουν την κατσίκα τους την Κανέλλα, που την είχαν πάει για βοσκή. Φοβερότερη ακόμα, ήταν η χαριστική βολή που του έριξαν δύο φορές στον κρόταφο. Έπειτα, ένας Γερμανός πάτησε με τη μπότα του το κεφάλι του νεκρού, και το κουνούσε για να βεβαιωθεί ότι πέθανε. Για λίγη ώρα, έμεινε εκεί πεσμένο το νεκρό σώμα, μέσ’ στα αίματα. Πολλοί από τη γειτονιά μαζεύτηκαν και κοιτούσαν με φρίκη. Μετά, ήρθε κάποιος μ’ ένα καρότσι οικοδομής και πήρε τον νεκρό… Έμαθαν ότι ήταν Εβραίος (πολλοί προσθέτουν: και κομμουνιστής), και τον κυνηγούσαν από τη Νέα Φιλαδέλφεια. Η μητέρα μου από την τρομάρα της αρρώστησε, και της έδιναν για μέρες αλατόνερο, να πίνει για να συνέλθει!.... (μαρτυρίες Ζωζώς Τασούλα, Βαγγέλη Σταύρου που έμενε τότε οικογενειακώς νοικάρης στον Γκόβα, Θανάση Κορτέση κ.ά.). Την ίδια εποχή, τα περισσότερα νεαρά παιδιά, εμπνευσμένα από τον πνεύμα του πολέμου, είχαν ενταχθεί στην νεολαία της αντιστασιακής οργάνωσης ΕΠΟΝ (Ενιαία, Πανελλαδική Οργάνωση Νέων) που ιδρύθηκε στις 23/2/1943, και αποτελούσε μέλος του ΕΑΜ. Η μητέρα μου πάντα θυμόταν, και μας τραγουδούσε με ενθουσιασμό, τον ύμνο που έλεγαν κάνοντας σημειωτόν:
Εν, δυό!/ Καμαρωτά, χαρούμενα τα νιάτα,/ σαν σε χορό βαδίζουν πάντα μπρος!/ Φλόγα, ζωή και θέληση γιομάτα/ κι είναι το πέρασμά τους όλο φως!...
Όλο αυτό το διάστημα της Κατοχής, το Ηράκλειο, λόγω της αμφιθεατρικής θέσης που κατέχει στην Αττική πεδιάδα, είχε γίνει θεωρείο στο παράλογο «θέατρο του πολέμου». Το λιμάνι του Πειραιά βομβαρδίστηκε δυο φορές, και προκλήθηκαν πολύ μεγάλες καταστροφές σε κτίρια και πλοία. Η πρώτη φορά ήταν στις 6 Απριλίου 1941, πρώτη ημέρα την γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα, όταν 31 γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν το λιμάνι. Και η δεύτερη φορά ήταν όταν οι Άγγλοι Σύμμαχοι στις 11/1/1944 βομβάρδιζαν τον Πειραιά.
Βομβαρδισμένα κτίρια στον Πειραιά.
Η Ευγενία Γιαννοπούλου – Ζωγράφου, που ήταν τότε μικρό παιδάκι, θυμάται ότι καθόταν στο παράθυρο στην αγκαλιά της μητέρας της, κι έβλεπαν τους πυκνούς καπνούς που υψώνονταν επάνω από την βομβαρδιζόμενη πόλη, ενώ οι φωτεινοί τροχιοδείκτες όργωναν τον καπνισμένο ουρανό! Την ίδια εποχή, οι περισσότεροι Πειραιώτες, για λόγους ασφαλείας εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και μετακόμισαν στο κέντρο της Αθήνας, κυρίως στην Πλάκα και στο Μοναστηράκι. Αρκετοί Πειραιώτες ανέβηκαν βορειότερα και ήρθαν και στο Ηράκλειο, όπου βρήκαν φιλοξενία σε σπίτια συγγενών τους ή νοίκιασαν. Αρκετοί Ηρακλειώτες, καταπιεσμένοι από την οικονομική ανέχεια και την πείνα, αναγκάστηκαν να περιοριστούν οικογενειακώς σε ένα-δυό δωμάτια των σπιτιών τους, ή σε καμαράκια που υπήρχαν στις αυλές, και το υπόλοιπο σπίτι το νοίκιαζαν σε Πειραιώτες. Αυτό έγινε και στο σπίτι του Παναγιώτη Γκόβα (Δεκελείας 12) και στου Καρύδα (Θεμιστοκλέους 15).
Ο σιδηροδρομικός σταθμός του Πειραιά βομβαρδισμένος.
Αρκετοί Πειραιώτες τότε, βρήκαν στο Ηράκλειο και αγόρασαν πολύ φτηνά οικόπεδα, και μετά την Κατοχή τα μεταπούλησαν, επωφελούμενοι από το κέρδος που τους απέφερε αυτή η επένδυση. Πρέπει εδώ να αναφερθεί, ότι στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, γνώρισαν και τη μεγαλύτερη άνθισή τους τα λιγνιτωρυχεία του Ηρακλείου-Καλογρέζας, τα οποία επίσης επιτάχθηκαν από τους Γερμανούς. Εκείνη την εποχή τα φορτηγά του Πεζά που είχαν αναλάβει την επιχείρηση της μεταφορά του λιγνίτη, γάζωναν κυριολεκτικά το έδαφος, μέχρι να εφοδιάσουν τις γερμανικές εγκαταστάσεις. Η γη από τις πυρετώδεις υπέργειες και υπόγειες εργασίες και τις απανωτές εκρήξεις στις στοές, κυριολεκτικά έτρεμε, και γι΄αυτό, μετά τη σημερινή οδό Φιλοθέης απαγορεύονταν οι οικοδομές, γιατί κινδύνευαν από τους τρομερούς κραδασμούς του εδάφους να καταρρεύσουν!(μαρτυρίες Τάκη Γιαννόπουλου). - Το μπλόκο - Ανάμεσα στα τόσα δράματα που άκουγα να διηγούνται τότε για τον πόλεμο, ήταν και το μπλόκο που έκαναν οι Γερμανοί στις 5 Φεβρουαρίου του ’44, στο εργοστάσιο κουμπιών του Βαγγέλη Χειμωνάκη στην οδό Ευριπίδου. Το χρησιμοποιούσαν ως κρησφύγετο, κρύβοντας μέσα και ασύρματο, μερικά στελέχη της Εθνικής Αντίστασης. Τα αδέλφια Δημήτρης και Αλέξανδρος Μπαρτζώκας (Ταγματάρχης και Λοχαγός αντίστοιχα του εφεδρικού ΕΛΑΣ, με κέντρο δράσης τους τα Λιγνιτωρυχεία της περιοχής), με καταγωγή από το Χάσεψη (Κυψέλη) της Άρτας, που κατοικούσαν στην Καναπίτσα. Μαζί τους ήταν και ο Παναγίωτης Γκόβας, 44 ετών τότε, που καταγώταν από το Πελόπιο Ηλείας και κατοικούσε με την οικογένειά του στην οδό Δεκελείας 12. Ήδη από τις προηγούμενες μέρες, κάποιοι τον είχαν ειδοποιήσει να φυλάγονται. Προϊδεασμένοι λοιπόν, συμβούλεψαν τον συνεργάτη τους Κώστα Παπακωνσταντίνου, σιδηροδρομικό, να μην πάει σ’ εκείνη τη συγκεκριμένη συνάντησή τους, θέλοντας να τον προφυλάξουν, επειδή η γυναίκα του ήταν ετοιμόγεννη. Και όντως, εκείνη τη βραδιά έγινε το μπλόκο. Στην συμπλοκή που ακολούθησε, σκοτώθηκαν επιτόπου τα δύο αδέλφια, και ο Παναγιώτης Γκόβας διέφυγε βαριά τραυματισμένος. Ενώ νοσηλευόταν στο νοσοκομείο «Αγία Όλγα», οι Γερμανοί τον ανακάλυψαν και τον μετέφεραν στο Ιπποκράτειο, έχοντάς τον υπό κράτηση. Τρεις σκοποί τον φρουρούσαν. Δύο έξω από το δωμάτιο, και ένας μέσα. Τότε, ένας αξιωματικός του ελληνικού στρατού, γείτονας του Γκόβα, ο Θεόδωρος Παπακωνσταντίνου, διακινδυνεύοντας τη θέση του και τη ζωή του, πήγε στο Ιπποκράτειο με την πρόφαση να τον επισκεφτεί, έχοντας όμως απώτερο σκοπό να τον φυγαδεύσει. Ο Γκόβας όμως αρνήθηκε. Του είπε αποφασιστικά, ενώ ήξερε ότι ο θάνατος τον περίμενε: «Δεν φεύγω! Θα θεωρηθεί ότι πρόδωσα, και γι’ αυτό με άφησαν ελεύθερο οι Γερμανοί!». Μετά την αποθεραπεία του, τον οδήγησαν στο Στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Και στις 21 Ιουλίου 1944 τον εκτέλεσαν κρεμώντας τον με συρματόσχοινο, μαζί με άλλους 54 αντιστασιακούς κρατούμενους, στον ελαιώνα στο Πικέρμι (Χαρβάτι). Η γυναίκα του Γκόβα, η κυρά-Κατίνα, δεν ήθελε με κανένα τρόπο να πιστέψει ότι δεν ζούσε ο άντρας της. Έλεγε: «Εγώ θα φοράω κόκκινα, μέχρι να βεβαιωθώ!». Ανάμεσα στους 54 εκτελεσμένους στο Πικέρμι, ήταν και ένας άλλος ακόμα νεαρός Ηρακλειώτης αγωνιστής, ο Προκόπης Κατσούλης που καταγόταν από την Καμάριζα, και εργαζόταν στα ορυχεία του Λαυρίου. Στέλεχος του ΕΛΑΣ, κυνηγήθηκε από τους Γερμανούς και μετά τη σύλληψή του οδηγήθηκε στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Ξυλοκοπήθηκε, βασανίστηκε άγρια, του έβγαλαν τα νύχια και τελικά τον κρέμασαν στο Πικέρμι στις 21 Ιουλίου του ’44. Ο τραγικός επίλογος αυτής της τραγικής ιστορίας, δόθηκε πέντε μήνες μετά! Αφού τους κρέμασαν με χοντρά, μαύρα ηλεκτρικά καλώδια (που τα μετέφεραν οι ίδιοι ) στα πεύκα, τους κατέβασαν και τους έθαψαν, τον καθένα ξεχωριστά, σε ατομικούς τάφους, χωρίς όνομα. Οι δικοί τους αγνοούσαν την τύχη τους. Μόνο υποψίες υπήρχαν για την εξαφάνισή τους. Πώς ανακαλύφθηκε η ταυτότητα των εκτελεσμένων; Ένα μήνα μετά την υποχώρηση των Γερμανών, κάποιο συννεφιασμένο πρωινό του Νοεμβρίου του 1944, ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας, με συνεργείο του Δήμου Αθηναίων που το αποτελούσαν πολλοί εργάτες, ήρθαν στον τόπο της ταφής. Τους συνόδευαν πλήθος ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, όλων των ηλικιών, που είχαν έρθει κρατώντας φωτογραφίες των αγνοουμένων. Οι τάφοι, σχεδόν πέντε μήνες μετά, άνοιγαν στα γρήγορα από το συνεργείο, ένας-ένας. Οι νεκροί ξαναήρθαν στο φως μισολιωμένοι, ντυμένοι με τα ρούχα τους άθικτα, και με τα καλώδια ακόμα περασμένα στο λαιμό τους. Από τα ρούχα τους, τους αναγνώρισαν οι συγγενείς τους. Από την πυτζάμα του, με τα κουμπιά του Χειμωνάκη που είχε η ίδια ράψει επάνω, αναγνωρίστηκε από τη γυναίκα του και ο Παναγιώτης Γκόβας. Ήτανε τόσο το μεγάλο το σοκ από τη φρικαλέα σκηνή για εκείνη, ώστε μέχρι να γυρίσει σπίτι της έπεσαν τα φρύδια και τα βλέφαρα! Τότε το πήρε απόφαση ότι πέθανε ο άντρας της! Μαυροφορέθηκε, τον έκλαψε πικρά και τον πένθησε! Εκείνη την ημέρα, στον κάμπο στο Χαρβάτι, ξέσπασε πραγματικά γοερός επιτάφιος θρήνος, που αντήχησε ανατριχιαστικός σ’ όλα τα πλάτη της Αττικής, καθώς τον σήκωσε ψηλά προς τον ουρανό, ο αέρας... Θυμάμαι, την δεκαετία του ’60 και στις αρχές του ’70, όποτε πηγαίναμε με τα εκδρομικά για θαλάσσια μπάνια προς Τύμβο-Μαραθώνα ή Ραφήνα, καθώς το πούλμαν περνούσε μέσα από τον ελαιώνα, σ’ εκείνο το σημείο που είχε γίνει η εκτέλεση, χαμήλωνε ταχύτητα, και ο οδηγός παίρνοντας το μικρόφωνο, μας εξηγούσε ότι ο μεγάλος μαρμάρινος σταυρός πάνω στο λοφάκο που υψωνόταν δεξιά μας, ήταν τοποθετημένος επάνω από τον ομαδικό τάφο των εκτελεσμένων πατριωτών. Και μας έλεγε, να κοιτάξουμε με προσοχή στα κλαριά των πεύκων αριστερά, τα συρματόσχοινα που κρέμονταν ακόμα, μάρτυρες τις εκτέλεσης τόσων ανθρώπων που θυσιάστηκαν για την πατρίδα!... Και μάλιστα, τα συρματόσχοινα αυτά, ήταν ηλεκτρικά καλώδια, που οι Γερμανοί είχαν βάλει τους ίδιους τους μελλοθάνατους να κατεβάσουν από τις κολώνες!... Σήμερα, το τοπίο πλέον είναι αγνώριστο. Ο σταυρός είναι μικρότερος και ξύλινος, δεν υπάρχει ο λόφος παρά μόνο το κοινοτάφιο, και η περιοχή έχει πυκνοκατοικηθεί. Το ίδιο δραματικά έφυγαν από τη ζωή, θύματα των κατακτητών, κι άλλοι Ηρακλειώτες, όπως ο Κώστας Ωραιόπουλος, ο Παναγιώτης Μικρόπουλος και η τραγική Ηλέκτρα Αποστόλου. Η οποία κρυβόταν για να αποφύγει τους διώκτες της από σπίτι σε σπίτι, όπως στη βίλλα Μέλπω του συναγωνιστή της Μιλτιάδη Μαντζαβίνου, στην οδό Μυκηνών, όπου έκρυβαν και πολύγραφο για την εκτύπωση των «παράνομων» προκηρύξεών τους. Είχε για κρησφύγετο ακόμα και πηγάδια. Τελικά όμως την συνέλαβαν, και άφησε την τελευταία της πνοή στις 26 Ιουλίου 1944, μετά από φριχτά βασανιστήρια! Γρονθοκοπημένη, μαστιγωμένη, κρεμασμένη από τις μασχάλες, καμένη σ’ όλο της το σώμα με τσιγάρα, όπως έδειξε η ιατροδικαστική εξέταση!
- Ένα δάκρυ-τιμή, στην τραγική Ηλέκτρα - Η τραγική και ηρωική Ηλέκτρα Αποστόλου (1912-1944) γόνος εύπορης αθηναϊκής οικογένειας, έδωσε το αγωνιστικό της «παρών» μόλις 13 ετών, το 1925, μαθήτρια της Γερμανικής Σχολής, ενάντια στην δικτατορία του στρατηγού Θ. Πάγκαλου, μοιράζοντας εναντίον της κυβέρνησής του προκηρύξεις. Παράλληλα έκανε εράνους, ετοίμαζε δέματα και τα έστελνε στους εξόριστους – πρώτη φορά τότε – στα ξερονήσια. Εξαιτίας της δράσης της ήρθε σε ρίξη με τους δικούς της, και έφυγε από το σπίτι της σε ηλικία 17 ετών.
Επάνω, η Ηλέκτρα σε παιδική ηλικία και κάτω, νεαρή γυναίκα.
Ως στρατευμένο μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας στήριξε τους εργαζόμενους, ενώ το παγκόσμιο οικονομικό κραχ είχε γκρεμίσει τα θεμέλια της οικονομίας. Η δικτατορία του Μεταξά έριξε την Ηλέκτρα στη φυλακή, όπου εκείνη βρήκε μέσα στο κελί της ένα νέο πεδίο δράσης. Δίδασκε τις αναλφάβητες, παρέδιδε μαθήματα μουσικήςκαι έβγαζε χειρόγραφη σατυρική εφημερίδα. Το 1938 αποφυλακίστηκε. Παντρεύτηκε τον γιατρό Γιάννη Σιδερίδη, και ενώ ήταν έγκυος, το 1939 ξαναφυλακίστηκε. Γέννησε ως κρατούμενη, στο Τμήμα Μεταγωγών του Πειραιά, και 7 ημερών λεχώνα εξορίστηκε στην Ανάφη μαζί με την κορούλα της (την Αγνή). Οι συνθήκες διαβίωσης εκεί ήταν τραγικές, και έγιναν χειρότερες με την Γερμανική Κατοχή.
Τελικά, τον Αύγουστο του 1942 η Ηλέκτρα κατάφερε και δραπέτευσε! Δημιούργησε την αντιστασιακή οργάνωση «Ελεύθερη Νέα», και το 1943 έγινε μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της νεοϊδρυμένης ΕΠΟΝ. Στην τεράστια αγωνιστική – αντιστασιακή της δράση, έβαλε φρένο η νέα σύλληψή της στις 25 Ιουλίου 1944 από την Ειδική Ασφάλεια, που συνεργαζόταν με τους Χιτλερικούς Κατακτητές. Την οδήγησαν στο Ξενοδοχείο «Κρυστάλ», στην οδό Ελπίδος 17 στην πλατεία Βικτωρίας, όπου την εποχή εκείνη είχε μετατραπεί σε άντρο βασανιστηρίων της Ειδικής Αστυνομίας, με τρομερούς δημίους τον Λάμπρου, τον Καθρέφτη και τον Μόρφη.
