Ο μικρός, άτακτος κότσυφας

Ανάμεσα στις ψηλές πολυκατοικίες μιας ωραίας γειτονιάς, υπήρχε μια παλιά αυλή! Ήταν η αυλή του Μανώλη. Κάποτε, σ΄αυτήν έπαιζαν πολλά παιδιά και τη ζωντάνευαν με τις χαρούμενες φωνές τους! Τα χρόνια πέρασαν, τα σπιτάκια της παλιάς γειτονιάς έδωσαν τη θέση τους σε ψηλές πολυκατοικίες, όμως, σε πείσμα του χρόνου, η παλιά αυλή έμεινε εκεί, για να ξυπνάει αναμνήσεις σε όσους την κοιτούσαν! Σε μια γωνιά της υπήρχε μια σιδερένια κούνια. Και από πάνω, άπλωναν τη σκιά τους σαν μια καταπράσινη ομπρέλα, μια ευωδιαστή γαζία, που έπλεκε τα αγκαθωτά κλαδιά της με τις λόγχες μιας γιούκας. Τα δυο αυτά δέντρα, για να ανασαίνουν και για να τραφούν από τις ευεργετικές ηλιαχτίδες, αναγκάστηκαν να πάρουν μπόλικο μπόι, και τελικά να φτάσουν στον τρίτο όροφο των πολυκατοικιών. Δίπλα τους, λιγούσαν καταπράσινα κάποια κυπαρίσσια. Και κάπου, δίπλα στην κούνια, ένας παλιός, πολύχρωμος ανεμοδείκτης, μετρούσε την πνοή του αέρα που φυσούσε στην αυλή.
 Η αλήθεια είναι, πως τα πουλιά δυσκολεύονται να χτίσουν τη φωλιά τους ανάμεσα στα τσιμέντα των πολυκατοικιών και τις πλάκες των πεζοδρομίων. Γι΄αυτό, όπου βρουν αυλές που έχουν χώμα με μπόλικα σκουλήκια και ζωύφια, εκεί χτίζουν και τις φωλιές τους, ώστε να βρίσκουν εύκολα φαΐ για τα μικρά τους. Έτσι, κι αυτή η μικρή, παλιά αυλή, έγινε τόπος φιλοξενίας για ένα σωρό μικρά ή μεγαλύτερα πουλιά! Σπουργίτια, τσίφτες, κοκκινολαίμηδες, δεκαοχτούρες, καρακάξες, κίσσες και πολλά κοτσύφια, βρήκαν εκεί το καταφύγιό τους! Ένα ζευγάρι κοτσύφια λοιπόν, σκέφτηκαν να στήσουν σ΄αυτήν την αυλή το σπιτικό τους. Κι ανάμεσα στα σπαθωτά φύλλα της πανύψηλης γιούκας, έχτισαν όμορφα τη φωλιά τους. Απ΄έξω φυλλαράκια και κλαράκια, και μέσα μια λεπτή επένδυση από λάσπη, για να κρατάει ζεστά τα μικρά τους όταν με το καλό γεννιούνταν.
Έτσι, μια μέρα, έσκασε από τ΄αβγό του ο μικρός μας κότσυφας, μέσα στη χορταροφωλιά του, επάνω στη γιούκα της παλιάς αυλής. Η φωνούλα του αρχικά ήταν αδύναμη: Τσιπ! Τσιπ! φώναζε τους γονείς του να τον ταΐσουν το φαΐ.  Και κάθε μέρα οι στοργικοί γονείς του, του πήγαιναν με το ράμφος τους, τα εκλεκτότερα σκουλήκια της αυλής. Ο κοτσυφάκος μας όλο και μεγάλωνε! Τα απαλά πουπουλάκια του άρχισαν να γίνονται φτερά, μαύρα φτερά, πράγμα που έδειχνε πως ήταν αγόρι κι έμοιαζε του μπαμπά του, που ήταν ένας κότσυφας κατάμαυρος και γυαλιστερός, με πόδια ψηλά, που έτρεχαν με ταχύτητα και σκάλιζαν με νεύρο, το χώμα της αυλής, και με το σουβλερό, πορτοκαλί του ράμφος ξετρύπωνε σκουλήκια.
