Ένα σπουργίτι από το Κάιρο
ΠΟΥΠΟΥΣΕΛ
Ένα σπουργίτι από το Κάιρο
-Μια ιστορία σαν παραμύθι όμως, πέρα για πέρα αληθινή-
(Βασισμένη σε παιδικές αναμνήσεις της Αιγυπτιώτισσας φαρμακοποιού κ.Ελένης Δαρδανίδου-Μπρούσαλη)
Επιτρέψτε μου να σας συστηθώ. Με λένε Πουπουσέλ και γεννήθηκα στο Κάιρο. Ξέρετε φαντάζομαι την πρωτεύουσα της Αίγυπτου. Το σπίτι μου είναι μια μεγάλη πολυκατοικία χτισμένη από τους Άγγλους γύρω στο 1910 και πιάνει ένα ολόκληρο τετράγωνο. Ονομάζεται «Μέγαρο Davies Bryan». Εξωτερικά είναι χτισμένο με κόκκινα τούβλα και διακοσμημένο με γύψινα ανάγλυφα ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν τα αρχικά γράμματα του ονόματος του κατασκευαστή: D.B. Έχει τρεις εισόδους: μια από την οδό Emad el Din μία από την οδό Malikha Farida και μία από την οδό Adly. Πίσω επικοινωνεί με ένα άλλο μεγάλο κτίριο. Σε κάθε είσοδο βρίσκονται δύο θυρωροί. Και μπαίνοντας, πάλι από κάθε είσοδο, υπάρχουν δύο ασανσέρ για τους ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων και ένα τρίτο ασανσέρ για το υπηρετικό προσωπικό. Εννέα ασανσέρ συνολικά! Η πολυκατοικία μας αποτελείται από έντεκα ορόφους και τρία υπόγεια. Στην ταράτσα, που μοιάζει με τεράστιο οικόπεδο υπάρχουν σπίτια ξεχωριστά το ένα από το άλλο, σαν μονοκατοικίες, που χωρίζουν μεταξύ τους με ξύλινα κάγκελα. Έχει δύο υπόγεια. Το ένα χρησιμεύει και σαν καταφύγιο σε περίπτωση που γίνει πόλεμος. Και μέσα υπάρχουν όλα τα απαραίτητα: από ρεύμα και νερό, μέχρι τουαλέτες για τις ανάγκες του κόσμου, κουτιά με όλα τα απαραίτητα για τις πρώτες βοήθειες, πυροσβεστήρες, καθώς επίσης και αξίνες άμα χρειαστεί να σκάψουν για να βγουν έξω.
Στο ισόγειο υπάρχουν πολλά μαγαζιά, ανάμεσά τους και καφενεία. Εκεί μπορεί να κάνει χάζι κανείς τους Αιγύπτιους πελάτες που μπαίνουν με τις κελεμπίες τους και φορώντας στα πόδια τις χαρακτηριστικές δερμάτινες παντόφλες τους που τις ονομάζουν «μπαμπούσες». Κάθονται στα καθίσματα και τους καναπέδες, ρουφάνε σιγά τον καφέ τους και καπνίζουν ναργιλέ. Και έχοντας λυγισμένο το ένα τους πόδι με το γόνατο προς το στήθος, σκαλίζουν απολαυστικά τα δάχτυλα των ποδιών τους ακούγοντας στους δίσκους του γραμμόφωνου, η σε ζωντανές συναυλίες που μεταδίδονται από το ραδιόφωνο, τη συγκλονιστική φωνή της μεγάλης Αιγύπτιας τραγουδίστριας Ουμ Καλσούμ. Στον ημιώροφο της πολυκατοικίας υπάρχουν επίσης μαγαζιά• κυρίως ραφτάδες και άλλα εργαστήρια.
Πρόκειται για μια τεράστια και στερεή οικοδομή που αποτελείται από έναν γιγάντιο σιδερένιο σκελετό, φτιαγμένο από τεράστιους σιδηροδοκούς, δεμένους μεταξύ τους με «μπουλόνια», όπως εκείνους που φτιάχνουν τα καράβια. Και όλοι οι εξωτερικοί τοίχοι και οι μεσοτοιχίες είναι χτισμένοι με τούβλα. Κάθε διαμέρισμα έχει ψηλούς τοίχους, κάπου πέντε μέτρα, και παράθυρα τεράστια, που μέσα μπαίνει άφθονος ήλιος και οξυγόνο. Στα ταβάνια κάθε δωματίου ξεχωρίζουν οι σιδηροδοκοί του σκελετού σε σχήμα Η, δεμένοι με χοντρές βίδες. Και όσοι είναι ξαπλωμένοι στις κρεβατοκάμαρες τους, κοιτάζοντάς τους, νομίζουν πως βρίσκονται σε καράβι και κάνουν χίλια όνειρα, σε τόπους μακρινούς και ίσως ανύπαρκτους.
Η πολυκατοικία αυτή, άμα την κοιτάξει κανείς από ψηλά έχει σχήμα τετράγωνο και στη μέση είναι άδεια. Αυτό το μεγάλο κενό χώρο τον λένε φωταγωγό, αλλά είναι τόσο μεγάλος που αν χτιζόταν θα μπορούσε να χωρέσει εκεί άλλα δύο, ακόμα και τρία σπίτια. Γύρω-γύρω από το φωταγωγό αυτό υπάρχουν εσωτερικά παράθυρα και τους τοίχους απ’ άκρη σ’ άκρη, από την ταράτσα μέχρι το ισόγειο, τους διατρέχουν μεγάλες σωλήνες που τις λένε υδρορροές και αποχετεύσεις. Αυτές οι σωλήνες είναι στηριγμένες στους τοίχους με μεγάλα δαχτυλίδια και βίδες και μοιάζουν με πολλά κλαδιά μιας γιγάντιας περικοκλάδας. Αυτά τα μεταλλικά δαχτυλίδια που συγκρατούν τις σωλήνες χρησιμεύουν σαν βάση για να χτίζουν πάνω εκεί με χορταράκια τις φωλιές τους σπουργίτια, δεκαοχτούρες κι άλλα πουλιά ελεύθερα. Όμως, στον τελευταίο όροφο, γύρω-γύρω στα μπαλκόνια, μέσα σε ξύλινα κλουβιά, ζούνε μελαγχολικά, πουλιά σκλαβωμένα, όπως: καναρίνια, καρδερίνες κ.ά.
Ξέχασα βέβαια να σας πω, ότι κι εγώ είμαι πουλί. Είμαι ένα σπουργίτι, από εκείνα τα ανοιχτόχρωμα που ζουν στις ζεστές χώρες, όπως είναι η Αίγυπτος. Και είμαι πολύ περήφανο, γιατί έχω δυο μαμάδες. Μία φυσική και μία θετή. Ακόμα περισσότερο περήφανο είμαι όμως για τη θετή μου μαμά. Γιατί της οφείλω τη ζωή μου και τις γνώσεις μου, που με κάνουν και ξεχωρίζω από τα υπόλοιπα σπουργίτια της παρέας μου. Και να η ιστορία μου:
Έσκασα από τ’ αβγό μου, μέσα σε μια χορταρένια φωλιά του ημιώροφου από μια οικογένεια σπουργιτιών. Μια μέρα που οι γονείς μου έλειπαν ψάχνοντας να μου βρουν τροφή, εγώ κουνήθηκα λίγο αδέξια κι έπεσα από τη φωλιά μας. Ήμουν ακόμη μικρό κι αδύναμο πουλάκι γεμάτο χνούδι. Τα φτερά μου ό,τι είχαν αρχίσει να φυτρώνουν και το ράμφος μου δεν είχε σκληρύνει ακόμη. Ήταν κίτρινο και μαλακό σαν χαρτί, κι έμοιαζε με μικρό χωνί.
Προσγειώθηκα ανώμαλα στις κρύες πλάκες του μπαλκονιού του ημιώροφου κι άρχισα να τρέχω πανικόβλητο, καθώς ακόμα δεν είχα σωστές φτερούγες να πετάω, ανάμεσα σε πόδια που περπατούσαν βιαστικά, έτοιμα να με πατήσουν. Προσπάθησα να βρω μια γωνιά για να σταθώ, μέχρι να έρθουν οι γονείς μου να με σώσουν, και να με ανεβάσουν στη φωλιά, δεν ξέρω με ποιο τρόπο.
Όμως, δεν κάθισα πολύ στη γωνιά μου. Σύντομα είδα δυο μαύρα μάτια ανθρώπινα να με κοιτάζουν και ένα χέρι μαυριδερό με πλησίασε με ταχύτητα τόση, που δεν πρόλαβα ν’αντισταθώ και μ’ έσφιξε στη χούφτα του. Με κρατούσε στο χέρι του ένας ιθαγενής κι η καρδιά μου έτρεμε έτοιμη να σπάσει. Είδα που ανέβαινε τρέχοντας την εσωτερική σιδερένια σκάλα του φωταγωγού και στάθηκε μπροστά σε μια πόρτα που τη χτύπησε δύο τρεις φορές. Βγήκε ένα κορίτσι αδύνατο, που είχε φιόγκο στα καστανά μαλλιά του.
- Έλλη, να πάρε! είπε ο ιθαγενής. Εσένα σ’ αρέσουν κάτι τέτοια. Να το προσέχεις.
Και λέγοντας τα τελευταία λόγια, άπλωσε το χέρι που με κρατούσε, άνοιξε προσεχτικά τη σκληρή του παλάμη, και μ’ ακούμπησε με φροντίδα στις απαλές χούφτες του κοριτσιού.
Το κορίτσι έκανε σαν τρελό από χαρά κι έτρεξε στο δωμάτιο του, φωνάζοντας με θριαμβευτική φωνή σ’ ένα άλλο μεγαλύτερο κορίτσι που αργότερα έμαθα ότι ήταν ξαδέλφη της:
- Χαρίκλεια, Χαρίκλεια! Ένα σπουργίτι! Ένα σπουργίτι!
Με ακούμπησε μέσα σ’ ένα μεγάλο στρογγυλό κοφίνι που το είχαν για να βάζουν τα ρούχα της μπουγάδας. Αυτή η νέα μου φωλιά, ήταν μάλλον φωλιά για πελαργούς και όχι για σπουργίτια. Αλλά τι να έκανα; Έπρεπε να προσαρμοστώ. Στάθηκα ακίνητο και λίγο φοβισμένο και τα δύο κορίτσια με περιεργαζόντουσαν με τεράστια μάτια. Μέχρι που
μπήκε στο δωμάτιο μια γυναίκα, που έμαθα μετά πως ήταν η μαμά της Έλλης, κι έμπηξε τις φωνές.
- Έλλη! πάνω στα καθαρά ρούχα έβαλες ένα βρωμόπουλο! Θα γεμίσουμε μικρόβια!
Τρομοκρατήθηκα. Πετάχτηκα έξω από το κοφίνι που το είχαν ακουμπήσει τα κορίτσια σ’ ένα κάρινο τραπέζι, και βρήκα δύναμη να φτερουγίσω, πετώντας προς ένα γύψινο περβάζι που αγκάλιαζε γύρω-γύρω το δωμάτιο.
Η μαμά της Έλλης συνέχισε κατακόκκινη από θυμό:
- Δεν μπορούσες τουλάχιστον να το βάλεις σε ένα χαρτοκούτι;
- Πού να το έβρισκα καλέ μαμά; δικαιολογήθηκε η Έλλη.
- Καλά, εσένα και στο Νείλο να σε στείλουν, δε θα βρεις νερό! Δώστε του τουλάχιστον λίγο νερό, μην ψοφήσει εδώ μέσα!
Η Έλλη και η Χαρίκλεια έφυγαν τρεχάτες από το δωμάτιο, μαζί κι η μαμά της Έλλης που φώναζε ότι θα τα έλεγε όλα στον μπαμπά της, όταν γυρνούσε από τη δουλειά του.
Σε λίγο τα κορίτσια γύρισαν κρατώντας η μία μια μεγάλη κρυστάλλινη λεκάνη με νερό, κι η άλλη ένα βαθύ πιάτο με βρεγμένο ψωμί. Ήμουνα νηστικό και πεινασμένο. Και τα φτεράκια μου είχαν σκονιστεί από το πέσιμο, κι είχαν λιγδιαστεί από τη λιπαρή χούφτα του καλού ιθαγενή. Επιπλέον, ήξερα ότι θα με αναζητούσαν κι οι γονείς μου. Τα κορίτσια μου έκαναν νόημα να κατέβω από το περβάζι και να πάω να φάω. Τότε ήταν που με βάφτισαν «Πουπουσέλ».
- Πουπουσέλ, φώναξε η Έλλη, κατέβα να φας, μη φοβάσαι!
Εγώ κουτσοπέταξα αρχικά προς το ανοιχτό παράθυρο, αλλά μόλις είδα έξω ένα γεράκι να κόβει βόλτες στον αέρα πάγωσα. Αν έβγαινα, θα μ’ έκανε μια μπουκιά. Τα κορίτσια όμως, φαινόντουσαν φιλικά. Κάνω λοιπόν μια φρρρουτ και προσγειώνομαι, λίγο άτσαλα οφείλω να ομολογήσω, στο κάρινο τραπέζι. Τα κορίτσια χτύπησαν τα χέρια τους με χαρά και τέντωσαν τα μάτια τους να δουν τι θα κάνω. Πήγα πρώτα στο πιάτο με το βρεγμένο ψωμί και τσιμπολόγησα τόσο, ώστε ένιωσα την κοιλιά μου να πάει να σκάσει. Έπειτα, με δυο πηδήματα βρέθηκα μέσα στη ρηχή λεκάνη με το νερό. Πλατσούρισα και τίναξα τα φτερά μου πολλές φορές, μέχρι που ένιωσα ότι πλύθηκα και καθάρισε κάθε μου πούπουλο. Μουσκεμένο ως το πετσί μου, με δυο φτερουγίσματα βρέθηκα στον ώμο της Έλλης. Τρίφτηκα και σκουπίστηκα πάνω στην άσπρη μπλούζα της και στα απαλά μαλλιά της, και κούρνιασα εκεί που πέταγε το κόκκαλο του ώμου της. Το είχα αποφασίσει. Αφού δεν μπορούσα να φύγω, το κορίτσι αυτό θα γινόταν η νέα μαμά μου.
Η Χαρίκλεια με κοιτούσε με πολύ προσοχή καθώς τα μάτια μου έκλειναν νυσταγμένα. Καθώς πήγαινε να με πάρει ο ύπνος, άκουσα
που ρώτησε την Έλλη γιατί με ονόμασε «Πουπουσέλ». Και άκουσα μια ιστορία που έμοιαζε με ωραίο παραμύθι.
- Το όνομα «Πουπουσέλ», είπε η Έλλη, το άκουσα από την κυρία Ζιζέλ που μένει στο Μεάντι. Ξέρεις, εκεί που μένουν όλοι οι αριστοκράτες, στις όχθες του Νείλου. Είναι Σέρβα και έχει παντρευτεί έναν Αιγύπτιο, που την έχει σαν βασίλισσα. Είναι πολύ όμορφη η κυρία Ζιζέλ. Άσπρη, αφράτη, ξανθιά, με δύο μάτια σκούρα μπλε σαν τεράστιες χάντρες. Μια μέρα που είχαμε πάει επίσκεψη με τη μαμά στο σπίτι της, κρυφά όμως από τον μπαμπά, γιατί η κυρία Ζιζέλ βήχει συνεχώς και κρατάει πάντα ένα μαντηλάκι δαντελένιο κοντά στο στόμα της κι ο μπαμπάς φοβάται μην κολλήσω την αρρώστια -αλλά δεν ξέρω τι αρρώστια είναι- η κυρία Ζιζέλ βγήκε στη βεράντα και φώναξε τα πουλιά που καθόντουσαν στα κλαδιά των δέντρων του κήπου: «Πουπουσέλ, Πουπουσέλ». Τότε, πολλά σπουργίτια πέταξαν κοντά της, κι ανέβηκαν να φάνε σπόρια μέσα από την παλάμη της. Έπειτα, προχώρησε από την βεράντα στον κήπο, και μέσα από τα χόρτα ξεπετάχτηκαν ένα σωρό πράσινες γυαλιστερές σαύρες που έτρεξαν κοντά στα πόδια της σαν γατάκια, περιμένοντας να τις ταΐσει ψίχουλα. Όπως ήταν ξανθιά η κυρία Ζιζέλ και φορούσε ένα άσπρο ωραίο φόρεμα, έμοιαζε με νεράιδα. Μια νεράιδα των μικρών ζώων...
Δεν ξέρω αν αυτή η ωραία ιστορία που έλεγε η Έλλη είχε και συνέχεια, γιατί τελικά αποκοιμήθηκα πάνω στον ώμο της. Επάνω, η Έλλη με την Αιγύπτια υπηρέτρια. Κάτω, με την υπηρέτρια-νταντά, και τον παππού της Κώστα Δαρδανίδη.
Την άλλη μέρα το πρωί, μόλις ξύπνησα, είδα ότι βρισκόμουν πάλι μέσα στο κοφίνι με τα ρούχα. Και η Έλλη με κοιτούσε καλά-καλά και με στοργή, όπως και η μαμά μου.
- Ξύπνησες Πουπουσέλ; Έλα να φας, και μετά θα σου δείξω το σπίτι που μένουμε και το δρόμο.
Έφαγα γρήγορα τα ψιχουλάκια μου, έκανα το πρωινό μου μπάνιο στο κρυσταλλένιο μπολ και πετώντας, κάθισα πάνω στον ώμο της Έλλης.
Η Έλλη άνοιξε την πόρτα του δωματίου της και βγήκαμε σ’ ένα τεράστιο διάδρομο. Άρχισε να με ξεναγεί.
- Εδώ δίπλα Πουπουσέλ είναι η τραπεζαρία, κι εδώ η κρεβατοκάμαρα του μπαμπά και της μαμάς και δίπλα της γιαγιάς. Όλα αυτά τα δωμάτια βλέπουν στο δρόμο. Εδώ όμως, σ’ αυτή την πλευρά του διαδρόμου, όσα δωμάτια υπάρχουν προς τα μέσα, έχουν τα παράθυρα τους στον φωταγωγό. Εδώ είναι το εργαστήριο του μπαμπά, εδώ η κουζίνα, εδώ το λουτρό...
Άκουγα χωρίς να καταλαβαίνω τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις, γιατί εμάς η φωλιά μας ούτε κρεβατοκάμαρα, ούτε κουζίνα, ούτε λουτρό είχε. Αλλά η Έλλη άνοιγε μία-μία πόρτα κι εγώ κοιτούσα περίεργα να καταλάβω τι ήταν όλα αυτά τα παράξενα αντικείμενα που έβλεπα εκεί μέσα. Η Έλλη βέβαια θα πρέπει να με θεωρούσε πολύ έξυπνο, γιατί μου έδειχνε απλώς, χωρίς να μπαίνει στον κόπο να μου μιλήσει με λεπτομέρειες για το κάθε τι. Ξαναμπήκαμε στο δωμάτιο της και ανοίγοντας τη μπαλκονόπορτα, βγήκαμε στο μικρό μπαλκόνι.
- Κοίτα Πουπουσέλ. Από κάτω αυτό το μεγάλο δρόμο τον λένε «Μάλικα Φαρίντα», δηλαδή «Βασίλισσα Φαρίντα». Εκεί απέναντι είναι μια τράπεζα, κι εκεί στο δρόμο τον βλέπεις αυτόν στη διασταύρωση; Είναι ο τροχονόμος.
Κοίταξα περίεργα και είδα έναν άνθρωπο με άσπρα ρούχα και πηλίκιο να σφυράει με μια σφυρίχτρα και να κουνάει τα χέρια του δεξιά-αριστερά.
- Προσπαθεί να ρυθμίσει την κυκλοφορία, μου είπε γελώντας η Έλλη. Όταν όμως κυκλοφορούν ταυτόχρονα τραμ, αυτοκίνητα, καρότσες με άλογα και γαϊδούρια, κάποτε-κάποτε και καμιά καμήλα, τότε ο καημένος, όσο κι αν κοκκινίσει σαν παντζάρι από το σφύριγμα, δεν καταφέρνει να τους κουμαντάρει όλους. Α, κοίτα Πουπουσέλ, ακριβούς κάτω από το μπαλκόνι είναι το φαρμακείο Μινέρβα. Μέχρι ο βασιλιάς αγοράζει από δω τα φάρμακα του. Δίπλα είναι η μπουτίκ του Ρομπέλ, με ρούχα γυναικεία πολυτελείας. Ψωνίζουν όλες οι κυρίες της αριστοκρατίας. Κοίτα τα αραπάκια στην είσοδο με τα χρυσά σιρίτια στους ώμους, και τα κόκκινα καπέλα είναι επί της υποδοχής. Εκεί είναι το «Γκρόππι». Κι εκεί ο φούρνος. Μύρισε τι ωραία που μυρίζουν τα φρέσκα κρουασάν και οι πατισερί! Μμμμ! Μου τρέχουν τα σάλια και μόνο που τα μυρίζω! Εκεί στη γωνία, απέναντι ακριβώς από τον τροχονόμο είναι το φωτογραφείο του Βάιμπερ. Είναι Βέλγος και βγάζει στις νύφες εξαιρετικά πορτραίτα. Δίπλα ακριβώς είναι το ελληνικό βιβλιοπωλείο του Καραμαλίκη. Φέρνει τις καλύτερες εκδόσεις από την πατρίδα. Εγώ από εκεί αγοράζω τα βιβλία μου και τους χάρτες γεωγραφίας. Ξέρεις, εμείς είμαστε Έλληνες, όχι Αιγύπτιοι...
Την ίδια ώρα που η Έλλη μου έδειχνε το βιβλιοπωλείο, πρόβαλε από τη γωνία ένα κάρο με μεγάλες ξύλινες ρόδες που έτριζαν παράξενα, σαν έτοιμες να σπάσουν. Το έσερναν τρία ψωριάρικα γαϊδούρια που έμοιαζαν νηστικά και κουρασμένα. Η Έλλη βιάστηκε να προχωρήσει στις συστάσεις.
- Δες Πουπουσέλ. Ο σκουπιδιάρης μας είναι. Ξέρεις ε, το πέταγμα των σκουπιδιών εδώ στο Κάιρο είναι οικογενειακή υπόθεση. Κάθε οικογένεια καλεί ξεχωριστά στο σπίτι της τον σκουπιδιάρη. Κι αυτός τώρα έρχεται, γιατί σίγουρα κάποιοι τον έχουν καλέσει. Βέβαια το κάρο του είναι τόσο παλιό, που μοιάζει να είναι από την εποχή των Φαραώ.
Κοίταξα και είδα πάνω στο κάρο ότι καθόταν ο σκουπιδιάρης με όλη του την οικογένεια. Δηλαδή τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά τους. Κάποιοι από την απέναντι πολυκατοικία είχαν κατεβάσει στην είσοδο σκουπίδια και τους περίμεναν. Εκείνοι κατέβηκαν από το κάρο και βοηθώντας όλοι πέταξαν τα σκουπίδια χύμα, πίσω στην καρότσα. Κι ενώ το κάρο ακόμα δεν είχε ξεκινήσει να φύγει, η γυναίκα και τα παιδιά του σκουπιδιάρη καθισμένοι ανάμεσα στα σκουπί¬δια, ανακάτευαν και ξεδιάλεγαν ό,τι θεωρούσαν χρήσιμο. Την ιστορία των σκουπιδιών βέβαια, μου τη συνέχισε η Έλλη.
- Είδες Πουπουσέλ, πώς ξεδιαλέγουν τα σκουπίδια; Κρατάνε τα χρήσιμα και τα άλλα, τα άχρηστα, πάνε και τα πετάνε σε ένα οικόπεδο παρακάτω. Από εκεί τα παίρνει άλλος σκουπιδιάρης επαναλαμβάνοντας το ίδιο. Κι έτσι τα σκουπίδια κάνουν κύκλο μέσα στο Κάιρο και τελικά τίποτα δεν πάει χαμένο. Ακόμα και τα αποφάγια που τα τρώνε οι σκύλοι. Βέβαια, να σου πω την αλήθεια Πουπουσέλ, μη νομίζεις πως όλοι οι ένοικοι των πολυκατοικιών είναι έτσι ευγενικοί και κάνουν συμφωνίες με σκουπιδιάρηδες. Κάποιοι «καλοί» νοικοκυραίοι, απαξιούν να φωνάξουν σκουπιδιάρη και θεωρούν καλό να πετάξουν τα σκουπίδια από τα μπαλκόνια τους και όπου πέσουν. Στο παρακάτω μπαλκόνι, ή στις ταράτσες των διπλανών σπιτιών. Και αν τολμήσει κανείς να κάνει και παράπονα, εισπράττει και την απάντηση που κλείνει τα στόματα: «Έτσι είναι η κατάσταση. Οι από κάτω να τρώνε τα σκουπίδια των από πάνω!».
- Α! κοίτα Πουπουσέλ! Να, εκεί από τη γωνία! Στρίβει μια άμαξα. Έρχεται μια νύφη. Στάσου να δεις τι θα κάνουμε.
Εγώ παρακολουθούσα την Έλλη, και όλη αυτή την ώρα που μιλούσε προσπαθούσα να χωρέσω στο μικρό μυαλό μου όλα εκείνα που μου έλεγε. Γαντζωμένο πάνω στον ώμο της, την ακολούθησα στην τραπεζαρία απ’ όπου άρπαξε στα γρήγορα ένα τσαγερό, έτρεξε έπειτα στην κουζίνα, άνοιξε τη βρύση, το γέμισε νερό και ξανάτρεξε στο μπαλκόνι.
- Τώρα, δες Πουπουσέλ πώς θα βρέξουμε τη νύφη, είπε η Έλλη και έγειρε αμέσως το στόμιο από το τσαγιερό προς τα κάτω, σημαδεύοντας τη νύφη που καμαρωτή καμαρωτή με τα άσπρα της πέπλα, κατέβαινε από την άμαξα και πήγαινε να μπει στο φωτογραφείο του κυρίου Βάιμπερ.
Το νερό την έκανε μούσκεμα, κι η νύφη έβαλε μια τσιρίδα κοιτώντας κατά το μπαλκόνι να δει ποιος την κατάβρεξε. Αλλά η Έλλη είχε προλάβει να τρυπώσει στο δωμάτιο της σκασμένη στα γέλια.Επάνω: Η Έλλη με τους γονείς της. Κάτω: Η γιαγιά και ο παππούς της Έλλης: Ελένη και Κώστας Δαρδανίδης.
Σε λίγο χτύπησε η πόρτα και έτρεξε να ανοίξει η Έλλη. Την ίδια ώρα όμως έτρεχε να ανοίξει και ένα άλλο παιδί, που έμοιαζε να έχει τα διπλάσια χρόνια της Έλλης. Φορούσε κελεμπία, όπως και ο άλλος ιθαγενής που με έκανε δώρο στη μικρή μου φίλη. Δεν πρόλαβα να τον πολυκοιτάξω, γιατί ο διάδρομος ήταν σκοτεινός. Κι εκείνος προφταίνοντας να ανοίξει την εξώπορτα πριν την Έλλη, είδε τη Χαρίκλεια που μπήκε φουριόζα, και λέγοντας μια γρήγορη «καλημέρα», εξαφανίστηκε πίσω από την πόρτα της κουζίνας φωνάζοντας: «Μην κάνετε φασαρία, γιατί θέλω να καθαρίσω το σπίτι»!
Η Χαρίκλεια πήρε την Έλλη από το χέρι, και με ύφος σοβαρό την οδήγησε στο δωμάτιό της λέγοντας: «Έχω να σου πω κάτι πολύ λυπηρό!...» Μπήκαν στο δωμάτιο της Έλλης και κάθισαν στο κρεβάτι της.
–Σήμερα Έλλη συνέβη κάτι που θα κάνει την Ελλάδα να κλάψει! Η μέρα θα μείνει ιστορική. Να θυμάσαι τη σημερινή μέρα, 1 Απριλίου 1947, πέθανε ο βασιλιάς της Ελλάδας ο Γεώργιος Β΄. Δεν ξέρω εσύ που πας Γ΄ Δημοτικού αν θα κάνεις μάθημα αύριο λόγω του πένθους, αλλά εγώ που πάω Α΄ Γυμνασίου, δεν θα κάνω σίγουρα.