Την ανέκριναν: «-Πώς σε λένε; -Ελληνίδα! –Πού κατοικείς; -Στην Ελλάδα! –Ποιοί είναι οι συνεργάτες σου; -Οι Έλληνες! –Τι δουλειά έκανες; -Υπηρετούσα το λαό!». Τη βασάνισαν με μανία! Την έγδυσαν, την έδεσαν πισθάγκωνα και την κρέμασαν από γάντζο στο ταβάνι. Την χτύπησαν με μαστίγιο, βούνευρα, αλυσίδες, σχοινιά και πλεγμένα σύρματα εναλλάξ! Της κούρεψαν τα μαλλιά βίαια, με μαχαίρια! Έσβησαν τσιγάρα επάνω της, και την έβρισαν χυδαία! Τα ξημερώματα περιέλουσαν το χιλιοβασανισμένο σώμα της με οινόπνευμα, και της έβαλαν φωτιά! Την κάθισαν επάνω σε μαγκάλι με αναμμένα κάρβουνα, χτυπώντας την και πάλι. Μέχρι που η γενναία καρδιά της Ηλέκτρας, έπαψε να χτυπάει! Πέταξαν το παραμορφωμένο από τα βασανιστήρια σώμα της γυμνό στο δρόμο, και το βρήκαν οι περαστικοί. Το πόρισμα της νεκροψίας που υπέγραψε ο ιατροδικαστής Πέτρος Τζαφέρης, ανέφερε με κάθε λεπτομέρεια το τραγικό τέλος της ηρωικής αυτής Ελληνίδας! Ήταν 26 Ιουλίου του 1944.
- Το σπίτι της Ηλέκτρας στο Ηράκλειο - Η «Βίλλα Γαλήνη», γνωστή και ως «το σπίτι της Ηλέκτρας Αποστόλου». Οικοδομήθηκε τα πρώτα χρόνια της Βαυαροκρατίας, στην συμβολή των σημερινών οδών Νεότητος και Κουντουριώτου, εκεί όπου σήμερα υψώνεται το Πολιτιστικό Πολύκεντρο του Νέου Ηρακλείου.
Η βάσεις της όμορφης αυτής βαυαρικής βίλλας ήταν χτισμένες από πέτρα. Μέχρι το ύψος περίπου των παραθύρων ήταν χτισμένη με τούβλα και από εκεί και πάνω ο πολυγωνικός σκελετός του σπιτιού ήταν χτισμένος από ξύλινους πήχεις σοβαντισμένους με λάσπη αναμειγμένη με κατσικότριχα (τεχνική μπαγδαντί). Η κεντρική οροφή σχημάτιζε πολυεδρικό θόλο καλυμμένο από τσίγκους, βαμμένους σε ασημί χρώμα. Τα παράθυρα που υπήρχαν περιμετρικά της ψηλοτάβανης βίλλας στο επάνω μέρος ήταν καλυμμένα με πολύχρωμα τσάμια τύπου βιτρό. Στον κήπο υπήρχαν αρκετές αγριοπασχαλιές (μελίες).
Επάνω η "Βίλλα Γαλήνη". Κάτω: Η "Βίλλα Γαλήνη" και πίσω το εργοστάσιο της "ΝΕΟΤΕΧ", όπως διακρίνονταν από το προαύλιο του Α΄Δημοτικού Σχολείου.
Σε αυτό το σπίτι, που στη διάρκεια των εκατόν σαράντα περίπου χρόνων του έμειναν πολλοί ένοικοι, τόσο Βαυαροί, όσο και Έλληνες, για κάποιο διάστημα, μεταξύ 1930 του 1935 περίπου, κατοίκησε και η Ηλέκτρα Αποστόλου με τον αδελφό της Λευτέρη. Επίσης, τέλη της δεκαετίας του ΄30, κατοικούσε εδώ και η οικογένεια Ταγλάουερ, που είχαν παιδιά τους το Δημήτρη και τη Μαριάννα, και ο πατέρας τους ήταν γραμματέας της, τότε, Κοινότητας Ηρακλείου. Τελευταίοι κάτοικοι-ενοικιαστές ήταν η οικογένεια του κηπουρού Κώστα Δρίτσα που είχε πέντε παιδιά. Την εποχή εκείνη, τέλη ΄60 αρχές ΄70, η βίλλα είχε υποστεί ήδη πολλές φθορές από το χρόνο. Είχαν πέσει σε κάποια σημεία σοβάδες και διακρινόταν από μέσα ο ξύλινος σκελετός από τον οποίο ήταν κατασκευασμένη η βίλλα. Τον Σεπτέμβριο του 1982 η Υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη, το σπίτι αυτό με την ιδιόρρυθμη αρχιτεκτονική, το κήρυξε διατηρητέο ιστορικό μνημείο. Όμως, δύο μήνες μετά, οι ιδιοκτήτες του αγνοώντας τις υπουργικές αποφάσεις το κατεδάφισαν με σκοπό να χτίσουν πολυκατοικία. Μέρα-μεσημέρι δούλεψαν οι μπουλντόζες που το ισοπέδωσαν. Τις είδα έξω από τα συρματοπλέγματα του σπιτιού, πηγαίνοντας πρωί στην Αθήνα. Κάτι υποπτεύθηκα, αλλά επειδή γνώριζα την υπουργική απόφαση είπα ότι σκέφτηκα λάθος. Δύο-τρεις ώρες μετά, όταν ξαναπέρασα, το σπίτι δεν υπήρχε. Όταν έτρεξα ταραγμένος και το είπα στη νονά μου Ευγενία Ζωγράφου που ήταν τότε Δημοτική Σύμβουλος, κόντεψε να πάθει! Δεν το πίστευε! Έχω τύψεις, γιατί δεν πρόλαβα αυτό το έγκλημα που έγινε, παρά λίγο μπροστά στα μάτια μου. Το εξομολογούμαι!
- Ο ΕΛΑΣ στο Ηράκλειο - Όλα αυτά άκουγα παιδάκι, και το αίμα μου πάγωνε! Όμως, ξαναγέμιζα ενθουσιασμό, όταν μου περιέγραφαν με περηφάνια την όμορφη δεκαεφτάχρονη Ηρακλειώτισσα αντάρτισσα, τη Ρεγγίνα Σφαέλλου, που λίγους μήνες μετά τις εκτελέσεις, εμφανίστηκε ξαφνικά στο Ηράκλειο επικεφαλής μιας ομάδας τριάντα έφιππων αντιστασιακών του ΕΛΑΣ, που όλοι τους την αποκαλούσαν «Καπετάνισσα», και ανήκαν στο τάγμα του Ταγματάρχη Σταύρου Μαυροθαλασσίτη (Αϊβαλί 1898 – Αθήνα 1986).
Επάνω: ο Σταύρος Μαυροθαλασσίτης. Κάτω: Η Ρεγγίνα Σφαέλου με στρατωτικό μπερέ και αμπέχονο.
Η Ρεγγίνα μπήκε στο Ηράκλειο σαν αμαζόνα, καβάλα σε άσπρο άλογο, με τα κόκκινα μαλλιά της να ανεμίζουν, ντυμένη στρατιωτικά, με αμπέχονο, φυσεκλίκια σταυρωτά στο στήθος και κραδαίνοντας το όπλο της! Όλοι μαζί οι ΕΛΑΣίτες, καβάλα στ’ άλογά τους, κατευθύνθηκαν προς την οδό Ελευσινίων, πέρασαν το σπίτι του Πολύδωρου Χατζηδάκη, και πήγαν και κατέλαβαν το σπίτι του Στ...ίου, ο οποίος διατηρούσε εκείνα τα χρόνια μεγάλο εμπορικό κατάστημα στην οδό Ερμού της Αθήνας, με την επωνυμία «Αφοί Στ...ίου». Λίγο πριν, ο ιδιοκτήτης είχε δραπετεύσει οικογενειακώς από το σπίτι του, γιατί φοβήθηκε την μανία των Ηρακλειωτών, οι οποίοι γνώριζαν τις δοσοληψίες του τόσο με τους Γερμανούς, όσο και με τους Αυστριακούς, συμμάχους των κατακτητών. Μάλιστα, όλοι οι χώροι του πολύ πλούσιου αυτού σπιτιού, που ο ιδιοκτήτης οδηγούσε κούρσα, και τα παιδιά του απολάμβαναν όλες τις ανέσεις και τα ακριβά παιχνίδια, είχαν πλιατσικολογηθεί ήδη από τους αγανακτισμένους Ηρακλειώτες. (μαρτυρίες Ζωζώς Τασούλα, Θοδωρή Γκόβα, Ευρυδίκης Γιαννοπούλου, Τάκη Γιαννόπουλου κ.ά.). Τόσο είχα ενθουσιαστεί, ακούγοντας για την ωραία αντάρτισσα Ρεγγίνα Σφαέλλου, ώστε ζήτησα από τη μαμά μου που την ήξερε, να με πάει στο σπίτι της, στην οδό Ζεφύρου,να να την γνωρίσω! Την είδα! Ήταν τότε περίπου 39 χρονών, όμορφη ακόμα και χαμογελαστή, παντρεμένη, με τρία παιδιά!... Από τότε, όποτε περνούσαμε από το σπίτι της, σταματούσαμε να την χαιρετήσουμε.
- Η όμορφη Ρεγγίνα - Η Ρεγγίνα, που έμεινε παροιμιώδης η ομορφιά της στους παλιούς Ηρακλειώτες, γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλλονιάς στις 3 Μαΐου 1925. Ζούσε με τους γονείς της στο Ηράκλειο, στην οδό Ζεφύρου, μέχρι που ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στην Κατοχή η οικογένεια μετακόμισε στο Παλαιό Ηράκλειο.
Η Ρεγγίνα, από τον Ιανουάριο του 1943 μέχρι τον Ιούνιο του ’44 ήταν μέλος των Εθνικών Οργανώσεων Εσωτερικού ΕΑΜ-ΕΠΟΝ. Στις 16 Ιουνίου 1944 εντάχθηκε στην Εθνική Αντάρτικη Ομάδα του ΕΛΑΣ, που κατεύθυνε ο ταγματάρχης πεζικού της 2ης Μεραρχίας της Ρούμελης, Σταύρος Μαυροθαλασσίτης. Από την θέση αυτή αγωνίστηκε μέχρι τις 18 Οκτωβρίου 1944, οπότε και συνελήφθη. Εξορίστηκε στην Ικαρία. Εκεί πρωτογνωρίστηκε με τον συναγωνιστή της Δικηγόρο και ιεροψάλτη Διονύση Ζαχαράτο, και αργότερα, μετά την εξορία παντρεύτηκαν.
Απόχτησαν τρία παιδιά: τη Φρόσω, την Ελεάννα και τον Μάκη (Γεράσιμο). Η Ρεγγίνα Σφαέλου – Ζαχαράτου, έμενε στο Νέο Ηράκλειο, στην οδό Ζεφύρου, μέχρι το θάνατό της από καρκίνο στις 14 Μαρτίου 1993. Η Ρεγγίνα Σφαέλου «έφυγε» δικαιωμένη, γιατί οι αγώνες της στην Εθνική Αντίσταση 1941-1944 αναγνωρίστηκαν από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας το 1985, και το όνομά της καταγράφτηκε 64ο στους τελικούς πίνακες.
Και μια λεπτομέρεια: Η Ρεγγίνα είχε πάντα μέσα της το «μικρόβιο» του καλλιτέχνη, και το εκδήλωνε σε κάθε περίσταση! Άλλωστε, είχε τελειώσει τη Σχολή Θεάτρου του Σωκράτη Καραντινού, ο οποίος είχε ξεχωρίσει το ταλέντο της και υπήρξε μέντοράς της. Δεν εξάσκησε το επάγγελμα, γιατί προτίμησε να αφοσιωθεί στην οικογένειά της. Η Ρεγγίνα Σφαέλου καλούσε συχνά για τραπέζι φίλους στο σπίτι της. Τους μαγείρευε, και μετά το φαγητό συνήθιζε να τους προσφέρει και μια μικρή παράσταση (καθώς το μικρόβιο της ηθοποιίας ποτέ δεν την εγκατέλειψε), απαγγέλλοντάς τους με πάθος ψυχής ποιήματα, όπως: «Ο Πραματευτής» του Ιωάννη Γρυπάρη, και το «Αμαρτωλό» της Γαλάτειας Καζαντζάκη.
- Η απελευθέρωση - Το περιστατικό με τους στρατιώτες του ΕΛΑΣ και τη Ρεγγίνα, συνέβη ακριβώς μετά την υποχώρηση. Ήταν Οκτώβριος του 1944 όταν οι Γερμανοί εγκατέλειψαν κακήν κακώς το Ηράκλειο. Εγκατέλειψαν βιαστικά το συρματοπλεγμένο στρατόπεδό τους, κι ανέβηκαν στριμώχνοντας ο ένας τον άλλον στα τζιπ, αποχωρώντας κάτω από τα γιουχαΐσματα και τις καρπαζιές ακόμη, που τους έριχναν κάποιοι τολμηροί Ηρακλειώτες (μαρτυρία Θοδωρή Γκόβα). Πράγμα που αν είχαν κάνει μια-δυο μέρες πριν, σίγουρα θα τους περίμενε το εκτελεστικό απόσπασμα! Άφησαν πίσω τους ό,τι είχαν κουβαλήσει. Από αυτοκίνητα και βυτία, μέχρι μπουλντόζες, λάστιχα, ντεπόζιτα, και κάθε είδους εργαλεία. Τα οποία, για πολλές από τις επόμενες ημέρες, αποτέλεσαν λεία πολλών Ηρακλειωτών και Νεοϊωνιωτών, που έσπευσαν να τα οικιοποιηθούν. Οι Γερμανοί έφυγαν σαν κυνηγημένοι από το Α΄ Δημοτικό Σχολείο και τα σπίτια που είχαν επιτάξει, και μερικοί πέταξαν ακόμα και τα όπλα τους μέσα στα πηγάδια, για να μη σηκώνουν βάρος μαζί τους. Μετά από χρόνια, τέτοια όπλα σκουριασμένα από το νερό, βρέθηκαν μέσα σε πηγάδια όταν οι βίλλες κατεδαφίζονταν και σκάβονταν τα θεμέλια για πολυκατοικίες. Στην υποχώρηση οι Γερμανοί άναψαν και μια μεγάλη φωτιά, και έκαψαν πολλά από αυτοκίνητα, είτε δικά τους, είτε όσα είχαν επιτάξει, καθώς και υλικό που δεν μπορούσε να μεταφερθεί έξω από το στρατόπεδο. Λίγο μετά, επάνω σ΄εκείνα τα αποκαΐδια πήγαιναν τα παιδιά και έπαιζαν, και τραβούσαν τα μισοκαμένα λάστιχα να παίξουν (μαρτυρία Τίτος Κοκκινέας). Μαζί με τους κατακτητές που έφυγαν, εγκατέλειψε σαν κυνηγημένος το Ηράκλειο και ένας πολυμίσητος Βαυαρός, ο φοβερός Δίπελλ (Ντίπελλ), που το σπίτι του, με πολλά υποστατικά, στάβλους και εργαστήριο σελοποιίας, βρισκόταν μέσα σ’ ένα τεράστιο μαντρωμένο κτήμα, με πύλη στην κεντρική είσοδο, που εκτεινόταν από την Λ. Ηρακλείου στο ύψος 400-404, μέχρι την σημερινή Ελ. Βενιζέλου, όπου τότε κυλούσε το ρέμα, ανάμεσα σε πυκνές καλαμιές (αργότερα εκεί χτίστηκε το εργοστάσιο «Σαΐτα»). Ο Δίπελλ πριν την Κατοχή, επαγγελόταν τον σελοποιό στα Ανάκτορα, στους Βασιλικούς Στάβλους. Την εποχή όμως της Γερμανικής εισβολής, εκδήλωσε όλο το σκληρό χαρακτήρα του, και εξελίχτηκε σε φοβερό δυνάστη, συνεργαζόμενος με τους κατακτητές. Εκτελούσε χρέη φρουράρχου στην περιοχή, και ταυτόχρονα ήταν κατάσκοπος του Γ΄ Ράιχ. Εξαιτίας του χύθηκε πολύ ελληνικό αίμα. Ταυτόχρονα, ήταν και μαυραγορίτης, προμηθεύοντας στους Ηρακλειώτες έναντι αδρής αμοιβής, σπάνια και δυσεύρετα για την εποχή προϊόντα, όπως ήταν ο καφές ή τα όσπρια. Μία από τις πολλές ιστορίες που συνδέονται με τον Δίπελλ, και φανερώνουν τον τυραννικό χαρακτήρα του, είναι και η ακόλουθη: Μέσα στην ελεγχόμενη με συρματοπλέγματα ζώνη του Νέου Ηρακλείου, στην σημερινή οδό Ικάρων, και κάτω ακριβώς από την γέφυρα Ρούμελης (που δεν υπήρχε τότε), σ’ ένα κεραμοσκέπαστο σπίτι, ζούσε η οικογένεια Ξύκη, η οποία εξέτρεφε και πρόβατα, που ζούσαν σε μαντριά κοντά στο σπίτι, κι έβοσκαν στη γύρω περιοχή. Η νοικοκυρά του σπιτιού, η Ζαχαρούλα Ξύκη, συνήθιζε να πηγαίνει με τον μεγάλο γιό της τον Παναγιώτη, στο Παλιό Ηράκλειο, στην περιοχή της Μονής του Αγίου Στεφάνου, να μαζέψουν ξύλα για τις ανάγκες του σπιτιού. Για την μεταφορά τους, χρησιμοποιούσαν μια ξύλινη χειράμαξα. Για να ανέβουν μέχρι τον Άγιο Στέφανο, επειδή κατοικούσαν στην κατεχόμενη περιοχή, έπρεπε αρχικά να περάσουν από το φυλάκιο με τη Γερμανική σκοπιά, στην έξοδο από τα συρματοπλέγματα. Έπειτα ανέβαιναν τον γεμάτο λακκούβες και πέτρες χωματόδρομο, που είναι σήμερα η Λεωφόρος Ηρακλείου, περνούσαν αναγκαστικά μπροστά από το κτήμα του Δίπελλ, και συνέχιζαν την διαδρομή τους προς τα επάνω. Όμως, το πρόβλημα που υπήρχε, ήταν οι ξύλινες ρόδες της χειράμαξας, που χοροπηδούσαν επάνω στον κακοτράχαλο χωματόδρομο, κάνοντας πολύ θόρυβο, γεγονός που ενοχλούσε τον Δίπελλ. Κάθε φορά λοιπόν που περνούσαν από εκεί, ο Δίπελλ έβγαινε από το σπίτι του, τους διαμαρτυρόταν, και κάποιες φορές τους απειλούσε ακόμα και με το όπλο του! Εξαιτίας λοιπόν του πανικού που είχε προκαλέσει στη δύστυχη μάνα και το γιό της ο Γερμανός τύραννος, αναγκάζονταν στην επιστροφή, που η χειράμαξα ήταν γεμάτη ξύλα, και από το φορτίο οι ξύλινες ρόδες έκαναν περισσότερο θόρυβο, να την σηκώνουν στα χέρια, και να την κουβαλούν μαζί με το βαρύ φορτίο της με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην ενοχλούν τον Δίπελλ, και να έχουν ν’ αντιμετωπίσουν την αντίδραση και τις απειλές του! (μαρτυρία από την δισεγγονή της Ζαχαρούλας Ξύκη, Μαίρη Μαρούλη). Με την αποχώρηση του Δίπελλ, οι Ηρακλειώτες που τον είχαν άχτι, ζητώντας εκδίκηση για όσα κακά υπέστησαν από την δαιμονική παρουσία του, εισέβαλαν με καταστροφική μανία στο κτήμα του και το σπίτι του, και δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Το λεηλάτησαν και το ερείπωσαν! Κατέστρεψαν, έσπασαν και πήραν σαν λάφυρα τις ακριβές πορσελάνες, τα έπιπλα και ό,τι άλλο πολύτιμο του έκανε άνετη τη ζωή, την ώρα που εκείνοι λιμοκτονούσαν. Του πήραν ακόμα και τις ραπτομηχανές που έραβε τις βασιλικές σέλες. Ένα δωδεκάχρονο κοριτσάκι, η μητέρα μου, είδε σ’ ένα τοίχο του σπιτιού του μια μαυρισμένη εικόνα που σε κανέναν δεν έκανε εντύπωση. Την πήρε και την έφερε στο σπίτι μας. Ήταν μια παλιά ρώσικη εικόνα με την Παναγία «πάντων των απηλπισμένων η ελπίς», ή αλλιώς «Παναγία η Ελεούσα». Αυτή η εικόνα υπήρχε χρόνια στο εικονοστάσι μας, για να μας θυμίζει τον σκληροτράχηλο Δίπελλ, αυτόν τον ανελέητο άνθρωπο που άφησε ένα μελανό σημάδι στην ιστορία του Ηρακλείου (μαρτυρίες Ζωζώς Τασούλα, Ευγενίας Ζωγράφου, Ευρυδίκης Γιαννοπούλου κ.