 Ο μικρός μας κότσυφας λίγο μεγαλώνοντας, έγινε πολύ άτακτος. Φώναζε συνεχώς, τίναζε τα αδύναμα ακόμα φτερά του, και ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο! Με το που ένιωσε λίγη δύναμη στις μικρές φτερούγες του, μια μέρα που έλειπαν οι γονείς του ψάχνοντας για φαγητό,  πήρε την τολμηρή απόφαση να κάνει την πρώτη του πτήσει. Το αδέξιο πέταγμά του τον οδήγησε κάθετα προς τα κάτω, στη ρίζα του χοντρού κορμού της γιούκας, που έμοιαζε με το τεράστιο πόδι ενός ελέφαντα.
Όμως, τι ατυχία για τον κότσυφά μας! Εκεί, στο πεζούλι της πέτρινης μάντρας π΄αγκάλιαζε την αυλή, κάτω από το κίτρινο γιασεμί, κοιμόταν η Τιάπα. Μια φουντωτή, ασπρόμαυρη γάτα, που ήταν πολύ άγρια και καλή κυνηγός. Μόλις άκουσε τον μικρό κότσυφα που φώναζε τρομαγμένος τους γονείς του, τέντωσε τα δυο της κιτρινοπράσινα μάτια και,  για ατυχία του, τον είδε! "Μμμ! ένα νοστιμότατο μεζεδάκι έπεσε από τον ουρανό!" σκέφτηκε κι έγλειψε τα άσπρα της μουστάκια. Σηκώθηκε έτοιμη για μάχη, και είπε μέσα της: "Να τι θα φάω για μεσημεριανό! Καλά που ακόνισα πρωί-πρωί τα νύχια μου, στον κορμό της γιούκας! Θα τον κάνω το μικρό μία χαψιά!"
Ο μικρούλης κότσυφας μόλις  είδε την Τιάπα να πλησιάζει, αντίκρισε μέσα στο ολοστρόγγυλα  γυαλιστερά της μάτια  τη μορφή του, κι ένας κόμπος του κάθισε στο λαιμό! "Συμφορά μου τι έπαθα!" σκέφτηκε κι έπαθε πανικό! Ξαφνικά, ενώ τα φτεράκια του ήταν αδύναμα, αισθάνθηκε τα ψηλά του πόδια πολύ δυνατά, και άρχισε να τρέχει πιο γρήγορα κι απ' το μπαμπά του, μέσα στην αυλή! Η γάτα καθόταν και τον έκανε χάζι στις απελπισμένες προσπάθειές του, κι έλεγε μέσα της με σιγουριά: "Πού θα μου πας; Σε λίγο θα πέσεις στα νύχια μου και θα καταλήξεις στην κοιλιά μου!" Στην αυλή υπήρχαν πολλές γλάστρες με λουλούδια, κι ο άτακτος κότσυφάς μας κρύφτηκε πίσω τους, κι άρχισε να τσιρίζει, καλώντας σε βοήθεια τους δικούς του.  Με μιάς, παρουσιάστηκε επάνω στο σχοινί του απλώματος, ο θείος του που είχε στήσει τη φωλιά του επάνω στη πλατύφυλλη συκιά, απέναντι ακριβώς από τη γιούκα, στην άλλη γωνία της αυλής. Φούντωσε τις φτερούγες του σαν δυό μαύρες ασπίδες, και φώναξε στη γάτα: " Αν θέλεις να είσαι  κυνηγός, βάλε τα μαζί μου, κι όχι με το μικρό πουλάκι!"
Ο κοτσυφάκος πίσω από τις γλάστρες, πήρε θάρρος κι άρχισε να φωνάζει πιο δυνατά. Από το μεγάλο σαματά, οι άνθρωποι που έμεναν στις πολυκατοικίες, βγήκαν στα μπαλκόνια, και παρακολουθούσαν τον αγώνα των πουλιών, σα να ήτανε στην αρένα! Την ίδια ώρα, μ' ένα πέταγμα σαν αστραπή παρουσιάστηκε και ο μπαμπάς κότσυφας. Και από πίσω η κοτσυφίνα! Είχαν φουντώσει τα φτερά τους και φώναζαν αγριεμένοι! "Ξουτ παλιόγατα που θα φας το παιδί μας! Είσαι γελασμένη αν νομίζεις πως θα σ' αφήσουμε!" Η Τιάπα δεν πολυφοβήθηκε απ' τις φωνές τους! Κι οι τρεις κότσυφες μαζί, δεν έφταναν το μέγεθος της γάτας! Σκαρφάλωσε λοιπόν επάνω στη γλάστρα που πίσω της κι ανάμεσα στον τοίχο του σπιτιού ήταν κρυμμένος και καρδιοχτυπούσε ο μικρός κότσυφας, και τέντωσε το άσπρο πόδι της με τα γάμψα, κοφτερά της νύχια, να "ψαρέψει" το άτακτο κοτσύφι. Η κοτσυφίνα έπαθε πανικό, ακούγοντας τις κραυγές και τις τσιρίδες του μικρού της! Ξαφνικά, σαν αεροπλάνο καταδρομικό, έκανε έφοδο στη γάτα που προσπαθούσε με πείσμα να ξετρυπώσει το μικρό κοτσύφι. Γυρνούσε ασταμάτητα επάνω απ΄το κεφάλι τής Τσιάπα, και πετώντας μια ψηλά, μια πιο χαμηλά, προσπαθούσε να την απασχολήσει, για να βρει το παιδί της διέξοδο να φύγει. Ταυτόχρονα, τα δύο αρσενικά, χτυπούσαν με δύναμη τα φτερά τους, και κάνοντας μεγάλη φασαρία, ήταν έτοιμα από στιγμή σε στιγμή να επιτεθούν κι αυτά!