Η Έλλη δεν φάνηκε να συγκινήθηκε και πολύ από αυτό που άκουσε! Ενώ τα μάτια της Χαρίκλειας ήταν έτοιμα να δακρύσουν. Αντίθετα, η φίλη μου καθισμένη ανακούρκουδα στο ομορφοστρωμένο και άνετο κρεβάτι της, κατέβαζε ιδέες για νέες σκανταλιές! Γυρίζει λοιπόν και λέει στη Χαρίκλεια:
- Τι είπε προηγουμένως ο Γιούσεφ; Να μην κάνουμε φασαρία; Τώρα λοιπόν, είπε συνωμοτικά, έφτασε η ώρα να τον πειράξουμε! Εσύ Πουπουσέλ δεν τον έχεις γνωρίσει ακόμα καλά τον Γιούσεφ. Ίσα που τον είδες πριν λίγο, που άνοιξε την πόρτα. Ο Γιούσεφ είναι ο υπηρέτης μας. Έχει μαύρο δέρμα, γιατί είναι από ένα χωριό του Σουδάν. Εκεί, το να γίνεις υπηρέτης σε μια μεγάλη πόλη, πόσο μάλλον στο Κάιρο, που είναι η πρωτεύουσα της Αιγύπτου, το θεωρούν πολύ σπουδαίο πράγμα! Είναι μαύρος σαν τη νύχτα, με μεγάλα κάτασπρα δόντια. Να φανταστείς, είναι τόσο σκούρος, που όταν κάθεται στα σκοτεινά, ξεχωρίζουν μόνο η κελεμπία του, τα δόντια και τα μάτια του! Είναι σχεδόν σαν τη Χαρίκλεια στην ηλικία, λίγο πιο μεγάλος, 14 χρονών. Αλλά, όπως θα πρόσεξες, είναι πολύ ψηλός και αδύνατος. Και πολύ όμορφος! Ο καημένος, όταν πρωτοήρθε από την πατρίδα του να δουλέψει στο Κάιρο σαν υπηρέτης, ήταν τόσο φτωχός, που δεν είχε ούτε γάντια ούτε ζώνη να φορέσει. Γιατί να ξέρεις Πουπουσέλ, όλοι οι καθώς πρέπει υπηρέτες, φοράνε κελεμπία, με κόκκινη ζώνη και φέσι στο κεφάλι, και απαραίτητα γάντια! Τα γάντια τα έχουν επιβάλει οι Άγγλοι, γιατί σιχαίνονται πολύ τους ιθαγενείς υπηρέτες, προπαντός όταν σερβίρουν το φαγητό! Όμως, ο μπαμπάς μου επειδή είναι καλό παιδί τον πήρε σπίτι μας και δεν έδωσε καμία σημασία σε αυτό! Πριν το Γιούσεφ, είχαμε έναν άλλο υπηρέτη. Γενικά οι γονείς μου προτιμούν τους άντρες υπηρέτες, γιατί είναι πιο καθαροί από τις γυναίκες! Εκείνος ο υπηρέτης μας είχε ένα σωρό ξεσκονόπανα, και να φανταστείς τα ξεχώριζε, και ήξερε με ποιο καθάριζε το τραπέζι, τις καρέκλες, και τα έπιπλα! Μετά τα έπλενε καλά, τα στέγνωνε, τα δίπλωνε, και τα έβαζε επάνω στο ντουλάπι. Και ουαί κι αλίμονο αν του τα πείραζε κάποιος! Αυτός ο καημένος υπέφερε πολύ από τα δόντια του, γιατί τα περισσότερα ήταν χαλασμένα. Κι όποτε τον έπιανε πονόδοντος, καθόταν οκλαδόν στο πάτωμα, κρατούσε το πονεμένο μάγουλό του και κουνιόταν πέρα-δώθε! Κι όταν η μαμά μου τον ρωτούσε τι έχει, εκείνος απαντούσε με πόνο: ‘’Σους’’, σκουλήκια δηλαδή! Νόμιζε ότι τα σκουλήκια του έτρωγαν τα δόντια και χαλούσαν! Ο καημένος! Ε, όταν έφυγε εκείνος ο υπηρέτης μας, προσλάβαμε το Γιούσεφ. Και να ΄ξερες πόσο διασκεδάζω μαζί του! Γιατί είναι πάρα πολύ φοβητσιάρης και τρομάζει εύκολα! Μην ακούσει: ‘’Αφρίτ’’, δαίμονας δηλαδή, πηδάει μέχρι το ταβάνι! Έχει μεγάλη πλάκα! Έλα να δεις τι θα του κάνουμε!
Σηκώθηκε η Έλλη από το κρεβάτι, και πατώντας στα νύχια των ποδιών βγήκε από το δωμάτιο. Εγώ κάθισα στον ώμο της και η Χαρίκλεια ακολούθησε. «Σσσς!» έκανε η Έλλη βάζοντας το δάχτυλο στα χείλη της, και σαν αστραπή τρυπώσαμε στο δωμάτιο της γιαγιάς της, που κοιμόταν βαθιά στο κρεβάτι της. Η Έλλη άνοιξε το φύλλο της μεγάλης ξύλινης ντουλάπας που υπήρχε εκεί, και έκανε νόημα στη Χαρίκλεια να μπούνε μέσα. Φυσικά, ακολούθησα κι εγώ. Η Έλλη άφησε μια μικρή χαραμάδα στην πόρτα της ντουλάπας για να βλέπουμε έξω, και σε λίγο μπήκε μέσα στο δωμάτιο ο Γιούσεφ με μια σκούπα κι ένα φαράσι. Τότε τα κορίτσια άρχισαν να χτυπάνε με δύναμη τα ξύλα της ντουλάπας και να ουρλιάζουν τρομαχτικά! Ο καημένος ο Γιούσεφ πέταξε αμέσως κάτω τη σκούπα και το φαράσι, και τσιρίζοντας σαν κορίτσι βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο, φωνάζοντας: «Αφρίτετ! Αφρίτετ!», που απ΄ότι έμαθα μετά, στη γλώσσα του σημαίνει στοιχειό ή φάντασμα. Φυσικά τα κορίτσια τρελάθηκαν στα γέλια! Μέχρι που ξύπνησε και η γιαγιά να δει τι σαματάς ήταν αυτός. Αλλά μόλις είδε την Έλλη κατάλαβε, και γύρισε πλευρό συνεχίζοντας τον ύπνο της.
Απ΄ό,τι κατάλαβα τις επόμενες ημέρες, η Έλλη είχε βρει τον Γιούσεφ του χεριού της, και επειδή τον ήξερε για φοβητσιάρη, τον πείραζε συνεχώς! Θυμάμαι, καθόταν μια μέρα ο καημένος και σιδέρωνε με ησυχία στο διάδρομο. Μάλιστα, κάτι σιγοτραγουδούσε. Η Έλλη πηγαίνοντας να βγει από το δωμάτιό της τον είδε, και μου λέει: «Πουπουσέλ, έλα να τον τρομάξουμε!» Εγώ και να μην ήθελα, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς! Η Έλλη ξέστρωσε από το κρεβάτι της το άσπρο σεντόνι, πήρε κι ένα ξύλινο κοντάρι που ήταν ακουμπισμένο στον τοίχο, και πατώντας στις μύτες, πήγε σιγά-σιγά και στάθηκε πίσω από το Γιούσεφ που συνέχιζε τη δουλειά και το τραγούδι του. «Μπουουου!» του κάνει ξαφνικά η Έλλη! Και ο Γιούσεφ από την τρομάρα του πήγε να βγει από τον ανοιχτό φεγγίτη! Καλά που κατάλαβε από τα ξεκαρδιστικά γέλια, ότι ήταν η Έλλη και όχι φάντασμα, και σταμάτησε την τελευταία στιγμή!
Βέβαια, μπορεί του Γιούσεφ να του είχε κάνει η Έλλη το βίο αβίωτο, αλλά ο κ.Αχιλλέας τον συμπαθούσε πάρα πολύ. Το ίδιο και η μαμά της Έλλης η κ.Αγγελική. Μάλιστα, όταν μαγείρευε, πρώτα γέμιζε το δικό του πιάτο από την κατσαρόλα, και μετά σέρβιρε όλους τους άλλους. Γι΄αυτό κι εκείνος αγαπούσε πολύ τα αφεντικά του. Και απ΄ό,τι μου είχε πει μια μέρα εμπιστευτικά, όλοι οι φτωχοί προτιμούσαν να δουλεύουν υπηρέτες σε ευρωπαϊκά σπίτια, γιατί οι Αιγύπτιοι τους κακομεταχειριζόντουσαν και τους έβριζαν. Θυμάμαι, ότι του Γιούσεφ του άρεσε πολύ και ο κινηματογράφος. Και όποτε ήθελε να πάει, ζητούσε άδεια από τον κ.Αχιλλέα. Μάλιστα εκείνος του έδινε να φορέσει ένα παντελόνι με μεταξωτή ρήγα, και ένα πουκάμισο, γιατί μόνο με ευρωπαϊκά ρούχα, και όχι με κελεμπίες, επιτρεπόταν η είσοδος στους κεντρικούς κινηματογράφους του Καΐρου. Θυμάμαι ότι και η Έλλη πήγαινε μαζί με τη μαμά της σινεμά, αλλά εμένα δεν με έπαιρναν μαζί, γιατί, όπως μου έλεγαν, απαγορευόταν η είσοδος στα σπουργίτια. Απ΄ότι μου έλεγαν, κάθε Δευτέρα, στις 3 με 4 η ώρα το απόγευμα, ο κινηματογράφος «Μετρό» που τον είχαν Έλληνες ιδιοκτήτες, είχε μια προβολή μόνο για τις γυναίκες. Τώρα, τι είναι προβολή, δεν καταλάβαινα, αλλά συνέχιζα να ακούω τι μου έλεγαν. Στην είσοδο υπήρχαν κάτι κυρίες που μοίραζαν σε όλες τις γυναίκες (φυσικά έπαιρνε και η Έλλη) δείγματα από κολόνιες, από καλλυντικά και από οδοντόκρεμες και τα έφερνε σαν τρόπαια, όλο χαρά όταν γυρνούσε σπίτι της. Με τη μαμά της πήγαινε συχνά και στο σινεμά «Ρουαγιάλ», γιατί οι γονείς της Έλλης γνώριζαν καλά την οικογένεια Χρήστου που ήταν ιδιοκτήτες. Η Έλλη θαύμαζε πολύ την κ. Καίτη Χρήστου, γιατί ήταν, όπως μου έλεγε, μια γυναίκα εντυπωσιακά όμορφη, και μικροκαμωμένη σαν μπιμπελό! Συνόδευε πάντα τον άντρα της στα ταξίδια του στην Ευρώπη, κυρίως στην Ιταλία που έπαιρνε ταινίες από τη «Σινετσιτά», αλλά και στην Αμερική, όταν πήγαινε στο Χόλιγουντ να φέρει ταινίες με τους πιο διάσημους πρωταγωνιστές. Είχαν τρία μεγάλα σινεμά στην Αίγυπτο, και το «Ρουαγιάλ», είχε την ίδια ονομασία με τη μάρκα της σοκολάτας που έκανε παράλληλα παραγωγή η οικογένεια Χρήστου. Γι΄αυτό και η Έλλη, όποτε πήγαινε να δει ταινία σε αυτόν τον κινηματογράφο, δεν παρέλειπε να τρώει και μια σοκολάτα «Ρουαγιάλ». Σε ένα άλλο ελληνικό σινεμά το «Ριβολί», που και αυτό βρισκόταν στο κέντρο του Καΐρου, μου έλεγε η Έλλη ότι της άρεσε να πηγαίνει, γιατί στα διαλείμματα άνοιγε η σκηνή από κάτω, και σιγά-σιγά ανέβαινε από εκεί ένα πιάνο στο χρώμα του μάρμαρου, που όση ώρα έπαιζε ο πιανίστας, όλη η σκηνή με την οθόνη άλλαζαν χρώματα με φωτορυθμικά! Όλα αυτά έμοιαζαν μαγικά στα μάτια της Έλλης, και πάντοτε γυρνούσε από τον κινηματογράφο μέσα στην καλή χαρά! Και μου έλεγε ενθουσιασμένη:
- Πού να ήξερες Πουπουσέλ ποιους είδαμε στο σινεμά! Είδαμε τον Τζιν Κέλλυ, το Φρεντ Αστέρ, τη Τζίτζερ Ρότζερ, και την Κάρμεν Μιράντα με ένα καλάθι γεμάτο φρούτα στο κεφάλι, και τραγούδαγε «Λα κουκαράτσα! Λα κουκαράτσα!»
Και όσο τα έλεγε αυτά, δώσ΄ του και κουνιόταν σα να χόρευε, και έστριβε τα χέρια της στον αέρα. Φυσικά εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα από όσα μου έλεγε! Αλλά, αφού χαιρόταν η φίλη μου, χαιρόμουν κι εγώ μαζί της! Και θυμάμαι που συμπλήρωνε:
- Στα διαλείμματα του σινεμά, η μαμά αγοράζει και πίνουμε γκαζόζα «Σπάθη». Είναι υπέροχη και δροσιστική. Και ξέρεις, την έχουμε φίλη μας την οικογένεια Σπάθη. Εδώ κοντά μένουν. Και έχουν σπίτι τους μια υπηρέτρια, γριά, καμπούρα και άσχημη σαν μάγισσα. Αλλά είναι πολύ καλή! Μας φτιάχνει και τρώμε «μολοχία». Την κάνει πεντανόστιμη!... Και θυμάμαι μια φορά, γυρνώντας η Έλλη από το σινεμά, κρατούσε στην αγκαλιά της ένα σωρό μικροπράγματα που τους είχαν μοιράσει έξω στην είσοδο.
-Πουποσέλ, έλα γρήγορα να δεις τι έφερα! Ήρθε στην Αίγυπτο απ΄την Αμερική ένα καινούργιο αναψυκτικό! Coca Cola το λένε! Άκουσα πως το έφτιαξε ένας φαρμακοποιός! Άκου φαρμακοποιός!Αστείο δεν είναι; Αντί να φτιάχνει φάρμακα, φτιάχνει αναψυκτικά! Είναι γλυκό και πολύ δροσερό και βγάζει φυσαλίδες το γυάλινο μπουκάλι μόλις ανοίγει, σαν τη γκαζόζα! Για να του κάνουν διαφήμιση, μας μοίρασαν στην είσοδο του σινεμά καρτούλες, κονκάρδες, μολύβια, χάρακες, ακόμα κι ένα κατακκόκινο ξύλινο γιό-γιό με τη φίρμα της Coca Cola! Κοίτα τι υπέροχο είναι! Πήρε και η μαμά ένα μεγάλο μεταλλικό δίσκο, με μια όμορφη διαφήμιση επάνω, για να μας σερβίρει αναψυκτικά! Τρέλα δεν είναι; Από σήμερα θα πίνω και γκαζόζα "Σπάθη", αλλά και Coca Cola! Ελπίζω να μ΄αφήνει ο μπαμπάς!
Τελικά η θετή μαμά μου ήταν πολύ χαρωπό κορίτσι, αλλά και πολύ σκανταλιάρα, και διασκέδαζε κάνοντας πολλά αστεία, που όμως δεν άρεσαν πάντα στον υπόλοιπο κόσμο. Βέβαια, σε όλα αυτά τα πειράγματα ήμουν και εγώ συνεργός, αφού πάντοτε καθόμουν στον ώμο της και παρακολουθούσα ό,τι έκανε, χωρίς να προσπαθώ να την εμποδίσω.
Ένα μεσημέρι που είχε αϋπνίες μου είπε με πονηρό χαμόγελο.
- Πουπουσέλ, ξέρεις τι είναι χιόνι;
Πού να ήξερα, αφού είχα γεννηθεί σε ζεστή χώρα; Κοιτάζοντάς με στα μάτια κατάλαβε την απορία μου.
- Κι εγώ δεν ξέρω, αλλά θα μάθουμε τώρα. Λένε ότι πέφτει από τον ουρανό σαν χαρτοπόλεμος. Κι είναι άσπρο και κρύο σαν παγάκι. Πάμε να κάνουμε χιόνι Πουπουσέλ. Μπορεί να μην είναι άσπρο και κρύο, αλλά θα πέφτει σαν τις νιφάδες.
Λέγοντας αυτά η Έλλη πήγε στο διάδρομο και πήρε από μια στοίβα μπόλικες εφημερίδες. Κάθισε στο κρεβάτι της, κι άρχισε να τις κόβει ψιλά-ψιλά κομμάτια σαν χαρτοπόλεμο. Έπειτα έβγαλε από το μαξιλάρι της την μαξιλαροθήκη και την γέμισε με όλα αυτά τα ψιλοκομμένα χαρτάκια.
- Πάμε να χιονίσουμε Πουπουσέλ, μου είπε με θριαμβευτικό χαμόγελο και βγήκε στο μπαλκόνι. Από κάτω περνούσε κόσμος πολύς, που προχωρούσε βιαστικά. Η Έλλη χωρίς να το πολυσκεφτεί, τούμπαρε τη μαξιλαροθήκη και όλα τα χαρτάκια άρχισαν να πέφτουν σιγά σιγά προς τα κάτω, καθώς τα φυσούσε η ζεστή αύρα. Οι άνθρωποι από κάτω άρχισαν να κοιτάζουν με περιέργεια ψηλά και να τινάζουν τα ρούχα τους από τα χαρτάκια. Κι εμείς καθόμαστε και απολαμβάναμε πώς έπεφτε το δικό μας χιόνι.
Το μυαλό της Έλλης δεν σταματούσε λεπτό να δουλεύει, προσπαθώντας να εφεύρει κάθε λίγο και ένα καινούργιο πείραγμα, όπως αυτό που θα σας διηγηθώ τώρα. Στο σαλόνι υπήρχε ένα παλιό γραμμόφωνο. Σίγουρα δεν θα ξέρετε πως ήταν; Ήταν λοιπόν ένα μεγάλο έπιπλο γυαλιστερό, ξύλινο, με ποδαράκια και χοντρή βάση που από επάνω άνοιγε ένα καπάκι και έβαζαν τους δίσκους να ακούνε μουσική. Ο ήχος έβγαινε όταν άνοιγαν δύο πορτάκια που υπήρχαν μπροστά στο έπιπλο. Το γραμμόφωνο είχε μπροστά μια ωραία μεγάλη επιγραφή που άρεσε της Έλλης να τη συλλαβίζει εξασκώντας τα αγγλικά της. Έγραφε «His Master’s Voice» που θα πει: «Η φωνή του αφεντικού του». Και δίπλα είχε ένα ασπρόμαυρο σκυλάκι που προσπαθούσε να ακούσει κάτι (τη φωνή του αφεντικού του μέσα από ένα μεταλλικό χωνί). Για να πάρει μπροστά το μηχάνημα αυτό και να παίξει ο δίσκος που ήταν μεγάλος, μαύρος και αρκετά βαρύς καθώς κατάλαβα, έβαζαν ένα χερούλι μπρούτζινο, γυαλιστερό, με την ξύλινη μύτη του να ακουμπάει στα αυλάκια που ήταν χαραγμένα στο δίσκο, και γυρνούσαν μια μανιβέλα στο πλάι του γραμμόφωνου, οπότε ο δίσκος γύριζε και ξεχυνόντουσαν μουσικές και τραγούδια από το ηχείο που υπήρχε πίσω από τα ανοιχτά πορτάκια του επίπλου. Ο κ. Αχιλλέας είχε μεγάλη συλλογή από δίσκους με τραγούδια ευρωπαϊκά, όπερες και οπερέτες, όπως άκουγα να λένε. Οι γονείς της Έλλης σε νεαρή ηλικία. Όμως, ο πιο αγαπημένος δίσκος της Έλλης ήταν αυτός με τα τραγούδια και τη μουσική από την όπερα Αΐντα. Και βέβαια, υπήρχε ένας ιδιαίτερος λόγος γι’ αυτό. Ο ραδιοφωνικός σταθμός του Καΐρου ξεκινούσε κάθε μέρα το πρόγραμμά του ακριβώς στις 12.30 το μεσημέρι, παίζοντας αντί για τον εθνικό ύμνο το εμβατήριο από την όπερα Αΐντα. Τι έκανε λοιπόν η Έλλη. Έβαζε το δίσκο της Αΐντα στο γραμμόφωνο ένα τέταρτο νωρίτερα, άνοιγε τα παράθυρα του σαλονιού και κούρδιζε το μηχάνημα να παίξει, οπότε ακουγόταν το εμβατήριο στην πολυκατοικία μας ένα τέταρτο πριν ξεκινήσει ο ραδιοφωνικός σταθμός. Οι γείτονες λοιπόν που είχαν τα ραδιόφωνά τους ανοιχτά, γιατί όλοι παρακολουθούσαν το σταθμό του Καΐρου, άνοιγαν μπερδεμένοι τα παράθυρά τους, αφού τα ρολόγια τους δεν έλεγαν ακόμα 12.30, για να δουν από πού ακουγόταν το εμβατήριο της Αΐντα, νωρίτερα από την κανονική ώρα. Φυσικά, η Έλλη κι εγώ, κρυμμένοι πίσω από τις κουρτίνες του σαλονιού, απολαμβάναμε γελώντας τους γείτονες που έβγαιναν έκπληκτοι στα παράθυρά τους και ρωτούσαν ο ένας τον άλλον από πού ακουγόταν το εμβατήριο.
Θυμάμαι κι άλλη μια σκανταλιά από τις πολλές της Έλλης. Μου είπε μια μέρα: «Πουπουσέλ, πάμε να κάνουμε χωράφι». Εγώ δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Μπήκαμε στο δωμάτιο της γιαγιάς της και η Έλλη μ’ ένα μικρό σουγιαδάκι άδειασε την κόλλα από τη ραφή ανάμεσα σε δυο ξύλα του παρκέ. Έπειτα έβγαλε από την τσέπη της μερικούς σπόρους, τους έσπρωξε μέσα στο κενό και άδειασε πάνω νερό με ένα ποτήρι. Την ίδια ώρα, μπήκε μέσα ο μελαμψός υπηρέτης του σπιτιού, ο Γιούσεφ και βλέποντας τα νερά στο πάτωμα, φώναξε βαριεστημένα: «Ωχ!...Δεν πρόλαβα να σφουγγαρίσω, και πάλι νερά έχει το πάτωμα!».
Πρέπει να σας πω, και να το ομολογήσω, ότι η γιαγιά ήταν μια αρχοντογυναίκα. Τώρα που τη γνώριζα εγώ ήταν πολύ γερασμένη. Στα νιάτα της όμως ήταν πολύ ενεργητική και δραστήρια και αρκετά μορφωμένη για την εποχή της. Ήταν η μαμά του κ. Αχιλλέα, του μπαμπά της Έλλης, και την έλεγαν κι αυτή Ελένη, όπως και τη θετή μαμά μου. Το Έλλη βγαίνει από το Ελένη. Η γιαγιά της Έλλης, η Ελένη Δαρδανίδου, σε τρεις περιόδους της ζωής της.
Θυμάμαι, μια μέρα, εκεί που είχαμε τρυπώσει με την Έλλη στο δωμάτιο της γιαγιάς, η οποία συνήθως κοιμόταν, την ξυπνήσαμε καθώς η Έλλη έριξε κάτω από το κομοδίνο της γιαγιάς μια κορνίζα με μια παλιά φωτογραφία. Η γιαγιά άνοιξε κάπως τρομαγμένη τα μάτια της, από τον ξαφνικό θόρυβο και μας είδε μπροστά της.
- Α, τα πουλιά μου! Τι κάνεις ψυχή μου, Ελλήτσα μου; είπε κι ανασηκώθηκε με κάποια δυσκολία στο κρεβάτι της. Έλα, κάτσε κοντά μου.
Η Έλλη μ’ ένα σάλτο βρέθηκε πάνω στο κρεβάτι, και ξάπλωσε χαμογελαστή στον ώμο της γιαγιάς.
- Θέλεις μια καραμέλα γλυκιά μου;
Η Έλλη έγνεψε «ναι», και τα μάτια της άστραψαν.
- Άνοιξε το γυάλινο βάζο στο κομοδίνο και πάρε μία μόνη σου, να μη σηκώνομαι από τα ζεστά μου, είπε η γιαγιά.
Η Έλλη κατέβηκε από το κρεβάτι και βρέθηκε αμέσως δίπλα στο μακρόστενο βάζο με τις ροζ-άσπρες καραμέλες που γυάλιζαν προκλητικά. Αν θυμάμαι καλά, τις έλεγαν «Χατζημπεκίρ» εκείνες τις καραμέλες, από το όνομα του κατασκευαστή τους, και τις έφερναν στο Κάιρο οι ζαχαροπλάστες από την Κωνσταντινούπολη. Η Έλλη παίρνοντας μια μεγάλη καραμέλα και πιπιλίζοντάς την απολαυστικά, ξαναχώθηκε στην αγκαλιά της γιαγιάς.
- Να σου πω μια ιστορία; της είπε η γιαγιά μ’ έναν τρόπο, σίγουρη ότι η Έλλη δεν θα έλεγε όχι.
-Αχ, ναι γιαγιά! απάντησε η Έλλη όλο προσμονή και πήρε μια θέση πιο βολική στην αγκαλιά της γιαγιάς.
Κούρνιασα κι εγώ στη χούφτα της και καθίσαμε ν’ ακούσουμε την ιστορία.
- Λοιπόν, κοριτσάκι μου, είπε η γιαγιά χαϊδεύοντας τα μαλλιά της Έλλης, μάθε ότι κάποτε οι γυναίκες πολεμούσαν σαν λιοντάρια. Εκείνες οι γυναίκες όταν ήταν μικρές, ήτανε λίγο άτακτες σαν κι εσένα. Αλλά ήταν γιατί της έκαιγε η φωτιά που είχαν μέσα τους.
Η Έλλη είδα ότι ικανοποιήθηκε πολύ μ’ αυτό που άκουσε. Και η γιαγιά συνέχισε:
- Υπήρχε μια που την έλεγαν Μπουμπουλίνα. Από μικρή της άρεσε να το σκάει από το σπίτι, να μπαίνει σε μια βάρκα και να ξανοίγεται στη θάλασσα παλεύοντας με τα κύματα. Φυσικά η μαμά της την μάλωνε γι’ αυτή τη μεγάλη αταξία, γιατί μπορούσε και να πνιγεί. Όταν μεγάλωσε είχε πλοία με πολλά κανόνια και πολεμούσε τους Τούρκους, κι έτρεχε στις στεριές της Πελοποννήσου καβάλα σ’ ένα άσπρο άλογο, σαν αμαζόνα...
Η Έλλη είχε τεντώσει τα μάτια της και άκουγε με τεράστιο ενδιαφέρον, ενώ η γιαγιά συνέχιζε την ιστορία:
- Υπήρχε και η Μαντώ, από την ένδοξη οικογένεια των Μαυρογένη. Μια πανώρια κοπέλα που ξόδεψε όλη της την προίκα στον αγώνα ενάντια στους Τούρκους. Με το σπαθί του πατέρα της υπερασπίστηκε το νησί της, τη Μύκονο, όταν έκαναν εκεί απόβαση οι πειρατές.
Ήταν κι άλλες γενναίες γυναίκες. Η Δέσπω Μπότση και η Μόσχω Τζαβέλλα, από το Σούλι, που πολεμούσαν σαν άντρες, με όπλα, σπαθιά και πέτρες τις ορδές του Αλή Πασά.
- Τι είναι ορδές γιαγιά; τη διέκοψε η Έλλη.
- Πολύς στρατός αγάπη μου. Ήταν κι άλλες Σουλιώτισσες που γκρεμίστηκαν στο Ζάλογγο χορεύοντας έναν ηρωικό χορό, για να γλιτώσουν από τα χέρια των Τούρκων. Ήταν κι οι Μανιάτισσες που πήραν με τα δρεπάνια τους στο κυνηγητό τους εχθρούς που τους επιτέθηκαν. Ήταν κι η Θρακιώτισσα Δόμνα Βισβίζη που για ένα ολόκληρο χρόνο πολιόρκησε τους Τούρκους στην Εύβοια με το πλοίο του άντρα της, όταν εκείνος σκοτώθηκε στη μάχη.
- Καλέ γιαγιά, την διέκοψε η Έλλη καθώς η γιαγιά μιλούσε σχεδόν χωρίς να πάρει ανάσα, και με τα μάτια της να κοιτάζουν παράξενα σαν όλα αυτά που έλεγε, να τα ’βλεπε μπροστά της. Που τις ξέρεις εσύ όλες αυτές τις γυναίκες; Φιλενάδες σου ήταν;
Η γιαγιά γέλασε.
- Όχι πουλί μου. Μακάρι να ήταν. Αλλά δεν τις πρόλαβα. Εγώ γεννήθηκα σχεδόν σαράντα χρόνια μετά απ’ αυτές. Φιλενάδα μου όμως ήταν η Σωτηρία Αλιμπέρτη. Μια σπουδαία γυναίκα που έγραψε ένα βιβλίο για όλες αυτές τις ηρωίδες, κι έκανε μεγάλο αγώνα για να τους στήσουνε οι Έλληνες μνημεία, για να τις τιμάνε και να μην τις ξεχάσουνε.
-Αλήθεια; Ήταν φίλη σου αυτή η Σωτηρία..., πώς την είπες;
- Αλιμπέρτη. Να κοίτα. Εκεί στο κομοδίνο έχω σε μια κορνίζα την φωτογραφία της.
Η Έλλη κοίταξε το κομοδίνο, που δεν είχε καμιά κορνίζα επάνω. Θυμήθηκε όμως την κορνίζα που είχε ρίξει όταν μπήκαμε στο δωμάτιο της γιαγιάς. Πήδηξε αμέσως κάτω από το κρεβάτι, και σήκωσε από κάτω την κορνίζα. Ευτυχώς το τζάμι δεν είχε σπάσει. Στη φωτογραφία ήταν μια όμορφη νεαρή γυναίκα ντυμένη με παράξενα ρούχα.