ά.). Η απελευθέρωση από τα Γερμανικά στρατεύματα Κατοχής, γιορτάστηκε με μεγάλους πανηγυρισμούς από τους Ηρακλειώτες. Η αποχώρησή τους από το Ηράκλειο έγινε στις 10 Οκτωβρίου 1944. Αμέσως η καμπάνα της Αγίας Τριάδας άρχισε να χτυπάει χαρμόσυνα!...Εκεί που σμίγουν οι οδοί Ωραιοπούλου (τότε Βασιλίσσης Σοφίας) και Ηρακλέους, λίγο μετά τον παλαιό φούρνο του Σταμάτη Δράκου, τα σπίτια του Λυμπερόπουλου, του Παρίση, του Κώστα Ωραιόπουλου, του Κουρουπού, του Καλύβα και του Ατζού, υπήρχε μια τεράστια αλάνα, που στις δυτικές παρυφές της είχε βράχους. Εκεί μαζεύτηκαν οι Ηρακλειώτες, ζητωκραυγάζοντας, πετώντας βαρελότα, βγάζοντας ενθουσιώδεις λόγους και η συγκίνηση, τα δάκρυα χαράς και οι αγκαλιές με τα φιλιά, έδιναν κι έπαιρναν!... Λίγο καιρό μετά, σ’ εκείνη την περιοχή άνοιξαν και τα γραφεία της ΕΠΟΝ (μαρτυρίες της Ευγενίας Γιαννοπούλου-Ζωγράφου). Η λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, είχε γεμίσει πληγές όλες τις χώρες που συμμετείχαν σ’ αυτόν. Αρωγοί στους λαούς που αιμορραγούσαν έσπευσαν μεγάλοι οργανισμοί, όπως ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός, καθώς και η υποστηριζόμενη από πλήθος Ελλημοαμερικανών U.N.R.R.A. (United Nation Relief and Rehabilitation Administration), η οποία ήρθε στην Ελλάδα να προσφέρει τη βοήθειά της στα προβλήματα που είχαν προκύψει λόγω του πολέμου, αναζωογονώντας τον εξουθενωμένο πληθυσμό. Ανάμεσα στις πολλές επισκέψεις της, ήταν και το Α΄ Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου, όπου μοίρασαν στα παιδιά σαπούνια, οδοντόκρεμες και οδοντόβουρτσες, προσπαθώντας να αναβαθμίσουν και βασικούς κανόνες υγιεινής, που είχαν παραμεληθεί λόγω των στερήσεων του πολέμου. Τα μαύρα χρόνια της Κατοχής, οι στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής επέβαλλαν στους δασκάλους, να πηγαίνουν τους μαθητές στα Δημόσια Λουτρά, απέναντι από την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων στη Νέα Ιωνία, όπου εκεί έκαναν μπάνιο και έβγαζαν τις ψείρες που τα ταλαιπωρούσαν! (μαρτυρία Ζωζώς Τασούλα). Παράλληλα με την βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού, εφαρμόστηκε και στην Ελλάδα από τους Αμερικανούς το «Σχέδιο Μάρσαλ», το οποίο είχε σαν σκοπό να προσφέρει οικονομική και υλική βοήθεια στους πληγέντες από τους πολέμους. Μοιράζονταν τρόφιμα, βούτυρο, αλεύρι κ.ά. και επειδή «πενία τέχνας κατεργάζεται», καθώς τα τσουβάλια του αλευριού ήταν φτιαγμένα από πολύ καλής ποιότητας λευκή λινάτσα, κάποιες χρυσοχέρες νοικοκυρές ξήλωναν τις ραφές τους, και ενώνοντας τρία – τέσσερα μαζί, τα έραβαν στο χέρι ή τα γάζωναν στις ραπτομηχανές, και έφτιαχναν ωραιότατα σεντόνια για την οικογένεια (μαρτυρία Αλεξάνδρας Μιχαλοπούλου – Πολιτοπούλου).
Παράλληλα με τις Διεθνείς Οργανώσεις, οι γονείς φροντίζοντας τα παιδιά τους, τα τάιζαν φέτες ψωμί αλειμμένες με Ταχίνι ή με «Θρεψίνη», ένα γλυκό μείγμα από χυμό σταφυλιού σταφίδας, αρκετά δυναμωτικό, υγιεινό και με πολλές θερμίδες, επειδή είχαν πάθει αδενοπάθεια από την ασιτία.
Όμως και μεταξύ τους οι άνθρωποι βοηθιούνταν, συμμεριζόμενοι ο ένας τις ανάγκες του άλλου. Έτσι, αν πήγαινε κανείς στο μπακάλικο, μπορούσε να ψωνίσει «βερεσέ», και να γράψουν το χρέος στο «τεφτεράκι», ένα μικρό βιβλιαράκι σαν ατζέντα, στο οποίο σημείωνε ο μπακάλης τα ποσά, και τα έσβηνε κάθε φορά που του τα εξοφλούσαν. Θλιβερός απόηχος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε στην Ελλάδα στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’40. Η ελληνική κυβέρνηση τότε τον αποκάλεσε υποτιμητικά «συμμοριτοπόλεμο», υποβιβάζοντας τη δραματικότητα του συμβάντος και «ευλογώντας», αλλά και απενοχοποιώντας έτσι, κατά ένα τρόπο, το φόνο μεταξύ αδελφών! Γενικά οι εμφύλιοι πόλεμοι αποτελούν μεγάλη πληγή για τους κατοίκους μιας χώρας. Είναι μια δραματική πτυχή της ιστορίας, που μετά το τέλος, λίγοι θέλουν να συζητάνε γι’ αυτή την άσχημη εποχή που αφήνει σε όλους, κυρίως στους εμπλεκόμενους, πολύ τραυματικές εμπειρίες. Είναι τραγικό, αυτό που είχε πει και ο ίδιος ο Χριστός: «Και παραδώσει αδελφός, αδελφόν εις θάνατον»! Όντως, δημιουργεί μια πολύ παράξενη κατάσταση αντιπαλότητας ο εμφύλιος πόλεμος, ακόμα και μεταξύ αδερφών. Όλοι αγωνίζονταν τότε για το καλό της Ελλάδας. Αλλά ο καθένας αυτό το «καλό» το έβλεπε από τη δική του πολιτική σκοπιά. Εκείνο που ήταν «καλό» για τον έναν, ήταν «κακό» για τον άλλον και, φυσικά ίσχυε και το αντίθετο. Οι «φατρίες» που τόσο πολύ καυτηρίασε στα απομνημονεύματά του ο Μακρυγιάννης, δεν επέτρεπαν τη σύμπνοια και την ομόνοια που θα οδηγούσαν στον κοινό σκοπό, χωρίς πολιτικού είδους παρεκκλίσεις και σκοπιμότητες, που ήταν: η ελευθερία της Ελλάδας, δηλαδή: το γενικό καλό.
Στρατιώτες του Λόχου Διαβιβάσεων του Ελληνικού Στρατού, στο Γράμμο.
Για παράδειγμα από εκείνη την εποχή, παίρνουμε το Μάρκο Μιχάλη Μακρυωνίτη, γόνο παλιάς οικογένειας και του Παλαιού και του Νέου Ηρακλείου, ο οποίος σκοτώθηκε την εποχή του εμφυλίου στο Γράμμο. Για άλλους θεωρείτε «φίλος», για άλλους «εχθρός». Πάντως, το όνομά του είναι χαραγμένο στη μαρμάρινη στήλη του Ηρώου στο Παλαιό Ηράκλειο, όπου, σε κάθε εθνική επέτειο, καταθέτουν εκεί δάφνινα στεφάνια απ’ όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Επίσης, σε ένα μικρό δρόμο μεταξύ Κουντουριώτου και Ελ.Βενιζέλου, έχει δοθεί το όνομά του. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο Τάκης Γιαννόπουλος, πολύ αντικειμενικός απέναντι στην ιστορία, (ο οποίος σημειωτέον διώχθηκε την εποχή του εμφυλίου λόγω πολιτικών φρονημάτων), είχε πολύ καλό φίλο το Μακρυωνίτη και συμμαθητή στο σχολείο, και έχει φυλάξει στη μνήμη του πολύ ωραίες αναμνήσεις απ’ αυτόν, άσχετα που σκοτώθηκε στον εμφύλιο υπηρετώντας τη στρατιωτική του θητεία στον Ελληνικό Στρατό.
Αναμνηστικές φωτογραφίες από τις επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού, στο Γράμμο.
Είναι πολλές οι ιστορίες από τα σκληρά εκείνα χρόνια της Καταχής και του εμφυλίου, όπως της γυναίκας που έκρυβε τον ΕΛΑΣίτη αδελφό της μυστικά από τον ακροδεξιό άντρα της, ή το θερμό επεισόδιο που προξενήθηκε στο Α' Δημοτικό Σχολείο, όταν κάποιος δάσκαλος έβαλε το γιο ενός αντάρτη να υποδυθεί σε μια θεατρική σχολική παράσταση τον προδότη του Σουλίου Πήλιο Γούση, και φυσικά η οικογένεια του παιδιού πήρε το ζήτημα προσωπικά (μαρτυρία Νίκου Παναγόπουλου). Στα χρόνια του εμφυλίου, στην οδό Πεύκων 1, το σπίτι του αρωματοποιού Νίκου Λίβα χρησίμευε σαν αναρρωτήριο τραυματισμένων ανταρτών, τους οποίους κουράριζε ο πρώτος γιατρός του Ηρακλείου, ο Σωκράτης Γιαννόπουλος. Μια μέρα, βγαίνοντας ο γιατρός από το σπίτι-αναρρωτήριο, και περνώντας ακριβώς απέναντι, όπου βρισκόταν η μεγάλη ταβέρνα του Ηλιάδη, δέχτηκε την επίθεση ενός ταγματασφαλίτη, ο οποίος τον χτύπησε σοβαρά στο κεφάλι. Αμέσως, από το διπλανό χασάπικο έτρεξε κάποιος, και του τύλιξε πρόχειρα το πληγωμένο κεφάλι μ΄ένα χασαπόχαρτο (μαρτυρία Νίκου Παναγόπουλου και Ευγενίας Γιαννοπούλου-Ζωγράφου). Ένα τελευταίο, επίσης δραματικό περιστατικό, συνέβη την ίδια σχεδόν περίοδο στην πλατεία του σταθμού, στη σημερινή οδό Πρασίνου Λόφου, εκεί που σμίγει με την Ναρκίσσων. Εκεί υπάρχει ακόμα ένα ψηλό κεδροκυπάρισσο, που στη ρίζα του είχε την τραγική της κατάληξη μια υπόθεση μοιχείας εν μέσω πολέμου. Λίγο πριν λήξει ο Εμφύλιος, ένας Ηρακλειώτης αντάρτης ενώ βρισκόταν στα βουνά, έμαθε ότι η γυναίκα του τον απατούσε. Ήρθε λοιπόν, και διαπίστωσε με τα ίδια του τα μάτια το γεγονός. Απογοητευμένος, προδομένος, κάθισε κάτω από αυτόν τον κέδρο, απασφάλισε από την περόνη μια χειροβομβίδα, και τινάχτηκε κομμάτια στον αέρα, κρατώντας τη χειροβομβίδα στην αγκαλιά του! (μαρτυρία Τίτου Κοκκινέα). Όμως, όπως τα νομίσματα έχουν δυο όψεις, έχουν και οι ιστορίες. Και τη συγκεκριμένη ιστορία την θυμόνται κάποιοι Ηρακλειώτες, όπως για παράδειγμα η Μαρίτσα Παπουτσόγλου, κάπως διαφορετικά, αλλά με την ίδια τραγική κατάληξη. Οι ιστορίες αλληλοσυμπληρώνονται και αποκτούν έτσι περισσότερο ενδιαφέρον. "Πήγαινα τότε στη Β' Δημοτικού, εδώ, στο Α' Δημοτικό του Ηρακλείου, πριν γραφτώ στο ιδιωτικό της Παπαγιαννακοπούλου. Είχαμε διάλειμμα και όπως είμαστε στο προαύλιο ακούσαμε ένα πολύ δυνατό ''μπουμ''. Σαν έκρηξη ήταν. Ήταν ένας στρατιώτης που καταγόταν από τη Μυτιλήνη και έμενε εδώ στο Ηράκλειο με τη μητέρα και τις δύο αδερφές του. Πολλοί φτωχοί άνθρωποι. Η μητέρα τους πέθανε, και όπως γύρισε αυτός από το στρατό, πήγε στο καφενείο που καθόταν ένας γέρος, κοντός, καμπούρης και κουτσός που χρωστούσε στη μάνα του παιδιού αυτού λεφτά. Του τα ζήτησε κι εκείνος του είπε: 'Βρε α, πάγαινε από δω''! Και οι άλλοι που καθόντουσαν στο καφενείο, όπως κάνει ο ''χορός'' στο αρχαίο θέατρο, του είπαν του στρατιώτη: ''Άντε από εδώ αφιλότιμε''! Πήραν το μέρος του γέρου. Και τότε ο στρατιώτης αυτός πήγε στην πλατεία, έβγαλε μια χειροβομβίδα, έβγαλε την περόνη και την πήρε αγκαλιά. Πήγε να τον πλησιάσει και να τον σταματήσει ένας χωροφύλακας κι εκείνος του λέει: ''Απομακρύνσου γιατί έχω βγάλει την περόνη''. Ο χωροφύλακας όπου φύγει-φύγει. Και έσκασε η χειροβομβίδα κι έγινε ο στρατιώτης κομμάτια. Μετά πήγαν οι αδερφές του στην πλατεία και μάζευαν μέσα στο σεντόνι τα κομμάτια. Ε, νέος άντρας ήταν, θα είχε και καμιά γυναίκα, και φαίνεται έγινε το ένα που λες, έγινε και τ' άλλο. Και αυτός ήτανε φιλότιμο παιδί και δεν άντεξε και αυτοκτόνησε".
Ντοκουμέντα από «μαύρες» σελίδες της ελληνικής ιστορίας του 20ου αιώνα, που γράφτηκαν στα βουνά του Γράμμου.
Δύσκολα και σκληρά εκείνα τα χρόνια του εμφύλιου, που και τ’ αδέρφια γινόντουσαν εχθροί. Πολλές οικογένειες έχουν να αφηγηθούν και μία διαφορετική ιστορία. Ανάμεσα στους Ηρακλειώτες που διώχθηκαν για την πολιτική ιδεολογία τους και εξορίστηκαν, ήταν και ο γιος του γιατρού Σωκράτη Γιαννόπουλου, ο Τάκης. Η αδελφή του Ευγενία Ζωγράφου, μετά από χρόνια θυμόταν για την σύλληψη του αδερφού της Τάκη Γιαννόπουλου στα χρόνια του Εμφυλίου, το 1948: «Όταν είχαν συλλάβει τον αδελφό μου, την εποχή που ήταν 18 ετών, επειδή στην Κατοχή ήταν ΕΠΟΝίτης, τον πήγαν στη φυλακή της Καλογρέζας, κι εγώ του πήγαινα φαγητό. Εκεί, διοικητής ήταν ο πατέρας του ποιητή και καλλιτέχνη Τάσου Παπαδόπουλου, που είναι «Γαλάτης» το ψευδώνυμό του. Τον είχα συμφοιτητή μετά στο Πανεπιστήμιο. Ο διοικητής αυτός ήταν πολύ καλός και τον πρόσεχε τον Τάκη, και μας βοήθησε. Μας είχε δώσει και το υγρό για να βρέχουμε το χαρτί και να διαβάζουμε τα κρυπτογραφημένα κείμενα». Το όνομα του καλού εκείνου Διοικητή της Χωροφυλακής ήταν Αριστείδης Παπαδόπουλος.