Μέσα σ΄αυτό το σαματά, κι ενώ η γάτα φουντωμένη ολόκληρη, κοιτούσε, φοβισμένη αυτή τη φορά, τους τρεις κότσυφες που την απειλούσαν, ο μικρός μας φίλος κατάφερε να ξεγλιστρήσει απ' την κρυψώνα του. Άρχισε να τρέχει στην αυλή, και κατευθύνθηκε προς τη γιούκα που ήταν η φωλιά του. Όμως, να! Παρουσιάστηκε και άλλη γάτα! Ήταν το τρίχωμά της κανελί και άσπρο κι είχε ένα μάτι κίτρινο κι ένα γαλάζιο.
 Ο κότσυφάς μας τα χρειάστηκε! Η γατούλα μας όμως ήταν αθώα και καλή, και τον πλησίασε σαν την καλή νεράιδα των παραμυθιών. "Μη φοβάσαι, του είπε. Δεν θα σε φάω! Δεν τρώω πουλιά! Μόνο χορταράκια που είναι θεραπευτικά, και κονσέρβες που με ταΐζει η Μαρίνα, εκεί στο μπαλκόνι δίπλα!" Σ΄εκείνην θα σε πάω, να σωθείς! Μόνο μάζεψε λίγο τις φτερούγες σου, να μη σε τραυματίσω!" Και λέγοντας αυτά, άνοιξε το στόμα της κι έπιασε απαλά και προστατευτικά, ανάμεσα στα κοφτερά της δόντια, το κοτσύφι. Εκείνο, μόλις αισθάνθηκε τη ζεστασιά του στόματος της γάτας, κόντεψε να πεθάνει απ' την τρομάρα του! Και σκέφτηκε: "Ως εδώ ήταν! Όλα τελείωσαν!" Όμως,  κατάλαβε το λάθος του, όταν η καλή μας γάτα με μερικούς γρήγορους σάλτους, βρέθηκε στο μπαλκόνι της Μαρίνας, που είχε κι εκείνη βγει να δει τον άνισο αγώνα πουλιών και γάτας, κι ακούμπησε το κοτσυφάκι που σπαρταρούσε απ΄την τρομάρα του, στο μπλε πατάκι, δίπλα στα πόδια της κοπέλας. Η Μαρίνα το πήρε μισολιπόθυμο στις ζεστές και απαλές της χούφτες! "Μπράβο ομορφούλα μου!" είπε στην καλή γατούλα, και πήρε το κοτσύφι μέσα στο σπίτι. Ο αγώνας είχε τελειώσει. Οι γονείς κότσυφες, μαζί κι ο θείος, στενοχωρημένοι πέταξαν να φύγουν, πιστεύοντας πως το κοτσυφάκι χάθηκε για πάντα! Και όσο για την Τιάπα, ξεφούντωσε το τρίχωμά της, και βαριεστημένα χώθηκε στο άνοιγμα μιας γλάστρας που έμοιαζε με φωλιά, να συνεχίσει το χουζούρι της, και σκέφτηκε με απογοήτευση: "Τι κρίμα! Πάει το μεζεδάκι!"