- Είσαστε πολύ φίλες με τη Σωτηρία γιαγιά; ρώτησε η Έλλη, χαϊδεύοντας με τα δάκτυλά της τη φωτογραφία.
- Ναι πολύ. Είχαμε γνωριστεί στην Κωνσταντινούπολη. Στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο. Μετά εκείνη έφυγε για την Αθήνα. Εγώ ήρθα εδώ στο Κάιρο. Συνεχίσαμε όμως να είμαστε φίλες και συνεργάτες στο έργο για τις ηρωίδες. Η Σωτηρία ήταν γενική γραμματέας του "Πανελληνίου Συλλόγου Γυναικών" στον οποίο πρόεδρος ήταν η Γλαράκη. Και ανάμεσα στους αγώνες τους για τη διεκδίκηση των γυναικείων δικαιωμάτων ήταν και η ανέγερση στην Αθήνα αναμνηστικής στήλης προς τιμήν των ηρωίδων της επανάστασης του 1821. Εγώ συγκέντρωνα από εδώ συνδρομές και τις της έστελνα για να συνεχίζει το σπουδαίο έργο που άφησε πίσω της. Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχούλα της αγαπημένης μου Σωτηρίας.
- Πέθανε γιαγιά η Σωτηρία;
- Ναι παιδί μου. Λίγα χρόνια πριν γεννηθείς εσύ. Όμως κανείς δεν πρέπει να ξεχάσει την Σωτηρία Αλιμπέρτη. Ξέχασα να σου πω ότι για τη δική μου συμβολή στην ανέγερση του μνημείου των ηρωίδων, ο Πανελλήνιος Σύλλογος Γυναικών μου απένειμε μετάλλιο το 1916. Δέκα χρόνια αργότερα, αν και ήμουν αρκετά μεγάλη σε ηλικία, στράφηκα στη βοήθεια των ορφανών και ο πατριάρχης Αλεξάνδρειάς Μελέτιος με διόρισε τιμητικά μέλος στο συμβούλιο του Σπετσεροπούλειου Ορφανοτροφείου Ηλιουπόλεως εδώ στο Κάιρο. θυμάμαι επίσης, ότι μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, το πατριαρχείο μας στα Ιεροσόλυμα είχε πέσει σε μεγάλη φτώχεια. Και κινητοποιηθήκαμε όλοι για τη βοήθεια και την προστασία του Παναγίου Τάφου. Δεν μπορούσα Έλλη μου, όπως καταλαβαίνεις να μείνω αμέτοχη.
- Και τι έκανες γιαγιά; ρώτησε η Έλλη εντυπωσιασμένη από την αφήγηση της γιαγιάς.
- Εράνους Έλλη μου. Εράνους σε όλη την Αίγυπτο, αλλά και στην Αυστραλία και τη Ζηλανδία όπου έστελνα γράμματα στους Έλληνες πάροικους και συγκέντρωσα μεγάλα ποσά. Για τις υπηρεσίες μου ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων ο Δαμιανός, μου απένειμε το χρυσό σταυρό του Παναγίου Τάφου, που έχει μέσα κλεισμένο Τίμιο Ξύλο από το σταυρό που μαρτύρησε ο Κύριός μας, καθώς επίσης μου έδωσε και τιμητικό δίπλωμα. Όλα αυτά Έλλη μου τα φυλάει τώρα σαν κειμήλια ο μπαμπάς σου και κάποια μέρα θα αναλάβεις εσύ τη φύλαξή τους.
Η Έλλη ενθουσιάστηκε. Αλλά για την ώρα, ήθελε ήδη να πάρει κάτι από τη γιαγιά. Και αυτό ήταν η φωτογραφία της Σωτηρίας Αλιμπέρτη που έσφιγγε crro στήθος της.
- Γιαγιά, να πάρω αυτή τη φωτογραφία; ρώτησε με μεγάλη επιθυμία η Έλλη.
- Αν υποσχεθείς ότι δεν θα τη χάσεις.
- Όχι, γιαγιά. Το υπόσχομαι, θα τη στολίσω στο δικό μου κομοδίνο, στο δωμάτιο μου. Και θα είναι σαν να την έχω κι εγώ φίλη μου.
- Καλά, δώσε μου ένα φιλάκι και πάρ΄την, είπε συγκαταβατικά η γιαγιά.
Η Έλλη πήδηξε με χαρά στο κρεβάτι, κι έκανε μια σφιχτή αγκαλιά με τη γιαγιά. Έπειτα, πήρε τη φωτογραφία και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο της. Εγώ την ακολούθησα. Και φυσικά, δεν έχασα ευκαιρία, ν’ ανέβω πάνω στην κορνίζα και να καμαρώνω τιτιβίζοντας από χαρά, αφού είχα αποκτήσει κι εγώ μια καινούργια φίλη, έστω και σε φωτογραφία.
Η Έλλη κατενθουσιασμένη από τις ιστορίες που είχε ακούσει από τη γιαγιά, πήρε ένα μεγάλο χάρακα από το γραφείο της κι άρχισε να τον κουνάει στον αέρα σαν να ήτανε σπαθί.
- Έλα Πουπουσέλ! Πάμε να πολεμήσουμε τους Τούρκους και τους πειρατές. Είμαι καπετάνισσα. Οι πειρατές δεν έχουν έναν παπαγάλο πάντα στον ώμο τους; Εγώ θα έχω εσένα. Ένα ηρωικά σπουργίτι!
Εγώ άλλο που δεν ήθελα για περιπέτειες. Πέταξα και κάθισα πάνω στον ώμο της, καθώς η Έλλη χτυπούσε με το «σπαθί» της ένα σωρό εχθρούς που βρισκόντουσαν γύρω της. Δηλαδή, τις καρέκλες, τα μαξιλάρια, ακόμα και τις πορσελάνινες κούκλες της. Βέβαια τις πιο πολλές σπαθιές τις έφαγε η αγαπημένη πάνινη κούκλα της, η Μπέτυ Μπουπ, με την οποία κοιμόταν μαζί κάθε βράδυ. Η Μπέτυ Μπουπ ήταν μια παράξενη κούκλα, με κοντά μαύρα μαλλιά, μεγάλο, πλακέ στρογγυλό κεφάλι, και μακρόστενο σώμα. Της την είχε φέρει πριν λίγα χρόνια σε κάποια γιορτή, δώρο, ο νονός της. Η Έλλη έπαιζε μόνο μ’ αυτήν. Κυρίως της άρεσε να την βάζει σε ένα καρότσι, και να την τρέχει πάνω κάτω στο διάδρομο του σπιτιού. Κι εγώ, καθισμένο επάνω στο κεφάλι της κούκλας, απολάμβανα το παιχνίδι με την Έλλη. Η Έλλη μόνο με την Μπέτυ Μπουπ ήθελε να βγαίνει φωτογραφίες. Η Έλλη με τη Μπέτυ Μπουπ. Τις άλλες κούκλες τις είχε διακοσμητικές. Μια φορά, θυμάμαι, της είχε φέρει μια πολύ ωραία πορσελάνινη κούκλα η μαμά της με δαντελωτά ρούχα και καπέλο, που όμως στην Έλλη δεν άρεσε καθόλου. Και με την πρώτη ευκαιρία, την πέταξε κάτω από το μπαλκόνι. Όταν η μαμά της μια μέρα που συγύριζε το δωμάτιο αναζήτησε την κούκλα, η Έλλη απάντησε αδιάφορα «Η κούκλα πήγε περίπατο!».
Εδώ πρέπει να σας πω, ότι μπορεί να είμαι σπουργίτι, αλλά είμαι πολύ ζηλιάρικο. Την Έλλη την ήθελα αποκλειστικά δική μου! Την Μπέτυ Μπουπ δεν τη ζήλευα, γιατί ήταν απλά μια πάνινη κούκλα. Όμως, πραγματικά κατάλαβα τι πάει να πει ζήλια, όταν ένα μεσημέρι γύρισε ο κ. Αχιλλέας από τη δουλειά του, κρατώντας ένα χαρτοκούτι κλειστό, που γύρω του είχε τρύπες. Το άνοιξε, και μέσα είχε μια μικρή κοτούλα. Μια πουλαδίτσα δηλαδή.
- Κοίτα Έλλη τι έφερα! Είπε ο μπαμπάς της. Θα τη βάλουμε στο κοτέτσι της ταράτσας! Είναι μικρή είναι ακόμα! Όμως, όταν μεγαλώσει κι άλλο, θα μας κάνει αυγά να τρώμε!
Τι ήταν να δει την πουλαδίτσα η Έλλη! Άρχισε να χοροπηδάει από τη χαρά της και να χτυπάει παλαμάκια! Εμένα καθόλου δεν μου άρεσε αυτό! Ο νέος φτερωτός φίλος της Έλλης, με έκανε πυρ και μανία! Αυτό το απαίσιο κοτόπουλο, φοβήθηκα ότι είχε έρθει να κλέψει την καρδιά της Έλλης! Ποιος είπε του κ. Αχιλλέα, ότι η Έλλη, η δική μου Έλλη, ήθελε κι άλλους φίλους; Εγώ της έφτανα και της περίσσευα! Στο κάτω-κάτω, ας της έφερνε μια σοκολάτα! Η ζήλια άρχισε να φουντώνει μέσα μου! Αλλά κρατήθηκα, γιατί ήθελα να δω τι θα γίνει πάρα κάτω! Η Έλλη από τη χαρά της, ούτε ευχαριστώ δεν είπε! Μόνο πήρε την πουλαδίτσα στα χέρια της, και τα μάτια της έγιναν θεόρατα, αστράφτοντας μέσα τους η ιδέα μιας νέας σκανταλιάς! Έτρεξε στο δωμάτιό της, έβγαλε αμέσως τη Μπέτυ Μπουπ από το καρότσι της, έβαλε μέσα την πουλαδίτσα που κοιτούσε σαν χαμένη, και την σκέπασε με την κουβερτούλα της κούκλας. Άρπαξε όλη χαρά το καρότσι, βγήκε στο μακρόστενο διάδρομο, κι άρχισε να τρέχει βγάζοντας κραυγές χαράς και κάνοντας φοβερό σαματά με τη χαρούμενη, τσιριχτή φωνή της! Γι΄αυτό την έλεγαν και οι δικοί της: «καραμούζα»! Η πουλαδίτσα κατατρομαγμένη, άρχισε να κακαρίζει, αλλά από την ταχύτητα που έτρεχε η Έλλη, δεν μπορούσε να κουνηθεί από τη θέση της, γιατί το καρότσι επάνω στις ρόδες του, κούναγε σαν βάρκα! Εγώ όμως έσκασα από τη ζήλια μου, γιατί η Έλλη ούτε που με κοιτούσε! Έχετε δει σπουργίτι να θυμώνει; Καλύτερα να μην το δείτε! Φούσκωσα ολόκληρο, και κοκκίνισε από το αίμα και η τελευταία άκρη από τα πούπουλα της ουράς μου! Καθόμουν επάνω στο κουρτινόξυλο και κοιτώντας αυτό το απαίσιο κοτόπουλο που είχε κλέψει την καρδιά της αγαπημένης μου Έλλης, ήμουν έτοιμο να του επιτεθώ σαν αεροπλάνο καταδρομικό! Όμως ευτυχώς! Αυτό δεν κράτησε πολύ! Γιατί η Έλλη είχε πάρει όλων τα αυτιά! Έπρεπε το σπίτι να ξαναβρεί την ησυχία του! Όσο βέβαια ήταν αυτό δυνατόν με την Έλλη! Άνοιξε ο κ. Αχιλλέας την πόρτα του εργαστηρίου του και βγήκε στο διάδρομο. Γούρλωσε τα μάτια του που έβγαλαν σπίθες, και κοκκίνισε περισσότερο και από εμένα.
– Έλλη, τι θα γίνει μ΄ αυτήν την κατκούτα;! φώναξε, αποκαλώντας από τα νεύρα του την πουλαδίτσα με την αραβική της ονομασία. Μετάνιωσα που την έφερα! Και συνέχισε: Αυτή τη στιγμή να βγει ΕΞΩ! Να πάει στο κοτέτσι της ταράτσας ΤΩΡΑ! Γιούσεφ!!! Έλα αμέσως εδώ!
Ο Γιούσεφ παρουσιάστηκε στην πόρτα, κατατρομαγμένος από τις φωνές του κ.Αχιλλέα .
-Πάρε αμέσως το κοτόπουλο, του είπε ο κ. Αχιλλέας, και πήγαινέ το αμέσως ΤΩΡΑ, στο κοτέτσι της ταράτσας!
- Μα, καλέ μπαμπά, αφού παίζω!...διαμαρτυρήθηκε διστακτικά η Έλλη.
Αλλά ο κ. Αχιλλέας βγάζοντας ένα πάνινο μαντήλι από την τσέπη του, άρπαξε με σιχασιά την πουλαδίτσα που άρχισε τρομαγμένη να κακαρίζει και να τινάζει τα φτερά της, έτοιμη να πετάξει από το παράθυρο του φωταγωγού. Στο πάρα πέντε πρόλαβε ο Γιούσεφ, που έτρεξε κι άρπαξε το κοτόπουλο από το στιβαρό χέρι του κ. Αχιλλέα! Έτσι, η «κυρία» πουλαδίτσα βρήκε τη θέση που της άξιζε, στο κοτέτσι της ταράτσας, και εγώ ξαναβρήκα την ησυχία μου, συνεχίζοντας να απολαμβάνω τα παιχνίδια μου με την Έλλη!
Έχω τόσα πολλά να θυμηθώ από την οικογένεια της θετής μαμάς μου που φοβάμαι μήπως ξεχάσω τελικά κάτι. Προηγουμένως σας είπα για την ιστορία που μας είπε η γιαγιά Ελένη. Με τη γιαγιά λοιπόν κάναμε πολλές φορές καλή παρέα. Μας άρεσε πολύ η συντροφιά της και οι ωραίες ιστορίες που μας έλεγε. Η γιαγιά τα τελευταία χρόνια, απ’ όταν πέθανε ο παππούς ο Κώστας τον Αύγουστο του 1941, δεν έβγαινε πολύ συχνά από το δωμάτιο της. Έμενε συνήθως ξαπλωμένη στο μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι της και κοιτούσε από την ανοιχτή κουρτίνα του μεγάλου παραθύρου έξω, την πόλη του Καΐρου που απλώνονταν μπροστά της σαν μια μεγάλη εξωτική φωτογραφία και το μυαλό της ταξείδευε στα παλιά.Επάνω: Από την Εφημ. "Κάιρο" 20/8/41. Κάτω: Από την Εφημ. "ΦΩΣ" 21/8/41.Από την Εφημ. "ΚΛΕΙΩ" 21/8/41. Η Έλλη όποτε κουραζόταν από τα παιχνίδια και τις σκανταλιές της, τρύπωνε στο δωμάτιο της γιαγιάς για να ακούσει παλιές ιστορίες. Φυσικά την ακολουθούσα κι εγώ πάντα.
Έτσι, μια μέρα από εκείνες που η Έλλη αποζητούσε τη συντροφιά της γιαγιάς, μπήκαμε στο δωμάτιο της και η Έλλη ανέβηκε πάνω στο κρεβάτι της και της είπε:
- Γιαγιά, τι ιστορία θα μας πεις σήμερα;
Η γιαγιά χαμογέλασε ζεστά και ανακάθισε. Έστρωσε στην πλάτη της τα μαξιλάρια, αγκάλιασε την Έλλη και μ’ άφησε και μένα να κουρνιάσω επάνω στο σκoύφo που φορούσε στο κεφάλι της. Και άρχισε την ιστορία:
- Σήμερα, θα σας πω την ιστορία της οικογένειας μας. Από που ξεκινήσαμε και πώς φτάσαμε εδώ στο Κάιρο... θα πάμε αρχικά εκατόν τριάντα χρόνια πίσω. Η προπρογιαγιά μου ήταν η κόρη του Τζιώτη άρχοντα Πέτρου Σοφιανού. Η αδελφή της η Μαρουσώ είχε παντρευτεί τον ήρωα Λάμπρο Κατσώνη. Τον έχεις ακουστά Έλλη μου;
- Όχι γιαγιά.
- Θα σου πω γι’ αυτόν μια άλλη φορά. Αυτό που θα σου πω τώρα, είναι ότι η τσαρίνα της Ρωσίας, η Μεγάλη Αικατερίνη, είχε κάνει δώρο μια πανέμορφη βεντάλια στον Κατσώνη, να την έχει ενθύμιο. Τώρα, τη βεντάλια αυτή την φυλάει σαν κειμήλιο η θεία σου η Χρυσάνθη. Η μισή βεντάλια Έλλη μου, να ξέρεις, είναι δική σου. Να την ζητήσεις κάποτε. Η προγιαγιά μου η Χρυσή, ήταν ανιψιά του Κατσώνη. Αυτή παντρεύτηκε τον προπάππου μου τον Ιωάννη Πράσινο, έναν Ηπειρώτη γιατρό χειρουργό από το Τσεπέλοβο, ένα χωριό από το Ζαγόρι, όμορφο τόπο, με πολλά πέτρινα σπίτια. Τον προπάππου μου τον είχε καταδιώξει ο Αλή Πασάς και είχε βρει καταφύγιο στα νησιά μας. Εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και έδρασε τον καιρό της Επανάστασης του 1821 στα Ψαρά. Την προγιαγιά μου, τη Χρυσή, την ανιψιά του Κατσώνη, την γνώρισε σαν ασθενή αρχικά. Την γιάτρεψε, την παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, κι απόχτησαν μια κόρη την Αγγελική. Την μαμά μου δηλαδή, που παντρεύτηκε αργότερα στην Πόλη τον Στέφανο Κανάτα, που καταγόταν από τα Γιάννενα. Και έτσι γεννήθηκα εγώ. Δυστυχώς η μαμά μου, πέθανε το 1870 όταν εγώ ήμουν μόλις πέντε ετών. Ο μπαμπάς μου με έδωσε αρχικά στη γιαγιά μου να με μεγαλώσει και έπειτα με ανέλαβε μια θεία μου, με την οποία όμως δεν περνούσα καθόλου καλά. Τελικά ο μπαμπάς μου με έγραψε στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο. Θυμάσαι Έλλη μου που σου είχα ξαναπεί για το σχολείο μου;
- Ναι, γιαγιά θυμάμαι. Και θυμάμαι ότι εκεί έγινες φίλη με την Σωτηρία Αλιμπέρτη! απάντησε με καμάρι η Έλλη.
- Ναι, γλυκιά μου. Εκεί στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο, είχαμε διευθύντρια μια σπουδαία γυναίκα, διανοούμενη, με μεγάλη μόρφωση, την Καλλιόπη Κεχαγιά. Είχε γεννηθεί στην Προύσα που βρίσκεται στα βουνά της Βιθυνίας στη Μικρά Ασία. Όμως από μικρή οι γονείς της την πήραν στην Αθήνα και σπούδασε εκεί στο Παρθεναγωγείο του Χιλλ. Μετά σπούδασε στο Αρσάκειο και έπειτα φοίτησε στο Λονδίνο. Επιστρέφοντας στην Αθήνα διορίστηκε υποδιευθύντρια στο Παρθεναγωγείο του Χιλλ και αργότερα έγινε διευθύντρια. Το 1875 καθώς είχε διακριθεί για τις μεγάλες της ικανότητες, την επέλεξαν και τη διόρισαν διευθύντρια στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο που είχε ιδρυθεί από τον μεγάλο εθνικό ευεργέτη μας Κωνσταντίνο Ζάππα στην Κωνσταντινούπολη. Κι εκεί είχα την τιμή να την γνωρίσω κι εγώ. Όταν τελείωσα το Γυμνάσιο, πήγα και στη Γαλλική Σχολή και μετά δούλεψα σαν δασκάλα, διδάσκοντας τα Ελληνόπουλα διάφορων πλουσίων οικογενειών. Στη συνέχεια, το Ζάππειο Παρθεναγωγείο διάλεξε κάποιες κοπέλες από τις αριστούχες, ανάμεσά τους κι εμένα, με σκοπό να μας στείλουν στον ελληνισμό της διασποράς, κυρίως σε περιοχές τουρκοκρατούμενες, για να διδάξουμε στα Ελληνόπουλα τη μητρική τους γλώσσα. Αρχικά με στείλανε σαν δασκάλα στην Οδησσό της Ρωσίας. Έπειτα συνέχισα στο Βουκουρέστι και στη Βάρνα της Βουλγαρίας. Και το 1890 ξαναγύρισα στην Πόλη. Εκεί όμως αρρώστησα από τα συνεχόμενα ταξίδια και τις ταλαιπωρίες. Και οι γιατροί μου σύστησαν να μετακομίσω σε μια χώρα που να έχει κλίμα κατάλληλο, ώστε να γίνω σύντομα καλά. Μου πρότειναν την Αίγυπτο. Κι έτσι, τον Οκτώβριο μήνα του 1890, έφυγα για το Κάιρο. Όταν ήρθα εδώ ήμουν άγνωστη ανάμεσα σε αγνώστους. Βρήκα ένα σπίτι να μείνω, αλλά δεν έκανα σύντομα γνωριμίες. Δύο μήνες μετά, η παραμονή της Πρωτοχρονιάς, έτσι όπως ήμουν κατάμονη μέσα στο σπίτι, μου φάνηκε ελεεινή. Το ίδιο μου φάνηκε και η επόμενη μέρα του νέου χρόνου που ξημέρωσε. Είπα απογοητευμένη: "Μη χειρότερα Θεέ μου"! Και ο Θεός δεν με εγκατέλειψε. Δοξασμένο το όνομα Του. Σιγά-σιγά στάθηκα στα πόδια μου, βρήκα δουλειά στην ελληνική παροικία και τρία χρόνια αργότερα ήρθε στη ζωή μου ο παππούς σου ο Κωνσταντίνος. Από μια παράξενη σύμπτωση είμαστε από το ίδιο χωριό της Ελλάδας, από το Δίλοφο Ζαγορίου. Αν και τότε η Ήπειρος ήταν ακόμα τουρκική. Την εποχή εκείνη οι Τούρκοι δεν είχαν φύγει από τα χώματά μας. Παντρευτήκαμε το 1894 και ένα χρόνο μετά γέννησα τον μπαμπά σου, τον Αχιλλέα μου.
- Ήταν ωραίο μωρό γιαγιά ο μπαμπάς μου; ρώτησε η Έλλη και χώθηκε πιο βαθιά στην ζεστή αγκαλιά της γιαγιάς.
- Ένας μελαχρινός άγγελος με τεράστια μαύρα μάτια.
- Όταν ήταν παιδάκι τεσσάρων ετών, σκεφτήκαμε με τον παππού ότι καλά θα ήταν να τον δηλώναμε σαν υπήκοο στην πατρίδα μας την Ήπειρο.
- Τι είναι υπήκοος γιαγιά; ρώτησε όλο απορία η Έλλη.
- Υπήκοος είναι αυτός που ανήκει στην εξουσία ενός κράτους. Κατάλαβες;
- Σχεδόν, είπε η Έλλη, αλλά δεν πειράζει συνέχισε την ιστορία. Μου αρέσει πάρα πολύ. Έτσι Πουπουσέλ; είπε και κοίταξε κι εμένα που δεν χόρταινα ν’ ακούω.
- Έτσι φύγαμε από το Κάιρο και ταξιδέψαμε μέχρι την πατρίδα μας. Πήγαμε αρχικά στο Δίλοφο. Σωποτσέλι το έλεγαν ακόμα τότε, που είναι σκαρφαλωμένο σε μια πλαγιά του Ζαγορίου. Σκηνές από τη ζωή στο Σωποτσέλι (Δίλοφο) Ζαγορίου. Κάτω: Χάρτης της Ηπείρου που εκδόθηκε το 1895 Είδαμε τους γονείς μας, τους παππούδες μας. Μεγάλη συγκίνηση! Αγκαλιές, κλάματα, χαρές! Όμως, πόνεσε κι η καρδιά μας όταν είδαμε κάποιους πατριώτες μας να φοράνε τούρκικο φέσι στο κεφάλι. Άσχημο πράγμα να είσαι σκλάβος. Τέλος πάντων! Ευτυχώς, ο Θεός μας λυπήθηκε. Από το Ζαγόρι που λες Έλλη μου, πήγαμε στα Γιάννενα, τα ξέρεις βέβαια αυτά τα μέρη από τη γεωγραφία που κάνετε στο σχολείο, ε;
- Τα Γιάννενα καλέ γιαγιά δεν ξέρω;! Πες μου παρακάτω τι έγινε;
- Εκεί λοιπόν στα Γιάννενα, δηλώσαμε τη γέννηση του μπαμπά σου, κι έτσι ο Αχιλλέας μου δηλώθηκε όπως γράψαμε στα χαρτιά, υπήκοος ραγιάς από το Σωποτσέλι της Ηπείρου.
- Γιαγιά τι θα πει ραγιάς;
- Είναι ο σκλάβος, παιδί μου. Είναι αυτός που ζει στην οθωμανική αυτοκρατορία όμως δεν είναι μουσουλμάνος, αλλά χριστιανός. Μας βάλανε μάλιστα και πληρώσαμε φόρο, το λεγόμενο στα τουρκικά «Κεφαλέτι». Και από τότε το πληρώναμε υποχρεωτικά μέχρι που ευδόκησε ο Θεός, βοήθησε και ο Άγιος μας και ελευθερωθήκαμε από τους Τούρκους.
- Ποιος Άγιος μας γιαγιά; διέκοψε η Έλλη την αφήγηση της γιαγιάς που έτρεχε σα νερό, και σταματημό δεν είχε.
- Ο Άγιος Γεώργιος ο νεομάρτυρας των Ιωαννίνων. Και λέω «Άγιος μας» Έλλη μου, γιατί την εγγονή του την Ειρήνη, την είχε παντρευτεί ο αδελφός μου ο Γιάγκος ο Κανάτας. Επάνω: ο Γιάγκος Κανάτας. Κάτω: Δημοσιεύματα εφημερίδων, που αφορούν το θάνατο της «Κυρά Νίτσας», και τους θανάτους της Ειρήνης και του Γιάγκου Κανάτα. Η Ειρήνη ήταν κόρη της «Κυρά Νίτσας», όπως όλοι την αποκαλούσαν σεβαστικά στα Γιάννενα, και του μονάκριβου γιου του Αγίου Γεωργίου.
- Δηλαδή είμαστε συγγενείς με έναν Άγιο γιαγιά;
- Ε, κατά ένα τρόπο, ναι. Βοήθησε λοιπόν Έλλη μου ο Θεός και ο Άγιος μας και οι Τούρκοι παρέδωσαν την Ήπειρο στους Έλληνες. Αυτό έγινε το 1913, όταν απελευθερώθηκε η αγαπημένη μας πατρίδα. Γιάννενα, 1938. Εορτασμοί για τη συμπλήρωση 100 χρόνων από το μαρτυρικό θάνατο του Αγίου νεομάρτυρος Γεωργίου, τελούμενοι έξω από την κατοικία του.
Η γιαγιά εκείνη τη στιγμή είδα ότι δάκρυσε. Έβγαλε ένα μαντηλάκι που είχε μέσα στο μανίκι του νυχτικού της, σκούπισε τα μάτια της, πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε την ιστορία της:
- Τότε το χωριό μας άλλαξε και όνομα, και από Σωποτσέλι ονομάστηκε Δίλοφο, Δίλοφο Ζαγορίου. Ο μπαμπάς σου, λίγα χρόνια μετά, όταν τέλειωσε εδώ στο Κάιρο την Αμπέτειο Σχολή, παλικαράκι πια, ταξίδεψε ένα καλοκαίρι και πήγε στην Ελλάδα να δει το χωριό μας και να γνωρίσει τους συγγενείς μας. Και μας έφερε πολλές φωτογραφίες. Την εποχή εκείνη πάνω κάτω, αγάπησε και τη μαμά σου, την Αγγελική. Με την οικογένεια της είμαστε γείτονες και φίλοι. Και από σύμπτωση κι εκείνοι καταγόντουσαν από το Δίλοφο. Η μαμά σου, το πουλάκι μου, έμεινε ορφανή από μαμά πολύ μικρή. Ο μπαμπάς της είχε τρία ορφανά να μεγαλώσει. Εκείνη και τα δυο αδέλφια της, το Μαρίνο και το Δημήτρη. Εγώ, που γνώριζα την οικογένεια, αποφάσισα να πάρω εκείνο το γλυκό ξανθό κοριτσάκι με τα γαλανά ματάκια υπό την προστασία μου. Και είπα: «Αν θέλει ο Θεός, αυτό το κοριτσάκι όταν μεγαλώσει θα το παντρέψω με τον Αχιλλέα μου και, ενώ τώρα με φωνάζει θεία, κάποτε θα με λέει «μητέρα». Και άκουσε την ευχή μου ο Θεός κι έγινε αλήθεια το όνειρό μου. Ο μπαμπάς σου όταν τελείωσε την Αμπέτειο πήγε για λίγο στα Ιεροσόλυμα και εργάστηκε στο Πατριαρχείο. Ο Αχιλλέας Δαρδανίδης σε διαφορετικές περιόδους των παιδικών του χρόνων, έως ότου ήταν μαθητής στην «Αμπέτειο Σχολή». Μετά πήγε στην Κύπρο. Δούλεψε και εκεί. Έκανε παρέα και με κάποιους ποιητές εκεί και κάποιες βραδιές συγκεντρωνόντουσαν και απάγγελλαν ποιήματα. Όταν ξανάρθε τελικά στο Κάιρο, η καρδιά του χτύπησε για τη μαμά σου που είχε γίνει ολόκληρη κοπέλα πια και δίδασκε γαλλικά στα παιδάκια. Και έτσι ο Αχιλλέας μου παντρεύτηκε την Αγγελικούλα και γεννήθηκες εσύ Έλλη μου.