Αυτοσχέδια «σταυρόλεξα» του νεαρού τότε ΕΠΟΝίτη Τάκη Γιαννόπουλου, σε σχολικό του βιβλίο.
Ο Τάκης Γιαννόπουλος μετά τη φυλάκισή του εξορίστηκε στη Μακρόνησο και σκαλίζοντας με πόνο τις πληγές, θυμάται: «Ο πατέρας του Τάσου Γαλάτη ήταν Διοικητής στη Χωροφυλακή της Καλογρέζας, εκεί που είχα φυλακιστεί και εγώ την εποχή του Εμφυλίου. Στον απαίσιο αυτό εμφύλιο πόλεμο! Από τότε που ήμουνα μικρός, ενός έτους, από τότε η ζωή μου κυλούσε μέσα σε έκρυθμες καταστάσεις. Μια ζωή μας πήρε ο διάολος και δεν έχει αφήσει τίποτα στη θέση του! 10 Σεπτεμβρίου του 1930 είναι η ημερομηνία της γεννήσεώς μου. Στα 93 χρόνια που έχω ζήσει, δια πυρός και σιδήρου! Βρέθηκα τρεις φορές στη Μακρόνησο! Επειδή ήμουν 19 ετών, με τοποθέτησαν στις ΣΦΜ, Στρατιωτικές Φυλακές Μακρονήσου. Εκεί, την πρώτη φορά, δικάστηκα σε δυόμιση χρόνια στο στρατοδικείο, μα σε ένα χρόνο απολύθηκα από τις Στρατιωτικές Φυλακές γιατί μου κάλεσαν την κλάση μου, και με πήγαν κατευθείαν στο ΒΕΤΟ που θα πει: Β΄(Δεύτερο) Ειδικό Τάγμα Οπλιτών. Ήταν ακριβώς δίπλα στο ΑΕΤΟ, το Α΄(Πρώτο) Ειδικό Τάγμα Οπλιτών και, παρακάτω, στην άλλη πλευρά, ήταν το ΓΕΤΟ, το Γ΄(Τρίτο) Ειδικό Τάγμα Οπλιτών. Εκεί, ανάλογα τις κρίσεις των ιθυνόντων, έστελναν τους Γ΄Κατηγορίας. Είμαστε πολίτες της Γ΄Κατηγορίας, επειδή είμαστε της Αριστεράς. Εκεί ήσουν είτε στην πρώτη, είτε στη δεύτερη, είτε στην τρίτη κατηγορία. Στις στρατιωτικές φυλακές με ρίξανε αρχικά εκεί πέρα, λόγω ανηλικιότητας. Μετά από πολλά χρόνια, όταν πήγα να ζητήσω το φάκελό μου, μου είπε ένας απότομα: «Τον κάψανε!Τον κάψανε»! Όμως, ο Εμφύλιος δεν έβαλε φρένο στην ροή της ιστορίας του Ηρακλείου, το οποίο είχε αρχίσει να πυκνοκατοικείται σιγά-σιγά. Αυτό είχε σαν συνέπεια το 1948, η από το 1925 αναγνωρισμένη Κοινότητα Ηρακλείου να αναβαθμιστεί σε Δήμο. Στην μεταβατική αυτή περίοδο, Δημοτικός Άρχοντας ήταν ο Δημήτρης Κ. Δημόπουλος, που υπηρέτησε ως Πρόεδρος της Κοινότητας από 22-9-1947 μέχρι 21-11-1948, και μετά την προαγωγή της Κοινότητας σε Δήμο, υπηρέτησε ως Δήμαρχος Ηρακλείου πλέον, μέχρι τις 12-3-1949. Να σημειωθεί, ότι ο Δημήτρης Δημόπουλος πουλούσε τζάμια στο κέντρο της Αθήνας για πολλά χρόνια και είχε μια επιχείρηση με μεγάλη ιστορία.
Μάλιστα, αξίζει να αναφερθεί, ότι ακριβώς την περίοδο της αναβάθμισης του Ηρακλείου σε Δήμου, έγινε μια κρατική πρόταση συγχώνευσης του Δήμου Ηρακλείου με την Νέα Ιωνία. Ο Δήμαρχος Δημήτρης Δημόπουλος αντέδρασε έντονα, τόσο με σχετικές επιστολές του σε εφημερίδες, όσο και με αναφορές του προς τους υπεύθυνους αυτής της ζημιογόνας και μειωτικής προς τον Δήμο Ηρακλείου πρότασης, και τελικά απέτρεψε, ευτυχώς, τις ενέργειες που θα ήταν «εις βάρος του ωραίου προαστίου μας», όπως σημειώνει και ο ίδιος σε μια από τις επιστολές του. Το 1949, το γεγονός που έκανε ιδιαίτερα αίσθηση, κυρίως στο Παλαιό Ηράκλειο, ήταν τα γυρίσματα μιας ταινίας παραγωγής της Ανζερβός Film, με τίτλο «Διαγωγή μηδέν». Στην ταινία πρωταγωνιστούσαν η Έλλη Λαμπέτη, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας και ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Πολλές εξωτερικές λήψεις έγιναν γύρω από την πλατεία του Αγίου Λουκά, μπροστά από τον Άγιο Γεώργιο, καθώς και σε αρκετούς δρόμους, όπου φαίνονται τα σπίτια του παλιού οικισμού. Οι Ηρακλειώτες παρακολούθησαν με μεγάλη περιέργεια τα γυρίσματα, αρκετοί «έπαιξαν» και ως κομπάρσοι, και για τις ανάγκες του σεναρίου, το Παλαιό Ηράκλειο μετονομάστηκε σε «Κοινότητα Κοντοσκαλίου». - Η ζωή συνεχίζεται - Στο μεταξύ, η ζωή είχε αρχίσει να ξαναβρίσκει τους παλιούς ρυθμούς της. Τα χαμόγελα επέστρεψαν στα πρόσωπα, και οι αποστεωμένες από την πείνα της Κατοχής μορφές, άρχισαν να ξαναπαίρνουν το χρώμα της υγείας, καθώς και κιλά. Και μια και μιλάμε για χαμόγελα, ένα από τα πρώτα μετακατοχικά δείγματα οικονομικής άνεσης και ευμάρειας, αλλά και μια χρηματική επένδυση, ήταν η τοποθέτηση χρυσών δοντιών. Οι άντρες «έντυναν» τους κυνόδοντες, οι γυναίκες τους άνω πλάγιους τομείς. Όσοι αδυνατούσαν οικονομικά για χρυσά, έβαζαν από νίκελ. Τέτοιου είδους δόντια την εποχή εκείνη στο Ηράκλειο, κατασκεύαζε και τοποθετούσε ο καταγόμενος από τα Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης οδοντίατρος Μιλτιάδης Μαντζαβίνος, που είχε το εργαστήριό του στην αυλή του σπιτιού του στην συμβολή των οδών Παναθηναίων και Μυκηνών, και το κεντρικό εργαστήριό του στην οδό Δώρου στην Ομόνοια. Στην τέχνη του τον βοηθούσε και η αδελφή του Ευρυδίκη, σύζυγος του γιατρού Σωκράτη Γιαννόπουλου, η οποία σφυρηλατούσε τα χρυσά δόντια πάνω σε ειδικά ξύλινα καλούπια. Ο ίδιος, για τον πονόδοντο έδινε ένα βότανο θαυματουργό, που το έλεγαν «ζαμπούκο». Μια και αναφερόμαστε εδώ στον Μιλτιάδη Μαντζαβίνο, να πούμε ότι τόσο ο ίδιος, όσο και άλλοι Ηρακλειώτες τα χρόνια εκείνα μετά τους πολέμους, και ενώ η γαλήνη επανερχόταν στη χώρα, παιδεύτηκαν για καιρό στα φοβερά ξερονήσια της εξορίας, λόγω των πολιτικών τους φρονημάτων. Ανάμεσά τους και ο Γιώργος Μαρκίδης, που διατηρούσε μάντρα οικοδομών στη Ν. Ιωνία, η Ρεγγίνα Σφαέλλου, ο μπακάλης Κώστας Παλαιολόγος, ο εργάτης Αντώνης Παπαγεωργίου, ο Όμηρος Κεραμίδας κ.ά. Και μέρα με τη μέρα, η ζωή επανερχόταν στους παλιούς της ρυθμούς. Οι άνθρωποι το λίγο μεροκάματο που έβγαζαν με τον ιδρώτα και το αίμα τους, ήθελαν να το διασφαλίσουν με τον καλύτερο τρόπο, καθώς θυμούνταν τις συνέπειες του πληθωρισμού που είχε ξεσπάσει με τον πόλεμο. Με 25.000 δρχ. αγόραζαν τότε μια πλάκα σαπούνι, ή μισό κιλό μπομπότα από τους μαυραγορίτες. Κάποια στιγμή, η τιμή του ψωμιού έφτασε μέχρι και τα 12.000.000 δρχ. το κιλό! Έτσι, όποτε είχαν τη δυνατότητα, μετέτρεπαν ένα μέρος από τις οικονομίες τους σε λίρες Αγγλίας που τις φύλαγαν σε μπαούλα, κιούπια και σε τρύπες στους τοίχους του σπιτιού. Τις «έραβαν» ακόμα και μέσα σε φόδρες παλτών, ή στα στρώματα που κοιμόντουσαν. Άλλωστε ο φόβος ενός νέου πολέμου τους έτρωγε σαν σαράκι. Και δεν πρόλαβε να μπει καλά-καλά το 1950!... Στις 25 Ιουνίου ξέσπασε ο πόλεμος της Κορέας, που κράτησε μέχρι τον Ιούλιο του ’53. Ανάμεσα στα συμμαχικά στρατεύματα του ΟΗΕ που συμμετείχαν, ήταν και Ελληνικά. Πήγαν και αρκετοί Ηρακλειώτες τότε. Πολλές μανούλες πάλι κλάψανε, αποχαιρετώντας τα παιδιά τους! Είναι χαρακτηριστικός και ο διάλογος ανάμεσα σε μια μάνα Μικρασιάτισσα Σπαρταλού, την Φρόσω Κορτέση (το γένος Τοπκάρογλου), που έμενε στην οδό Σαλαμίνος, με τον παππού μου Μανώλη Αγγελή. Μόλις είχε μάθει ότι έπαιρναν τον γιο της τον Θανάση στον πόλεμο, και καθόταν στο μπαλκόνι απελπισμένη κι έκλαιγε. Την ρώτησε ο παππούς το γιατί, κι εκείνη του είπε με την χαρακτηριστική προφορά του τόπου της: «Θανάσης φεύγει φαντάρος, Κορέας (εννοούσε Κορέα) πάει!”. «Ε, και τι στεναχωριέσαι, της λέει εκείνος. Αν πηγαίνει για κουρέας (είχε παρακούσει φυσικά) καλά θα περάσει!». «Όχι κουρέας, Κορέας» τον διόρθωσε εκείνη. Τελικά ο Θανάσης Κορτέσης πήγε στην Κορέα όχι ως κουρέας, αλλά ως νοσοκόμος και γύρισε σώος απ’ τον πόλεμο, όπως και άλλοι που είχαν πάει. Και έφεραν μαζί τους οι περισσότεροι, για ενθύμιο από την Κορέα, πορσελάνινα σερβίτσια του τσαγιού με ανάγλυφους επάνω δράκους, που έλαμπαν από τις χρυσοκοντυλιές, να πίνουν οικογενειακώς το τσάι τους και να θυμούνται με ανακούφιση πλέον, την ψυχική οδύνη που πέρασαν και από αυτήν την αναπάντεχη περιπέτεια, που έτυχε στη ζωή τους!... Εντωμεταξύ, όλα αυτά τα χρόνια οι Ηρακλειώτες έλεγαν το νερό νεράκι, μέχρι το 1955. Και αυτό γιατί, ενώ ο κεντρικός αγωγός της ΟΥΛΕΝ περνούσε από το κτήμα του στρατηγού Μακρυκώστα (σημερινή ΣΕΛΕΤΕ) ήδη το 1930, δεν είχαν δοθεί παροχές για την κοινότητα. Έτσι οι Ηρακλειώτες αναγκάστηκαν να ανοίξουν πολλά πηγάδια, ή προμηθεύονταν νερό από δεξαμενές που προερχόταν από το Κεφαλάρι της Κηφισιάς, ή αγόραζαν νερό από τις υδροφόρες και τους νερουλάδες, ή έπαιρναν νερό από ειδικά ντεπόζιτα που είχε τοποθετήσει η Κοινότητα στις γειτονιές. Συνήθως, το πηγαδίσιο νερό ήταν ακατάλληλο προς πόση και το χρησιμοποιούσαν μόνο για τη λάτρα του σπιτιού. Από τις πρώτες παροχές νερού της ΟΥΛΕΝ στο Ηράκλειο, ήταν αυτή που τοποθετήθηκε δίπλα ακριβώς από την υπόγεια διάβαση του τρένου, στην σημερινή οδό Ωραιοπούλου. Από εκεί έπαιρναν νερό τόσο οι ιδιωτικές υδροφόρες, όσο και τα βυτιοφόρα του Δήμου. Επίσης, πρωί και απόγευμα, πήγαινε εκεί ο υδρονομέας και άνοιγε τη βάνα του νερού σε όποιον τοποθετούσε μια δεκαρούλα σε ένα καρφί, που βρισκόταν σε μια ξύλινη κολώνα δίπλα στην κλειδωμένη βάνα, και με το αντίτιμο αυτό μπορούσε να γεμίσει ένα κουβά ή μια στάμνα. Εννοείται ότι οι ουρές για να πάρουν οι ντόπιοι νερό ήταν τεράστιες, και καλά που υπήρχαν πολλά πεύκα στην περιοχή και δημιουργούσαν προστασία και σκιά (μαρτυρία Δέσποινας Πολυχρονιάδου).