 Κι ο ήλιος άρχισε να πέφτει αργά τ΄απόγευμα! Ο κοτσυφάκος μας συνήλθε από την τρομάρα του, κι ένιωσε την κοιλιά του να γουργουρίζει! "Αχ! Να είχα κάνα σκουληκάκι να φάω! Τι ανοησία έκανα κι έφυγα απ' τη φωλιά μου! Να τώρα τι παθαίνω!" Και λέγοντας αυτά, άρχισε να τσιρίζει σπαραχτικά, μήπως και το ακούσουν οι δικοί του. Η Μαρίνα δεν ήξερε τι να κάνει! Πήρε το κοτσύφι που φώναζε, βγήκε στο μπαλκόνι και φώναξε το Μανώλη. "Πάρε το εσύ, του είπε, και κρέμασέ το σ' ένα καλαθάκι απ' το σχοινί της μπουγάδας, μην το φτάνουν οι γάτες, και ίσως οι γονείς του τ΄ακούσουν κι έρθουν να το ταΐσουν!" Ο Μανώλης πήρε το κοτσυφάκι που έτρεμε σύγκορμο στα χέρια του, κι αισθάνθηκε την καρδούλα του μικρού πουλιού που χτυπούσε τόσο δυνατά, έτοιμη να σπάσει! Του χάιδεψε το μαύρο κεφαλάκι και του είπε με ζεστή φωνή: "Μη φοβάσαι! Θα σου φτιάξω μια φωλιά, και θα' ρθούν οι γονείς σου να σε βρουν και να σε ταΐσουν!" Λέγοντας αυτά, άδειασε το μπλε πλαστικό καλαθάκι από τα μανταλάκια, έστρωσε μέσα μπόλικο μπαμπάκι για να είναι ζεστά, κι ακούμπησε μέσα με προσοχή το μικρό κοτσύφι.
Πήρε μετά το καλαθάκι, και το κρέμασε στο σχοινί της μπουγάδας, κάτω από τη γιούκα. Όμως, τι κρίμα! Οι γονείς δεν φάνηκαν! Νύχτωσε!... Το κοτσυφάκι κούρνιασε σε μια γωνιά του καλαθιού, κι αποκοιμήθηκε κουρασμένο και νηστικό. Την άλλη μέρα που ξημέρωσε, βγήκε ο Μανώλης στην αυλή να δει τι κάνει ο φίλος του. Ο μικρός κότσυφας ήταν εκεί. Με κλειστά σφιχτά τα μάτια του, και κουρνιασμένος, σα να κοιμόταν. Ο Μανώλης του χάϊδεψε το κεφαλάκι να τον ξυπνήσει! Όμως, τι κρίμα! Ο κοτσυφάκος ήταν παγωμένος και κοκαλωμένος. Είχε πετάξει  μέσα στον ύπνο του, μια για πάντα στην όμορφη αυλή του παράδεισου των πουλιών!
 Και ο μικρόκοσμος της όμορφης αυλής συνέχισε τη ζωή του μέσα στον κύκλο του χρόνου, με λουλούδια ν΄ανθίζουν, μέλισσες, μπάμπουρες και χρυσόμυγες να βομβίζουν, πολύχρωμες πεταλούδες, ακρίδες και αλογάκια της Παναγίτσας να πετούν, μυρμήγκια να μαζεύουν την τροφή τους, σαλιγκάρια να αργοσέρνονται, αράχνες να στήνουν τους ιστούς τους, γάτες να νιαουρίζουν, να τσακώνονται και να γεννούν, πουλάκια πολλών ειδών να τραγουδάνε και να τιτιβίζουν, με τον ήλιο να τα ξυπνάει την ημέρα, και το φεγγάρι να τα νανουρίζει τη νύχτα!...
(Αφιερωμένο στην Παρασκευούλα και το Σταύρο)

Σχόλια

  1. Υπεροχο Μανο μου η αυλη μας κατω με ολα τα ζωυφια ζωακια εντομα λουλουδια ζωγραφιστα υπεροχο ολο μπραμο και παλι μπραβο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Διαβάσαμε το παραμύθι σου και μας άρεσε πολύ, ιδιαίτερα στον Σταύρο. Να είσαι καλά Μανώλη κια να συνεχίσεις να είσαι δημιουργικός και πρωτότυπος. Οικογένεια Δινούση

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Υπέροχο Μανώλη . Τρυφερό και ευαίσθητο. Να είσαι πάντα καλά να δημιουργείς!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αποχαιρετισμός στην Καίτη Γκρέυ

Ευγενία Ζωγράφου (1938-2023)

Αναμνηστικές φωτογραφίες από δύο ταξίδια στην Αίγυπτο, το 1987 και το 1988