Η Έλλη είχε εντυπωσιαστεί από την ιστορία της γιαγιάς. Η γιαγιά με τα τελευταία της λόγια είχε σφίξει στην αγκαλιά της τη θετή μαμά μου, και φαινόντουσαν και οι δυο πολύ συγκινημένες. Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα του δωματίου και μπήκε μέσα ο κ. Αχιλλέας.
- Έλλη, εδώ με τη γιαγιά είσαι; Μπράβο! Κοίτα, ήρθε η στολή σου για τη γιορτή του σχολείου, είπε, δείχνοντας μια ωραία κεντημένη με χρυσές κλωστές στολή που είχε διπλωμένη στο μπράτσο του.
- Η Έλλη πετάχτηκε κάτω από το κρεβάτι και με χαρά πήρε τη στολή στην αγκαλιά της.
- Είναι η νυφική στολή του τόπου μας. Από το Ζαγόρι. Πήγαινε φόρεσε την να σε δω.
Η Έλλη πήγε τρέχοντας στο δωμάτιο της κι εγώ πετώντας την ακολούθησα. Άρχισε να ντύνεται μπροστά στον οβάλ καθρέφτη της ξύλινης ντουλάπας, κι εγώ καθόμουν και την έβλεπα. Ντύθηκε με εκείνη τη χρυσοκεντημένη στολή και έγινε σαν πριγκίπισσα. Όμως το μεγάλο μεταξωτό μαντήλι δεν ήξερε πως να το φορέσει στο κεφάλι της. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου όλο χαρά και φώναξε:
- Μπαμπά, μαμά ελάτε να δείτε!
Η κ. Αγγελική μπήκε με τον κ. Αχιλλέα και μόλις είδαν την κόρη τους έτσι ντυμένη στάθηκαν για μια στιγμή ακίνητοι. Είδα να ανεβαίνουν δάκρυα στα μάτια τους.
- Πώς μπαίνει το μαντήλι; τους συνέφερε ρωτώντας η Έλλη. Η μαμά της την πλησίασε συγκινημένη και τακτοποίησε το μακρύ λευκό μαντήλι στο κεφάλι της Έλλης.
- Πώς σας φαίνομαι; είπε όλο καμάρι η Έλλη.
- Μια κούκλα. Αύριο στη γιορτή στο Αχιλλοπούλειο, θα φοράς την πιο όμορφη στολή, είπε υπερήφανα ο κ. Αχιλλέας.
Πράγματι, την άλλη μέρα στη γιορτή της τρίτης τάξης του δημοτικού, στον Αχιλλοπούλειο Παρθεναγωγείο του Καΐρου, η Έλλη έλαμπε μέσα στη στολή της, και τραγούδησε όμορφα δημοτικά τραγούδια της Ελλάδας, κάτω από τις ελληνικές και αιγυπτιακές σημαίες που στόλιζαν την σκηνή του θεάτρου που γινόταν η γιορτή.
Λίγο καιρό αργότερα ήταν η γιορτή του Πάσχα. Την ίδια ημέρα οι Αιγύπτιοι γιορτάζουν μια δική τους γιορτή που λέγεται Sam el Nesim. Όλη οι οικογένεια πήγε το πρωί στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου στο Κάιρο και μετά βγήκαμε στο δρόμο να κάνουμε βόλτα καθώς η ατμόσφαιρα ήταν πολύ χαρούμενη και γιορτινή. Οι Αιγύπτιοι φορούσαν πυτζάμες, σατινέ ή μεταξωτές, μονόχρωμες ή με ρίγες που φάνταζαν γιορταστικές. Βέβαια εμάς μας φάνηκε αυτό πάρα πολύ αστείο, να κυκλοφορούν με τις πυτζάμες στους δρόμους. Όμως, όπως μας εξήγησε ο κ. Αχιλλέας, άρεσε πολύ στους Αιγύπτιους να τις φορούν, γιατί τις φορούσαν και οι «χουάγκα», οι Ευρωπαίοι κύριοι δηλαδή, όπως τους αποκαλούσαν. Οι γυναίκες τους καμάρωναν κι εκείνες φορώντας γαλάζιες κελεμπίες ή σε μια ροζ απόχρωση που αιγυπτιακά τη λένε «μπάμπα». Όπως μας διηγήθηκε ο κ. Αχιλλέας, η γιορτή Sam el Nesim, που σημαίνει «Φύσηξε το αεράκι», γιορταζόταν από τους Αιγυπτίους μαζί με το χριστιανικό Πάσχα, γιατί κάποτε είχε πέσει θανατηφόρα αρρώστια, χολέρα νομίζω την είπε, και τους είχαν κλείσει όλους καραντίνα (δηλαδή τους απαγόρευαν να βγουν από τα σπίτια τους). Την ημέρα όμως που γιόρταζαν οι Χριστιανοί το Πάσχα, θεραπεύτηκαν σαν από θαύμα, με ένα φύσημα του αέρα και την επόμενη ημέρα βγήκαν για πρώτη φορά έξω, μετά από τόσο καιρό που τους το απαγόρευαν, και ανάπνευσαν καθαρό αέρα. Για να ευχαριστήσουν λοιπόν το Θεό, άρχισαν να βάφουν και οι μουσουλμάνοι αυγά, όχι μόνο κόκκινα, αλλά σε πολλές χαρούμενες αποχρώσεις. Και μαζί με καραμελένια λουλούδια, ζαχαρόκουκλες και ζωάκια που ήταν όλα φτιαγμένα από χρωματιστή ζάχαρη άχνη, πουλούσαν τα πολύχρωμα αυτά αυγά σε καροτσάκια που γύριζαν στους δρόμους. Όταν κάναμε τέτοιες όμορφες, αξέχαστες βόλτες, ήταν από τις σπάνιες φορές που η θετή μου μαμά, η Έλλη, καθόταν τόσο φρόνιμα, θαρρείς και ήταν άλλο παιδί.
Είναι βέβαια αλήθεια, ότι την Έλλη πολύ συχνά τη μάλωναν οι γονείς της για τις αταξίες της, αλλά εκείνη έμενε απτόητη. Κι εμένα, τον πρώτο καιρό δεν με συμπαθούσαν ιδιαίτερα. Μάλιστα, η χειρότερη μου ημέρα ήταν αυτή που θα σας διηγηθώ τώρα.
Ήταν Κυριακή μεσημέρι και όλη η οικογένεια καθόταν γύρω από το τραπέζι. Εγώ βέβαια στον ώμο της Έλλης. Ο μπαμπάς της, ο κ. Αχιλλέας με κοιτούσε με μισό μάτι. Η Έλλη έχοντας δεμένη γύρω από το λαιμό της μια άσπρη πετσέτα μου ψιθύρισε:
- Μμ! Πουπουσέλ, μου τρέχουν τα σάλια. Σήμερα έχουμε το αγαπημένο μου φαγητό. Ρόστο με μακαρόνια. Ξέρεις τι είναι το Ρόστο; Μοσχάρι κοκκινιστό, κομμένο φέτες-φέτες.
Την ίδια ώρα μπήκε στην τραπεζαρία ο υπηρέτης βαστώντας ένα μεγάλο μπολ με κόκκινο υγρό. Εγώ μόλις το είδα ενθουσιάστηκα. Πάντα έκανα μπάνιο σε διάφανο υγρό. Σε κόκκινο δεν είχαν κάνει ποτέ μου. Σκέφτηκα λοιπόν να δοκιμάσω ακριβώς εκείνη τη στιγμή. Πέταξα αμέσως φρρρουτ και, πλατς, έπεσα μέσα στο πηχτό κόκκινο υγρό, που αργότερα έμαθα ότι το έλεγαν σάλτσα.Σας πληροφορώ, ήταν το πιο απαίσιο μπάνιο που έχω κάνει ποτέ στην σπουργιτική ζωή μου.Αμέσως, ο μπαμπάς της Έλλης έμπηξε τις φωνές.
- Αυτό το βρωμόπουλο έπεσε μέσα στη σάλτσα! Πάει για πέταμα το φαγητό. Ποιος ξέρει τι μικρόβια κουβαλάει επάνω του!
Βρωμόπουλο εγώ και μικρόβια επάνω μου! Εγώ που μεγάλωσα μέσα στα πούπουλα και έπαιρνα το μπάνιο μου καθημερινά σε κρυστάλλινο μπολ!
Φτερούγισα από πάνω τους και τίναξα όλο το κόκκινο απαίσιο ζουμί που είχε λερώσει τα φτερά μου, επάνω από τους ίδιους και το τραπέζι τους. Άρχισαν να με κυνηγούν όλοι τους με φωνές.
Πέταξα στο δωμάτιο της Έλλης και κάθισα στο γύψινο περβάζι, κοιτώντας με πείσμα προς το παράθυρο. Έχετε δει ποτέ σας συγχισμένο σπουργίτι; Έτσι ακριβώς ήμουνα εκείνη τη στιγμή. Έβραζα κάτω από τα φτερά μου.
Η θετή μαμά μου η Έλλη, είχε προσβληθεί και εκείνη. Είχε πέσει μπρούμυτα στο κρεβάτι της και έκλαιγε απαρηγόρητη.
Τότε μπήκε στο δωμάτιο ο μπαμπάς της. Πήρε την πιο γλυκιά φωνή του, χάιδεψε τα μαλλιά της κόρης του και είπε:
- Πάμε μια βόλτα στην ιστορία;
Η Έλλη τον κοίταξε με τα δακρυσμένα μάτια της και είπε με απορία:
- Βόλτα στην ιστορία;
- Ναι, είπε ο μπαμπάς της. Αποφασίσαμε με τη μαμά σου να κάνουμε σήμερα μια μεγάλη βόλτα στ’ αξιοθέατα του Καΐρου. Αν θέλεις, πάρε και την Πουπουσέλ μαζί σου. Μόνο μη σου φύγει και τη χάσουμε.
Η Έλλη στα τελευταία αυτά λόγια πετάχτηκε μ' ένα πλατύ χαμόγελο από το κρεβάτι της και με κοίταξε φωνάζοντας:
- Τ’ άκουσες Πουπουσέλ; Θα πάμε βόλτα.
Εγώ κρατούσα ακόμα την πόζα μου καθισμένο στο περβάζι και ούτε γύρισα να κοιτάξω.
- Και που θα πάμε μπαμπά; ξαναρώτησε η Έλλη.
- Στις Πυραμίδες, στη Σφίγγα... γρήγορα, βιάσου να ετοιμαστείς, είπε κι έφυγε από το δωμάτιο.
- Κατέβα Πουπουσέλ, θα πάμε στη μεγάλη Σφίγγα! Κατέβα σου λέω.
Η λέξη «Σφίγγα» χτύπησε κατευθείαν σαν καμπάνα στο άδειο στομάχι μου. «Θα φάμε καλά» σκέφτηκα. Βέβαια μετά κατάλαβα ότι άλλο η «Σφίγγα» και άλλο η «σφήκα» το έντομο που πετάει και είναι ένας εκλεκτός μεζές για εμάς τα σπουργίτια. Αλλά πλέον, είχα πάρει την απόφαση ν’ αφήσω κατά μέρος τα πείσματα και να κατέβω από το περβάζι.
Σε λίγη ώρα, το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο μπαμπάς της Έλλης σταμάτησε σε έναν τόπο λίγο έξω από την πόλη του Καΐρου που ήταν γεμάτη ψηλά σπίτια και δρόμους γεμάτους κίνηση. Εδώ το τοπίο ήταν διαφορετικό. Είχε παντού άμμο κίτρινη και λεπτή σαν αλεύρι που σχημάτισε παράξενα κύματα και λόφους. Ο ήλιος από πάνω μας έκαιγε και όλη η οικογένεια φόρεσε στο κεφάλι ψάθινα πλατύγυρα καπέλα. Εγώ, γαντζωμένο στον ώμο της Έλλης καλυπτόμουνα από τη σκιά του καπέλου της.
- Κοίτα Έλλη, είπε ο μπαμπάς της. Βλέπεις τις πυραμίδες; Η πιο ψηλή είναι του Χέοπα. Κοίτα κι εκεί αριστερά. Είναι η ράχη της μεγάλης Σφίγγας. Μετά θα προχωρήσουμε να δούμε από μπροστά και το κεφάλι της.
Μόλις άκουσα «Σφίγγα» αμέσως γλείφτηκα και κοίταξα να δω πόσο μεγάλη ήταν. Αλλά τι απογοήτευση για το στομάχι μου! Είδα μπροστά μου ένα τεράστιο καθιστό πέτρινο άγαλμα. Αυτή ήταν η Σφίγγα τελικά, και όχι η νόστιμη σφήκα που λιγουρευόμουνα. Η Έλλη μ’ έβγαλε από τη στενοχώρια μου.
- Πουπουσέλ, Πουπουσέλ, κοίτα πόσο ψηλές είναι οι πυραμίδες;
Κοίταξα να δω, αλλά το μόνο που είδα ήταν κάτι τεράστιες πέτρινες φόρμες τουμπαρισμένες πάνω στην άμμο, περίπου σαν αυτές που κάνουμε το ρύζι. Αλλά αυτές οι πυραμίδες είχαν γωνίες και κορυφή.
- Πουπουσέλ, είπε η Έλλη, αυτές οι πυραμίδες είναι οι τάφοι των Φαραώ που βασίλευαν παλιά την Αίγυπτο. Και χρειάστηκε πολύς χρόνος και κόπος για να γίνουν.
Σίγουρα, εντυπωσιάστηκα από το μέγεθος αυτών των πυραμίδων όπως τις έλεγαν, αλλά δεν καταλάβαινα και πολλά-πολλά. Επάνω:Η Έλλη με τη μαμά της, με φόντο την πυραμίδα του Χέοπα.Κάτω: Η Μεγάλη Σφίγγα και οι Πυραμίδες της Γκίζας.
- Πάμε τώρα και στη Σφίγγα, είπε η κ. Αγγελική η μαμά της Έλλης, που εκτός από το καπέλο για τον ήλιο κρατούσε και μια πλατιά ομπρέλα.
Όλη η οικογένεια προχώρησε και φτάσαμε μπροστά στην Σφίγγα. Αυτό που είδα, οφείλω να ομολογήσω ότι με εντυπωσίασε. Τόσο μεγάλο κεφάλι ανθρώπινο όσο ήταν όλη η πολυκατοικία που μέναμε, δεν είχα ξαναδεί. Κάτι ματούκλες τεράστιες, κι ένα στόμα που αν το άνοιγε χώραγαν μέσα δυο λεωφορεία. Μόνο ένα μικρό προβληματάκι κατάλαβα ότι είχε στη μύτη της. Κάτι τις έλειπε. Και θέλησα να εξετάσω την περίπτωση της από κοντά. Φρρρστ, πέταξα αστραπή και πιάστηκα στο σημείο ανάμεσα στα ρουθούνια της.
Η Έλλη άρχισε να φωνάζει φοβισμένα.
- Πουπουσέλ, κατέβα γρήγορα. Έλα αμέσως εδώ! Μπορεί να σε αρπάξει κανένα γεράκι! Πηδούσε και μου έκανε νόημα με τα χέρια της, αλλά εγώ πρώτη φορά με τόσο θάρρος, δεν έλεγα να ξεκολλήσω από τη Σφίγγα. Ήθελα πολύ να με έβγαζε ο μπαμπάς της Έλλης μια φωτογραφία, σαν κι εκείνες που βγάλαμε προηγουμένως στις πυραμίδες, όμοιες με όσες είχαν σε πολλές κορνίζες στο σπίτι. Και να, που ο κ. Αχιλλέας το κατάλαβε. Σήκωσε τη μηχανή του και με τράβηξε μια φωτογραφία που θα μείνει στην ιστορία. «Η Πουπουσέλ τρώγοντας τη μύτη της Σφίγγας» πιστεύω θα λέγεται.
Μόλις εκπλήρωσα την επιθυμία μου, ξαναβρέθηκα στον ώμο της Έλλης, που με κατσάδιασε για τα καλά:
- Άκου Πουπουσέλ, αν το ξανακάνεις αυτό και με σπαζοχολιάσεις, θα σε πάω σπίτι, ή θα σε μεταφέρω με κλουβί.
Μόλις άκουσα «κλουβί» κατάλαβα ότι είχα κάνει κάτι πολύ άσχημο και γι’ αυτό έβαλα το κεφάλι μου ανάμεσα στη φτερούγα μου και κρύφτηκα με ντροπή.
Σε λίγη ώρα, ξαναβρισκόμαστε στην βουερή πόλη. Το αυτοκίνητο μας σταμάτησε μπροστά σε ένα μεγάλο εντυπωσιακό κτίριο που έγραφε πάνω από την πόρτα του με μεγάλα γράμματα: Αρχαιολογικό Μουσείο.
Περάσαμε στο προαύλιο και προχωρήσαμε στην είσοδο, όπου ο μπαμπάς της Έλλης ζήτησε εισιτήρια για να μπούμε.
- Κόβετε και για τα σπουργίτια εισιτήρια; ρώτησε γελώντας τον ταμία, έναν μαυριδερό κύριο με παράξενη στολή.
Εκείνος, βλέποντάς με στον ώμο της Έλλης, είπε στον κ.Αχιλλέα, κλείνοντάς του το μάτι: «Όχι, αλλά να προσέχετε, γιατί μέσα στο Μουσείο έχει πολλά γεράκια!» και έσκασε στα γέλια! Δεν κατάλαβα πού έβλεπε το αστείο, για κάτι που εμένα με φόβισε πολύ!
Με το που μπήκαμε στο Μουσείο πάγωσα. Ένα τεράστιο γεράκι, με κάτι ματάρες να, και ένα ράμφος γιγάντιο στεκόταν ακίνητο μπροστά μας στο διάδρομο. Μου έσπασε η χολή από το φόβο μου. Αλλά ευτυχώς, όταν πλησιάσαμε, είδα ότι ήταν πέτρινο.
Τελικά το Μουσείο είχε πολλά πέτρινα γεράκια και γάτες που καθώς μου ψιθύρισε η Έλλη, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι τα θεωρούσαν θεούς. Είδαμε και άμαξες, και χρυσούς θρόνους και μια μεγάλη χρυσή μάσκα με βαμμένα ωραία μάτια που ήταν λέει ο βασιλιάς Τουταγχαμών.
Από ιστορία δεν ξέρω και πολλά, αλλά εντυπωσιάστηκα με όλα αυτά που είδα. Μου άρεσαν πιο πολύ ένας άντρας και μια γυναίκα που ήταν φτιαγμένοι από πέτρα και ήταν βαμμένοι με ωραία απαλά χρώματα. Ήταν καθισμένοι πλάι-πλάι και τα μάτια τους ήταν σαν ζωντανά. Ήταν πολλούς αιώνες πριν αντρόγυνο, και γι’ αυτό και στο Μουσείο τους έβαλαν να κάθονται κοντά.
Όταν βγήκαμε και πάλι στο προαύλιο, ο ήλιος ακόμη ήταν ζεστός αν και πλησίαζε απόγευμα. Ο κ. Αχιλλέας αγκάλιασε την Έλλη από τους ώμους και είπε:
- Κουράστηκες Έλλη μου;
- Όχι μπαμπά, πού αλλού θα πάμε; του απάντησε χαμογελαστή.
- Πάμε πρώτα εκεί απέναντι να πιούμε φρέσκο χυμό από ζαχαροκάλαμο, με μπόλικα παγάκια για να δροσιστούμε και θα σου πω.
Πήγαμε σ’ ένα μαγαζί που είχε έξω όλο καφάσια με φράουλες, πορτοκάλια, μπανάνες και πολλά εξωτικά φρούτα. Ο μπαμπάς της Έλλης έβαλε στην παλάμη του μαγαζάτορα μερικά χαρτονομίσματα και του παράγγειλε τρεις χυμούς ζαχαροκάλαμου. Εκείνος πήρε ένα μεγάλο καλάμι και το έβαλε σε μια μεγάλη μηχανή σαν μύλο. Το καλάμι αμέσως διάλυσε και έγινε μακριά ροκανίδια, ενώ από την άλλη πλευρά της μηχανής χύθηκε σ’ ένα ποτήρι ένα πηχτό ζουμί. Πρέπει να ήταν πολύ νόστιμο γιατί όλοι έγλυφαν ευχαριστημένοι τα χείλια τους. Εμένα όμως δεν μου έδωσαν να δοκιμάσω.
- Και τώρα, είπε ο κ. Αχιλλέας, θα πάμε στο Ενυδρείο της Γκρόττα, και μετά θα σου πω, πού αλλού.
- Τι είναι η Γκρόττα μπαμπά; ρώτησε ανυπόμονα η Έλλη.
- Γκρόττα θα πει σπηλιά. Είναι στο Ζαμάλεκ, ξέρεις Έλλη, το ένα από τα δύο νησιά του Νείλου που βρίσκεται στο Κάιρο.
- Θα πάμε με βάρκα στο νησί μπαμπά;
- Όχι. Με το αυτοκίνητο. Το νησί συνδέεται με την πόλη, με μεγάλες σιδερένιες γέφυρες που τις στολίζουν τεράστια μπρούτζινα λιοντάρια, σαν φρουροί.
Ξαφνικά, σα να άλλαξε γνώμη ο κ. Αχιλλέας, γύρισε και είπε στην Έλλη:
- Μήπως προτιμάς να πάμε να δούμε πρώτα τα κέρινα ομοιώματα;
- Ναι!!! Αναφώνησε η Έλλη με χαρά και τα μάτια της άστραψαν! Και πού είναι τα κέρινα ομοιώματα μπαμπά; Εδώ κοντά;
- Σχετικά κοντά! Στο Χελουάν. Στο Μουσείο Κέρινων Ομοιωμάτων.
- Α! Το ξέρω το Χελουάν! Μας πηγαίνουν εκδρομή με το σχολείο και παίζουμε εκεί, γιατί έχει πολύ άμμο! Μας πάνε να προσκυνήσουμε και στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα!..
- Λοιπόν, Έλλη, τι προτιμάς περισσότερο; Ενυδρείο ή Κέρινα Ομοιώματα;
- Φυσικά τα κέρινα ομοιώματα μπαμπά! Τι λες κι εσύ Πουπουσέλ;
Εγώ να σας πω τώρα την αλήθεια δεν κατάλαβα τι πάει να πει η φράση «κέρινων ομοιωμάτων». Αλλά όταν πήγαμε στο μουσείο, που ήταν κατασκότεινο, υγρό, με ξύλινα πατώματα, είδα πίσω από τις τεράστιες βιτρίνες πολλούς ανθρώπους, ολοζώντανους, που στεκόντουσαν ακίνητοι σαν αγάλματα χωρίς να ανοιγοκλείνουν τα μάτια τους και χωρίς καν να ανασαίνουν. Και γεμάτο έκπληξη άκουγα τον κ. Αχιλλέα που εξηγούσε στην Έλλη, η οποία κυριολεκτικά είχε χαζέψει κοιτάζοντας με ανοιχτό το στόμα.
- Εδώ, βλέπουμε τα εγκαίνια της Διώρυγας του Σουέζ, που την διάνοιξε ο Ντε Λεσσέψ. Κοίτα τους ξένους επισήμους πώς κορδώνονται μες στα γαλόνια τους. Και πίσω οι ιθαγενείς με τις καλές στολές τους. Εκεί στην άλλη βιτρίνα είναι μια σκηνή από την όπερα Αΐντα. Κι εκεί, δες Έλλη, η Φυγή στην Αίγυπτο. Την ξέρεις βέβαια την ιστορία από το Σχολείο. Σε λίγο, που θα φύγουμε από εδώ θα πάμε και στο δέντρο της Παναγίας μας.
- Πού είναι αυτό μπαμπά; ρώτησε με ενδιαφέρον η θετή μου μαμά!
- Είναι στην Ηλιούπολη, στο προάστιο Ματαρέϊα, κοντά στο Ζιτούν.
- Και γιατί το λένε έτσι; ξαναρώτησε η Έλλη.
- Η λέξη «Ζιτούν» προέρχεται από την αραβική λέξη «ζιτέγια», που θα πει «ελιά». Αλλά πάμε, και θα σας πω κι άλλα στη διαδρομή.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο μας, και καθώς οδηγούσε ο κ. Αχιλλέας, μας έλεγε την ιστορία.
- Πριν πολλά χρόνια, όταν γεννήθηκε ο Χριστούλης μας, ένας βασιλιάς, ο Ηρώδης, ήθελε να του κάνει κακό. Τότε η Παναγία για να τον γλιτώσει, τον πήρε κρυφά, και μ’ ένα γαϊδουράκι ταξίδεψαν μέχρι εδώ, στην Αίγυπτο. Η Παναγία μας ήταν πολύ κουρασμένη από το ταξίδι που κράτησε μέρες και στάθηκε να ξαποστάσει κάτω από ένα δέντρο, δίπλα σ’ ένα πηγάδι. Εκεί τάισε με το γάλα της τον Χριστό μας. Μετά, συνέχισε λίγο το ταξίδι, και βρήκε ένα σπίτι να μείνουν, που σήμερα είναι σε ένα υπόγειο κάποιας εκκλησίας στο Παλιό Κάιρο. Εκεί όμως θα πάμε μια άλλη φορά.
- Και αυτό το δέντρο υπάρχει ακόμα μπαμπά, που κάθισε από κάτω η Παναγίτσα; ρώτησε με ενδιαφέρον η Έλλη.
- Και βέβαια υπάρχει, θα το δούμε σε λίγο. Να, εκεί στην στροφή του χωματόδρομου θα σταματήσουμε.
Κατεβήκαμε, προχωρήσαμε λιγάκι και βρεθήκαμε μπροστά σε μια χαμηλή μάντρα από τούβλα, ασπρισμένα με ασβέστη. Μπήκαμε μέσα και όλη η οικογένεια έκανε το σταυρό της. Ήταν μια μεγάλη αυλή με ένα μαγγανοπήγαδο, ένα πηγάδι δηλαδή που το νερό έβγαινε με μια ρόδα που γυρνούσε γύρω-γύρω και είχε πάνω στερεωμένα κουβαδάκια. Τα κουβαδάκια άδειαζαν το νερό σε μια μικρή πέτρινη στέρνα. Δίπλα ήταν ένα πανάρχαιο δέντρο. Ο κορμός του είχε γεράσει και ήταν γκρίζος σαν βράχος. Ήταν γερμένος σε πολλές μεριές και τον στήριζαν από τα κλαδιά μεγάλα ξύλα σαν πατερίτσες. Όμως, είχε ακόμα πράσινα φύλλα.
Ο κ. Αχιλλέας άρχισε να μας λέει την ιστορία του:
- Το δέντρο αυτό στεκόταν όρθιο κοντά 2.000 χρόνια. Είχε απλώσει μεγάλα κλαδιά και φύλλα με παχύ ίσκιο και είχε ριζώσει βαθιά μέσα στη γη. Όμως γέρασε. Και μια μέρα στις 16 Ιουλίου του 1906 που φυσούσε αμμοθύελλα από την έρημο, το δέντρο της Παναγίας μας μ’ ένα τεράστιο τρίξιμο κόπηκε στα δύο και έπεσε. Κοίτα όμως, Έλλη μου, το έχουν στηρίξει οι άνθρωποι εδώ ευλαβικά με υποστυλώματα, και το δέντρο δεν ξεράθηκε. Πέταξε νέους βλαστούς και νέα φύλλα. Και θα ζει για πάντα σαν ταπεινός μάρτυρας του περάσματος του Κυρίου μας και της Παναγίας μας από εδώ, από τη γη της Αιγύπτου. Το δέντρο της Παρθένου Μαρίας σε φωτογραφίεςαπό τις αρχές του 20ου αιώνα, μέχρι το 1987.
Ο μπαμπάς έκοψε ένα φυλλαράκι και το έδωσε στην κυρία Αγγελική, λέγοντας της να το βάλει στα εικονίσματα. Εκείνη την ώρα πάνω στο δέντρο ήρθαν πετώντας και έκατσαν πολλά πουλιά που άρχισαν να κελαηδούν πολύ ωραία. Έμοιαζαν, σαν να με καλούσαν κοντά τους. Όμως ο κ. Αχιλλέας είπε να φύγουμε για να προλάβουμε.
Θα τελειώναμε τη βόλτα μας στη μεγάλη αγορά του Καΐρου, την Χαν Ελ Χαλίλ, που ήταν αρκετά κοντά από εκεί.