Επάνω: Αναμνηστική φωτογραφία του «Σώματος Ελληνίδων Οδηγών» από την τελετή των εγκαινίων της εγκατάστασης της βάνας του νερού. - Το νυφοπάζαρο - Και η ζωή συνεχίστηκε! Και έφτασε η εποχή για γνωριμίες και για καρδιοχτύπια! Τα πεινασμένα παιδάκια της Κατοχής, όσα επιβίωσαν, ήταν τώρα πια νεαροί άντρες που το αίμα τους έβραζε, και οι κοπέλες σκιρτούσαν κι έκαναν όνειρα για το μέλλον τους. Οι γνωριμίες των νέων γίνονταν συνήθως Κυριακή απόγευμα, σε βόλτες στους κεντρικούς δρόμους του Ηρακλείου όπως ήταν η οδός Πεύκων, κυρίως όμως στη Νέα Ιωνία, κατά μήκος της Λ. Ηρακλείου, που την πλαισίωναν τα ωραία μονώροφα και διώροφα προσφυγικά σπίτια, με την χαρακτηριστική Μικρασιατική αρχιτεκτονική, κι ο δρόμος όλος ήταν φυτεμένος με πιπεριές και νεραντζιές. Ήταν το λεγόμενο «νυφοπάζαρο». Εκεί άντρες και κοπέλες πήγαιναν ντυμένοι με τα καλά τους. Οι νεαροί, ντυμένοι με κοστούμια, γραβάτες, μπόλικη μπριγιαντίνη (μπριγιόλ την έλεγαν) στα μαλλιά, κι ένα τσιγάρο στο χέρι για να δείχνουν ότι μεγάλωσαν. Αρκετοί είχαν και περιποιημένο μουστάκι τύπου Ντούγκλα, από τον Χολιγουντιανό σταρ Ντάγκλας Φέρμπανξ (Douglas Fairbanks) που το λάνσαρε. Οι κοπέλες, ντυμένες με φορέματα που συνήθως έραβαν οι ίδιες, αντιγράφοντας μοντέλα από περιοδικά μόδας όπως το «Εργόχειρο», που δημοσίευε πατρόν από τα τελευταία μοντέλα της γαλλικής ωτ-κουτύρ, και το BURDA. Ήταν καλοχτενισμένες, και συνήθιζαν να μασούν γελώντας πασατέμπο, που αγόραζαν σε μικρά χάρτινα χωνάκια, ή σακουλάκια, από έναν παραδοσιακό πλανόδιο πωλητή που τον αποκαλούσαν «Τσάκα – Τσούκα». Κάνοντας βόλτες αναζητούσαν το ταίρι τους… Οι άντρες ανέβαιναν σε παρέες, οι κοπέλες κατέβαιναν, και το αντίθετο. Αν ο ενδιαφερόμενος έβλεπε ανάμεσα στα κορίτσια εκείνη που είχε «βάλει στο μάτι», κάνοντας νόημα ο ένας στον άλλον, άλλαζαν θέση στην παρέα, ώστε καθώς προχωρούσαν, όταν πλησίαζαν, να είναι ο άντρας από τη μεριά της κοπέλας που του άρεσε, για να μπορέσει να αγγίζει τον αγκώνα ή το μπράτσο της. Και αυτό το θεωρούσαν μεγάλο πράγμα! (ανάμνηση Νίκου Χαλτσά). Κάποιοι, γίνονταν και πιο τολμηροί και μιλούσαν στις κοπέλες. Αυτό, κάποιες φορές, είχε άσχημα αποτελέσματα. Όπως, τότε που η μητέρα μου η Ζωζώ, μαζί με τον πατέρα της και την ξαδέλφη της Λίζα έκαναν τη βόλτα τους, κι ένας «μερακλής» νεαρός είπε στην όμορφη Ζωζώ: «Θα σου τη φάω την ελιά που ’χεις στο μάγουλό σου!». Αμέσως ο παππούς Μανώλης του άστραψε ένα χαστούκι, που ο νεαρός είδε τον ουρανό σφοντύλι! (ανάμνηση Ζωζώς Τασούλα). Εκείνες τις πρώτες γνωριμίες, εφ’ όσον όλα πήγαιναν καλά, τις ακολουθούσαν βραδινές καντάδες με κιθάρες και σε λίγο, οι αρραβώνες και οι γάμοι οδηγούσαν τους νέους στο ξεκίνημα μιας νέας ζωής. «Τώρα όλα έχουν αλλάξει! Πάνε τα ωραία εκείνα χρόνια!» (λόγια της κ. Άννας Χαλτσά). Και ενώ οι νέοι απολάμβαναν τις βόλτες τους στο «νυφοπάζαρο» καρδιοχτυπώντας, την ίδια ώρα, στον ίδιο δρόμο, κάποιοι άλλοι νέοι, συνήθως παιδιά, στην προεφηβική ή εφηβική ηλικία, πάσχιζαν για το μεροκάματο. Ήταν οι μικροί λούστροι παπουτσιών, που καθισμένοι σε χαμηλά σκαμνιά πίσω από τα κασελάκια τους, έπιαναν θέσεις δεξιά κι αριστερά κατά μήκος της Λεωφόρου Ηρακλείου, που τότε ήταν ένας τεράστιος χωματόδρομος, και χτυπώντας τις βούρτσες τους στα κασελάκια τους, καλούσαν όσους βολτάριζαν στο νυφοπάζαρο, να τους γυαλίσουν στο άψε-σβήσε με το βερνίκι «Κάμελ» και τις βούρτσες τα παπούτσια, που γέμιζαν σκόνη από το περπάτημα στο χωματόδρομο. Πράγμα που δεν ταίριαζε, στην προσεγμένη και περιποιημένη εμφάνιση των υποψήφιων γαμπρών και νυφών!... Και κοντά στους στιλβωτές παπουτσιών, ήταν και κάποιοι πλανόδιοι φωτογράφοι με τις χαρακτηριστικές, συνήθως κίτρινου χρώματος, φωτογραφικές μηχανές τους, με το τρίποδο και την ενσωματωμένη μαύρη «κουκούλα» στο πίσω μέρος του φακού, μέσα από την οποία κοιτούσαν τα «μοντέλα» τους, και λέγοντας την χαρακτηριστική φράση: «Κοίτα το πουλάκι!», έβγαζαν αναμνηστικές φωτογραφίες τους περαστικούς. Ένας από αυτούς ήταν και ο Κώστας Οικονομίδης, πατέρας της μικρής κινηματογραφικής σταρ της δεκαετίας του ’60 Λίνας Οικονομίδου, η οποία μεγαλώνοντας συνέχισε για λίγο την καριέρα της στην τηλεόραση, στις τηλεοπτικές εκπομπές της «Θείας Λένας». - Το Ηράκλειο αναμορφώνεται - Και καθώς η δεκαετία του ’50 κυλούσε, η Ελλάδα προσπαθούσε να επουλώσει τα τραύματά της. Μαζί και το Ηράκλειο, που σιγά-σιγά άλλαζε μορφή. Έγινε η ρυμοτόμηση των δρόμων και διαμορφώθηκαν τα οικοδομικά τετράγωνα και οι γειτονιές. Δύο μεγάλοι δρόμοι στο Νέο Ηράκλειο καθόριζαν τα όρια του: η οδός Ανατολής ανατολικά, και η οδός Δύσεως (σήμερα οδός Αγίου Νεκταρίου) δυτικά. Οι γειτονιές άρχισαν να πυκνοκατοικούνται. Οι οικοδομές μονοκατοικιών ακολουθούσαν η μια την άλλη. Όταν έσκαβαν να ρίξουν τα θεμέλια, οι νοικοκυραίοι συνήθιζαν να σφάζουν ένα κόκορα, και με το αίμα του ράντιζαν το «πέδιλο» της κεντρικής κολώνας του σπιτιού. Μετά τον μαγείρευαν, να τον φάνε οι εργάτες.
Εκτός από την θυσία του κόκορα, καλούσαν και τον ιερέα της ενορίας να κάνει αγιασμό, πριν ξεκινήσουν οι εργασίες. Όταν καλούπωναν με την ξυλεία τον σκελετό της οικοδομής, συνήθιζαν να στερεώνουν στην πρόσοψη, στο ύψος της ταράτσας, ένα ξύλινο σταυρό. Τον στόλιζαν λουλούδια, και οι ιδιοκτήτες κρεμούσαν επάνω του κάλτσες και Κουκουβανιώτικα μαντήλια, χρώματος εκρού με βυσσινί και πράσινα λουλούδια, τα οποία μοιράζονταν μεταξύ τους οι εργάτες, και πήγαιναν και στις γυναίκες τους.
Κάθε εργολάβος οικοδομών, είχε την δική του ξυλεία και μάλιστα, κάθε δοκάρι ή μαδέρι ήταν σημαδεμένο με λαδομπογιά, με τα αρχικά του ονόματός του και έναν κωδικό αριθμό. Με αυτόν τον τρόπο, αποφεύγονταν πολλές παρεξηγήσεις μεταξύ τους. Επίσης δεν υπήρχε η δυνατότητα κλοπής, γιατί αν τα ξύλα ήταν μουτζουρωμένα με λαδομπογιά στα σημεία που ήταν μαρκαρισμένα, φαινόταν η κλοπή. Παράλληλα με την οικοδόμηση των οικοπέδων, έγινε και η δεντροφύτευση των πεζοδρομίων. Ήδη την εποχή εκείνη, υπήρχαν πολλά πεύκα στο κέντρο του Ηρακλείου. Είχαν φυτευτεί την περίοδο 1936-37, όταν Πρόεδρος της τότε Κοινότητας ακόμα, ήταν ο απόστρατος αξιωματικός Νικόλαος Μαλλιαγρός. Πριν την εποχή εκείνη, εκτός από το πυκνό δάσος της Γιαννετάκη, υπήρχαν ελάχιστα πεύκα, στη στάση του παλιού σιδηροδρόμου, ίσως για να προσφέρουν σκιά στους επιβάτες που ήταν σε αναμονή. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’30 φυτεύτηκαν 180 πεύκα συνολικά, 72 στην οδό Πεύκων, από την οδό Αναμορφώσεως (Μ. Μερκούρη), μέχρι την οδό Αμαρουσίου (Πολυτεχνείου), και άλλα 72 από το ρέμα της Κουντουριώτου μέχρι την οδό Πρασίνου Λόφου (οδός Αμαρουσίου – Πολυτεχνείου). Μέσα στο 1937, άρχισαν να δεντροφυτεύονται και οι παράλληλοι και κάθετοι, στις παρά πάνω οδούς, δρόμοι. Επί Δημάρχου Θεοδώρου Κριεζή (1951-1955) έγινε η δεντροφύτευση και των υπολοίπων δρόμων του Ηρακλείου, καθώς και η επαναφύτευση δέντρων στη θέση εκείνων που είχαν κοπεί, κυρίως στα χρόνια της Κατοχής, καθώς χρησίμευαν τα δέντρα για καυσόξυλα. Αν και υπήρξε ασυμφωνία του Δημοτικού Συμβουλίου στην απόφαση, του τι είδους δέντρα θα φυτεύονταν. Επικράτησε στην πλειοψηφία η άποψη των πεύκων. Έτσι, το 1951-52 κατά μήκος των περισσότερων δρόμων του Ηρακλείου φυτεύτηκαν δενδρύλλια πεύκων κατά μήκος γραμμών που χαράχτηκαν στο χώμα, και για τρία συνεχόμενα καλοκαίρια τα πότιζε με την υδροφόρα του ο Ατζούς. Τα πευκάκια αγοράστηκαν από φυτώρια στην Πεντέλη, με έξοδα των κατοίκων του κάθε δρόμου, και οι μαθητές συμμετείχαν στη δεντροφύτευση (πληροφορίες: Θανάσης Κορτέσης, Θωμάς Βασιλείου κ.ά.). Σε μερικούς δρόμους φυτεύτηκαν ελιές, και σε κάποιους νεραντζιές και δεντροπασχαλιές (τις λένε και ροδάρια, γιατί την εποχή της ναυμαχίας της Ναυπάκτου, το 1571, οι Δομινικανοί μοναχοί με υπόδειξη της Παναγίας, με τους στρογγυλούς σπόρους αυτού του δέντρου έφτιαχναν κομποσχοίνια – ροδάρια, για να προσεύχονται). Όλα αυτά τα καλλωπιστικά δέντρα, κάθε άνοιξη στην ανθοφορία τους, σκορπούν ευωδίες στην ατμόσφαιρα του Ηρακλείου!... Υπάρχουν και δρόμοι με ακακίες, που τα ανθισμένα τσαμπιά τους σκορπούν μύρα την εποχή που ανθίζουν. Κάποια πεζοδρόμια, κυρίως προς τις οδούς Αγάπης, Ελπίδος και αλλού τριγύρω, στόλιζαν παλιότερα με την ωραία εμφάνισή τους ρετσινολαδιές (ριτσινιές). Τα δέντρα εκείνα με τα χαρακτηριστικά βυσσινοκόκκινα φύλλα στο σχήμα του πλατανόφυλλου, και με τους αγκαθωτούς καρπούς σαν μπαλάκια, κρεμασμένους από τα κλαριά, απ’ τους οποίους παράγεται το ρετσινόλαδο. Αργότερα, όταν τα δέντρα μεγάλωσαν, κάθε άνοιξη συνήθιζαν οι νοικοκυρές να ασβεστώνουν τους κορμούς τους (κάθε νοικοκυρά τα δέντρα του πεζοδρομίου της) για να φεύγουν τα παράσιτα. Μάλιστα, έδιναν και σ’ εμάς τα παιδιά ένα τενεκεδένιο κουβαδάκι και μια μπατανόβουρτσα να βάφουμε, και το θεωρούσαμε παιχνίδι. Με τον ασβέστη που περίσσευε, περνούσαμε τα ρείθρα των πεζοδρομίων και σχεδιάζαμε γραμμές σαν πλακάκια, στα τσιμέντα των αυλών μας. Με τον υπόλοιπο ασπρίζαμε τις ταράτσες, για να έχουν τα σπίτια δροσιά το καλοκαίρι. Όλο αυτό το άσπρισμα έδινε μια αίσθηση καθαριότητας στα σπίτια. Λουλούδιζαν! Έτσι, μέρα με τη μέρα πέρασε η δεκαετία του ’50, μέσα σε κλίμα δημιουργίας και ανανέωσης, αλλά παράλληλα με φτώχια, ανεργία και μετανάστευση στην Αμερική, «στις φάμπρικες της Γερμανίας», και όχι μόνο...
Θυμάμαι, που έλεγαν οι γονείς μου για το αποχαιρετιστήριο πάρτι που δόθηκε στο σπίτι μας στα τέλη του ’50, όταν θα έφευγε μετανάστης στην Αμερική, για να δουλέψει λαντζέρης στο ξενοδοχείο Hilton, ο θείος μου (και πρώτος ξάδελφος της μαμάς μου) Χριστόδουλος Αγγελής, που έμενε στη Νέα Φιλαδέλφεια. Είχαν βάλει στο πικ-απ Dual που είχαμε, ένα δίσκο της εποχής, με τον Έλβις Πρίσλεϋ να τραγουδά ένα γρήγορο ροκ εν ρολ. Καθώς χόρευε ο θείος Χριστόδουλος με έναν πρώτο ξάδερφο του μπαμπά μου, τον Αλέκο Βράνο (δεν είχαν ντάμες μαζί τους), πάνω σε μια φιγούρα του χορού που απαιτούσε πήδημα στον αέρα, χτύπησαν τον πολυέλαιο που φώτιζε τη σάλα και τον έσπασαν!... «Γούρι-γούρι!» τους φώναξαν όλοι, για να μη τους στενοχωρήσουν και χαλάσει η διασκέδαση.
Από τους πρώτους που έφυγαν από το Ηράκλειο, ήταν και ο πατέρας του Βασίλη και της Φλώρας Αφεντούλη, ο κυρ-Παντελής, που έμενε με την μοδίστρα γυναίκα του τη Μαργαρίτα (το γένος Αναστασιάδη), σ’ ένα σπιτάκι στην οδό Παναθηναίων. Πήγε στην Βενεζουέλα, όπου ζητούσαν εργατικά χέρια. Το πρώτο δέμα που έστειλε από εκεί στην οικογένειά του, είχε μέσα κι ένα μικρό Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Αργότερα πήγε στη Βενεζουέλα όλη την οικογένεια, και απέκτησαν το 1952 ακόμα ένα μέλος: την Άρτεμη. Η Ευγενούλα Γιαννοπούλου, η κόρη του γιατρού, διατήρησε αλληλογραφία για καιρό με τον παιδικό της φίλο Βασίλη. Μάλιστα, σε ένα από τα γράμματα που του έστειλε, έβαλε μέσα και λίγο χώμα από το Ηράκλειο, για να το έχει ενθύμιο από τον τόπο του!... Κι εκείνος της απάντησε: «Ευγενούλα, το χώμα το Ελληνικό που μου έδωσες, όταν μεγαλώσω, θα το φέρω στην Ελλάδα. Το φυλάω σαν τα μάτια μου, και το έχω για φυλακτό!...». - Ιστορικά, και όχι μόνο, γεγονότα – Και ξημέρωσε κάποια μέρα η δεκαετία του ’60. Και ήρθε η εποχή να μην ακούμε μόνο ιστορίες, αλλά και να τις βιώνουμε πλέον εμείς οι ίδιοι. Μεγάλα ιστορικά και μη γεγονότα, που συνέβησαν στην πορεία της ζωής μας!
Όπως όλα τα μωρά της εποχής εκείνης, έτσι κι εμένα, μ' έφερε στο σπίτι ο...πελαργός!
Βέβαια, προσωπικό ιστορικό γεγονός για εμένα, εκτός του ότι γεννήθηκα στην αρχή αυτής της δεκαετίας, στις 30 Μαρτίου 1961, ήταν και το ότι ξεκίνησα να πηγαίνω από το Σεπτέμβριο του 1966 Δημοτικό Σχολείο, μόλις πεντέμιση χρονών!
Γράφτηκα στο Γ΄Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου που στεγαζόταν στην επιβλητική «Βίλλα Ειρήνη», παλιά κατοικία του ζεύγους Νίκου και Ειρήνης Βασιλάτου, στη συμβολή των οδών Ζεφύρου και Αττικής. Δασκάλα μου, η υπέροχη δεσποινίς (έτσι ήθελε να την αποκαλούμε) Ανθή Αργυριάδου. Η μεταπήδηση από την αυλή του σπιτιού στην αυλή του σχολείου δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση για μένα. Ένιωσα σαν «χαμένο πρόβατο σε ξένη στάνη»!
Δύο απόψεις του Γ΄ Δημοτικού Σχολείου στην οδό Ζεφύρου.
Επειδή η μαμά μου ήξερε πόσο δύσκολο ήταν για εμένα να αποσπαστώ από τη φούστα της, δε με συνόδεψε η ίδια σχολείο, αλλά με παρέδωσε στις δύο μεγαλύτερες αδελφές μου να με πάνε εκείνες. Με το που μπήκαμε στο προαύλιο, με παράτησαν αμέσως για να πάνε τρέχοντας να συναντήσουν τις φίλες τους που είχαν να τις συναντήσουν ένα ολόκληρο χρόνο. Βρέθηκα ξαφνικά ολομόναχος, φορώντας μπλε ποδιά-σακάκι και κουβαλώντας μια τεράστια για το μπόι μου δερμάτινη σάκα που μου την είχε φέρει δώρο η νονά μου για τα «καλορίζικα». Με το που είδα την παιδική μου φίλη την Αννούλα Παπαγεωργίου, έτρεξα κοντά της. Εκείνη με πήρε υπό την προστασία της. Και μόλις χτύπησε ο επιστάτης του σχολείου το μπρούτζινο κουδούνι, στάθηκα στις γραμμές των μαθητών δίπλα της, νιώθοντας ασφάλεια. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι η Αννούλα ήταν λίγο πιο μεγάλη από 'μένα και πήγαινε μεγαλύτερη τάξη. Οπότε, όταν την ακολούθησα και στην Τάξη, με είδε κουρνιασμένο δίπλα της η δασκάλα της κ.Ελένη Λυράκι, και φώναξε δείχνοντάς με: «Τι γυρεύει αυτός ο μικρός εδώ; Να τον πας στην Τάξη του στο διάλειμμα»! Έτσι, επιτέλους, στη δεύτερη ώρα βρέθηκα στη σωστή Τάξη, κι εκεί με υποδέχτηκε με το γλυκό της χαμόγελο η Δις Ανθή, η οποία ξεκίνησε να μας λέει και να ζωγραφίζει ταυτόχρονα με κιμωλία στο μαυροπίνακα το μύθο του Αισώπου, με την αλεπού και την κατσίκα που έπεσαν μαζί σ' ένα πηγάδι. Οφείλω να ομολογήσω εδώ, σαν ένα φόρο τιμής για την Δίδα Ανθή Αργυριάδου, πως ήταν πολύ όμορφη από κοντά, με γλυκούς τρόπους και χαμόγελο! Δεν χρησιμοποίησε ποτέ της βέργα, όπως τότε συνηθιζόταν, να μας χτυπήσει, ή να μας φοβερίσει! ΄Εφτανε ένα αυστηρό βλέμμα, κι εμείς καταλαβαίναμε. Θυμάμαι τον ωραίο τρόπο με τον οποίο μας δίδασκε, ή μας μάθαινε ζωγραφική και διάφορες καλλιτεχνικές δημιουργίες. Μας πήγαινε και εκπαιδευτικούς περιπάτους στη Νέα Ιωνία, όπου μας έδειχνε τα προσφυγικά σπιτάκια και τα εργοστάσια. Της οφείλω πολλά! Κι αυτά που γράφω, είναι πολύ λίγα!...
Η Δις Ανθή Αργυριάδου στην Τάξη και ζωγραφιές της που χρησιμοποιούσε στη διδασκαλία της.