Όταν φτάσαμε, ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει και όλη η πόλη βυθιζόταν σε ένα γλυκό πορτοκαλί χρώμα που έμοιαζε με διάφανο πέπλο. Ανάμεσα στα χαμηλά σπίτια και τα μαγαζιά της περιοχής όπου πηγαινοερχότανε πολύς κόσμος ντυμένος με παράξενα, μακριά ρούχα και μαντήλια στα κεφάλια (κελεμπία και κούφια μου είπε η Έλλη αργότερα ότι τα λένε) ξεχώριζαν κάποια πολύ μεγάλα κτίρια με τρούλους σαν εκκλησίες, και πλάι τους είχαν κάτι πολύ ψηλά κατασκευάσματα, σαν τεράστια φουγάρα, που τέλειωναν σε μυτερές κορυφές.
- Αυτά Πουπουσέλ, μου εξήγησε η Έλλη, είναι τα τζαμιά των μουσουλμάνων, με τους ψηλούς μιναρέδες τους.
- Παράξενες λέξεις και άγνωστες εντελώς σε εμένα. Τίποτα δεν κατάλαβα. Άρχισα λοιπόν να κοιτάζω γύρω μου γιατί είχε πολύ ενδιαφέρον. Άλλωστε λίγο αργότερα έμαθα σε τι χρησιμεύει ο μιναρές στο τζαμί. Στην αγορά Χαν Ελ Χαλίλ.
Στην αγορά είχε πολύ κόσμο που διαλαλούσε διάφορα εμπορεύματα. Πουλούσαν μπαχαρικά, μπακίρια, δέρματα, χρυσαφικά, κι ένα σωρό άλλα πράγματα. Κάποιοι στους δρόμους, είχαν φορτωμένα στην πλάτη τους κάτι καλογυαλισμένα μπακιρένια δοχεία, που καθώς έσκυβαν, από ένα σωληνάκι άδειαζαν ένα μαύρο-καφέ υγρό μέσα σε ποτήρια, και το πουλούσαν στους περαστικούς. "Είναι ταμαρίντι" μου είπε η Έλλη. Είναι θεραπευτικό! αλλά ο μπαμπάς δεν αφήνει να αγοράζουμε από πλανόδιους, για να μη μας πιάσει η κοιλιά μας! Κάποιοι άλλοι πουλούσαν νερό, από στάμνες, που είχαν στερεωμένες με καλάθια στις πλάτες τους. Δεν καθίσαμε πολύ όμως, γιατί σκοτείναζε και είμαστε κουρασμένοι. Και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Καθώς φεύγαμε άρχισαν να αντιλαλούν από τον ένα μιναρέ στο άλλο φωνές -μουεζίνηδων μου είπε η Έλλη- που καλούσαν τους μουσουλμάνους κατοίκους του Καΐρου σε προσευχή. Φοβήθηκα λίγο από τις δυνατές και μακρόσυρτες φωνές τους και μαζεύτηκα στη στοργική χούφτα της θετής μαμάς μου.
Από την ημέρα εκείνη όλοι με αγάπησαν στο σπίτι. Πλέον ήμουν ένα κατοικίδιο σπουργίτι. Η Έλλη και οι γονείς της με είχαν μη στάξει και μη βρέξει. Κάθε μέρα με τάιζαν και ετοίμαζαν το μπάνιο μου με τον ίδιο τρόπο. Εγώ τρελαινόμουν να κάθομαι στον ώμο της θετής μαμάς μου και να τσιμπολογώ τα μαλλιά και το δαντελένιο γιακαδάκι της, κι εκείνη γαργαλιόταν και λυνόταν στα γέλια.
Η καλύτερη στιγμή ήταν όταν μου έλεγε: «Έλα Πουπουσέλ, πάμε να φάμε μύγες!». Πιστεύω να ξέρετε, ότι η Αίγυπτος είναι γεμάτη μύγες. Τρομερή λιχουδιά! Με έκλεινε στη χούφτα της και πλησίαζε το ράμφος μου κοντά στο τζάμι. Με ανασήκωνε σιγά-σιγά, και τσικ-τσικ, κάθε μύγα που βρισκόταν στο πέρασμα μου την έκανα μια χαψιά.
Ως μέλος του σπιτιού, είχα πλέον το δικαίωμα να φτερουγίζω σε κάθε δωμάτιο. Κι όλοι αποζητούσαν τη συντροφιά μου. Άκουγα συζητήσεις, επισκεπτόμουνα τον κ. Αχιλλέα στο εργαστήριο του, που έμοιαζε με το εργαστήριο ενός εφευρέτη και μάθαινα πολλά.
Ο κ. Αχιλλέας είχε μεγάλη αδυναμία στην Έλλη. Όπως και η Έλλη επίσης σ’ εκείνον. Την μάθαινε να αγαπά ό,τι υπήρχε στη φύση και ιδιαίτερα τα ζωύφια. Για τα μερμήγκια ειδικά, που είναι πολύ εργατικά και ποτέ δεν τεμπελιάζουν τη συμβούλευε λέγοντας: «Πρόσεχε μη τα πατάς, γιατί θα κλαίει η μανούλα τους». Και ξέρετε, ήταν κάτι μερμήγκια τεράστια, δέκα φορές το μέγεθος ενός κανονικού μερμηγκιού. Αυτά οι Αιγύπτιοι τα αποκαλούν «κλέφτες της κατσαρόλας», γιατί απ’ όπου βρουν τρυπώνουν στις κουζίνες και ξεσηκώνουν τα φαγητά μέσα από κατσαρολικά και πιάτα. Αυτά λοιπόν τα μερμήγκια η Έλλη τα σεβόταν πάρα πολύ. Και την εποχή που προσπαθούσε να μάθει ποδήλατο, όταν συναντούσε τις στρατιές των γιγάντιων αυτών μερμηγκιών μπροστά της, προτιμούσε εκατό φορές να κάνει στραβοτιμονιά και να πέσει κάτω, παρά να τα πατήσει, ακούγοντας τη συμβουλή του κ. Αχιλλέα.
Ο κ. Αχιλλέας εκτός από πολύ καλός πατέρας, ήταν ένας πολυτάλαντος και πολυάσχολος άνθρωπος. Απ’ ό,τι έχω μάθει ήταν μόλις 10 ετών, όταν βοήθησε κάποιους Άγγλους να συναρμολογήσουν ένα αεροπλάνο, αληθινό κανονικό αεροπλάνο, όχι παιχνίδι, που το είχε και σε φωτογραφία στο γραφείο του. Το αεροπλάνο εκείνο είχε και ωραίο όνομα, το έλεγαν Αντουανέτα.
Όμως αγαπημένη συνήθεια του κ. Αχιλλέα ήταν και η ζωγραφική. Οι περισσότεροι πίνακες μέσα στο σπίτι ήταν έργα δικά του. Του άρεσε να ζωγραφίζει θέματα από την Ελλάδα, εκκλησάκια της Αθήνας, της Κύπρου αλλά και τοπία από το αγαπημένο του χωριό το Δίλοφο Ζαγορίου απ’ όπου καταγόταν η οικογένεια η δική του και της κ. Αγγελικής. Θυμάμαι, όταν ο κ. Αχιλλέας ζωγράφιζε, η κ. Αγγελική πήγαινε και καθόταν δίπλα του. Παρακολουθούσε το θέμα που ζωγράφιζε, τα χρώματα που χρησιμοποιούσε και της άρεσε να τον ρωτάει γιατί ζωγράφιζε κάτι έτσι, ή του έλεγε να διορθώσει κάτι που δεν της άρεσε. Και ο κ. Αχιλλέας, άκουγε πάντοτε τις υποδείξεις της, γιατί έλεγε ότι η κ. Αγγελική ήταν πολύ καλή κριτικός τέχνης. Άσχετα αν δεν ήξερε να βάλει ούτε μια πινελιά ή να τραβήξει μια γραμμή ίσια. Και για να πω την αλήθεια, μου άρεσε πολύ, όταν τους έβλεπα να κάθονται έτσι, δίπλα-δίπλα ο ένας στον άλλον. Εκείνος να ζωγραφίζει και εκείνη να κάνει κριτική. Έβλεπα μέσα στα βλέμματα που αντάλλαζαν και καταλάβαινα από τον τρόπο που μιλούσαν, ότι ήταν ένα πολύ αγαπημένο ζευγάρι. Μοιάζανε, να σας πω την αλήθεια, σαν δυο σπουργίτια καθισμένα δίπλα-δίπλα σ’ ένα κλαδί. Βέβαια, εδώ έχω να δηλώσω και ένα παράπονο. Ότι ο κ. Αχιλλέας δεν ζωγράφισε ποτέ το πορτραίτο μου. Ούτε και η Έλλη. Γιατί πρέπει να σας πω ότι ζωγράφιζε εξαιρετικά κι αυτή. Ένα από τα μέρη του σπιτιού που της άρεσε να ζωγραφίζει, ήταν το ταβάνι στο δωμάτιο της γιαγιάς. Όχι δηλαδή ότι καθόταν επάνω στο ταβάνι. Αλλά, ζωγράφιζε πάνω στο ταβάνι. Και για να φτάσει βέβαια εκεί, έπρεπε να κάνει μια σειρά από ακροβατικά. Η γιαγιά είχε στο δωμάτιο της μια παλιά ξύλινη ντουλάπα και δίπλα μια συρταριέρα που φύλαγε μέσα τα ρούχα της. Επάνω η συρταριέρα ήταν σκεπασμένη με μάρμαρο. Κι επάνω στο μάρμαρο ήταν ακουμπισμένο ένα μεγάλο ξύλινο εικονοστάσι σαν ντουλάπι, με τζάμι μπροστά, που η γιαγιά είχε μέσα τις εικόνες της. Πλάι του ήταν στοιβαγμένα πολλά βιβλία. Η Έλλη λοιπόν έβαζε στην τσέπη του φουστανιού τις μπογιές της, ανέβαινε στη συρταριέρα και χρησιμοποιώντας τα βιβλία της γιαγιάς σαν σκαλοπάτια σκαρφάλωνε επάνω στην ντουλάπα. Από εκεί το ταβάνι ήταν πολύ κοντά. Εγώ, βέβαια, δεν χρειαζόταν να κάνω τόσα ακροβατικά για να φτάσω ως εκεί. Μόλις η Έλλη μου έλεγε: «Πουπουσέλ έλα να ζωγραφίσουμε», μ’ ένα πεταγματάκι, χωρίς να χάσω ευκαιρία, βρισκόμουν επάνω στον ώμο της. Και έβλεπα την Έλλη που ζωγράφιζε με ζωηρά χρώματα πουλάκια, δέντρα και λουλούδια, αλλά και αγαπημένες γωνιές του σπιτιού, όπως ήταν το καθιστικό και η κρεβατοκάμαρά της. γεμίζοντας σ’ εκείνο το σημείο το ταβάνι του δωματίου της γιαγιάς. Όμως, η ζωγραφική κάποιες φορές σταματούσε απότομα, από την αυστηρή φωνή της κ. Αγγελικής: «Έλλη! πάλι σκαρφάλωσες στη ντουλάπα! Κατέβα απ’ εκεί, θα σκοτωθείς! Επιτέλους πότε θα καθίσεις φρόνιμα! Μόλις κατέβεις θα σου τις βρέξω για να μάθεις να μην είσαι άτακτη!» Βέβαια, το «βρέξιμο» το γλίτωσε πολλές φορές η Έλλη χάρη στη γιαγιά. Κατέβαινε με δύο πήδους από την ντουλάπα και χωνόταν όχι μέσα στην αγκαλιά, αλλά μέσα στην ανοιχτή, μακριά της ρόμπα και η γιαγιά προστάτευε την Έλλη όπως τα πουλιά προστατεύουν τα μικρά τους μέσα στις φτερούγες τους. Το σίγουρο είναι ότι η Έλλη θεωρούσε πολύ φυσικό ό,τι έκανε. Και καμιά αταξία της δεν την θεωρούσε αταξία. Γι΄ αυτό, και όταν έβλεπε τη μαμά της να της φωνάζει έτσι αυστηρά και να την απειλεί ότι θα της τις «βρέξει», την κοιτούσε απορημένη και μου έλεγε εμπιστευτικά: «Μπα, να δεις πως αυτή δεν είναι πραγματική μου μητέρα!». Όταν βέβαια δεν της χαλούσε χατίρι, ξεχνούσε τι είχε πει, και μου έλεγε: «Έχω την καλύτερη μητέρα του κόσμου!»
Πάντως η ζωγραφική ήταν μια από τις αγαπημένες ασχολίες της Έλλης. Μάλιστα, όταν πήγαινε σχολείο είχε τη συνήθεια, ακούγοντας το μάθημα, να ζωγραφίζει ταυτόχρονα στα τετράδια της και στα λευκά περιθώρια των βιβλίων της. Όλη την ώρα κρατούσε ένα μολύβι και ζωγράφιζε. Αγαπημένο θέμα της ήταν ο Μίκυ Μάους. Και η δασκάλα της, η κ. Βαλεντίνη Ραζουμόφσκι που δεν την άντεχε άλλο, της κόλλησε το παρατσούκλι Μίκυ Μάους, Η Έλλη όμως, όχι μόνο δεν πειράχτηκε αλλά άρχισε να βάζει την υπογραφή της συνοδεύοντας την μ’ ένα σκίτσο του αγαπημένου της Μίκυ. Τώρα βέβαια, απορώ, εγώ τόσο δύσκολη φάτσα έχω και κανείς δεν μπόρεσε να με ζωγραφίσει; Όμως, η αλήθεια να λέγεται, δεν πρέπει να έχω κανένα παράπονο, αφού είχα πάντα την αγάπη όλης της οικογένειας και συμμετείχα σε κάθε τους ασχολία. Έτσι θυμάμαι πολλά περιστατικά όπως αυτό που θα σας διηγηθώ τώρα:
Ένα πρωί χτύπησε κάποιος την εξώπορτα. Η Έλλη έτρεξε ν’ ανοίξει και εγώ πέταξα συνοδεύοντας την. Άνοιξε και στο κατώφλι είδαμε έναν χοντρό κύριο με επίσημο κουστούμι που ζήτησε με ύφος σοβαρό τη μαμά της Έλλης. Πρέπει να πω ότι με κοίταξε κι εμένα με μεγάλη έκπληξη καθώς καθόμουν πάνω στο κεφάλι της Έλλης και μου φάνηκε ομολογουμένως πολύ παράξενο αυτό.
Η κ. Αγγελική σ' ένα λεπτό ήταν εκεί. Και ο αυστηρός κύριος που της συστήθηκε ως δικηγόρος, εβραϊκής καταγωγής, της είπε με περίλυπο ύφος ότι είχε πεθάνει μια φίλη της, η κυρία Κατίνα Σάριτζ, και έπρεπε να πάει σπίτι της να πάρει κάποια πράγματα που της είχε αφήσει κληρονομιά. Είδα ότι η μαμά της Έλλης λυπήθηκε πραγματικά με το δυσάρεστο νέο, και σκούπισε βιαστικά ένα δάκρυ που πήγε να κυλίσει από τα βλέφαρα της.
- Πέθανε η Κατίνα; είπε με κομμένη ανάσα.
Την ήξερα κι εγώ και η Έλλη την κ. Σάριτζ. Ήταν μια πλούσια κυρία, Σέρβα στην καταγωγή, που έμενε στο προάστιο Ζεϊτούν, λίγο έξω από το Κάιρο. Είχε ξοδέψει τα χρόνια της, καθώς ήταν ανύπαντρη, ταξιδεύοντας ανάμεσα στο Κάιρο και στο Παρίσι. Εμείς τη γνωρίσαμε στα γεράματα της, όταν είχε γίνει φίλη με την κ. Αγγελική. Θυμάμαι όποτε της κάναμε επίσκεψη στην όμορφη βιλίτσα της, ανοίγοντας την πόρτα, μας έπαιρνε από μακριά μια μυρωδιά «γιαγιαδίλας» με πούδρα, αρώματα, αλλά και μπόλικη σκόνη. Ήταν πάντοτε ντυμένη στα μεταξωτά και τις δαντέλες και είχε τα μαλλιά της πιασμένα ψηλά σε φουσκωτό κότσο. Το αυστηρό και περήφανο ύφος της, και η στητή κορμοστασιά της με το μεγάλο στήθος, της έδιναν έναν αέρα αρχοντιάς. Η Έλλη και εγώ παρακολουθούσαμε με ησυχία τις κουβέντες της με την κ. Αγγελική και απολαμβάναμε τα κεράσματα που μας έδινε• συνήθως γλυκά του κουταλιού ή μπακλαβάδες σιροπιαστούς για την Έλλη και βρεγμένα, πεντανόστιμα ψιχουλάκια για μένα. Μιλούσαν με τις ώρες, κι επειδή η κ. Σάριτζ ήξερε ότι λόγω της μεγάλης ηλικίας της κάποια στιγμή θα έφευγε από τη ζωή αυτή, έλεγε στην κ. Αγγελική ότι θα της άφηνε κληρονομιά ένα μεγάλο περσικό χαλί που ήταν κρεμασμένο πίσω της στον τοίχο και πίσω του είχε η ίδια ράψει μια ετικετούλα που έγραφε: «Αυτό να δοθεί στην κ. Αγγελική».
Και να τελικά που πέθανε η κ. Σάριτζ. Και τώρα, οι τρεις μας, η κ. Αγγελική κρατώντας την Έλλη από το χέρι, κι εγώ, καθισμένο στον ώμο της θετής μαμάς μου, να κατευθυνόμαστε προς το σπίτι της συγχωρεμένης για να πάρουμε την κληρονομιά που είπε ο εβραίος δικηγόρος. Όταν φτάσαμε στο σπίτι της κ. Σάριτζ ήταν σχεδόν άδειο από την παλιά βαριά επίπλωση, και στην είσοδο υπήρχαν δίπλα-δίπλα ακουμπισμένα δυο μεγάλα μπαούλα.
- Αυτά σας άφησε η κ. Σάριτζ. Υπογράψτε αυτό το έγγραφο για την παραλαβή, είπε με ύφος ψυχρό ο δικηγόρος στην κ. Αγγελική και μπήκε στο σπίτι, που κάποιοι Αρμένιοι αχθοφόροι συσκεύαζαν και μετέφεραν διάφορα πράγματα.
Η κ. Αγγελική ειδοποίησε ένα φορτηγό και σε λίγο βρεθήκαμε με τα δυο μπαούλα στο σπίτι μας. Εκείνη την ώρα είχαν έρθει η Χαρίκλεια και μερικές ακόμα ξαδέλφες της Έλλης για να παίξουν όλες μαζί. Ο κ. Αχιλλέας μόλις άκουσε το θόρυβο από τα μπαούλα που σερνόντουσαν στο πάτωμα, βγήκε από το γραφείο του να δει τι συνέβαινε. Όλοι με ανυπομονησία σταθήκαμε γύρω από τα δύο μεγάλα μπαούλα, λες και θα ανοίγαμε κάποιες κασέλες με θησαυρούς. Οπότε, με μια αποφασιστική κίνηση η κ. Αγγελική άνοιξε τα μπαούλα λέγοντας:
- Για να δούμε τι μας άφησε η κ. Σάριτζ.
Και με το που τα άνοιξε εκείνη και ο κ. Αχιλλέας άφησαν ένα επιφώνημα απογοήτευσης. Μπορείτε να φανταστείτε τι είχαν μέσα τα περίφημα μπαούλα; Λοιπόν, η κληρονομιά ήταν ένα παλιό υφαντό κιλίμι, όχι εκείνο το περσικό χαλί που σας είπα παραπάνω, και στοίβες από μασκαραδίστικα ρούχα -μπαλ μασκέ τα είπε η κ. Αγγελική- και αμέτρητα καπέλα με φτερά. Η Έλλη και οι ξαδέρφες της ξετρελάθηκαν. Άπλωσαν με ορμή τα χέρια τους στις καπελαδούρες και τις φορούσαν τη μια μετά την άλλη, σκορπώντας τρανταχτά χαχανητά, καθώς έβλεπαν τις φάτσες τους. Άρπαξα κι εγώ στον αέρα ένα κόκκινο πούπουλο που ξέφυγε από ένα καπέλο και το στήριξα στη γκρίζα μου φτερούγα. Μου πήγαινε τρέλα. Όμως, ο κ. Αχιλλέας κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό, βλέποντας τα παλιά φτερά από τα σαρακοφαγωμένα καπέλα να μαδούν και να γεμίζουν μαζί με σύννεφα σκόνης και μυρωδιά κλεισούρας και μούχλας το χωλ του σπιτιού.
- Τι είναι όλα αυτά! άρχισε να φωνάζει. Τι σκόνη, βρώμα και μικρόβια! Όλα γρήγορα για πέταμα!
Η φωνή του και το αυστηρό του βλέμμα δεν χωρούσαν αντίρρηση. Έτσι, όλη εκείνη η κληρονομιά της καημένης της κ. Σάριτζ κατέληξε άδοξα στα σκουπίδια. Μόνο μία αποκριάτικη στολή σώθηκε, που τη διεκδίκησε με πολύ πείσμα η Έλλη και, τελικά, κατάφερε τους γονείς της να την κρατήσει. Ήταν η στολή μιας Σπανιόλας τσιγγάνας. Στο κεντητό γιλέκο, τη ζώνη και στους φραμπαλάδες της φούστας ήταν ραμμένα αμέτρητα κουδουνάκια που έλαμπαν σαν χρυσά, κι όταν φορούσε η Έλλη τη στολή και χοροπηδούσε από χαρά, έκαναν ένα τρελό και ευχάριστο θόρυβο. Και για τα μαλλιά υπήρχε μια τιάρα από ταρταρούγα, που από πάνω της έπεφτε πλούσια, μια μαύρη, λεπτοδουλεμένη δαντέλα, ως κάτω από τους ώμους. Η Έλλη χαιρόταν πολύ να τη φοράει και να χορεύει. Όμως η μαμά της την προσγείωνε από τα τρελά όνειρά της: -"Έλλη, ξέχασέ το πως θα γίνεις χορεύτρια! Εσύ θα γίνεις επιστήμων!" της φώναζε και μέσα της έκανε τα δικά της όνειρα και τη μοναχοκόρη της!...
Όμως εκείνη η στολή που δε χώνεψε ποτέ της η Έλλη να φορέσει, ήταν εκείνη της Χιονάτης. Σε κάποιο παιδικό πάρτι, η νονά της, η κ.Δαγοπούλου, έριξε την ιδέα να ντυθεί η Έλλη Χιονάτη, καθώς ήταν άσπρη και με μαύρα κοντά μαλλιά, σαν την ηρωίδα του παραμυθιού. -"Εγώ δε θέλω να ντυθώ Χιονάτη!" δήλωσε με πείσμα η Έλλη και χτύπησε νευριασμένη το πόδι της στα πλακάκια της σάλας. Αλλά, ποιος την άκουσε; Για πότε ήρθε η μοδίστρα και της πήρε τα μέτρα, και για πότε έφερε τη στολή με τον ψηλό γιακά και τα φουσκωτά μανίκια έτοιμη, κανείς δεν το κατάλαβε. Η Έλλη τη φόρεσε με βαριά καρδιά και πήγε στο πάρτι άκεφη, ροκανίζοντας ένα μήλο από το καλάθι που κρατούσε στα χέρια της. Όταν ο μπαμπάς της είπε: "Ποιος θα βγει φωτογραφία;" η Έλλη έστριψε απαξιωτικά τη μουρίτσα της και γύρισε πεισμωμένη την πλάτη!...
Μια και λέμε για ρούχα, θυμήθηκα τώρα να σας διηγηθώ και για μια μεγάλη λαχτάρα που έκανε η Έλλη στη μαμά της.
Είχαμε κατέβει μια μέρα με το τραμ στο κέντρο του Καΐρου. Μαζί μας ήταν και η Αθηνά, η ξαδέλφη της Έλλης, με τη μαμά της. Η κ. Αγγελική και η μαμά της Αθηνάς μπήκαν σε ένα ραφτάδικο να παραγγείλουν ένα φόρεμα και είπαν στα κορίτσια να περιμένουν στην είσοδο μέχρι να βγουν. Η Έλλη τότε είχε μια ιδέα:
- Κρυβόμαστε πίσω από εκείνο το αυτοκίνητο και όταν βγουν οι μαμάδες μας να πεταχτούμε από την κρυψώνα μας και να τις τρομάξουμε; είπε με σκανταλιάρικο βλέμμα στην Αθηνά.
Εκείνη συμφώνησε διατακτικά. Εγώ βέβαια δεν μπορούσα παρά ν’ ακολουθήσω τη θετή μαμά μου. Κρυφτήκαμε λοιπόν πίσω από το αυτοκίνητο που έδειξε η Έλλη, απέναντι από την είσοδο του ραφτάδικου και τα δυο κορίτσια σχεδίαζαν με ψιθύρους και γελάκια πώς θα τρόμαζαν τις μαμάδες τους. Κάθε λίγο έβγαζαν τα κεφάλια τους απ' την κρυψώνα και παρακολουθούσαν να δουν πότε θα έβγαιναν οι μαμάδες τους από το μαγαζί. Αλλά μετά από αρκετά λεπτά, κατάλα¬βαν ότι κάτι ανησυχητικό συνέβαινε.
- Μα πού είναι; αναρωτήθηκε η Έλλη• και βγαίνοντας από την κρυψώνα μπήκαμε στο ραφτάδικο να δούμε τι γίνεται. Ο ράφτης ήταν μόνος του πίσω από τον πάγκο του και μετρούσε με μια μεζούρα ένα ύφασμα που ξεδίπλωνε από ένα τόπι.
- Συγνώμη, είπε η Έλλη, δύο κυρίες που μπήκαν προ ολίγου εδώ, τι έγιναν;
- Έφυγαν! απάντησε κοφτά ο ράφτης.
- Έφυγαν; είπε έκπληκτη η Αθηνά και έβαλε αμέσως τα κλάματα.
Βγήκαμε από το μαγαζί, κοιτάξαμε το δρόμο πάνω και κάτω, άφαντες οι μαμάδες. Κλάμα η Αθηνά!
- Έχασα τη μαμάαα! Θέλω τη μαμά μου!
Όμως η Έλλη ατάραχη της είπε:
- Σταμάτα να κλαις! Κάτσε να σκεφτούμε τι θα κάνουμε. Σκέφτηκε για λίγο ψύχραιμα και φώναξε θριαμβευτικά:
- Το βρήκα! Θα πάμε εδώ, λίγο πιο κάτω, στην οδό Φουάντ, κοντά στην πλατεία της Όπερας. Είναι το Ζαχαροπλαστείο Αλκαζάρ, του νονού μου, του Δαγόπουλου. Το διασημότερο της περιοχής• πρόσθεσε με καμάρι. Μου έχει πει η μαμά, ότι όποτε κατεβαίνουμε για ψώνια στο κέντρο, σε περίπτωση που χαθώ να πάω στο νονό μου. Πάμε λοιπόν εκεί να φάμε και κανένα γλυκό και να τις περιμένουμε.
Πήγαμε, η Έλλη μέσα στη χαρά, η Αθηνά μυξοκλαίγοντας, και ο νονός μάς υποδέχτηκε έκπληκτος. Η Έλλη είπε αδιάφορα:
- Χάσαμε τις μαμάδες μας, αλλά σίγουρα θα έρθουν εδώ να μας βρουν νονέ, το ξέρω!
- Καθίσαμε σε ένα στρογγυλό τραπέζι, στρωμένο με άσπρο κεντητό τραπεζομάντηλο. Εγώ κοιτούσα γύρω-γύρω, γιατί πρώτη φορά έμπαινα σε ζαχαροπλαστείο. Η καλή μου Έλλη, άρχισε να μου εξηγεί:
- Βλέπεις εκείνο το χώρισμα Πουπουσέλ με το φιμέ τζάμι;
Κοίταξα προς τα εκεί που μου έδειξε, και είδα ένα μεγάλο τζάμι σαν τοίχο, που έμοιαζε θαμπό, και δεν έβλεπες καλά από πίσω, παρά μόνο σκιές. Και η Έλλη συνέχισε:
- Εμείς οι Ευρωπαίοι καθόμαστε από εδώ. Πίσω από το τζάμι κάθονται Αιγύπτιοι πελάτες. Ο νονός μου τους σερβίρει μπουγάτσες αλμυρές και γλυκές, που τους αρέσουν πολύ. Τους βγάζει και μουαλεμπί, και άλλες γλυκές κρέμες με διάφορα αρώματα, όπως τριαντάφυλλο ή ανθόνερο, που τρελαίνονται να τις τρώνε! Καπνίζουν και ναργιλέ εκεί. Ξέρεις, αυτή τη σωλήνα που τη φυσάνε μέσα σε μια γυάλινη φούσκα με νερό, και κάνει μπουρμπουλήθρες. Δίπλα από δω, δεν ξέρω αν πρόσεξες, έχει κι άλλο ένα ζαχαροπλαστείο που είναι αραβικό. Όμως οι περισσότεροι Αιγύπτιοι προτιμούν να έρχονται εδώ, γιατί ο νονός μου τους περιποιείται πάρα πολύ, και τους αρέσει αυτό!...
Η Έλλη θα συνέχιζε την κουβέντα, αλλά ήρθε ο γιος του νονού της με ένα μεγάλο δίσκο. Σέρβιρε τα κορίτσια σιροπιαστά γλυκά, που η Έλλη άρχισε να καταβροχθίζει με μεγάλη όρεξη. Αντίθετα, η Αθηνά μασουλούσε μέσα σε λυγμούς και απελπισία. Και να που κατέφθασε η μαμά της με την κ. Αγγελική.
- Α, εδώ είσαστε; λέει κατακόκκινη από θυμό η κ. Αγγελική και αστράφτει ένα δυνατό φούσκο στην Έλλη που έμεινε έκπληκτη.
- Μα γιατί καλέ μαμά; Εσύ δεν μου έχεις πει να έρχομαι εδώ όταν χάνομαι; Εσείς δηλαδή πού χαθήκατε;
- Εμείς από το ραφτάδικο πήγαμε απέναντι στο χρυσοχοείο να δούμε ένα κόσμημα. Εσείς έπρεπε να φύγετε; είπε τρέμοντας από τα νεύρα της η κ. Αγγελική.
Τελικά, μαμάδες και κόρες αγκαλιάστηκαν ευτυχισμένες που είχαν ξαναβρεθεί. Και ευτυχώς που βρέθηκαν, γιατί τι δικαιολογία θα είχε να πει η κ. Αγγελική στον κ. Αχιλλέα;
Ο νονός της Έλλης κέρασε και μπακλαβά και η πίκρα όλων γλυκάθηκε μέσα σε γέλια και ευχάριστες κουβέντες.
Λίγες μέρες αργότερα έξω είχε σηκωθεί ένας δυνατός άνεμος. Φυσούσε τόσο δυνατά ώστε σήκωνε σύννεφα σκόνης από την έρημο Σαχάρα που απλώνονταν ατελείωτη δίπλα ακριβώς στην πόλη του Καΐρου. Θυμάμαι που τον είπαν: "Χαμσίν". Έτσι τον έλεγαν οι ντόπιοι. Είχαμε αναγκαστεί να κλείσουμε τα παράθυρα και να μείνουμε μέσα στο σπίτι. Η Έλλη ξαπλωμένη στο κρεβάτι της ξεφύλλιζε βαριεστημένα ένα βιβλίο με ζωγραφιές. Εγώ καθόμουν στο κεφαλάρι του κρεβατιού και την παρακολουθούσα. Δύο φορές που πέταξα επάνω από το κεφάλι της για να την απασχολήσω μήπως και παίξουμε λίγο, μ’ έδιωξε με το χέρι της όπως διώχνει κανείς μια ενοχλητική μύγα. Κατάλαβα ότι δεν είχε όρεξη για παιχνίδια. Έτσι, δεν είχα τίποτ’ άλλο να κάνω από το να περιμένω να της ξανάρθει το κέφι. Τότε, άνοιξε η πόρτα του δωματίου και μπήκε ο κ. Αχιλλέας. Φαίνεται του είχε κάνει εντύπωση η απόλυτη ησυχία, πράγμα πολύ σπάνιο για το δωμάτιο της Έλλης.
- Όλα καλά εδώ; ρώτησε με σοβαρό ύφος κοιτάζοντας με το έντονο, διαπεραστικό του βλέμμα την Έλλη.
- Ναι, μπαμπά. Όλα καλά. Αλλά με κούρασε η κλεισούρα και βαριέμαι, είπε η Έλλη με κουρασμένη φωνή.
- Α! τότε πρέπει να ξυπνήσουμε λίγο εδώ μέσα! είπε ο κ. Αχιλλέας με το ωραίο του χαμόγελο. Και μπαίνοντας στο δωμάτιο κάθισε στην αναπαυτική πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο.
- Για έλα κάτσε εδώ, είπε στην Έλλη, χτυπώντας με την παλάμη το δεξί γόνατο του.
Η Έλλη σηκώθηκε ενθουσιασμένη και κάθισε φωλιάζοντας στην μεγάλη αγκαλιά του.
- Να σου πω μια αληθινή ιστορία; τη ρώτησε με ύφος ερευνητικό σα να ήθελε να αποσπάσει μια θετική απάντηση.
Εγώ κοίταξα με ύφος απορημένο σα να έλεγα: «Εμένα κανείς δεν θα με ρωτήσει;». Ο κ. Αχιλλέας σα να μάντεψε τη σκέψη μου, είπε: «Έλα κι εσύ Πουπουσέλ!» Φυσικά, δεν περίμενα δεύτερη πρόσκληση. Πέταξα πρόθυμη, φρρρουστ και κάθισα στον ώμο του. Και ο κ. Αχιλλέας, με απαλή και ζεστή φωνή άρχισε την ιστορία:
- Μια φορά, όταν ήμουν πολύ μικρός, τότε που ακόμα μέναμε στο προάστιο Ματαρέια, δίπλα στο σπίτι μας, σε μια διώροφη βιλίτσα με μεγάλο κήπο έμενε μια νεαρή χανούμισσα, κόρη ενός Αιγυπτίου πασά. Ζούσε εκεί με τις υπηρέτριες της και με τους φύλακες της που φρόντιζαν για την ασφάλεια της, γιατί ήταν και πολύ όμορφη κοπέλα. Θυμάμαι ήταν ψηλή, λεπτή, με ωραιότατα μαύρα μάτια γεμάτα γλύκα. Είχε πολύ λεπτό γούστο και είχε διακοσμήσει το σπίτι της μέσα κι έξω με εξαιρετικό τρόπο. Έξω ήταν βαμμένο με απαλά χρώματα και μέσα, είχε καλέσει ζωγράφους από την Ιταλία να της ζωγραφίσουν τους τοίχους και τα ταβάνια. Της άρεσαν πάρα πολύ τα πορσελάνινα αγαλματάκια, και είχε μια σπουδαία συλλογή από αυτά. Είχε μάλιστα γίνει φίλη με τη γιαγιά σου την Ελένη και ερχόταν συχνά στο σπίτι μας να πίνουν μαζί τον καφέ τους. Και δεν θα ξεχάσω, που έφερνε πάντοτε μαζί της το πορσελάνινο φλιτζανάκι της με το πιατάκι, που αν το κοιτούσες στο φως έβλεπες μέσα το βασιλικό στέμμα. Και μαζί έφερνε και τα χρυσά κουταλάκια της με την ημισέληνο και το αστέρι, για να βάζει ζάχαρη στο φλυτζάνι της και να την ανακατεύει. Μια φορά έφυγε βιαστικά από το σπίτι κι έτσι το φλιτζανάκι εκείνο, καθώς και τα χρυσά της κουταλάκια, μας έμειναν ενθύμιο. Κάποτε θα τα πάρεις εσύ Έλλη μου. Που λες λοιπόν, καθώς τα σπίτια μας ήταν απέναντι το ένα από το άλλο, μια φορά η χανούμισσα είδε από το παράθυρό της κάποιον που ήρθε να μας κάνει επίσκεψη. Ήταν ο νονός μου, ο Παναγιώτης Κομνηνός, διευθυντής στη Βιομηχανία Τσιγάρων του Νέστορα Τζανακλή, που καταγόταν από την Γκιουμουλτζίνα, όπως έλεγαν τότε την Κομοτηνή. Μικρή βιογραφική αναφορά για το Νέστορα Τσανακλή στο "Εθνικόν Ημερολόγιον" του Κωνστ.Φ.Σκόκου, του έτους 1897.
Ο Νέστωρ Τσανακλής δέχεται συγχαρητήρια από τον βασιλιά Φουάντ. Κάτω: Ο Κώστας Δαρδανίδης στο λογιστήριο της βιομηχανίας του Νέστορα Τσανακλή. Σ΄εκείνη την καπνοβιομηχανία δούλευε σαν λογιστής και ο παππούς σου, ο καλός μου πατέρας που συγχωρέθηκε, ο Κώστας. Πρώτα δούλευε στα καταστήματα του Μεϊμαράκη, αλλά έπειτα έμεινε άνεργος τρία χρόνια. Θυμάμαι περάσαμε δύσκολα τότε!... Τελικά, έπιασε δουλειά στου Τσανακλή, και το 1930 πήρε σύνταξη. Εκεί συνεργαζόταν με το νονό μου τον Παναγιώτη Κομνηνό. Θυμάμαι, ο Κομνηνός ήταν ένας πολύ ωραίος άντρας, πάντοτε καλοντυμένος και περιποιημένος, ψηλός, λεπτός με μεγάλα όμoρφα μουστάκια. Η χανούμισσά μας λοιπόν τον αγάπησε...
- Πώς την έλεγαν τη χανούμισσα μπαμπά; τον διέκοψε η Έλλη όλο ενδιαφέρον, καθώς την είχε συνεπάρει η ιστορία.
- Ναϊμέ Χανούμ αν θυμάμαι καλά. Λοιπόν, δεν ξέρω κι εγώ πώς, αλλά και ο νονός μου αγάπησε τη χανούμισσα. Μοιράστηκα κι εγώ θυμάμαι λίγη από εκείνη την αγάπη της χανούμισσας, γιατί ένα ηλιόλουστο πρωινό, χτύπησε η πόρτα μας, κι ήταν η όμορφη Ναϊμέ κρατώντας με χαμόγελο ένα δώρο για μένα. Ένα μεγάλο τύμπανο που αμέσως ξεκίνησα να το χτυπώ ξεσηκώνοντας με το θόρυβο και τρελαίνοντας τη γιαγιά σου. Βέβαια, για να λέμε την αλήθεια, το δώρο ήταν μια πρόφαση. Γιατί σίγουρα η χανούμισσα είχε δει τον νονό μου που πάλι είχε έρθει να μας κάνει επίσκεψη και έψαχνε να βρει ευκαιρία για να γνωριστούν. Τότε ήταν που πρωτοανταμώθηκαν οι ματιές τους και ξεκίνησε η άτυχη αγάπη τους. Και λέω άτυχη, γιατί ένα πρωί που ξυπνήσαμε, μας περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Το σπίτι της χανούμισσας απέναντι μας, έμοιαζε άδειο και ερημωμένο. Η γιαγιά σου σηκώθηκε μια και δυο, πήγε, χτύπησε την πόρτα, στο σπίτι δεν υπήρχε κανείς...
- Κανείς; είπε με στενοχώρια η Έλλη, και στο πρόσωπο της απλώθηκε θλίψη.
- Κανείς! Ούτε οι υπηρέτες, ούτε η χανούμισσα. Κανείς. Μπήκανε ψύλλοι στ’ αυτιά της γιαγιάς σου. «Εδώ κάτι τρέχει», σκέφτηκε. Έδωσε πήρε η γιαγιά, γεμάτη περιέργεια πήγε στο παλάτι του πασά, του πατέρα της χανούμισσας και αφού «λάδωσε» έναν υπηρέτη, Αλβανό κρυπτοχριστιανό, έμαθε ότι ο πασάς είχε θυμώσει με την κόρη του, επειδή τόλμησε να αγαπήσει έναν άπιστο, όπως λένε εμάς τους Χριστιανούς οι Μουσουλμάνοι, και την έστειλε για τιμωρία σ’ ένα απόμερο σπίτι, μια τρώγλη, μέσα στην έρημο δύο χιλιόμετρα έξω από το Κάιρο. Η μαμά μου λοιπόν, πάλι «λάδωσε» τον υπηρέτη και έμαθε πού ακριβώς βρισκόταν η χανούμισσα. Ναύλωσε ένα αμάξι και πήγε να την βρει στην έρημο. Εκεί βρήκε την δύστυχη κοπέλα βαριά άρρωστη, από τύφο νομίζω, ή από φυματίωση, δεν θυμάμαι καλά, πεσμένη σ’ ένα κρεβάτι μέσα στη βρώμα. Τα μαγουλά της ήταν κατακόκκινα καθώς καιγόταν από τον πυρετό και τα άλλοτε όμορφα μάτια της είχαν σβησμένη τη λάμψη τους και ήταν βυθισμένα μέσα στο αδυνατισμένο πρόσωπό της. Αμέσως η γιαγιά σου έδωσε στο γιγάντιο φελάχο που τη φύλαγε πέντε χρυσές λίρες, πήρε την καημένη τη Ναϊμέ Χανούμ με το αμάξι και την πήγε κατευθείαν στο Νοσοκομείο. Όμως, η όμορφη χανούμισσα ήταν πολύ άρρωστη και τελικά πέθανε απογοητευμένη, από τον άτυχο ερωτά της με το νονό μου...
Εδώ ο κύριος Αχιλλέας έβαλε μια τελεία στην διήγηση του και χαμογέλασε στην Έλλη που ήταν έτοιμη να κλάψει.
- Λίγο μελαγχολική η ιστορία μου ε; Όπως και η σημερινή μέρα που μας έκλεισε μέσα στο σπίτι.
Η Έλλη αναστέναξε, όμως ήδη τα μάτια της είχαν ξαναβρεί τη λάμψη τους. Πετάχτηκε κάτω από τα γόνατα του μπαμπά της και φώναξε θριαμβευτικά: «Μου ήρθε μια ιδέα για παιχνίδι!» και κοίταξε εμένα που ακόμα καθόμουν στον ώμο του κ. Αχιλλέα.
- Πουπουσέλ, τι λες; παίζουμε τη χανούμισσα και τον αγαπημένο της. Όμως στη δική μου ιστορία δεν θα υπάρχει θάνατος!
Αμέσως πέταξα και κάθισα στη χούφτα της ν’ αρχίσουμε το παιχνίδι. Ο κ. Αχιλλέας μας άφησε χαμογελαστός. Κι εμείς ξεκινήσαμε με κέφι.
Πλησίαζε καλοκαίρι. Βέβαια ο καιρός είναι πάντα ζεστός στην Αίγυπτο! Αλλά, όσο πλησιάζει το καλοκαίρι, η ζέστη γίνεται αφόρητη!... Έτυχε τις ημέρες εκείνες να είναι κάποια αργία και η Έλλη για 2-3 ημέρες δεν είχε σχολείο. Τότε ο κ. Αχιλλέας με ενθουσιασμό, ενώ καθόμαστε όλοι μαζί στην τραπεζαρία και τρώγαμε, έριξε μια λαμπρή ιδέα:
- Έλλη μου, μια και έχετε αργία από το σχολείο, θα πάρω κι εγώ άδεια από τη δουλειά μου, και θα πάμε για δυο μέρες για μπάνια στην Ιμπραημία! Τι ήταν να το πει! Η Έλλη με μια τσιρίδα χαράς, σηκώθηκε κι άρχισε να χοροπηδάει χτυπώντας παλαμάκια!
- Γιούπι! Έλα Πουπουσέλ, πάμε να ετοιμαστούμε!
- Εγώ, να πω την αλήθεια, δεν κατάλαβα και πολύ καλά τι θα κάναμε. Ήξερα, ότι όλη η οικογένεια έκανε μπάνιο στο λουτρό. Εγώ μπάνιο έκανα στο κρυσταλλένιο μπωλ μου. Τι διαφορά θα είχαν αυτά τα μπάνια που έδωσαν τόση χαρά στην Έλλη;
- Η απορία μου λύθηκε όταν μπήκαμε σε ένα μεγάλο αυτοκίνητο που το φόρτωσε ο κ. Αχιλλέας πράγματα, και πήγαμε, πήγαμε, μέχρι που φτάσαμε σε ένα μέρος που είχε πολλή άμμο και πάρα πολύ νερό! Νερό γαλάζιο, μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι μας!
- Φτάσαμε Πουπουσέλ στη θάλασσα! Φώναξε μέσα στη χαρά η Έλλη! Δεν είναι τρέλα;!
Εμένα μου φαινόντουσαν όλα τόσο παράξενα εκεί! Το τοπίο δεν έμοιαζε καθόλου με το Κάιρο. Σχεδόν δίπλα σε εκείνο το πολύ νερό που η Έλλη το είπε «θάλασσα», παντού είχε μικρά σπιτάκια, χαμηλά, με μεγάλους κήπους, που χώριζαν μεταξύ τους με χαμηλούς φράχτες φτιαγμένους από τούβλα. Έξω από ένα σπίτι είχε βγει μια κυρία και μας περίμενε. Ο κ. Αχιλλέας με το που την είδε, είπε με χαμόγελο:
-Αγαπητή κ. Λαΐου φτάσαμε και πάλι!
-Καλώς ορίσατε! Καλώς ορίσατε! Σαν στο σπίτι σας! Ελάτε να σας βοηθήσω με τα πράγματα!..είπε, και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο να βοηθήσει τους γονείς τις Έλλης να ξεφορτώσουν τις βαλίτσες. Όσο για την Έλλη, έδωσε ένα σάλτο από το αυτοκίνητο γεμάτη ενθουσιασμό, και ενώ οι δικοί της ξεφόρτωναν τα πράγματα, μου είπε ενώ ξεκίνησε να τρέχει:
-Έλα Πουπουσέλ να ξεμουδιάσουμε! Άρχισε λοιπόν να πηδάει τον ένα φράχτη μετά τον άλλον που χώριζε τα σπιτάκια, και έμοιαζε να πετάει σαν ένα ελεύθερο πουλί, μετά την κλεισούρα του μεγάλου σπιτιού στο Κάιρο. Πετούσα κι εγώ από πάνω της τιτιβίζοντας χαρούμενα και προσπαθούσα να την συναγωνιστώ! Η αλήθεια είναι ότι πετάω με ταχύτητα, αλλά έμενα πίσω, για να μη στεναχωρήσω την Έλλη! Άλλωστε κάναμε παρέα!..Όχι αγώνα δρόμου! Από τις χαρούμενες φωνές και τα γέλια της, άρχισαν να ανοίγουν ένα-ένα τα παράθυρα των σπιτιών και να ξεπροβάλουν κεφάλια πολλών ανθρώπων, που έλεγαν γελώντας, μόλις έβλεπαν την Έλλη: «Ωχ, ήρθε ο αντάρτης!...»
Φτάσαμε τελικά στη θάλασσα, και η Έλλη έκατσε λαχανιασμένη από το τρέξιμο στην άμμο.
-Στάσου Πουπουσέλ να σε ξεναγήσω! μου είπε. Εδώ στην Ιμπραημία ερχόμαστε τα καλοκαίρια για μπάνιο στη θάλασσα. Νοικιάζουμε πάντα στην κ. Μαρίκα τη Λαΐου, και γνωριζόμαστε τόσο καλά, που είμαστε σαν μια οικογένεια! Ξέρεις, η κ. Μαρίκα είναι νοσοκόμα. Κάνει ενέσεις στους αρρώστους και τους βάζει βδέλλες (αυτή την τελευταία λέξη την είπε με πολλή αηδία η Έλλη). Ξέρεις Πουπουσέλ τι είναι οι βδέλλες; Σίγουρα όχι! Ούτε εγώ ήξερα τι ήταν, μέχρι που τις είδα! Είχα πάει μια φορά στο λουτρό, και είδα επάνω σε μια εταζέρα ένα μεγάλο γυάλινο βάζο, που είχε μέσα κάτι τεράστια, χοντρά σκουλήκια που στριφογύριζαν. Πετάχτηκα αμέσως έξω από το λουτρό τρομοκρατημένη, κι άρχισα να φωνάζω: «Φίδια! Φίδια!..» Είδαν κι έπαθαν να με ησυχάσουν, μέχρι που μου εξήγησαν τι ήταν οι βδέλλες. Όμως, από τότε στο μυαλό μου έχω και τη σκέψη, ότι η κ. Λαΐου μπορεί να είναι και λίγο μάγισσα!
Πέρσι που είχαμε ξαναέρθει Πουπουσέλ, πήγαμε για μπάνιο με τη μαμά και στο Σαν Στέφανο. Είναι μια μεγάλη πλαζ κάτω από τη λεωφόρο Κορνίς, και λίγο πιο πέρα είναι το Ξενοδοχείο Σαν Στέφανο. Πήγα μόνο με τη μαμά, γιατί αυτή η παραλία μέχρι τις 12 το μεσημέρι είναι ανοιχτή μόνο για γυναίκες. Όλες οι αριστοκράτισσες της πόλης, πάνε εκεί να κάνουν μπάνιο και παίρνουν μαζί και τις υπηρέτριές τους. Αυτές της κυρίες της «καλής κοινωνίας» που λένε, ήλιος δεν της έχει δει. Όλες τους είναι άσπρες-άσπρες. Και οι ντόπιοι, που εμείς τους αποκαλούμε: "Αραπάδες" κρέμονται επάνω από την Κορνίς για να χαζεύουν τις γαλακτερές γυναίκες Εκεί, στο Σαν Στέφανο ξέρεις και ποιαν είδα Πουπουσέλ; Τη Χοντρή του Θησαυρού! Μάλιστα! Την είδα ολοζώντανη μπροστά μου!
Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν κατάλαβα τι εννοούσε η Έλλη λέγοντας: «Χοντρή του Θησαυρού», αλλά, σα να διάβασε τη σκέψη μου, που έλυσε αμέσως την απορία.
-Η Χοντρή του Θησαυρού, είναι ένα σκίτσο σ΄ένα λαϊκό περιοδικό που έρχεται από την Ελλάδα. Ο μπαμπάς ούτε που θέλει να μπαίνουν τέτοια περιοδικά σπίτι μας. Όμως εγώ σε όποιο συγγενικό σπίτι τα βρίσκω, τα ξεφυλλίζω και οπωσδήποτε κοιτάζω τις γελοιογραφίες με τη Χοντρή. Τη Χοντρή, που είναι μια θεόχοντρη νταρντάνα, και τον άντρα της το Ζαχαρία που είναι μια σταλιά άνθρωπος, σα νάνος!
Που λες Πουπουσέλ, ήρθε στην πλαζ του Σαν Στέφανο η Χοντρή. Φορούσε το ολοκόκκινο μαγιό της, κι από πάνω ένα κάτασπρο μπουρνούζι. Τη συνόδευε η υπηρέτριά της. Μόλις έβγαλε το μπουρνούζι, αμέσως ξεπρόβαλαν τα στήθη της, άσπρα-άσπρα και φουσκωτά, που έμοιαζαν σα δυο θεόρατα στρογγυλά μπαλόνια! Και κάτω από την κοιλιά της, ξεκινούσαν τα τεράστια μπούτια της και οι χοντρές γάμπες της που κατέληγαν στα μικρά-μικρά ποδαράκια της. Η υπηρέτρια τη συνόδεψε σιγά-σιγά μέχρι τη θάλασσα, και μόλις το νερό έφτασε στο στήθος της, η υπηρέτρια βγήκε έξω, άναψε ένα τσιγάρο και της το πήγε να το καπνίσει. Μα αν την έβλεπες, είχε πολύ μεγάλη πλάκα! Μια τεράστια φώκια με κόκκινο μαγιό, και από το στόμα της να βγαίνουνε καπνοί! Θα μου μείνει αξέχαστη! Και πηγαίνοντας η γλώσσα της ροδάνι, η Έλλη συνέχισε να μου περιγράφει τα αξιοθέατα και τα αξιοπερίεργα της Αλεξάνδρειας: "Και ξέρεις Πουπουσέλ; Άλλη μία ωραία παραλία στην Αλεξάνδρεια είναι η Σίντι Μπισρ (Sidi Bishr). Βρίσκεται στο προάστιο Μοντάζα. Πέρσι, πρόπερσι, δεν θυμάμαι ακριβώς, είδα εκεί και τους πρίγκιπες της Ελλάδας! Βέβαια! Μεγαλεία Πουπουσέλ μου! Μέχρι πρίγκιπες έχω γνωρίσει! Και πού είσαι ακόμα! Που λες, στη Σίντι Μπιρς ερχόντουσαν η πριγκίπισσα της Ελλάδας η Φρειδερίκη, με τον άντρα της τον πρίγκιπα Παύλο, και κάνανε το μπάνιο τους. Ανάμεσα στον κόσμο. Ανάμεσά μας καθόντουσαν. Τους βλέπαμε δίπλα μας! Θυμάμαι που βγάζανε τα ρολόγια τους και τα ακουμπούσαν μαζί με τις πετσέτες που είχαν μαζί τους πάνω σε μια βάρκα, και κάνανε μπάνιο με τα μαγιό τους. Και ήταν και ο βασιλιάς Γεώργιος μαζί, ο αδελφός του Παύλου. Τ' ακούς Πουπουσέλ; Για να ξέρεις με ποιαν μιλάς! Και ολόκληρο βασιλιά έχω γνωρίσει! Και ήτανε με κάτι μπότες και ήτανε πολύ ψηλός, κι εγώ του έφτανα μέχρι τη μπότα. Και μου λέει ο μπαμπάς μου: ''Έλα Έλλη να τον χαιρετήσεις''! Και πήγα, έκανα υπόκλιση, όπως μου έδειξε η μαμά μου, και του φίλησα το χέρι. Ε, μετά από αυτό που άκουσα, θαύμασα ακόμα περισσότερο τη θετή μου μητέρα για τις "υψηλές γνωριμίες της". Και να σας πω, την ζήλεψα κιόλας!
Η Έλλη χωρίς να μου λύνει πάντα όλες τις απορίες που είχα, συνέχισε την ξενάγησή της, σχεδόν χωρίς να παίρνει ανάσα:
- Και ξέρεις Πουπουσέλ; Εκεί δίπλα στο σπίτι που θα μείνουμε έχει κι ένα κινηματογράφο που είναι και θέατρο. Τον λένε «Λούνα Παρκ». Κάτω είναι στρωμένος με χαλίκι. Έρχονται και θίασοι από την Ελλάδα, με πολύ διάσημους ηθοποιούς και παίζουν. Θυμάμαι πέρσι το καλοκαίρι είχα δει τη Βασούλα Μανωλίδου και τον Τάκη Χορν να παίζουν ένα έργο που λεγόταν: «Θαμπά Τζάμια». Αν είμαστε τυχεροί, μπορεί και σήμερα το βράδυ να δούμε θέατρο. Διαφορετικά, θα δούμε σινεμά. Ευκαιρία Πουπουσέλ να δεις κι εσύ! Γιατί το «Λούνα Παρκ» είναι ανοιχτό, από πάνω, καλοκαιρινό, και δεν απαγορεύουν τα σπουργίτια, όπως στους κινηματογράφους του Καΐρου!
Μόλις το άκουσα αυτό, πρέπει να πω ότι ενθουσιάστηκα! Γιατί πάντα είχα περιέργεια να δω τι είναι ο κινηματογράφος! Το ίδιο βράδυ, που λύθηκε η απορία. Μέσα στο σκοτάδι, έπεφτε ένα δυνατό φως επάνω σε ένα κάτασπρο τοίχο, και εκεί, από το πουθενά, παρουσιάστηκαν πολλοί άνθρωποι, που ενώ έμοιαζαν σαν να είναι μέσα σε μια φωτογραφία, μπορούσαν και κουνιόντουσαν. Και τραγουδούσαν, και χόρευαν! Κι ήταν και μια όμορφη κοπέλα, που είδα ότι η Έλλη την κοιτούσε με ενθουσιασμό, που φορούσε μαγιό και χόρευε κάτω από το νερό! Ένα νερό, που στεκόταν εκεί όρθιο και δεν χυνόταν από τον άσπρο τοίχο!.. Και όπως καθόμουν στον ώμο της Έλλης και παρακολουθούσα την ταινία (όπως την έλεγαν), γύρισε και μου ψιθύρισε με χαρά: Δεν είναι υπέροχη η Έστερ Ουίλιαμς, Πουπουσέλ; Κοίτα την πως χορεύει κάτω από το νερό! Θα το κάνω κι εγώ αύριο, που θα πάμε στη θάλασσα για μπάνιο!
Σχεδόν δεν κοιμήθηκα το βράδυ, ανυπομονώντας να δω πως είναι αυτό το μπάνιο στη θάλασσα. Το άλλο πρωί, όλη η οικογένεια ξεκινήσαμε για την παραλία του Σάτμπυ, που απ΄ό,τι μου είπε η Έλλη ήταν από τις ωραιότερες της περιοχής. Εκεί στην άμμο, είχε πολλά ξύλινα, μακρόστενα σπιτάκια, φτιαγμένα από σανίδες, χωρίς παράθυρα, που ήταν χτισμένα επάνω σε πασσάλους, Η Έλλη μου είπε ότι τα έλεγαν καμπίνες και χρησίμευαν στον κόσμο να αλλάζει ρούχα και να βάζει το μαγιό του. Τις νοίκιαζαν με την ημέρα. Και μπορούσαν αφήσουν εκεί μέσα τα ρούχα τους, τις τσάντες τους, σύνεργα του ψαρέματος και ό, τι άλλο ήθελαν. Κάτω από αυτές τις καμπίνες, απ΄ό,τι μου είπε η Έλλη, κατοικούσαν κάτι τεράστιες αράχνες, μια χούφτα σε μέγεθος, με λεπτά τριχωτά πόδια. Καμιά φορά αυτές οι αράχνες, μου είπε, ότι τρύπωναν και ανάμεσα στα ξύλα που είχαν οι ξαπλώστρες της παραλίας και στα άλλα ξύλινα καθίσματα, και μόλις έκαναν την εμφάνισή τους γινόταν πανικός από τις φωνές των γυναικών και των παιδιών! Ο Αχιλλέας Δαρδανίδης στην παραλία του Σάτμπυ.