Φυσικά, η έναρξη κάθε σχολικής χρονιάς προϋπέθετε αρκετά έξοδα για τους γονείς, και κάποιες φορές και για τους νονούς-νονές που βοηθούσαν την κατάσταση, προπαντός αν η οικογένεια τα έβγαζε δύσκολα πέρα. Σάκες, κασετίνες, μολύβια, στυλό, γόμες, ξύστρες, μπογιές, χάρακες, τετράδια, μπλε κόλες γλασέ για το ντύσιμό τους, ετικέτες για κάθε τετράδιο ξεχωριστά, μπλε ποδιές και, φυσικά, αθλητικά παπούτσια για τη γυμναστική. Μάρκας «Ελβιέλα» ή «Sportex», κατά προτίμηση!
Ένα γεγονός που σημάδεψε τη μνήμη πολλών ανθρώπων το 1966, και εμένα προσωπικά που ήμουν παιδάκι, ήταν το φοβερό ναυάγιο του επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου «Ηράκλειον», το οποίο ενώ εκτελούσε το δρομολόγιο Χανιά – Πειραιάς, έπεσε σε σφοδρή τρικυμία και βυθίστηκε κοντά στη βραχονησίδα Φαλκονέρα. Το τραγικό συμβάν έγινε το βράδυ στις 8 Δεκεμβρίου 1966 και βύθισε σε πένθος πάνω από 200 οικογένειες. Χαρακτηρίστηκε «Ο Τιτανικός» της Ελλάδας. Θυμάμαι λοιπόν και στο Νέο Ηράκλειο, το θρήνο που έγινε. Επί της οδού Σαλαμίνος στον αρ. 8 υπήρχε ένα τζαμάδικο, ιδιοκτησία του κ. Βαγγέλη Θρεψιάδη. Ο γιος του υπηρετούσε σε αυτό το πλοίο, και ήταν ένα από τα θύματα. Γινόταν παρέλαση στο μαγαζί του χαροκαμένου ανθρώπου για να τον συλλυπηθούν, κι εκείνου, τα γαλάζια μάτια του έτρεχαν βρύσες! Θυμάμαι ότι από τότε, και όσο κράτησε το μαγαζί, υπήρχε πάνω στον τοίχο μια μεγάλη φωτογραφία του νεαρού αυτού με στολή ναυτικού, σε κορνίζα πλαισιωμένη από μαύρες κορδέλες. Ήταν τόσο συγκλονιστικό για την εποχή εκείνη το γεγονός, ώστε γράφτηκε ακόμα και λαϊκό τραγούδι. Στο τέλος του ’66 ένα άλλο, ευχάριστο γεγονός αυτή τη φορά, που έγραψε ιστορία στο Ηράκλειο, ήταν τα εγκαίνια του πρώτου χειμερινού Κινηματογράφου. Το όνομά του «Τρία Αστέρια». Μεγάλη αίθουσα, χωρητικότητας 900 θεατών, πολυτελέστατα βελούδινα βυσσινί καθίσματα, ευρύχωρος εξώστης!... Ιδιοκτησία του Γ. Γρηγορίου. Πρώτος μηχανικός ο Κώστας Χατζημάρκου. Παραβρέθηκα κι εγώ στην πρώτη ταινία που προβλήθηκε στα εγκαίνια, μαζί με τους γονείς της νονάς μου, τον Σωκράτη και την Ευρυδίκη Γιαννοπούλου. Η ταινία ήταν του Ντίνου Δημόπουλου, και είχε τίτλο «Κοινωνία ώρα μηδέν», με πρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο. Θυμάμαι, ότι πολλές φορές είδα από την γαλαζωπή οροφή αυτού του σινεμά, να κρέμονται σαν σταλακτίτες χάρτινες σαΐτες, που απορούσα πώς έφταναν και κολλούσαν εκεί ψηλά. Το κόλπο, το γνώριζαν πολύ καλά μόνο οι πιτσιρικάδες που τις πετούσαν, και τις έφτιαχναν διπλώνοντας τα προγράμματα με τις υποθέσεις των έργων, που μας μοίραζαν οι ταξιθέτριες στην είσοδο. Πέρασε κι αυτός ο χρόνος. Και ξημέρωσε η 21η Απριλίου του 1967. Δικτατορία! Το πρώτο «κατόρθωμά» της στο Ηράκλειο, το είδαμε με τα μάτια μας μόλις ξημέρωσε. Αποβραδίς, μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, ακούγαμε έξω από το σπίτι μας στην οδό Σαλαμίνος 10, μεγάλο σαματά. Τζάμια να σπάνε, αντικείμενα να πέφτουν κάτω με πάταγο. Πεταχτήκαμε από τα κρεβάτια μας τρομαγμένοι, αλλά οι γονείς μας είπαν να μην ανάψουμε τα φώτα. Προσπαθήσαμε να δούμε από τις γρίλιες των κλειστών παραθύρων, αλλά μόλις που μπορέσαμε να διακρίνουμε με δυσκολία, μέσ’ στο σκοτάδι, κάποιες σκιές... Αγωνιούσαμε να ξημερώσει ο Θεός τη μέρα! Και το θέαμα που αντικρίσαμε, ανοίγοντας την πόρτα και τα παράθυρα το πρωί, ήταν για τα παιδικά μας μάτια τρομαχτικό! Απέναντι ακριβώς από το σπίτι μας, υπήρχαν την εποχή εκείνη τα γραφεία της αριστερής οργάνωσης ΕΔΑ. Ε, λοιπόν, δεν υπήρχε τίποτα όρθιο! Τζαμαρίες θρύψαλα, σκόρπια χαρτιά, σχισμένες αφίσες και φωτογραφίες, έπιπλα σπασμένα και αναποδογυρισμένα, πεταμένα δεξιά – αριστερά, στον τότε ακόμα χωματόδρομο!...
Ήρθανε πάλι χρόνια δύσκολα! Περνούσε καλά μόνο όποιος κοιτούσε την δουλειά του, δεν μιλούσε, δεν σχολίαζε, δεν αντιδρούσε. Είναι χαρακτηριστική η συμβουλή που είχε πει εκείνα τα χρόνια ο στρατηγός Χαράλαμπος Παπαδόπουλος, αδελφός του Δικτάτορα, σε ένα νεαρό Ηρακλειώτη που το αίμα του έβραζε: «Κάτσε παιδί μου φρόνιμα και κοίτα τη δουλίτσα σου, γιατί αν σε συλλάβουν θα σου δώσουν ένα μπερντάχι ξύλο, θα σου ρίξουν και κάνα π....ο, και το δίκιο σου δεν θα το βρεις!». Λίγο καιρό μετά το νέο καθεστώς, ο ένας από τους δικτάτορες, ο Στυλιανός Παττακός, ήρθε στο Ηράκλειο να θέσει τον θεμέλιο λίθο για το Α΄ Γυμνάσιο στην οδό Πεύκων, το μεγαλύτερο των Βαλκανίων όπως έλεγαν (μέχρι τότε ως Γυμνάσιο χρησίμευε η πολυκατοικία στην Λ. Ηρακλείου 345). Όλα τα σχολεία «επιστρατεύτηκαν» για την υποδοχή, μαζί και το δικό μας Γ΄ Δημοτικό. Τα αγόρια με στολές, μακρυμάνικο μπλε σακάκι και ασορτί κοντό παντελόνι, και τα κορίτσια με μπλε ποδιές και άσπρους κολλαριστούς γιακάδες, παραταχθήκαμε κατά μήκος της οδού Πεύκων, και γύρω από το μεγάλο οικοδομικό τετράγωνο που προοριζόταν για την ανέγερση του Γυμνασίου, και υποδεχτήκαμε «χειροκροτώντας με ενθουσιασμό» καθ’ υπόδειξιν των δασκάλων μας, τον Παττακό με το περίφημο μυστρί του. Την ίδια εκείνη εποχή, οι συγγενείς που είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική, άρχισαν να μας στέλνουν δέματα από τη Βοστώνη και τη Μασαχουσέτη, με ρούχα από δεύτερο χέρι. Θυμάμαι τον κ. Γιώργο Κούρτη τον ταχυδρόμο μας, που έμενε στην οδό Θεμιστοκλέους, ερχόταν επάνω στο ποδήλατο, λεπτός-λεπτός με τα μυωπικά γυαλάκια του, ντυμένος τη στολή του ταχυδρόμου, με το δερμάτινο σακίδιο περαστό σταυρωτά στους ώμους γεμάτο γράμματα, και χτυπώντας συνθηματικά το κουδουνάκι του ποδηλάτου του (όταν χαλούσε το κουδουνάκι από την πολλή χρήση, φώναζε ο ίδιος συνθηματικά: «αλαγκλάν-αλαγκλάν» παραφράζοντας ίσως το γκλιν-γκλαν που λέμε για τον ήχο της καμπάνας), μας ειδοποιούσε να βγούμε στην εξώπορτα, και παίρναμε την ειδοποίηση. «Δέμα από την Αμερική» μας έλεγε γελώντας, κι έδινε το ειδοποιητήριο.
Πηγαίναμε με ανυπομονησία θυμάμαι, μαζί με τον μπαμπά στην οδό Ναρκίσσων, πίσω ακριβώς από την πλατεία του Σταθμού, που ήταν τότε το ταχυδρομείο. Υπέγραφε ο μπαμπάς για την παραλαβή, και φεύγαμε όλο χαρά, σέρνοντας στο δρόμο το δέμα στο τεράστιο χοντρό χαρτόκουτο, από τους γερούς σπάγκους που ήταν δεμένο. Στη σάλα του σπιτιού το ανοίγαμε με περιέργεια, και όλο χαρά μοιραζόμαστε μεταξύ μας τα ρούχα. Και σχεδόν την άλλη μέρα, αφού τα έπλενε πρώτα η μαμά, τα φορούσαμε καμαρωτά και τα τρία αδελφάκια, και πηγαίναμε σχολείο ντυμένα σαν Αμερικανάκια, κι ας ήταν κι αποφόρια!...
Κι όταν ερχόταν κάποιος θείος από την Αμερική, μας μοίραζε δολάρια, που το καθ’ ένα το εξαργυρώναμε παίρνοντας 37 δρχ. περίπου, αν θυμάμαι καλά. Και με τα λεφτά αυτά, τρέχαμε ν’ αγοράσουμε τετράδια και κασετίνες μ’ όλα τα απαραίτητα για το σχολείο. Και με τα ρέστα, που ήταν αρκετά, αγοράζαμε ταινίες της «Αργώ φίλμ» για το στερεοσκόπιο, με θέματα από την ελληνική μυθολογία, την Ιλιάδα, την Οδύσσεια και τη ζωή του Χριστού.
Και θυμάμαι, ότι η μαμά έφερνε το στερεοσκόπιο και στο σχολείο. Και με την άδεια του διευθυντή, μας πρόβαλλε στην τάξη τέτοιες εκπαιδευτικές ταινίες, που τις παρακολουθούσαμε μ’ ενδιαφέρον και πολλά επιφωνήματα θαυμασμού, όλα τα παιδιά μέσα στην αίθουσα, που την σκοτεινιάζαμε, τραβώντας τις βαριές μπλε-σκούρες (λίγο ξεθωριασμένες απ’ τον ήλιο) κουρτίνες, που κρέμονταν απ’ τα στόρια στα παράθυρα.
Μέχρι που μπήκε στη ζωή μας η τηλεόραση! Και οι γονείς μου ήταν από τους πρώτους που έσπευσαν να αγοράσουν. Όμως προνόησαν να πάρουν τηλεόραση, μάρκας WEGA, της οποίας η οθόνη έκλεινε με συρταρωτό πορτάκι και κλείδωνε, οπότε να μην παραμελούμε τα μαθήματά μας εξαιτίας της.
Το 1969 ένα συνταρακτικό γεγονός που καθήλωσε όχι μόνο εμάς, αλλά ολόκληρο τον πλανήτη μπροστά στις τηλεοπτικές οθόνες, ήταν η πρώτη επίσκεψη των ανθρώπων στο φεγγάρι με το διαστημόπλοιο Apollon 11, που έγινε καλοκαίρι 20 Ιουλίου. ΄Ηδη, από μέρες πριν, είχαν κυκλοφορήσει αναμνηστικοί κουμπαράδες σε σχήμα αστροναύτη, με την αμερικανική σημαία στη συσκευή της πλάτης, που μου είχε πάρει κι εμένα δώρο η γιαγιά μου.
Γυρίσαμε στα γρήγορα από το απογευματινό μας μπάνιο στη θάλασσα, πιάσαμε θέσεις στη μεγάλη βεράντα, και μαζί με άλλους γείτονες που είχαν έρθει σπίτι μας, παρακολουθήσαμε την μετάδοση του μεγάλου γεγονότος από την μαυρόασπρη οθόνη της τηλεόρασης, μάρκας WEGA, που είχαμε.
Την ίδια αυτή οθόνη, στην οποία εμείς τα πιτσιρίκια απολαμβάναμε στα κανάλια της Ε.Ι.Ρ.Τ. και της Υ.Ε.Ν.Ε.Δ. εκπομπές όπως: τον Καραγκιόζη του Σπαθάρη. Το κουκλοθέατρο με τον Μπάρμπα Μυτούση, και τα αγαπημένα ανιψούδια, του τον Κλούβιο και την Σουβλίτσα. Μια δημιουργία της ζωγράφου Ελένης Θεοχάρη-Περάκη, που η έμπνευσή της «γεννήθηκε» το 1939. Καθιερώθηκε στα χρόνια της Κατοχής, και συνεχίστηκε αργότερα μέσα από την τηλεόραση. Η επιτυχία της σειράς αυτής ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η ελληνική εταιρεία παιχνιδιών «El Greco», έβγαλε σε κούκλες τον Κλούβιο και την Σουβλίτσα. Την «Συντροφιά με τη θεία Λένα» με την Αντιγόνη Μεταξά και την κόρη της Λήδα Κροντηρά, να μας λένε «ζωντανά» πλέον τα παραμύθια που κάποτε ακούγαμε από το ραδιόφωνο, και να βλέπουμε στην ίδια εκπομπή την μελαχρινή ακόμα τότε Ρένα Παγκράτι με κοτσίδες και ποδιά, να τραγουδάει: «Η Αννιώ, η Αννιώ, ήρθε απ’ το χωριό!» Μάθαμε «Ελληνική μυθολογία» παρακολουθώντας τις μαριονέτες του Λάκη Αποστολίδη. Ακούγαμε «θρύλους και παραδόσεις του λαού μας» με την Ευγενία Περιορή. Παρακολουθούσαμε με ενδιαφέρον, τις λογοτεχνικές εκπομπές της Αλίκης Νικολαΐδου. Της οποίας η ιδιόμορφη, λίγο τρεμουλιαστή φωνή, το ντύσιμο, το χτένισμα, και γενικά η εμφάνιση, αποτέλεσαν αντικείμενο σάτιρας σε πολλές θεατρικές επιθεωρήσεις της εποχής, καθώς και σε κινηματογραφικές κωμωδίες. Βλέπαμε την σοβαρή, πρώτη τηλεπαρουσιάστρια της ΥΕΝΕΔ Ελένη Κυπραίου, και την αφράτη και πάντα χαμογελαστή Έλλη Ευαγγελίδου στη «Σύγχρονη Εύα».
Θυμάμαι τον μπαμπά μου, κάθε Κυριακή απόγευμα στις 19.25, να παρακολουθεί με θρησκευτική ευλάβεια την ενημερωτική εκπομπή της Ε.Ι.Ρ.Τ. «Καλειδοσκόπιον», που παρουσίαζε η ηθοποιός Χλόη Λιάσκου, με μια εμφάνιση τόσο συντηρητική και σεμνή, που σε τίποτα δεν θύμιζε το λαμπερό κορίτσι με το μπικίνι και τα φτερά, που χόρευε και τραγουδούσε στα μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη! Και δεν χάναμε επεισόδιο από τη «Λάσση», το «Ντακτάρι» με πρωταγωνιστές ένα τυφλό λιοντάρι και μια σκανταλιάρα μαϊμού, την Τζούντυ, τη «Φίλη μου τη Φλίκα», την «Μαύρη Καλλονή», τη «Μάγισσα», την «Ιπτάμενη Καλόγρια», «Το μικρό σπίτι στο Λιβάδι», την «Οικογένεια Ουώλτονς», τον «Ρομπέν των δασών», τον «Ταρζάν», τον «Γουόλτ Ντίσνεϋ», το «Ταξίδι στ’ αστέρια», το «Χαμένοι στο διάστημα», την διαστημική περιπέτεια με μαριονέτες «Στίγκρεϋ», τον «Κάσπερ το μικρό φάντασμα», τον «Γούντυ τον τρυποκάρυδο», τον «Ντένυ τον τρομερό», το «Λούσυ Σόου» με την αμίμητη Λουσίλ Μπώλ, τον «Μπεν Κέϊσυ», τον «Δρ. Κιλντέρ» με τον Ρίτσαρντ Τσάμπερλαιν, το «Χαβάη-5-0», τον «Φυγά», τον «Μάννιξ», το «Πέιτον Πλέυς» με τον Ράιαν Ο’ Νηλ και την Μία Φάροου, την «Μάχη», το «Καραβάνι», την «Μπονάντσα». Και φυσικά, τον θρυλικό «Άγνωστο Πόλεμο» του Νίκου Φώσκολου, με τον Άγγελο Αντωνόπουλο ως στρατηγό Βαρτάνη, και τον μοχθηρό Γερμανό αξιωματικό Ματίας Βίντερμαν, που βλέπαμε με τρόμο, σαν εφιάλτη, ακόμα και στον ύπνο μας. Θυμάμαι μάλιστα εδώ, ένα σχετικό περιστατικό στο Γ΄ Δημοτικό, να σηκώνει ο δάσκαλος ένα μαθητή στον πίνακα, και αντί να του κάνει ερωτήσεις για το μάθημα, να του ζητά να πει το επεισόδιο του «Άγνωστου Πολέμου» της προηγούμενης νύχτας, γιατί ο ίδιος το είχε χάσει!...
Η μαμά μου, θυμάμαι, απεχθανόταν τις διαφημίσεις. Τις θεωρούσε χάσιμο χρόνου!Και εκμεταλευόταν την ώρα των διαφημίσεων, να κάνει κάποια δουλειά. Το βράδυ, αμέσως μετά τις ειδήσεις, είχε ακριβώς, με το ρολόι, μισή ώρα διαφημίσεις πριν αρχίσει το σίριαλ που παρακολουθούσαμε. Μάζευε λοιπόν πιάτα, κουταλοπίρουνα και ποτήρια από το βραδινό φαγητό μας, έπλενε όλη τη λάντζα στην κουζίνα και επιστρέφοντας στην τραπεζαρία, όπου είχαμε την τηλεόραση, βλέποντας ακόμα να παίζει διαφημίσεις, φώναζε αγανακτισμένη: «Ακόμα παίζει διαφημίσεις; Αμάν πια! Μας φάγανε αυτές οι διαφημίσεις»!
Την ίδια χρονική περίοδο, οι κάμερες επισκέφθηκαν για άλλη μια φορά το Ηράκλειο. Αυτή τη φορά ήταν τηλεοπτικές. Από την εκπομπή «Αλάτι και Πιπέρι» με τον Φρέντυ Γερμανό. Ο σκοπός ήταν να παρουσιάσουν την γηραιότερη Ελληνίδα, η οποία ζούσε στον δήμο μας. Ήταν η Κυριακούλα Ζαραχωβίτου, 107 ετών τότε, και έμενε στην οδό Θριάμβου με παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα!... Η έναρξη της νέας δεκαετίας του 1970 δεν έκανε καθόλου καλό ποδαρικό στη χώρα μας. Μια θανατηφόρα γρίπη που ξεκίνησε από την Κίνα από τα τέλη του 1969 και εξαπλώθηκε γρήγορα παγκοσμίως, επισκέφτηκε και την Ελλάδα με πολύ δυσάρεστες συνέπειες και η χώρα μας τέθηκε σε επιφυλακή!
Τέλη του '70, αρχές του 1971 συνέβη ένα ακόμα γεγονός που σήμανε συναγερμό στην Ελλάδα, και έθεσε τη Χώρα σε ετοιμότητα. Στη γειτονική Τουρκία είχε ξεσπάσει επιδημία χολέρας, η οποία ξεκίνησε από τα παράλια, και άρχισε να εξαπλώνεται επικίνδυνα! Όπως ήταν φυσικό, ο πανικός μεταφέρθηκε και στην Ελλάδα. Το πρώτο που έγινε, για λόγους ασφαλείας, ήταν να κλείσουν τα σύνορα. Το δεύτερο, δόθηκε εντολή για γενικό εμβολιασμό του πληθυσμού, τόσο στα κατά τόπους Υγειονομικά Κέντρα, όσο και στα Δημόσια Ιατρεία, Νοσοκομεία και Σχολεία. Θυμάμαι ότι ήρθε και στο Γ΄Δημοτικό που πήγαινα, σχολίατρος και νοσοκόμες, να μας εμβολιάσουν. Και το τι κλάμα και λιποθυμίες σημειώθηκαν στη θέα της φοβερής ένεσης, δεν περιγράφονται!
΄Ηταν η δεύτερη φορά που η Ελλάδα, μέσα σε σύντομο σχετικά διάστημα, απειλήθηκε για δεύτερη φορά από τη φοβερή χολέρα, που οι σκιτσογράφοι της εποχής, την παρουσίαζαν σαν κακάσχημη γριά! Το προηγούμενο κρούσμα, ήταν λίγο μετά τη λήξη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, που εξαιτίας των πολλών άταφων για μέρες πτωμάτων, που ήταν θύματα του πολέμου, καθώς και των κακών συνθηκών υγιεινής, η χολέρα είχε απειλήσει πολλές χώρες της Ευρώπης. Και πάλι είχαν γίνει στην Ελλάδα ομαδικοί εμβολιασμοί, για τους οποίους οι σκιτσογράφοι εφημερίδων και περιοδικών, είχαν εμπνευστεί ανάλογα. Ακόμα και η Χοντρή του Θησαυρού εμβολιάστηκε, και μάλιστα, το ενέσιμο υλικό της το διοχέτευσαν μέσω ενός βυτίου (!) λόγω του τεράστιου όγκου της.
Άλλο ένα γεγονός που φέρνω στο νου μου από την ίδια εποχή, είναι ότι αποχτήσαμε στο σπίτι μας τηλέφωνο! Μέχρι τότε, στις τηλεφωνικές επικοινωνίες, κυρίως με τη γιαγιά Χαρίκλεια που πλέον έμενε στο Παγκράτι, μας εξυπηρετούσε ο ευγενέστατος μπακάλης κ. Δημήτρης Βλαχόπουλος με τη γυναίκα του την κ. Γεωργία, που είχαν το κατάστημά τους στη Λ. Ηρακλείου 349, πίσω ακριβώς από τη λεωφορειακή στάση «Τρία Αστέρια». Με τα παιδιά τους τον Κώστα και τον Κυριάκο παίζαμε στην ίδια γειτονιά. Το 1971 θυμάμαι ακόμα ένα γεγονός. Τους εορτασμούς για τα 150 χρόνια από την επανάσταση του 1821. Εμείς τα παιδιά, δεν χάσαμε την ευκαιρία να ασχοληθούμε και πάλι με νέες συλλογές: Σπιρτόκουτα, γραμματόσημα και «χαρτάκια» που βρίσκαμε μέσα σε συσκευασίες τσίχλας ή σε σοκολάτες ΜΕΛΟ, που απεικόνιζαν όλους τους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης. Μάλιστα, υπήρχαν και άλμπουμ που προμηθευόμαστε από τα περίπτερα και τα ψιλικατζίδικα, για να κολλάμε μέσα τα «χαρτάκια» με τους ήρωες (τα οποία ανταλλάζαμε με τους φίλους μας όταν τα είχαμε διπλά), και όταν συμπληρώναμε το άλμπουμ κερδίζαμε κάποια δώρα!... Επίσης, η επιχείρηση «Εργόχειρο», είχε τυπώσει σχέδια για κεντήματα επάνω σε καμβάδες με πορτραίτα αγωνιστών του 1821, όπως: της Μπουμπουλίνας, της Μαντώς Μαυρογένους και του Λόρδου Βύρωνα. Ένα τέτοιο ωραίο κέντημα μέσα σε κάδρο, με το πορτρέτο της Μαντώς Μαυρογένους, θυμάμαι να στολίζει την βιτρίνα του ψιλικατζίδικου του κ. Στέλιου Στυλιανίδη στην οδό Σαλαμίνος, εργόχειρο της γυναίκας του κ. Δήμητρας. Επιπλέον, λόγω της μεγάλης επετείου, γυρίστηκαν και δύο επικές ιστορικές ταινίες το 1971. Ο «Παπαφλέσσας», παραγωγή των εταιρειών Φίνος Φίλμς – Τζέημς Πάρης – Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, σε σκηνοθεσία Ερρίκου Ανδρέου, και πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Και η «Μαντώ Μαυρογένους», παραγωγή της εταιρείας Καραγιάννης – Καρατζόπουλος, σε σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη και πρωταγωνίστρια την Τζένη Καρέζη. Η δεύτερη ταινία, σε μορφή σινερομάντζου, εκδόθηκε στο περιοδικό «Ρομάντσο», σε πολλά συνεχόμενα τεύχη. Εδώ στο Ηράκλειο, απολαύσαμε και τις δύο αυτές ταινίες στα «Τρία Αστέρια». Παράλληλα, στο θέατρο ανεβάστηκε από τον θίασο της Αλίκης Βουγιουκλάκη η θεατρική παράσταση «Βασίλισσα Αμαλία» σε κείμενα Γιώργου Ρούσσου. Και αναφέροντας το θέατρο, θυμάμαι ότι την ίδια περίοδο, παίχτηκε στον κινηματογράφο «Τρία Αστέρια» από τον θίασο του Γιαννιώτη ηθοποιού Γρηγόρη -Κωνσταντή Μασαλά, η «ηρωική» θεατρική παράσταση «Καπετάν παπά-Θύμιος Βλαχάβας», την οποία πήγαμε και είδαμε με τους δασκάλους και τον διευθυντή μας κ. Γιάννη Σπυρόπουλο, όλοι οι μαθητές του Γ΄ Δημοτικού Σχολείου Ηρακλείου. Εκείνο ακόμα που μου έρχεται στο νου, είναι και ότι εμείς τα παιδιά, τότε, επηρεασμένα από το επετειακό ηρωικό κλίμα, παίζαμε την Μάχη στο Μανιάκι, τον Καψάλη, τον Χορό του Ζαλόγγου, και άλλα ηρωικά, στη φιλόξενη, μεγάλη αυλή με τις κούνιες και την μπασκέτα, του σπιτιού της νονάς μου Ευγενίας Ζωγράφου, που από το 1970 αποτελούσε τόπο συγκέντρωσης και παιχνιδιού, όλων των παιδιών της γειτονιάς, και όχι μόνο.
Τον Μάρτιο του 1972 ένα αποτρόπαιο έγκλημα που απασχόλησε για πολλές μέρες με πρωτοσέλιδα τον αθηναϊκό τύπο, ήρθε να συγκλονίσει την κοινωνία του Ηρακλείου και να προκαλέσει την αποδοκιμασία όλων. Ήταν η εν ψυχρώ δολοφονία του 32άχρονου οικοδόμου Κώστα Στασινόπουλου, ο οποίος βρήκε φριχτό θάνατο από τους εκτελεστές του μέσα στο σπίτι του, στην Καναπίτσα, την ώρα που κοιμόταν. Ο Κώστας, ήταν ένας από τους εργάτες που δούλεψαν στην οικοδομή του σπιτιού μας.
Είχε γίνε φίλος της οικογένειάς μας και μάλιστα, είχε κάνει δώρο στη μητέρα μου δύο δίσκους του πικ-απ 45 και 33 στροφών, που επάνω στην ετικέτα είχε γράψει το όνομά του, για να τον θυμόμαστε. Το 40ήμερο μνημόσυνό του έγινε ημέρα Σάββατο, στην εκκλησία του Αγίου Νεκταρίου που ήταν η ενορία του, και όλος ο χώρος είχε κατακλυστεί από πλήθος κόσμου που αποδοκίμαζαν το φοβερό γεγονός, και προσπαθούσαν να παρηγορήσουν την μητέρα του θύματος την κ. Αντιγόνη και την αδελφή του Σταυρούλα, που σπάραζαν για τον άδικο χαμό του Κώστα. Στο μνημόσυνο παραβρέθηκαν όλοι οι μαθητές του 3ου Δημοτικού Σχολείου, καθώς μας είχαν πάει οι δάσκαλοί μας για τον καθιερωμένο εβδομαδιαίο εκκλησιασμό στον Άγιο Νεκτάριο, που γειτόνευε με το σχολείο μας στην οδό Ζεφύρου. Η εκδίκαση αυτής της υπόθεσης απασχόλησε, με πάρα πολλά εκτενή άρθρα (αλλά και πλήθος σκίτσων) σχεδόν όλο το Α΄ εξάμηνο του 1973, τις αθηναϊκές εφημερίδας. Περίπου είκοσι χρόνια αργότερα, η δολοφονία του Κώστα Στασινόπουλου ενέπνευσε τον σεναριογράφο της τηλεοπτικής σειράς «Η ανατομία ενός εγκλήματος», για ένα από τα επεισόδια. Στο ρόλο του θύματος ήταν ο Δημήτρης Πουλικάκος.
Ακολούθησαν στις 17 Νοεμβρίου 1973 τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, που παρακολουθούσαμε και πάλι με κομμένη ανάσα! Αγωνιούσαμε, γιατί και οι δύο αρραβωνιαστικοί των αδελφών μου υπηρετούσαν τότε την θητεία τους, και βρίσκονταν στο επίκεντρο των γεγονότων!... Και ήρθε ακόμα ένα ιστορικό γεγονός να μας συνταράξει! 20 Ιουλίου 1974 με ξυπνάει σκουντώντας με, ταραγμένος ο πατέρας μου: «Μανώλη ξύπνα, πόλεμος!». Δεν ήξερα αν έβλεπα όνειρο ή όχι, καθώς αγουροξύπνησα. Όμως, ο πόλεμος ήταν γεγονός! Και αυτό το επιβεβαίωναν οι σειρήνες του πολέμου, εγκατεστημένες στο Αστυνομικό Τμήμα Ηρακλείου, που ηχούσαν ανατριχιαστικά και μονότονα έξω, κι απλωνόταν ο εφιαλτικός τους ήχος, επάνω απ’ όλη την πόλη. Οι Τούρκοι είχαν εισβάλει στην Κύπρο. Θυμάμαι, ότι δεν φοβήθηκα καθόλου. Αντίθετα, ο παιδικός ενθουσιασμός μου, με ώθησε να μιμηθώ τους ήρωες του 1821, που τόσο θαύμαζα διαβάζοντας αχόρταγα τις βιογραφίες τους, στα εξαιρετικά βιβλία του Τάκη Λάππα που μου έπαιρνε δώρο η νονά μου Ευγενία Ζωγράφου. Ζωγράφισα μια σημαία σε μεγάλη σελίδα τετραδίου, έγραψα επάνω «Ελευθερία ή Θάνατος», και βγήκα με ενθουσιασμό στο πεζοδρόμιο. Ο κόσμος στους δρόμους έτρεχε με πανικό. Θυμάμαι στην Ελευσινίων, οι πανηγυρτζήδες που είχαν στήσει τους πάγκους τους από την προηγούμενη μέρα για το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία, έτρεχαν σαν κυνηγημένοι! Γυναίκες έκλαιγαν και κρατούσαν με απόγνωση τα κεφάλια τους. Επιστράτευση! Οι μανάδες αγκάλιαζαν κλαίγοντας τους γιούς τους και τους ξεπροβοδούσαν! Οι πατεράδες αγκάλιαζαν γυναίκες και παιδιά και έφευγαν! Επιστρατεύτηκαν ακόμα, αυτοκίνητα και γυναίκες. Όπως η μητέρα μου και η μεγάλη αδελφή μου που ήταν γαζώτριες, επιστρατεύτηκαν να δουλέψουν στο εργοστάσιο στρατιωτικού ρουχισμού ΚΟΠΗ, στα Ταμπούρια του Πειραιά. Στην τηλεόραση παρακολουθούσαμε με αγωνία και δάκρυα, τα γεγονότα να τρέχουν!.... Ομαδικές εκτελέσεις ανδρών, βιασμοί γυναικών, βομβαρδισμοί, καταστροφές περιουσιών!... Οι μεγαλύτεροι έκλαιγαν με μαύρο δάκρυ, γιατί ξύνονταν οι αγιάτρευτες ακόμα πληγές από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που είχε προηγηθεί μόλις πριν τρεις δεκαετίες!... Τρεις μέρες μετά την Τουρκική απόβαση στη Κύπρο, έπεσε το δικτατορικό καθεστώς στην Ελλάδα. Και στις 24 Ιουλίου ήρθε η μεταπολίτευση με την επιστροφή του Κων/νου Καραμανλή. Θυμάμαι, είδα στις ειδήσεις της ΥΕΝΕΔ τον Κων/νο Καραμανλή να έρχεται με το αεροπλάνο από το Παρίσι, και να τον υποδέχονται με αναμμένες λαμπάδες σαν το σωτήρα, που έφερνε τη Δημοκρατία στην Ελλάδα!... Εκείνη τη νύχτα, για ώρες οι δρόμοι του Ηρακλείου αντηχούσαν από τον σαματά των αυτοκινήτων, που κόρναραν συνθηματικά «Ε-Ε-Έρχεται!»