Σε εκείνες τις καμπίνες λοιπόν, οι άνθρωποι ανέβαιναν από μια ξύλινη σκαλίτσα, έμπαιναν μέσα στην καμπίνα ντυμένοι με τα ρούχα τους, και μετά από λίγο έβγαιναν φορώντας τα πολύχρωμα μαγιό τους. Έτσι έκανε και η Έλλη με του γονείς της. Με το που κατέβηκε από τα σκαλιά της καμπίνας (ή μάλλον τα πήδηξε), άρχισε να τρέχει προς τη θάλασσα, τραβώντας από το χέρι τη μαμά της.
- Πάμε μαμά στην ξύλινη εξέδρα! Φώναξε ενθουσιασμένη κι έδειξε προς μια ξύλινη κατασκευή με πασσάλους και σανίδες, που ξεκινούσε από την παραλία και έμπαινε μέσα στη θάλασσα.
Ξεφεύγοντας από τα χέρια της μαμάς της, πήδηξε από ψηλά μέσα στη θάλασσα! Εγώ, που καθόμουν επάνω στον πλαστικό σκούφο της μαμάς της (τον φορούσε μου είπε για να μη βρέξει τα μαλλιά της), τρόμαξα, αλλά η κ. Αγγελική είδα ότι γελούσε, και ησύχασα! Η Έλλη απ΄ό,τι είδα, ήξερε πολύ καλό κολύμπι! Έβγαζε το κεφάλι της από το νερό, έκανε στροφές και φώναζε όλο χαρά στη μαμά της και σ΄εμένα:
- Κοιτάξτε με! Κολυμπάω σαν δελφίνι! Και κάνω στροφές μέσ΄στο νερό σαν την Έστερ Ουίλιαμς που είδαμε εχθές το βράδυ! Δεν το κάνω σωστά μαμά;
- Μάζεψε τα ποδάρια σου! Μην τα ανοίγεις τόσο πολύ! Τη διόρθωνε η μαμά της ξεκαρδισμένη στα γέλια! Και εγώ την καμάρωνα την αγαπημένη μου Έλλη και τη θαύμαζα! Μακάρι να κολυμπούσα και εγώ τόσο καλά, και να χόρευα μέσα στο νερό!
- Μόλις τέλειωσε το κολύμπι η Έλλη, βγήκε στην παραλία, και τυλιγμένη με μια μεγάλη ροζ πετσέτα, κάθισε σε μια ξαπλώστρα να στεγνώσει. Εγώ κάθισα στον ώμο της, και εκείνη με ενθουσιασμό μου έπιασε την κουβέντα:
-Μα δεν ήταν υπέροχα Πουπουσέλ; Και πού να δεις το απόγευμα πόσο ωραία θα περάσουμε! Να, δες! Εκεί απέναντι είναι το Καζίνο Σάτμπυ. Έχει ένα υπέροχο ζαχαροπλαστείο, και θα φάμε παγωτό! Έχει και θέαμα ξέρεις! Ταχυδακτυλουργούς, τραγουδιστές, ηθοποιούς που παρουσιάζουν σκετς, καθώς και χορεύτριες της κοιλιάς!
Άλλο και πάλι τούτο, σκέφτηκα! Τι να είναι αυτές οι χορεύτριες της κοιλιάς; Και πώς άραγε χορεύουν; Φαίνεται η Έλλη κατάλαβε την απορία μου, και μου εξήγησε αμέσως:
- Είναι κάτι πολύ ωραίες γυναίκες, που φοράνε κάτι χρυσά μαγιό κεντημένα με χάντρες, και έχουν επάνω στηριγμένα διάφανα, πολύχρωμα υφάσματα. Χορεύουν όπως κολυμπάει το ψάρι στο νερό! Είναι σαν να μην έχει κόκαλα το σώμα τους! Εγώ πολύ τις ζηλεύω, και θα ήθελα πολύ να γίνω χορεύτρια της κοιλιάς! Αλλά, μι φορά που χόρευα έτσι μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη στη ντουλάπα της γιαγιάς, και ο Γιούσεφ με χάζευε και χτύπαγε παλαμάκια, παρουσιάστηκε ξαφνικά η μαμά, και κόκκινη από θυμό μου φώναξε: «Πρόσεξε μη γίνεις σαν κι εκείνες τις αραπίνες! Εσύ θα γίνεις γιατρός»!
Δεν είχε καλά-καλά η Έλλη την κουβέντα της, και βγήκε από τη θάλασσα κι ο κ. Αχιλλέας. Με το μαγιό του ήταν πολύ όμορφος! Σαν κάτι φωτογραφίες που μου έδειχνε η Έλλη στα βιβλία.
- Μπαμπά, του φώναξε η Έλλη με ενθουσιασμό, θα πάμε το βράδυ στο καζίνο;
Ο κ. Αχιλλέας στάθηκε για λίγο σκεπτικός. Μετά είπε με χαμόγελο:
- Δεν είναι καλύτερα να πάμε στο «Ντελίς» για γλυκό;
- Ναι! Φώναξε όλο χαρά η Έλλη! Αλλά, μήπως καλύτερα να πηγαίναμε για γλυκό στου «Αθηναίου», που έχει εκείνες τις ωραίες «πες μέλμπα» τις πάστες με ροδάκινο; Μπορεί να έχει και ορχήστρα με ευρωπαϊκή ή κλασική μουσική, που σας αρέσει! Και πώς μ΄αρέσει το παρκέ που έχει, και γυαλίζει σαν καθρέφτης! Και οι πίνακες γύρω και οι αντίκες! Μπορεί να δούμε και ναύτες από τον αμερικάνικο στρατό, που πάνε εκεί και χορεύουν μόνοι τους «σουίνγκ». Είναι πολύ αστείο!
- Ο μπαμπάς της συμφώνησε! Και τελικά πήγαμε στου «Αθηναίου».Και με το που μπήκαμε όλη η οικογένεια μέσα, κατάλαβα πόσο δίκιο είχε η Έλλη που επέμενε να έρθουμε εδώ! Μα τι υπέροχο καφέ-ζαχαροπλαστείο ήταν αυτό! Αξέχαστο θα μου μείνει για την πολυτέλειά του! Στην είσοδο του μαγαζιού, πριν τη μεγάλη σάλα με την πίστα και τα τραπέζια, υπήρχε ένας χώρος υποδοχής όλο βιτρίνες, με ακριβά σερβίτσια πορσελάνης μέσα, και κρύσταλλα και καλά γυαλικά, που έλαμπαν και άστραφταν κάτω από τα αναμμένα φώτα! Καθόμουν όση ώρα μείναμε εκεί στον ώμο της Έλλης και χάζευα. Τα γκαρσόνια με κοιτούσαν πολύ περίεργα στην αρχή, γιατί φοβήθηκαν ίσως, ότι θα άρχιζα να πετώ τριγύρω στο χώρο. Αλλά, πολύ γρήγορα κατάλαβαν ότι είχαν να κάνουν με ένα σπουργίτι με τρόπους! Μάλιστα, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, ο Αθηναίος, ήρθε και μου χάιδεψε τα φτεράκια μου. Κι εγώ του ανταπέδωσα πολύ ευγενικά το χάδι, τρίβοντας το κεφαλάκι μου στην παλάμη του, που ήταν ζεστή και μύριζε ένα πολύ ωραίο, λεπτό άρωμα. Τελικά, αφού περάσαμε εκεί ένα ωραίο απόγευμα, με πολλές νέες εμπειρίες για εμένα, γυρίσαμε το βράδυ στο σπίτι της κ. Μαρίκας. Όμως η Έλλη φαινόταν κακόκεφη! Από τις σπάνιες φορές που την έβλεπα έτσι! Πήγε και ξάπλωσε στο κρεβάτι της, αφού πρώτα σχεδόν με το ζόρι άλλαξε ρούχα και φόρεσε το νυχτικό της.
Το πρωί ξύπνησε άρρωστη. Κλαψούριζε και παραπονιόταν έντονα ότι πονούσε πολύ η κοιλιά της.
- Και σου έχω πει Έλλη μου, είπε σκύβοντας στοργικά στο προσκέφαλό της ο κ. Αχιλλέας• μην τρως ό,τι βρίσκεις μπροστά σου! Δεν ξέρεις αν είναι καθαρά. Εδώ στην Αίγυπτο, παντού κυκλοφορούν μικρόβια. Να τώρα τα αποτελέσματα.
- Το ξέρω μπαμπά! είπε κλαίγοντας η Έλλη και μορφάζοντας ταυτόχρονα από τους πόνους. Όμως, δεν θυμάμαι να έφαγα κάτι. Ό,τι φάγατε εσείς, έφαγα κι εγώ! Κάντε όμως κάτι για να μου περάσει γρήγορα...
- Μη στενοχωριέσαι αγαπούλα μου! πήρε το λόγο η κ. Αγγελική. Ας είναι καλά η κ. Μαρίκα. Αυτή θα σε κάνει καλά στο πι και φι. Θα πάω να σου φέρω ό,τι καλύτερο μου δώσει για σένα.
Η Έλλη καταϊδρωμένη από τους πόνους, έψαξε με το βλέμμα να με βρει. Κατάλαβα ότι κάτι ήθελε να μου πει και πέταξα στο μαξιλάρι της.
- Ωχ! Πουπουσέλ! είπε απελπισμένη. Θα πάνε στη μάγισσα για να με κάνουν καλά. Θυμάσαι που σου είπα ότι η κ. Μαρίκα έχει μέσα σε ένα γυάλινο βάζο κάτι βδέλλες τεράστιες; Δεν θυμάμαι! Σου είπα τι είναι οι βδέλλες Πουπουσέλ; Κάτι σκουλήκια που ζουν στο νερό και πίνουν το αίμα των ανθρώπων όταν αρρωσταίνουν. Έ, για να έχει τέτοια τρομερά σκουλήκια στο σπίτι της, σίγουρα μάγισσα θα είναι, δεν συμφωνείς;
Εγώ δεν ξέρω αν συμφωνούσα ή όχι. Αυτό που ξέρω είναι ότι μόλις άκουσα τη λέξη «σκουλήκια» ένοιωσα την κοιλιά μου να γουργουρίζει από πείνα και να μου τρέχουν τα σάλια.
Και να, που σε λίγο η κ. Αγγελική κατέφτασε μ’ ένα βάζο που είχε μέσα ένα κατακόκκινο υγρό.
- Έλλη μου, κοίτα τι σου έφερα! Φρέσκο χυμό από ρόδι. Είναι στυπτικός. Θα τον πιεις και θα γίνεις αμέσως περδίκι.
Η Έλλη μόλις το είδε έμπηξε τις τσιρίδες.
- Δεν το θέλω! Μου λες ψέματα ότι είναι ρόδι. Αίμα είναι από αυτό που ρουφάνε οι βδέλλες της κ. Μαρίκας. Όχι! Δεν το πίνω! φώναξε και έκλεισε το στόμα της σφιχτά με τις παλάμες της.
- Άσε τις ανοησίες! Θα το πιεις αν θες να γίνεις καλά. Είπε με φωνή που δεν χωρούσε αντίρρηση η κ. Αγγελική και το πλησίασε με το ζόρι στα χείλη της Έλλης, κλείνοντας ταυτόχρονα τη μύτη της για να την αναγκάσει να ανοίξει το στόμα της.
Η Έλλη όμως, όχι μόνο δεν το κατάπιε, αλλά έκανε και εμετό, και έβαλε ταυτόχρονα τις φωνές και τα κλάματα. Δεν μπορώ να σας περιγράφω το τι ακολούθησε. Πάντως, θυμάμαι με στενοχώρια εκείνη την ημέρα που η θετή μαμά μου ήταν άρρωστη και κανείς δεν μπορούσε να τη βοηθήσει. Ευτυχώς, την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησε μέσα στη χαρά, και ήταν περδίκι. Ευχήθηκα τότε να μην ξαναρρωστήσει, γιατί στ΄ αλήθεια, δεν είχε καμία σχέση η άρρωστη Έλλη, με την άλλη, τη ζωηρή, που ξεσήκωνε με τις σκανταλιές της και τις χαρούμενες φωνές της το σπίτι.
Έτσι περνούσαμε τις μέρες μας ώσπου ήρθε το καλοκαίρι. Η Έλλη τον Ιούνιο τελείωσε την Τετάρτη του Δημοτικού στο Αχιλλοπούλειο Παρθεναγωγείο. Την ημέρα που τελείωσε η σχολική χρονιά σκέφτηκε πως έπρεπε να εκπληρώσει -όπως κάθε χρόνο- το ιερό καθήκον της προς τους προγόνους της. Μου είπε λοιπόν με ύφος σοβαρό:
- Πουπουσέλ, έχω κάνει τάμα, κάθε χρόνο που τελειώνω μια τάξη στο σχολείο, να πηγαίνω στους παππούδες και τις γιαγιάδες μου λουλούδια και να τους ανάβω κεράκια. Πάμε;
Φυσικά, δεν μπορούσα να αρνηθώ και την ακολούθησα. Θα πηγαίναμε στο νεκροταφείο του Αγίου Γεωργίου στο Παλιό Κάιρο με τα πόδια. Δηλαδή, η Έλλη με τα πόδια κι εγώ πετώντας. Έτσι ήταν το τάμα. Στο δρόμο συναντήσαμε και μια συμμαθήτρια της θετής μαμάς μου που πήγαινε και εκείνη στον Άγιο Γεώργιο ν’ ανάψει ένα κεράκι επειδή τέλειωσε την τάξη της. Όταν φτάσαμε, η Έλλη είπε ανυπόμονα στη συμμαθήτρια
- Εγώ θα πάω πρώτα στο οστεοφυλάκιο που είναι οι παππούδες μου. Έρχεσαι κι εσύ;
- Α πα, πα! Όχι! Φοβάμαι τα φαντάσματα!
- Ποια φαντάσματα καλέ; Κουτή είσαι; Υπάρχουν στ’ αλήθεια φαντάσματα; της είπε γελώντας η Έλλη.
Τελικά η συμμαθήτρια της πείστηκε και μας ακολούθησε. Μπήκαμε σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο που οι τοίχοι του ήταν ντυμένοι με λευκό μάρμαρο. Και σε κάθε πλευρά υπήρχαν ακουμπισμένα πολλά ξύλινα κιβώτια που μπροστά τους είχαν το καθ’ ένα από μια φωτογραφία και με γυαλιστερά χάλκινα γράμματα υπήρχαν γραμμένα διάφορα ονόματα. Η συμμαθήτρια της Έλλης μας ακολουθούσε κατατρομαγμένη, με τεράστια φοβισμένα μάτια που έψαχναν τριγύρω για φαντάσματα, και τα μαλλιά της σηκωμένα από την ανατριχίλα. Ξαφνικά, καθώς πλησιάζαμε προς τα κουτιά που μέσα ήταν οι παππούδες της Έλλης -μη με ρωτήσετε πώς και πότε μπήκαν και χώρεσαν μέσα εκεί, γιατί δεν ξέρω τίποτα- ακούστηκε από την άλλη μεριά του δωματίου ένα ρυθμικό τακ-τακ-τακ!
- Φαντάσματα! Βοήθεια! τσίριξε η συμμαθήτρια της Έλλης και βγήκε τρέχοντας μέσα στον πανικό.
Όμως η θετή μαμά μου δεν φάνηκε να φοβήθηκε καθόλου.
- Η ανόητη! είπε. Άκου φαντάσματα! Έλα μαζί μου Πουπουσέλ, να δούμε ποιος πεθαμένος μας χτυπάει.
Η Έλλη προχώρησε με θάρρος έχοντας τ’ αφτιά της τεντωμένα, προσπαθώντας ν’ ακούσει από πού προέρχονταν τα χτυπήματα. Και τελικά, μ’ ένα θριαμβευτικό χαμόγελο ανακάλυψε το «φάντασμα». Ήταν μια τεράστια σαύρα, από αυτές που ζουν στις όχθες του Νείλου. Καθόταν σ’ ένα ξύλινο κουτί κι απολάμβανε τη ζεστασιά του ήλιου που έμπαινε μέσα από τα τζάμια ενός μεγάλου παράθυρου. Και καθώς χαιρόταν τα χάδια από τις ηλιαχτίδες, χτυπούσε ρυθμικά την τεράστια ουρά της, τακ-τακ-τακ επάνω στο καπάκι του ξύλινου κουτιού, που αντηχούσε σαν ταμπούρλο. Με τη φωνή της Έλλης, η σαύρα εξαφανίστηκε με μια αστραπιαία κίνηση. Και η Έλλη σκασμένη στα γέλια βγήκε στο προαύλιο αναζητώντας την συμμαθήτρια της που είχε γίνει καπνός από την τρομάρα της και φώναξε ξεκαρδισμένη:
- Πού είσαι καλέ; Πού κρύφτηκες; Πού να δεις ένα φάντασμα, να, τόσο τεράστιο -κι άνοιξε διάπλατα τα χέρια της- σαν τις μούμιες του Φαραώ! Μια χαψιά θα σε έκανε, αν δεν ήμουνα εγώ με την Πουπουσέλ να σε σώσουμε.
Και μετά στράφηκε σ’ εμένα λέγοντας: «Πάμε τώρα Πουπουσέλ να κάνουμε το τάμα μας, και ν’ ανάψουμε τα κεράκια στον Άγιο Γεώργιο!»
Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε. Και κάποιο πρωί, ενώ παίρναμε όλοι μαζί το πρωινό μας, η οικογένεια γάλα με φρυγανιές και μαρμελάδα, κι εγώ βρεγμένα ψιχουλάκια, άκουσα τον κύριο Αχιλλέα που ανακοίνωσε στην Έλλη με χαμόγελο:
- Έλλη μου, να αρχίσεις να ετοιμάζεσαι. Σε δύο μέρες φεύγουμε για τις διακοπές μας. Μόνο...
- Μόνο, τι, μπαμπά; απόρησε η Έλλη.
- Να, σκέφτομαι τι θα κάνουμε την Πουπουσέλ.
- Δεν θα την πάρουμε μαζί μας;
- Όχι Έλλη μου, δεν γίνεται. Είναι μεγάλο ταξίδι. Μπορεί και να τη
χάσουμε. Καλύτερα η Πουπουσέλ να μείνει εδώ και να μας περιμένει.
- Ε, καλά μπαμπά, δεν πειράζει! Θα τον προσέχει ο Γιούσεφ!
- Και ο Γιούσεφ θα φύγει Έλλη μου. Όσο θα λείπουμε, για να μη μείνει χωρίς δουλειά, θα πάει υπηρέτης στο σπίτι της ξαδέρφης σου της Ρέας Μπαγάνη.
Πρέπει να σας πω, ότι στενοχωρήθηκα με τα τελευταία λόγια του κ. Αχιλλέα. Είχα μάθει, απ’ όταν μπήκα σ’ αυτό το σπίτι, να είμαι καθημερινά μαζί με αυτή την οικογένεια που την ένιωθα σαν δική μου. Πού θα πήγαιναν τώρα και θα με άφηναν έτσι μόνο μου;
Και τελικά, ξεκίνησαν όλοι με μεγάλη χαρά τις προετοιμασίες για το ταξίδι τους. Εγώ παρακολουθούσα, και πρώτη φορά ένιωθα παραμελημένο. Ακόμα και η Έλλη είχε αφοσιωθεί να ετοιμάζει ώρες ατελείωτες τη βαλίτσα της, και να βάζει μέσα βιβλία, μπλοκ ζωγραφικής και μπογιές που θα έπαιρνε μαζί της.
Την παραμονή της αναχώρησης, ο κ. Αχιλλέας είχε συγκεντρώσει στο χωλ του σπιτιού, όλες τις βαλίτσες που θα έπαιρναν μαζί τους. Κι ενώ έκανε τις τελευταίες ετοιμασίες η κ. Αγγελική, του φώναξε:
-Αχιλλέα! Να μην ξεχάσουμε τις εικόνες!
- Προς Θεού! απάντησε ο κ. Αχιλλέας. Και βέβαια όχι. Θα τις πάω τώρα αμέσως στην γειτόνισσα μας την κ. Πανωραία.
Ο κ. Αχιλλέας μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και τον ακολούθησα πετώντας γύρω από το κεφάλι του. Στον ανατολικό τοίχο κρεμόντουσαν πολλές παλιές εικόνες και μπροστά τους ήταν αναμμένο ένα γυάλινο καντήλι που κρεμόταν από ένα γάντζο με αλυσίδα. Αυτό το καντήλι απ’ όσο θυμάμαι, το άναβαν κάθε πρωί, και όλη η οικογένεια προτού φύγουν ο καθένας από το σπίτι, περνούσαν από εκεί, έκαναν το σταυρό τους με ευλάβεια, και προσευχόντουσαν. Η Έλλη μάλιστα, πριν γράψει κάποιο δύσκολο διαγώνισμα στο σχολείο, ή όταν είχε κάποιο μάθημα που δεν το είχε διαβάσει καλά, πήγαινε πάντα εκεί και προσευχόταν, προτού φύγει για το σχολείο.
Ο κύριος Αχιλλέας πλησίασε τις εικόνες, και αφού έκανε πρώτα τον σταυρό του, τις ξεκρέμασε μια-μια με προσοχή και τις τύλιξε, κάθε μια ξεχωριστά σε μια άσπρη πετσέτα. Έπειτα τις πήρε με αγάπη στην αγκαλιά του σα να κρατούσε ένα μωρό και βγήκε από το σπίτι. Προχώρησε στο διάδρομο της πολυκατοικίας και χτύπησε την πόρτα ενός διπλανού διαμερίσματος. Του άνοιξε μια ηλικιωμένη κυρία με ευγενικό πρόσωπο και πλατύ χαμόγελο.
- Α κ. Αχιλλέα! Εσείς; Τι κάνετε; Έμαθα ότι φεύγετε.
- Ναι, κ. Πανωραία φεύγουμε αύριο για διακοπές στην Κύπρο. Όχι για πολύ καιρό. Κανά μήνα θα λείψουμε. Ίσως και λίγο παραπάνω. Θα μας κάνετε μια χάρη;
- Ό,τι θέλετε, ευχαρίστως! είπε η κ. Πανωραία με όλη της την καρδιά.
- Σκέφτηκα να βάλετε τις εικόνες μας μαζί με τις δικές σας, και να τους ανάβετε κάθε μέρα το καντήλι.
- Και βέβαια, θα τους ανάβω κάθε μέρα το καντήλι και θα προσεύχομαι για εσάς. Να πάτε και να γυρίσετε καλά. Δώστε τις μου. Πρέπει
να ευλαβούμαστε τις εικόνες μας, είπε και παίρνοντας τες στα χέρια της τις φίλησε.
- Αλίμονο, απάντησε ο κ. Αχιλλέα. Δεν ξέρω αν έχετε ακούσει την ιστορία του μακαρίτη του Ζουλφικάρ Πασά, σχετικά με τις ιερές εικόνες;
- Όχι, δεν ξέρω τίποτα. Για πείτε μου; είπε μ’ ενδιαφέρον η κ. Πανωραία.
Τότε ο κ. Αχιλλέας που τρελαινόταν να αφηγείται παλιές ιστορίες ξεκίνησε να λέει:
- Τον Ζουλφικάρ Πασά τον γνώρισα όταν ήμουν παιδάκι. Εκείνος θα πρέπει να ήταν κοντά 90 χρόνων. Το παλάτι του βρισκόταν στην Γκίζα, κοντά στις Πυραμίδες. Στο σπίτι του δούλευε σαν κηπουρός ο άντρας της θείας μου της Ευανθίας, της αδερφής της μητέρας μου, και είχαμε πάει μαζί εκεί, για να θαυμάσουμε τον ωραίο κήπο του. Ο πασάς είδε από τη βεράντα που καθόταν τη μητέρα μου κι εμένα, και μας κάλεσε για ένα κέρασμα. Μιλούσαν θυμάμαι μεταξύ τους γαλλικά. Και μια φορά από τις πολλές που είχαμε πάει σπίτι του, μετά από την εμπιστοσύνη και τον αλληλοσεβασμό που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους, μας είπε σύντομα την ιστορία του. Μιλώντας αυτή τη φορά άπταιστα ελληνικά, κάνοντάς μας μεγάλη εντύπωση. Δεν ήταν Αιγύπτιος, αλλά Έλληνας. Προερχόταν από τη γνωστή οικογένεια Γαλανού και είχε γεννηθεί στο Μεσολόγγι. Όταν ο Ιμπραήμ Πασάς κατέλαβε την πόλη το 1826 τον αιχμαλώτισε μαζί με άλλα παιδάκια, και τον έφερε εδώ στην Αίγυπτο όταν ήταν ακόμη 12 ετών. Τον ανάγκασε να αλλοξοπιστήσει και από Χριστιανός έγινε Μουσουλμάνος.
- Ο Θεός φυλάξει! είπε ταραγμένη η κ. Πανωραία, κι έκανε το σταυρό της.
- Έχει και συνέχεια η ιστορία. Μουσουλμάνος έγινε τυπικά. Όπως σας είπα εμπιστευόταν πολύ την μητέρα μου. Της ομολόγησε λοιπόν το μεγάλο μυστικό του. Κι όχι μόνο της το ομολόγησε αλλά και της το έδειξε. Μέσα στο υπόγειο του παλατιού, σε μια κρύπτη, είχε πολλές εικόνες της Παναγίας και διαφόρων αγίων και τους άναβε πάντα ακοίμητο καντήλι. Με κίνδυνο της ζωής του βέβαια. Μέσα του πάντα υπήρχε ο Χριστός!
- Μπορούσε ποτέ πράγματι ν' αφήσει τον Χριστό μας; αναρωτήθηκε με πίκρα η κ. Πανωραία και κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της.
-Ασφαλώς όχι. Ο Θεός όμως γνωρίζει πραγματικά τι κρύβουμε στην καρδιά μας. Λοιπόν, Μη σας καθυστερώ άλλο. Σας εμπιστεύομαι τις εικόνες μας και σας χαιρετώ, είπε ευγενικά ο κύριος Αχιλλέας.
- Να πάτε στο καλό! Θα προσεύχομαι για εσάς. Απάντησε η καλοσυνάτη κυρία Πανωραία και έκλεισε την πόρτα της.
Έτσι, ο κ. Αχιλλέας, αφού έκανε κι αυτό το ιερό καθήκον του, ξαναγύρισε στο σπίτι για να συνεχίσει τις ετοιμασίες του ταξιδιού. Κι εγώ τον ακολούθησα πετώντας.
Πάντως, για να λέμε την αλήθεια, πολύ συγκινήθηκα από την κίνηση αυτή που έγινε. Ότι δηλαδή έδωσαν τις εικόνες τους στη γειτόνισσα να τους ανάβει το καντήλι.
Και ξέρετε γιατί; Γιατί κι εμείς όλα τα πουλιά αγαπάμε πολύ τον Δημιουργό μας, τον Θεό. Εκείνος μας φέρνει την καθημερινή τροφή μπροστά μας, εκείνος φροντίζει για όλες μας τις ανάγκες. Γι’ αυτό κι εμείς κάθε ημέρα απ’ όταν ανατέλλει ο ήλιος μέχρι να δύσει, τιτιβίζουμε συνεχώς κοιτώντας τον ουρανό, και είναι σαν να ψέλνουμε, ευχαριστώντας τον Θεό για ό,τι μας προσφέρει.
Και έφτασε η μέρα του αποχωρισμού μας.
Την ώρα που έφευγαν, με θλιμμένο βλέμμα τους ακολούθησα μέχρι το μακρόστενο χωλ του σπιτιού, και κάθισα στην κορνίζα ενός μεγάλου κάδρου που είχε ζωγραφίσει ο κ. Αχιλλέας και παρουσίαζε δυο ωραίες κοπέλες από την αρχαία Τανάγρα. Εκεί καθόμουν συνήθως να τους περιμένω, όταν έφευγαν για κάπου κοντά. Τους είδα να φεύγουν λυπημένοι, καθώς ανησυχούσαν για μένα. Τόσο είχαμε δεθεί πλέον.
Δεν ήξερα που είναι η Κύπρος που θα πήγαιναν ταξίδι. Ούτε τι σημαίνει καλοκαιρινές διακοπές. Εγώ νόμιζα πως ήταν ένα μέρος που είχε πολλά γεράκια, γι’ αυτό δεν μ’ έπαιρναν μαζί τους. Φανταζόμουν ότι σε μια δυο μέρες θα γυρνούσαν. Τους περίμενα κουρνιασμένο στην κορνίζα, μέχρι που νύχτωσε και ως την άλλη μέρα που ξημέρωσε. Όμως η εξώπορτα έμενε κλειστή. Στενοχωρημένο, δεν πλησίασα καν να φάω τα ψιχουλάκια με τα οποία μου είχαν γεμίσει ένα βαθύ πιάτο. Μόνο ήπια λίγο νερό από ένα γυάλινο μπολ που υπήρχε δίπλα. Τελικά, βαρέθηκα, και σκέφτηκα να κάνω μια βόλτα. Πέταξα ως τον φωταγωγό, βρήκα ένα μικρό άνοιγμα, και φρρρουτς, πέταξα προς τα επάνω που ήξερα ότι υπήρχαν φυλακισμένα καναρίνια. Όμως δεν μ’ άρεσε η παρέα τους. Ξαναπέταξα χαμηλά, προς τον ημιώροφο, εκεί που είχα γεννηθεί, και αναζήτησα στις σωλήνες των αποχετεύσεων τη φωλιά των γονιών μου.
Οι γονείς μου έκαναν σαν τρελοί από χαρά μόλις με είδαν. Έτρεξαν γύρω μου κι όλα τα σπουργίτια από τις γειτονικές φωλιές και με καλωσόρισαν. Τους είπα με λεπτομέρειες όλη την ιστορία μου και σε πόσο καλό σπίτι είχα βρεθεί.
Κάθε μέρα πετούσα με τη μητέρα μου μέχρι το παράθυρο της Έλλης να της δείξω το σπίτι που έμενα, όμως το έβρισκα πάντοτε κλειστό.
Ώσπου μια μέρα τα παντζούρια άνοιξαν. Η Έλλη είχε γυρίσει από τις διακοπές της. Άκουσα τη φωνή της που με φώναζε. Κατάλαβα ότι είχε στεναχωρηθεί που δεν με βρήκε στο σπίτι. Πήγα στο περβάζι του παραθύρου κι άρχισα να τιτιβίζω δυνατά και να τσιμπώ το τζάμι με το ράμφος μου, μήπως με ακούσει. Η μητέρα μου μού έλεγε να πάμε να φύγουμε. Εκείνη φοβόταν λίγο τους ανθρώπους. Όχι όμως κι εγώ. Πηδούσα και κελαηδούσα στα περβάζι, ώσπου η Έλλη άνοιξε το παράθυρο με χαρά, βλέποντας με. Η μαμά μου πέταξε μακριά τρομαγμένη. Εγώ χώθηκα αμέσως μ’ ευτυχία στις μικρές χούφτες της Έλλης.
Εκείνη φώναξε με ενθουσιασμό τους γονείς της και με έδειξε χοροπηδώντας με χαρά.
- Η Πουπουσέλ γύρισε. Να την! Σίγουρα είναι αυτή. Κοιτάξτε πώς κούρνιασε στο χέρι μου!
Με πήρε έπειτα με προσοχή στο χέρι της και η κυρία Αγγελική, η μαμά της Έλλης. Εγώ, σαν να βρισκόμουν στην καλύτερη φωλιά, κάθισα και άρχισα να περιποιούμαι το φτέρωμά μου. Έπιασα με το ράμφος μου ένα-ένα φτερό, το καθάρισα και το ίσιωσα, και μόλις τέλειωσα την τουαλέτα μου κάτω από τα χαρούμενα βλέμματα της οικογένειας, αποκοιμήθηκα κουρασμένο στη ζεστή χούφτα.
Όμως, ήρθε μια μέρα που έφυγα και εγώ από το σπίτι. Ήταν τέλος του Καλοκαιριού. Καθόμουν στο γύψινο περβάζι του δωματίου και κοιτούσα την Έλλη που ετοίμαζε το μπάνιο μου. Εκείνη τη στιγμή όρμησαν πετώντας από το ανοιχτό παράθυρο καμιά εικοσαριά σπουργίτια με έντονα τιτιβίσματα και με ξεσήκωσαν να φύγουμε, λέγοντας μου ότι και οι πραγματικοί γονείς μου θα έφευγαν.
Εκείνη τη στιγμή, δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν στάθηκα να σκεφτώ. Πέταξα κι εγώ μαζί τους από το ανοιχτό παράθυρο και σμίξαμε με ένα σμήνος που πετούσε.
Μόλις που πρόλαβα ν’ ακούσω τη φωνή της Έλλης που είχε γείρει η μισή έξω από το παράθυρο και φώναζε σπαραχτικά «Πουπουσέλ! Πουπουσέλ!»...
Ξέρω, ότι σαν ένα σπουργίτι που μεγάλωσε σ’ ένα τόσο αξιοπρεπές σπίτι, φέρθηκα με μεγάλη αγένεια, φεύγοντας έτσι ξαφνικά. Όμως, ήμουν ένα ελεύθερο σπουργίτι και η φύση με καλούσε. Άλλωστε είχε έρθει η εποχή να πάω κι εγώ διακοπές. Κάποια μέρα ίσως να ξαναγυρνούσα!
Η Πουπουσέλ τελικά δεν ξαναγύρισε. Το φθινόπωρο, μετά την αποχώρηση της, η οικογένεια της Έλλης μετακόμισε στο προάστιο Ηλιούπολη λίγο έξω από το Κάιρο. Εκεί η Έλλη τελείωσε το Δημοτικό στη Μελαχροίνιο Σχολή. Λίγα χρόνια μετά εγκαταστάθηκαν πάλι στο Κάιρο, όπου η Έλλη τελείωσε το γυμνάσιο στο Αχιλλοπούλειο Παρθεναγωγείο, όπου διευθύντρια ήταν η Αργίνη Φραγκούλη. Μια πολύ αυστηρή γυναίκα, η οποία απέβαλε από το σχολείο μία μαθήτρια, τη Ρέα Κοψαχείλη (που αργότερα έγινε σπουδαία μπαλαρίνα στην Ελλάδα) επειδή την είδε στο θέατρο, όταν έδινε παράσταση η Σχολή Χορού της Μαντάμ Νίκολς, να τη σηκώνει ψηλά με τα χέρια του ένας άντρας χορευτής. Τον Οκτώβριο του 1944, μετά από τέσσερα πολύ δύσκολα για όλη την ανθρωπότητα χρόνια, έληξε ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος.Η Έλλη θυμάται χαρακτηριστικά από εκείνη τη μεγάλη μέρα, 12-13 Οκτωβρίου του ΄44 που απελευθερώθηκε η Αθήνα: «Ήμουνα μικρή τότε, 7 χρονών. Θυμάμαι αμυδρά που περνούσαν από το δρόμο μας, σ΄εκείνο το μεγάλο μέγαρο που μέναμε. Είχαν βγει από τα σχολεία και κρατούσαν ελληνικές σημαίες και φώναζαν ρυθμικά: ‘’Ελευθερώθηκε η Αθήνα!’’. Και περνούσαν ομάδες-ομάδες από την ‘’Αμπέτειο’’, το ‘’Αχιλλοπούλειο’’... Και βγήκε η γιαγιά μου στο μπαλκόνι και μου φώναξε χαρούμενη: ‘’Έλλη, έλα να δεις τι γίνεται’’! Και είχε δύο σημαίες, 40 πόντους κάθε μία, μία με το σταυρό και η άλλη με της γραμμές, της θάλασσας, και τις δέσαμε στο μπαλκόνι».Λίγες μέρες μετά, η γιαγιά καθηλωμένη στο κρεβάτι της, παραπονιόταν: «Δεν είμαι καλά»! Ήρθε ένας Αιγύπτιος γιατρός, την εξέτασε και της είπε στα αράπικα χαμογελαστός, ενώ της χάιδευε παρηγορητικά τον ώμο: «Μα κε να ντίμα»! «Η μηχανή πάλιωσε» δηλαδή. Φυσικά, η γιαγιά δεν παρηγορήθηκε μ’ αυτά τα λόγια. Μάλλον απογοητεύτηκε χειρότερα, γιατί κατάλαβε πως δεν υπήρχε γιατρειά στο πρόβλημά της. Μια μέρα, η γιαγιά ξύπνησε και δεν αισθανόταν καθόλου καλά. Ένοιωθε ότι δε μπορούσε να κουνήσει ούτε τα χέρια, ούτε τα πόδια της. Μια γενική αδυναμία την είχε σαν αλυσοδεμένη πάνω στο κρεβάτι. Λίγες μέρες μετά «έφυγε» ήρεμα, βυθίζοντας το σπίτι στο πένθος. Ήταν σχεδόν ένα μήνα μετά την απελευθέρωση, τέλη Νοεμβρίου του 1944, ανήμερα της Αγίας Αικατερίνης όταν η γιαγιά της Έλλης, η Ελένη Δαρδανίδου, πέθανε από γεράματα. Επί 40 ημέρες μετά το θάνατό της το σερβίτσιο της στρωνόταν καθημερινά στην τραπεζαρία του σπιτιού. (σ.σ. Για τις ανάγκες της «Πουπουσέλ» προσθέσαμε στην Ελένη Δαρδανίδου, μερικά ακόμα χρόνια ζωής, κάνοντάς την να ζει και την περίοδο 1947-48).Επάνω: Από την Εφημ. "ΦΩΣ" 26/11/44. Κάτω: Από την Εφημ. "ΦΩΣ" 30/11/44.
Το πιο σοκαριστικό συμβάν που έτυχε στην Έλλη εκείνη την περίοδο, ήταν ένας γάμος στην πολυκατοικία που έμεναν. Παντρευόταν ο θυρωρός, ένα πανάσχημος σαραντάρης Αιγύπτιος με σάπια δόντια. Η Έλλη ήθελε πως και τι να δει τη νύφη που θα έπαιρνε για γυναίκα του! Όμως η μαμά της φώναζε να μην τολμήσει και βγει στη σκάλα. Αλλά η Έλλη ακούγοντας τα τραγούδια, τα ντέφια και τους χαρούμενους αλαλαγμούς που βγάζανε οι καλεσμένοι χτυπώντας τη γλώσσα τους στις γωνίες του στόματός τους (σ.σ.zagroota αποκαλείται στα αραβικά), δεν κρατήθηκε και μισάνοιξε την εξώπορτα για να δει. Κι εκεί, έπαθε σοκ! Η καρδιά της ξαφνικά σφίχτηκε με πόνο! Η νύφη, ήταν ένα παιδί κοντά στην ηλικία της Έλλης, κάπου 13 χρονών! Τα χέρια της ήταν χρωματισμένα με χένα και τα νύχια της κακοβαμμένα με ένα κατακόκκινο μανό. Τα χείλια της ήταν πασαλειμμένα με έντονο κραγιόν, τα ίδιο και τα μάγουλά της, και τα μάτια της βαμμένα κατάμαυρα. Όμως η καημένη η νύφη έκλαιγε, γιατί δεν ήθελε να παντρευτεί τόσο μικρή! Την τραβούσαν με το ζόρι να την πάνε στο γαμπρό! Κι εκείνη σπάραζε, και από τα πολλά δάκρυα οι μπογιές στο πρόσωπό της ξέβαψαν και είχαν σμίξει μεταξύ τους κόκκινες και μαύρες, δίνοντάς της μια πολύ τραγική όψη! Η Έλλη έκλεισε με πανικό την πόρτα και κλείστηκε σπίτι της. Δεν μπορούσε άλλο να βλέπει!
Όσο για την Αίγυπτο, από το 1947 το κλίμα έγινε εχθρικό για τους ξένους που ζούσαν εκεί! Μία από τις αιτίες, ήταν ότι οι Αιγύπτιοι διεκδικούσαν τη Διώρυγα του Σουέζ που την εκμεταλλευόντουσαν οι Άγγλοι. Όταν ο Ντε Λεσσέψ άνοιξε το 1849 τη διώρυγα μαζί με τους Βέλγους, οι Βέλγοι πήραν τα δικαιώματα χρήσεις για 100 χρόνια, και τα μοιράστηκαν με τους Γάλλους και τους Άγγλους. Οι μουζάχρες (mawt shakir), οι διαδηλωτές δηλαδή, μια μέρα που διαδήλωναν στους δρόμους, κάποια στιγμή σταμάτησαν μπροστά σε μια αγγλική λέσχη που βρισκόταν σε όροφο. Από κάτω, στο πεζοδρόμιο, ένα φορτηγό ξεφόρτωνε μπύρες, φρούτα και λαχανικά. Οι Αιγύπτιοι διαδηλωτές πήγαν στο φορτηγό, άρπαξαν από τα καφάσια τις ντομάτες και άρχισαν να τις πετάνε στους Άγγλους, που καθισμένοι επάνω στα πρεβάζια των παραθύρων της λέσχης, τους κορόιδευαν. Και πιάνοντας τις ντομάτες στον αέρα, τις πετούσαν πάλι κάτω, καταπάνω στους Αιγύπτιους! Βέβαια, οι διαδηλωτές φοβόντουσαν πολύ τους καμηλιέρηδες με τα μεγάλα καμουτσίκια που τα γυρόφερναν στον αέρα και χτυπούσαν αλύπητα όποιον έβρισκαν, ΄διαλύοντας έτσι τις διαδηλώσεις. Ήταν εντεταλμένοι άνθρωποι της αστυνομίας, υπεύθυνοι να επιβάλουν την τάξη όπου και όποτε χρειαζόταν. Και στις διαδηλώσεις χρειαζόταν ένα πάρα πάνω αυτό, γιατί συνήθως πίσω από τους διαδηλωτές ακολουθούσαν κλεφτρόνια, και άλλοι παράνομοι τύποι και κακοποιά στοιχεία, που εισέβαλαν στα μαγαζιά, έκλεβαν, έσπαγαν και λεηλατούσαν περιουσίες! Τελικά, αρχικά διώχτηκαν οι Άγγλοι από την Αίγυπτο, οι οποίοι κατέφυγαν από το Κάιρο στο Σουέζ, πριν αναχωρήσουν οριστικά για την πατρίδα τους. Όμως είχαν «τα μαχαίρια τους ακονισμένα» για καυγά! Αρχές Ιανουαρίου του 1952 κατέλαβαν την Ισμαηλία, και η επαναστατική οργάνωση «Αδελφοί Μουσουλμάνοι» αναγκάστηκε να επιτεθεί κατά των Βρετανικών στόχων. Όμως, το αποκορύφωμα της έντασης σημειώθηκε στις 26 Ιανουαρίου του 1952. Το μεσημέρι, λίγο πριν κλείσουν τα μαγαζιά πέρασαν κάποιοι από όλα τα ευρωπαϊκά καταστήματα, και με το πρόσχημα ότι ψεκάζουν από την υπηρεσία απολύμανσης, έριξαν μια άσπρη σκόνη παντού απ΄όπου πέρασαν. Νωρίς το απόγευμα του Σαββάτου, όλο το εμπορικό κέντρο του Καΐρου παραδόθηκε στις φλόγες. Την ίδια ώρα που ο βασιλιάς Φαρούκ έδειχνε από το μπαλκόνι του παλατιού το νεογέννητο γιο του στο λαό. Με εύφλεκτα υλικά, πυρπολήθηκαν όλες οι μεγάλες εγκαταστάσεις που ανήκαν σε ξένους επιχειρηματίες όπως ξένα κυβερνητικά κτήρια, το ξενοδοχείο Σέπερτ, το Καζίνο Όπερα, τα σινεμά Μετρό, Κάιρο Παλλάς, Κάιρο Σίτυ, Ριβολί, Μαϊάμι και Ράδιο, καθώς επίσης μεγάλα εμπορικά κτίρια όπως το Γκαττέγκνο και το Σικουρέλ, όπως επίσης παρκαρισμένα αυτιοκίνητα κ.ά., τυλίχτηκαν στις φλόγες και μετατράπηκαν από την μια στιγμή στην άλλη σε άμορφες μάζες και καπνισμένα ερείπια! Σχεδόν όλο το εμπορικό κέντρο της αιγυπτιακής πρωτεύουσας, καταστράφηκε μέσα σε λίγες ώρες! Την ίδια μέρα διαπράχθηκαν πολλές δολοφονίες αλλοδαπών και υπήρξαν και δεκάδες τραυματίες. Ταυτόχρονα, κηρύχτηκε σε όλη τη Χώρα στρατιωτικός νόμος! Ο εμπρησμός του εμπορικού κέντρου του Καΐρου πυροδότησε την Επανάσταση που οδήγησε στην οριστική πτώση της βασιλείας με αποτέλεσμα την ανεξαρτησία της Αιγύπτου από ξένες δυνάμεις. Ξεκίνησε η εποχή του συνθήματος: ''Η Αίγυπτος για τους Αιγύπτιους'' που διακήρυξε ο Άμπντελ Γκαμάλ Νάσερ.
Αυτό το φοβερό συμβάν ήταν η ευκαιρία που περίμενε ο Αχιλλέας Δαρδανίδης να πάρει την οικογένειά του και να φύγει στην Ελλάδα. Ήθελε να ολοκληρώσει η Έλλη τις σπουδές της στην Αθήνα.
Αρχικά πήγαν στην Κύπρο όπου δεν έγιναν δεκτοί από τους Άγγλους. Ξαναγύρισαν για λίγο στο Κάιρο. Έμειναν σε ένα άλλο, μικρότερο σπίτι, κοντά στο Αρχαιολογικό Μουσείο, στην οδό Σαμπολιόν. Δεν είχαν πια για υπηρέτη τους τον Γιούσεφ, γιατί είχε εγκαταλείψει πλέον αυτό το επάγγελμα, και έγινε ηθοποιός, καθώς ήταν από μικρός φίλος του κινηματογράφου. Στη θέση του πήραν τη Φατχέια, μια χοντρή Αιγύπτια («αραπίνες» τις αποκαλούσαν, αλλά όχι υποτιμητικά, απλά για να δείχνουν ότι ήταν ντόπιες, Αράβισσες) με πολλά χρυσά βραχιόλια. Είχε συνηθίσει τους μισθούς της να τους επενδύει αγοράζοντας βέργες από χρυσά βραχιόλια, που κροτάλιζαν ρυθμικά σε κάθε κίνηση των χεριών της. ΄Ηταν μία παραδοσιακή Αιγύπτια, και πάντα κυκλοφορούσε στους δρόμους με μελάγια και φορώντας φερετζέ, που άφηνε μόνο τα μάτια της να φαίνονται. Όποτε καθόταν ανακούρκουδα και σφουγγάριζε το παρκέ, έβριζε θεούς και δαίμονες για εκείνον που ανακάλυψε τα ξύλινα πατώματα. Ταυτόχρονα έβριζε και τον αχαΐρευτο τον άντρα της, που μετά την πτώση του Φαρούκ είχε μείνει άνεργος. Γι΄αυτό κι εκείνη με σχεδόν όλο το μισθό της αγόραζε εκείνα τα λεπτά χρυσά βραχιόλια, και φορώντας τα ένιωθε οικονομική ασφάλεια! Η Φατχέια ήταν μια ειλικρινής και τίμια γυναίκα, που την εκτιμούσαν όλοι στην οικογένεια. Μάλιστα, κάποια μέρα κατάλαβε ότι εκείνος που τους πουλούσε πετρέλαιο για την γκαζιέρα, τους έκλεβε στο ζύγι. –«Κυρία, αυτός μας κλέβει! Θα τον ανακαλύψω όμως!» προειδοποίησε την κ.Αγγελική. Καμιά βδομάδα μετά, ακούστηκαν πολύ δυνατές φωνές μέσα από την κουζίνα. Η Φατχέια είχε τσακώσει τον ένοχο και τον «στόλιζε» ανάλογα: -«Το Κοράνι έτσι γράφει; Να κλέβεις τον κόσμο;» Τον πάτησε εκεί που πονούσε, γιατί ο κλέφτης ήταν κατά τα άλλα και βαθιά θρησκευόμενος! Τέλη 1954 αρχές ΄55, η κατάσταση έγινε ακόμα περισσότερο εχθρικοί για τους ξένους. Μόνοι οι Έλληνες δεν πειράχτηκαν, γιατί τους συνέδεαν με τους Αιγύπτιους δεσμοί φιλίας από τα αρχαία χρόνια! Άγγλους, Βέλγους Ιταλούς, και από άλλες εθνικότητες, τους συγκέντρωσαν σε στρατόπεδα μόνο με μια βαλίτσα στο χέρι και τους απέλασαν με αεροπλάνα της KLM. Τις επαύλεις των πλούσιων Εβραίων της έδωσε η κυβέρνηση σε Αιγύπτιους αξιωματικούς, οι οποίοι έβγαλαν σε πλειστηριασμό κάδρα, χαλιά, έπιπλα, και ό, τι άλλο πολύτιμο βρήκαν μέσα, και τα πούλησαν σε εξευτελιστικές τιμές! Πολλά από αυτά τα αγόρασαν Έλληνες. Όσα πράγματα δεν είχαν αξία τα πέταξαν στο δρόμο! Το Μέγαρο Γιακουμπιάν που ανήκε σε Αρμένιους πλιατσικολογήθηκε, και πέρασε σε χέρια Αιγυπτίων. Επίσης, λεηλατήθηκε και το παλάτι του Φαρούκ, που είχε φύγει εξορία, και την άλλη μέρα τα αραπάκια πουλούσαν στους δρόμους τα κλεμμένα βρακιά της βασίλισσας Ναριμάν! Τελικά, όλα αυτά τα γεγονότα οδήγησαν την Αίγυπτο σε οικονομική κρίση. Πολλές ελληνικές επιχειρήσεις έκλεισαν! Και τελικά, μπροστά σε αυτό το οικονομικό αδιέξοδο, το 1955 η Έλλη έφυγε οικογενειακώς από την Αίγυπτο, και επέστρεψαν οριστικά στην πατρίδα. Εγκαταστάθηκαν αρχικά μέχρι να τακτοποιηθούν και να βρουν σπίτι, σε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της Αθήνας, μόλις λίγα βήματα από την Πλατεία της Ομόνοιας. Το "Ξενοδοχείον Ευρώπη" που έμεναν, βρισκόταν στην οδό Σατωβριάνδου, στη συμβολή της με την οδό 3ης Σεπτεμβρίου. Αναζητώντας ταυτόχρονα ένα σπίτι να νοικιάσουν, βρήκαν τελικά ένα διώροφο στο Παγκράτι, τη Γούβα όπως το αποκαλούσαν τότε, απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Αρτεμίου. Είχε μια θέα καταπληκτική! Τη θάλασσα του Φαλήρου και του Πειραιά, την Ακρόπολη, τον Υμηττό!... Έμεναν στον β΄ όροφο, και από επάνω είχε ταράτσα. Από επάνω θα χτιζόταν και τρίτος. Όλη η οικογένεια ενθουσιάστηκε! Αλλά το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη τους όταν ήρθε ο χειμώνας και έπεσε η θερμοκρασία του σπιτιού στους 10 βαθμούς! Μέχρι που πάγωσε και το λάδι στα μπουκάλια!.. Πού ο ζεστός χειμώνας της Αιγύπτου!.. Και όλοι τους τουρτούριζαν, και φορούσαν διπλές κάλτσες να ζεσταθούν. Οι ψάθες που είχαν στρώσει στο πάτωμα, αγορασμένες από τσιγγάνους στο Θησείο, δεν έκαναν απολύτως τίποτα. Δυστυχώς, τα ολόμαλλα χαλιά τους καθώς και πολλά έπιπλά τους, δεν είχαν φτάσει ακόμα από την Αίγυπτο. Λίγο μετά, λόγω των κακών συνθηκών διαβίωσης, αναγκάστηκαν να φύγουν από εκεί και μετακόμισαν προσωρινά, μέχρι να βρουν κάποιο νέο σπίτι να νοικιάσουν, στο γνωστό τους πλέον "Ξενοδοχείο Ευρώπη" την οδού Σατωβριάνδου. Το ξενοδοχείο, αν και όχι Α΄ κατηγορίας, διέθετε θέρμανση, και ζεστάθηκε το κοκαλάκι τους. Της Έλλης της άρεσε πολύ να χαζεύει και τη θέα από το παράθυρο του δωματίου τους. Απέναντι ακριβώς υπήρχε ένα παλιό αθηναϊκό σπίτι με κεραμίδια κι ένα στραβό φουγάρο, ενώ στο βάθος του ορίζοντα διαγραφόταν εντυπωσιακός ο ορεινός όγκος της Πάρνηθας. Αυτό το τοπίο εντυπωσίασε πάρα πολύ την Έλλη και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης γι΄αυτήν, γι΄αυτό και το απαθανάτισε σε πολλές ακουαρέλες. Η ζωγραφική αποτελούσε το αγαπημένο χόμπι της, που είχε κληρονομήσει από τον πολύ ταλαντούχο πατέρα της. Όσο για το μπαμπά της, άφησε μαμά και κόρη στην Αθήνα, γιατί η Έλλη έπρεπε να ξεκινήσει σπουδές, κι εκείνος γύρισε πίσω στην Αίγυπτο, να εργαστεί ως λογιστής στην "Upper Egypt Hotels Company", που διέθετε την εποχή εκείνη τέσσερα υπερπολυτελή ξενοδοχεία, τα οποία διεύθυνε κάποιος Geirani. Τα δύο βρίσκονταν στο Λούξορ, στην περίφημη αυτή αρχαιολογική περιοχής της Άνω Αιγύπτου, και ήταν το "The Luxor Hotel" και το "The Luxor Winter Palace". Και τα άλλα δύο βρίσκονταν νοτιότερα, στο ιστορικό Ασουάν, και ήταν το "The Grand Hotel" και το "Cataract Hotel", εκείνο το φημισμένο ξενοδοχείο στο οποίο γυρίστηκαν και σκηνές από την κινηματογραφική ταινία "Έγκλημα στο Νείλο", βασισμένο στο μυθιστόρημα της Αγκάθα Κρίστη. Ο Αχιλλέας Δαρδανίδης εργάστηκε εκεί ως λογιστής για αρκετό καιρό. Έξι μήνες το χειμώνα εργαζόταν, και άλλους έξι μήνες έκανε διακοπές, καθώς τα ξενοδοχεία αυτά άνοιξη και καλοκαίρι, λόγω της πολλής ζέστης δεν λειτουργούσαν. Αλλά και την περίοδο που καθόταν, πληρωνόταν. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής του, είχε την τύχη να γνωριστεί και με διάσημες προσωπικότητες από τον πολιτικό και τον καλλιτεχνικό κόσμο. Όσο για την Έλλη και τη μαμά της, έφυγαν κάποια στιγμή από το ξενοδοχείο και μετακόμι¬σαν σε μια πολυκατοικία κοντά στην Αχαρνών, που βρισκόταν στην οδό Θήρας 73. Εκεί, κάποια στιγμή, ήρθε και τους βρήκε ο κ. Αχιλλέας επιστρέφοντας οριστικά από την Αίγυπτο, φέρνοντας μαζί του και όσα πράγματα είχαν αφήσει πίσω τους στο Κάιρο, φυλαγμένα σε μια αποθήκη.
Η Έλλη σπούδασε φαρμακοποιός στην Αθήνα και αποφοίτησε το 1963. Το 1969 παντρεύτηκε τον ζωγράφο και γλύπτη Βασίλη Μπρούσαλη, Έλληνα από την Τρίπολη, του οποίου η οικογένεια έζησε για πολλά χρόνια στη Μαγκάλια της Ρουμανίας, όπου γεννήθηκε και ο ίδιος. Συνεργάτης και κουμπάρος με τον Φώτη Κόντογλου, ο Β. Μπρούσαλης στην Ελλάδα διέπρεψε ως αγιογράφος και ψηφιδογράφος. Με την Έλλη απόκτησαν ένα γιο τον Άγγελο.
Ο κ. Αχιλλέας πέθανε το 1981 στο Νέο Ηράκλειο όπου είχε εγκατασταθεί με τη σύζυγό του. Η κ. Αγγελική μέχρι τα 96 της χρόνια ζούσε μαζί με την Έλλη στο σπίτι της στο Νέο Ηράκλειο. Το 2004 ξημερώνοντας 7 Οκτωβρίου έσβησε μέσα στον ύπνο της πλήρης ημερών.
Η Έλλη είναι πλέον χήρα. Ζει με την οικογένεια του γιού της και τους εγγονούς της και προσπαθεί να βάλει σε τάξη τις πλούσιες αναμνήσεις μιας ζωής. Μιας ζωής σαν εκείνη που ζουν τα αποδημητικά πουλιά, που πετώντας κατά εποχές γνωρίζουν πολλές χώρες και ανθρώπους. Ίδια κι όμοια, όπως η Πουπουσέλ. Το σπουργίτι από το Κάιρο.
Μανώλης Τασούλας Επίλογος: Η «φωνή» της Πουπουσέλ σ’ αυτή την αφήγηση ήταν της ίδιας της Έλλης. Το μικρό σπουργίτι που έζησε μαζί της σχεδόν δυο χρόνια, στο σπίτι της στο Κάιρο, ήταν ένας από τους αλησμόνητους φίλους της παιδικής ηλικίας της. Η Έλλη στις 11 Νοέμβριο του 2023, σε ηλικία 86 ετών, πέταξε ελεύθερη από τα δεσμά αυτής της ζωής στο δικό της ουρανό, να συναντήσει το Φως! Ξημέρωνε η γιορτή του Αγίου Μηνά του Αιγύπτιου...
Υπεροχο γεματο αισθηματα και,συναισθηματα αλληγορικο με συγκηνισες με τις αφηγησεις γιατι νερω και την τοσο υπεροχη Ελενη
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαταπληκτική ιστορία! Υπέροχος ο συνδυασμός της πλοκής με τα φωτογραφικά ντοκουμέντα! Απόδειξη ότι η πραγματική ζωή ξεπερνάει τη μυθοπλασία και φυσικά είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα!
ΑπάντησηΔιαγραφή