… - Το Ηράκλειο μετατρέπεται σε σύγχρονη πόλη - Και σιγά-σιγά, το Ηράκλειο άρχισε να αλλάζει πρόσωπο. Από τα μέσα του ’70 η πόλη βρισκόταν σε οικοδομικό οργασμό. Πολλές μονοκατοικίες γκρεμίστηκαν. Κήποι ισοπεδώθηκαν, και οι εκσκαφείς εξαφάνισαν και το παραμικρό λουλούδι. Για ένα διάστημα, ανάμεσα στις καλουπωμένες οικοδομές, έβλεπε κανείς ακόμα κάποια μικρά σπιτάκια με κεραμοσκεπές και αυλές να αντιστέκονται. Τελικά, υπέκυψαν κι αυτά στο οίστρο της εποχής. Οι μπετονιέρες δούλευαν πυρετωδώς, τα αναβατόρια δεν προλάβαιναν να φορτώνουν τούβλα, και οι εργάτες ανέβαιναν τις σκαλωσιές με τους τενεκέδες γεμάτους τσιμέντο στους ώμους, ή φορτωμένοι σακιά άμμο, ασβέστη ή ζεμπίλια με λάσπη. Οι σοβατζήδες, με τα μυστριά και τα πηλοφόρια, ολοκλήρωναν την οικοδομή, και ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι! Εμείς, ακόμα παιδιά, στα πρόθυρα της εφηβείας πλέον, παρακολουθούσαμε όλο αυτό το σκηνικό της ανοικοδόμησης της πόλης μας, που πλέον άλλαζε «πρόσωπο», με κομμένη ανάσα, αλλά και με έναν ενθουσιασμό, για ένα καλύτερο μέλλον!.. Σύντομα, άρχισαν να κλείνουν και οι ρεματιές, αφού τοποθετήθηκαν στις κοίτες τεράστιοι αγωγοί. Έπειτα επιχωματώθηκαν, και οι δρόμοι που σχηματίστηκαν στρώθηκαν με άσφαλτο. Το άλλοτε χωριό Ηράκλειο, μεταμορφωνόταν μέρα με τη μέρα σε μια σύγχρονη πόλη, με όσα θετικά, αλλά και αρνητικά, μπορεί να έχει αυτή. Δίπλα στην κοίτη του ρέματος στην Κουντουριώτου, ένα ωραίο γήπεδο δημιουργήθηκε με το όνομα «Τυφώνας», όπου παιδιά και νέοι αθλούνται στο μπάσκετ και το βόλεϋ. Και εδώ, αξίζει να πούμε για την ιστορία, ότι η ομάδα βόλεϋ και μπάσκετ του «Τυφώνα», ιδρύθηκε σε άγνωστη χρονική περίοδο, το πιθανότερο μεταπολεμικά, στην Κυψέλη και «μεταφυτεύθηκε» στο Ηράκλειο στην δεκαετία του ’50. Το αρχικό γήπεδο – γυμναστήριο που είχε απλωμένο το φιλέ της η ομάδα, στις αρχές του ’60 βρισκόταν στη μεγάλη αλάνα που υπήρχε στη σημερινή συμβολή των οδών Πολυτεχνείου και Πεύκων, απέναντι από το ταχυδρομείο. Την εποχή εκείνη, το καλύτερο «καρφί» της ομάδας βόλεϋ εθεωρείτο ο Μπίλιος, με ισχυρό ανταγωνιστή του τον Νίκο Πέττα. Στον ίδιο χώρο, λάβαιναν χώρα και άλλες αθλητικές δραστηριότητες, όπως το άλμα τριπλούν, για το οποίο υπήρχε ειδικά διαμορφωμένο σκάμμα. Ανάμεσα στους πιο παλαιούς και καλούς αθλητές του τελευταίου αθλήματος αξίζει να αναφέρουμε τον Ανδρέα Καρώνη τον Δημήτρη Λιτσάκο, αλλά και την Άννα Παγουλάτου (το γένος Σκέμπα). Η ομάδα βόλεϋ και μπάσκετ του «Τυφώνα», επανιδρύθηκε στα τέλη του ’70 από τον Νίκο Πέττα. Προπονητής του βόλεϋ ήταν ο Φ. Ματθαίου, που υπήρξε για ένα διάστημα και προπονητής της Εθνικής. Πρόεδρος του συλλόγου ήταν ο Γιώργος Πρωτογερόπουλος (πληροφορίες Νίκος Πέττας – Ανδρέας Καρώνης). Από τα σημαντικότερα γεγονότα στην ιστορία του Ηρακλείου, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ήταν η ίδρυση της Κλινικής του γιατρού, και τότε Δημάρχου Ηρακλείου (του πρώτου μετά την μεταπολίτευση) Γιώργου Γρηγοριάδη, με την επωνυμία «Θεραπευτήριο ο Σωτήρ», στην οδό Πεύκων 11, σε ακίνητο που ανήκει στην οικογένεια του Φίλιππου Βάγγερ. Μαζί με το Ηράκλειο, άλλαξαν και οι άνθρωποι στα ήθη, στη νοοτροπία, στην εμφάνιση. Ήρθαν στη μόδα για τις κοπέλες οι μίνι φούστες, οι ζιπ-κιλότ και τα παπούτσια με τις ψηλές σόλες από φελλό, στον τύπο του αρχαίου κόθορνου. Οι άντρες άφηναν φαβορίτες, γένια και μακριά μαλλιά (κάποιοι τους αποκαλούσαν γιεγιέδες, χίππηδες ή τεντυμπόηδες) φορούσαν παντελόνια καμπάνα και εφαρμοστά πολύχρωμα μπλουζάκια. Οδηγούσαν βέσπα, και τα παπούτσια τους είχαν έξι πόντους τακούνι. Οι μακρυμάλληδες έδωσαν έμπνευση και για το τραγούδι του Βαγγέλη Περπινιάδη «Ο Βαγγέλης ο γιεγιές», καθώς και για ταινίες όπως: «Τέντυμπόϋ αγάπη μου» με τον Κώστα Βουτσά, και «Η θεία μου η Χίπισσα» με την Ρένα Βλαχοπούλου. Σχεδόν όλοι οι νέοι έτρεχαν στα πάρτι, και άκουγαν από φορητά πικ-απ 45άρια δισκάκια, με ποπ και ροκ μουσική, από αγαπημένα ελληνικά συγκροτήματα όπως ήταν οι «Ολύμπιανς» με τον αγαπημένο Πασχάλη, οι «Νοστράδαμος» και καλλιτέχνες όπως η Ελπίδα, η Μαρίνα, η Βίκυ Λέανδρος, και η Τάμμη, που ξεσήκωναν με τα χορευτικά τραγούδια τους την νεολαία της εποχής. Η οποία παράλληλα, τρελαινόταν για τα τραγούδια του Αλμπάνο, του Ανταμό, της Πάττυ Πράβο, της Ρίτα Παβόνε, του Τζόννυ Χάλλινταίη και της Σιλβύ Βαρτάν, ενώ πάθαιναν υστερία ακούγοντας τους Μπίτλς και τους Ρόλλινγκ Στόουνς, χωρίς όμως και να αρνηθούν τον αξεπέραστο στο είδος του, προερχόμενο από τη δεκαετία του ’50 Έλβις Πρίσλεϋ. Πλέον, στον απόηχο του ροκ εν ρολ, του χάλι γκάλι, της μπόσσα νόβα, του τουίστ, του τσα-τσά και της γιάνγκα που ερχόντουσαν από τα τέλη του ’50 και τη δεκαετία του ’60, ήρθε να προστεθεί και ο «τρελός» χορός σέικ! Ενώ, τα τρυφερά μπλουζ έφεραν τους νέους «πιο κοντά»!... Παράλληλα, στα σινεμά έκαναν θραύση εκτός από τις Αμερικανικές ταινίες, οι Τουρκικές με πρωταγωνίστρια τη Χούλια Κοτσγκίγιτ (από τις 27 Ιουλίου 1974 η εισαγωγή και προβολή τουρκικών ταινιών έπαψε στην Ελλάδα, εξ αιτίας της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο), οι Ιταλικές κωμωδίες με τους Τσίτσο και Φράνκο, αλλά και οι ταινίες καράτε με τον Μπρους Λη, που εξ αιτίας του άνθησαν οι Σχολές Πολεμικών Τεχνών Κουνγκ – Φου και Καράτε στην Ελλάδα. Άνοιξαν αρκετές και στο Ηράκλειο. Το 1978 ήμουν πλέον 17 ετών, όταν πήρα τη φωτογραφική μηχανή του μπαμπά μου, μάρκας KODAK, και άρχισα να φωτογραφίζω ό,τι ακόμα σωζόταν από παλιά σπίτια και τοπία. Έβλεπα, ότι «αύριο» δεν θα υπήρχε για αυτά! «Φυλάκισα» στα φιλμ και μετά στο φωτογραφικό χαρτί, τις αναμνήσεις μιας ζωής και ενός παρελθόντος του Ηρακλείου, χωρίς επιστροφή! Δώδεκα χρόνια μετά, στο ιατρείο που άνοιξα, μοιράστηκα τις αναμνήσεις μου για το Ηράκλειο με παλιούς συνδημότες. Πήγα σπίτια τους, μου άνοιξαν τα οικογενειακά τους άλμπουμ, τους φακέλους και τα χάρτινα κουτιά, και μου εμπιστεύτηκαν τις φωτογραφίες τους που ήδη κιτρίνιζε ο χρόνος, για ένα λεύκωμα μνήμης!... Εδώ, σαν επίλογο, θα σας πω και μια τελευταία ιστορία. Το 1979-80 καλούσαν την Κλάση μου στο στρατό. Μου ήρθε λοιπόν ειδοποίηση, να πάω στο Αστυνομικό Τμήμα Ηρακλείου, για να πάρω το «Φύλλο Πορείας». Πήγα, μου το έδωσε ένας αστυνομικός και με έστειλε στον Διοικητή να μου το υπογράψει. Ο Διοικητής Αναστάσιος Καραγιάννης (Μοναχός Λογγίνος πλέον), ήταν ένας πολύ ευγενικός κύριος. Πηγαίνοντας στο γραφείο του να μου υπογράψει, διαβάζει το «Φύλλο Πορείας» και, με μετέωρο το στυλό, με κοιτάζει και με ρωτάει: «Παιδί μου, εσύ τι έχεις κάνει;». Δεν κατάλαβα γιατί με ρωτούσε. Μου λέει: «Ξέρεις ότι σε στέλνουν στο Πυροβολικό, στη Θήβα; Εκεί είναι το Τάγμα των ''ανεπιθυμήτων''! Έχεις κάνει κάτι;». «Δεν νομίζω!» του απαντάω. «Όμως, μ’ αρέσει που πάω στο Πυροβολικό, γιατί έχουν προστάτιδα την Αγία Βαρβάρα!». Τον άφησα απορημένο κι έφυγα. Αλλά, μου έμεινε κι εμένα η απορία, γι’ αυτό που μου είπε. Το ανέφερα στο γαμπρό μου, που ήταν αστυνομικός, κι εκείνος πήγε αμέσως στο Τμήμα να ρωτήσει. Γύρισε ταραγμένος. Μου είπε: «Σου έχουν ανοίξει ”φάκελο”, γιατί λέει αγοράζεις τον ”Ριζοσπάστη” και μπαινοβγαίνεις σε σπίτια Αριστερών!». Οι «Αριστεροί» ήταν συγγενείς μου και οικογενειακοί φίλοι, και την εφημερίδα εκείνοι μ’ έστελναν και τους την αγόραζα. Όμως οι «καλοθελητές», δεν έλεγαν όταν την αγόραζα, τί την έκανα. Πήγαιναν μόνο και «κάρφωναν»! Δυστυχώς, το «φακέλωμα» ήταν ένα κατάλοιπο της Χούντας, που εξακολούθησε για χρόνια, μετά απ’ αυτήν! Όμως, εγώ από την μεριά μου, επειδή μεγάλωσα μέσα σε ένα «πολύχρωμο» περιβάλλον, και κόκκινο, και πράσινο, και γαλάζιο από πολιτικής απόψεως, με λίγους τόνους κίτρινου από τους ΑΕΚτζήδες της οικογένειας, δεν έδωσα ποτέ μου σημασία στα κόμματα, αλλά στους ανθρώπους. Στην ποιότητα τους! Γιατί, καλοί και κακοί, υπάρχουν σε όλες τις παρατάξεις, κακά τα ψέματα! Έτσι, και το βιβλίο που διαβάζετε, καλύπτει όλο το φάσμα των πολιτικών αποχρώσεων και των πεποιθήσεων, όπως κάποτε οι αγροί στο Ηράκλειο ήταν πολύχρωμοι, από αναρίθμητες ποικιλίες λουλουδιών, που η καθεμιά τους όμως, είχε τη χάρη και την ομορφιά της. Ούτε διακρίσεις κάνω! Για όλους (εκτός του Δίπελλ και των ομοίων του…), μιλώ με αγάπη! Γιατί, ο κάθε ένας άνθρωπος απ’ όσους αναφέρω σ’ αυτό το βιβλίο, αποτελεί μια ψηφίδα του μωσαϊκού της ψυχής μου! Εμένα προσωπικά, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, έκαναν πιο πλούσια τη ζωή μου! Οφείλω ευχαριστίες από καρδιάς σε όλους!... Και λυπάμαι, γιατί μερικούς τους πρόλαβε ο θάνατος, και δεν έχουν τη χαρά να κρατούν στα χέρια τους αυτό το βιβλίο. Υπάρχουν όμως οι δικοί τους άνθρωποι, που θα το χαρούν!... Είναι ένα βιβλίο εκατόφυλλο, σαν εκείνα τα όμορφα λουλούδια των παλιών μας κήπων, γεμάτο αναμνήσεις, φόρος τιμής για το Ηράκλειο και τους ανθρώπους του που όλοι αγαπάμε! Γιατί είναι ο τόπος που είδαμε το φως της ζωής, που οδοιπορούμε στο διάβα της στους δρόμους του και, κάποτε, θα μας κλείσει στην αγκαλιά του να μας ταξιδέψει!... ΤΕΛΟΣ ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το βιβλίο αυτό, με πλούσια εικονογράφησει που ξεπερνούσε τις 2.000 φωτογραφίες, εκδόθηκε το 2016 και διατέθηκε ΔΩΡΕΑΝ σε εκδηλώσεις Συλλόγων του Ηρακλείου, καθώς και στις ετήσιες εκδηλώσεις του Δήμου Ηρακλείου Αττικής: ΗΡΑΚΛΕΙΑ 2017. Στο blog παρουσιάζεται το κείμενο διορθωμένο και συμπληρωμένο με πολλές νέες πληροφορίες. Το συνοδεύει ένα μικρό, αλλά εκλεκτό, απάνθισμα φωτογραφιών, από εκείνες που κοσμούσαν την πρώτη έκδοση. ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ: Αδάμη Αναστασία: Το βιβλίο σας είναι φανταστικό! Μου θύμισε πολλές εποχές, και παλιές, στο Ηράκλειο! Θυμάμαι το μαγαζί του κυρ-Φάνη, στην οδό Πεύκων αριστερά, γεμάτο καραμέλες «τσάρλεστον», γλειφιτζούρια κοκοράκια, καραμέλες βουτύρου και άλλα πολλά! Στη γειτονιά μου, στη Φιλλυρών, έμεναν κι άλλα παιδιά, όπως ο Δημοσθένης Δαβέτας, η Κλαίρη Τρικεριώτη στη Ναρκίσσων, η Μαρίτσα Χιώτη Ναρκίσσων, η Μαρίτσα Πατρονικολάου στην Αγάπης. Θυμάμαι, ο Πατρονικολάου είχε εργαστήριο μαρμελάδας στο ισόγειο του διώροφου σπιτιού. Απ΄έξω πικροδάφνες… Οι μυρωδιές ήταν αφάνταστες, που έμειναν στις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας!... Θυμάμαι ακόμα, ότι είμαι και «ταμένη» στην Αγία Τριάδα. Γιατί, στο πανηγύρι της Αγίας Τριάδος, στο «Γύρο του Θανάτου» ξέφυγα από τα χέρια της γιαγιάς μου. «Χάθηκε ή την πήραν κάποιοι!» αναρωτιόταν κι έκλαιγε. Όμως, με είχαν πάρει κάποιοι στην αυλή τους κι όταν με βρήκε η μάνα μου, μ΄έταξε στην αγία Τριάδα, την ημέρα δηλαδή που με βρήκε. Είμαι «ταμένη» στην Αγία Τριάδα! Είναι φανταστικό το βιβλίο σας! Ευγενία Γιαννοπούλου-Ζωγράφου: Είσαι ο ΘΗΣΑΥΡΟΦΥΛΑΚΑΣ του Ηρακλείου! Διαβάζοντας το βιβλίο, βλέπεις μια ψυχή που πάλει, μια καρδιά να χτυπάει γεμάτη συναισθήματα! Με πολλή αγάπη για τον τόπο, για τους ανθρώπους, για την κάθε πέτρα! Ένα ποίημα με αγάπη για όλους!... Χρυσούλα Ευαγγελίου: Μου θύμισες πολλά από το Ηράκλειο με το βιβλίο σου! Θυμάμαι, όταν ερχόμαστε από το Φάληρο στο Ηράκλειο, στου παππού σου, Η Ευγενούλα του γιατρού του Γιαννόπουλου που έμεναν δίπλα, είχε μία ωραία συλλογή από αχιβάδες και κοχύλια. Και τα είχε σε ένα υπέροχο δωμάτιο, τοποθετημένα σε ένα ράφι. Και πήγαινα, σαν παιδάκι, και τα χάζευα!... Μαίρη Ιγγλέση: Όταν είδα το βιβλίο είπα: «Μα τι έκανε ο άνθρωπος»; Τόσες φωτογραφίες! Τόσες πληροφορίες! Κάτι που δεν το είχε τολμήσει κανείς πριν! Αυτές οι παλιές γυναίκες που αναφέρετε!... Η λατρεμένη μου Καναπίτσα! Όλγα Βογιατζόγλου: Κάθε Δήμος θα έπρεπε να έχει ένα τέτοιο αντίστοιχο βιβλίο! Παναγιώτης Μάνεσης: Το βιβλίο σας είναι ΚΕΙΜΗΛΙΟ για το Ηράκλειο! Απόστολος Νικολάου: Το βιβλίο είναι εξαιρετικό! Ένας ΑΘΛΟΣ! Χριστίνα Καλπατσηνίδου: Είναι ένα βιβλίο γεμάτο μυρωδιές! Μας ταξίδεψε σε αυλές, σε κήπους!... Θανάσης Πεταβατζής: Είναι ένα έργο τέχνης το βιβλίο σου! Νίκος Πεταλωτής: Τι ΑΘΛΟΣ είναι αυτός;!!! Αργυρώ (Ρούλα) Τζωρτζίδου: Είμαι πολύ περήφανη για το αστέρι που βγάλαμε από τη ΣΕΛΕΤΕ! Αλεξάνδρα Τσουλουχά: Έκανες ΤΕΛΕΙΑ δουλειά! Το βιβλίο σου αποτελεί «Εγχειρίδιο» για το Ηράκλειο! Ιορδάνης Βασιλειάδης («Μαλλιά Βασιλειάδης» Ν.Ιωνία): Έκανες εξαιρετική δουλειά! Διέσωσες ιστορίες που θα ξεχνιόντουσαν! Ελένη Γλαρέντζου: Ωραίος ο τρόπος που σχολιάζονται οι φωτογραφίες!... Δημήτρης Μπούκης: Έβγαλες ασπροπρόσωπη τη γενιά μας! Νίκος Παναγόπουλος: Έργο ΤΙΤΑΝΙΟ!!! Δημήτρης Λιτσάκος: Μεγάλο κατόρθωμα! Γιάννης Κωτσιγιάννης: Είναι μια εγκυκλοπαίδεια για το Ηράκλειο! Πηγή: Μ΄αυτό το βιβλίο σου «έδωσες ρέστα»! Φρόσω Κορτέση: Έκανες το καλύτερο μνημόσυνο για τους δικούς μας ανθρώπους! Κατερίνα Καραγιάννη-Παραγυιού: Είναι πολύ ωραία γραμμένο! Και την μαμά σου την τιμάς πάρα πολύ! Μπράβο σου! Πέτρος Δημόπουλος (τέως Δήμαρχος Ηρακλείου): Μπράβο! Μπράβο! Μπράβο! Είσαι παράξενος άνθρωπος! Αλλιώτικος!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γυναίκες της Επανάστασης του 1821

Οι Χιονάνθρωποι των Χριστουγέννων

Το δέντρο των Χριστουγέννων