Το μπαμπακένιο καναρίνι
Μια φορά γι ένα καιρό, πριν μισό και κάτι αιώνα, ένα αγοράκι που το φώναζαν όλοι “Μανωλάκη”, σχολούσε από την Δευτέρα τάξη του Δημοτικού σχολείου. Πλησίαζαν Χριστούγεννα, κι ήταν πολύ χαρούμενος, γιατί σε λίγο θα σταματούσαν τα μαθήματα –που τα θεωρούσε καταναγκαστικά έργα- για τις δεκαπενθήμερες διακοπές των γιορτών. Κατηφορίζοντας το δρόμο απ' το σχολείο, βαστούσε βαριεστημένα τη μεγάλη και βαριά δερμάτινη σάκα του, που έκλεινε με δυο λουριά και μεταλλικές αγκράφες, την οποία όμως αγαπούσε ιδιαίτερα, γιατί ήταν δώρο από την καλή νονά του την Ευγενούλα. Όσο περπατούσε, σκεφτόταν τι παιχνίδια να παίξει στο σπίτι του, που το αγκάλιαζε μια πολύ μεγάλη αυλή με ωραίο κήπο, και βρισκόταν στο δρόμο με τα ψηλά πεύκα, κοντά στη λεωφόρο. Στα μισά του δρόμου, τα αναμμένα χριστουγεννιάτικα φωτάκια της βιτρίνας ενός ψιλικατζίδικου τράβηξαν την προσοχή του. Πήγε όλος περιέργεια προς τα εκεί, και κόλλησε τη μουρίτσα του στη τζαμαρία, χαζεύοντας τα χριστουγεννιάτικα στολίδια: χάρτινες πολύχρωμες φάτνες, μπάλες για το δέντρο με παράξενα χρώματα και σχέδια, Άγιο-Βασίληδες... Όμως, εκείνα που του τράβηξαν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον, ήταν κάτι πουλάκια. Έμοιαζαν αληθινά! Καρδερίνες, καναρίνια, κοκκινολαίμηδες!... Είχαν αληθινά φτερά και ουρά και το υπόλοιπο σώμα τους ήταν φτιαγμένο από μπαμπάκι πεπιεσμένο με μπόλικη κόλλα. Για μάτια είχαν κόκκινες χαντρούλες, και τα πόδια τους, φτιαγμένα σαν αληθινά από σύρμα, κατέληγαν σ’ ένα μικρό μεταλλικό μανταλάκι, που χρησίμευε για το κρέμασμα στα κλαδιά του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Τα μάτια του άστραψαν από χαρά, μέσα σ΄ένα χαμόγελο ενθουσιασμού που τον φώτισε ολόκληρο! Χωρίς να κρατηθεί, μπήκε και ρώτησε τον ψιλικατζή πόσο κόστιζε το ένα. Μόλις του είπε 13 δραχμές, το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπό του, έβαλε το κεφάλι κάτω, και μ’ ένα ξερό «ευχαριστώ!» βγήκε από το κατάστημα. Την εποχή εκείνη 13 δραχμές είχαν αξία! Με 1,5 δραχμή έπαιρνες μια εφημερίδα! Όταν ο Μανωλάκης πήγε σπίτι του, βρήκε την κατά τρία χρόνια μεγαλύτερη αδελφούλα του, τη Χαρούλα, και της ανακοίνωσε με χαρά ότι το ψιλικατζίδικο έφερε χριστουγεννιάτικα, αλλά της διευκρίνισε ότι ήταν ακριβό το πουλάκι-στολίδι που ήθελε ν’ αγοράσει εκείνος. Η αδελφούλα του που τον αγαπούσε ιδιαίτερα, κι ήθελε να τον προστατεύει και να του κάνει όλα τα χατίρια απ’ όταν ήταν μωρό, τον άφησε και έφυγε. Σε λίγο γύρισε γεμάτη χαρά! – «Πήγα και είδα τα πουλάκια, του είπε. Μα τι ωραία που είναι! Θα σου πάρω ένα εγώ για τη γιορτή σου, τώρα που έρχονται Χριστούγεννα, από το χαρτζιλίκι που μού ‘δωσε η νονά μου! Ποιο πουλάκι θέλεις; Διάλεξε!» Ο Μανωλάκης δεν κάθισε να το πολυσκεφτεί, γιατί μόνο ένα του είχε μπει στο μάτι! «Το καναρίνι!» φώναξε ενθουσιασμένος. Η Χαρούλα, μια και δυο έφυγε και σε λίγο γύρισε με το μπαμπακένιο καναρίνι στο χέρι! Μα τι όμορφο που ήταν! Τι ωραία τα φτερά του! Σαν ζωντανό! Έτοιμο να κελαηδήσει! Τα δυο αδελφάκια το χάιδευαν και δεν χόρταιναν να το βλέπουν! Κι εκεί που το χάζευαν όλο χαρά, ανάμεσα στα κεφαλάκια τους ξεπρόβαλε ξαφνικά το όμορφο πρόσωπο της μαμάς τους της Ζωζώς. – «Τι κοιτάζετε εκεί; Να δω κι εγώ;» ρώτησε με τη ζεστή και γάργαρη φωνή της. – «Κοίτα μαμά τι μου πήρε δώρο για τη γιορτή μου η Χαρούλα!» πήρε το λόγο ενθουσιασμένος ο Μανωλάκης και έδειξε το καναρίνι. Και συμπλήρωσε με θαυμασμό: - «Δεν είναι σαν αληθινό;!» - «Α, τι ωραίο! Πράγματι! Θα το βάλουμε στο δέντρο, όταν το στολίσουμε!» είπε η μαμά του με χαρά. – «Του το αγόρασα με το χαρτζιλίκι που μου έδωσε η νονά μου, 13 δραχμές!» της ξέφυγε της Χαρούλας από τη χαρά της. – «Τι! 13 δραχμές! Είσαι με τα καλά σου; Φώναξε η μαμά τους αλλάζοντας έκφραση. Έδωσες όλο το χαρτζιλίκι που σου έδωσε η νονά σου να πάρεις τετράδια για το σχολείο, γι’ αυτό το πράμα; Άκου 13 δραχμές! Με 13 δραχμές ξέρεις πόσα τετράδια θ’ αγόραζες; Ο πατέρας σας για να βγάλει 13 δραχμές ξέρετε πόσα παπούτσια πρέπει να βάψει στη δουλειά του; Σας κορόιδεψε! Να το πας αμέσως πίσω και να ζητήσεις τα λεφτά σου!» - «Μα καλέ μαμά! Αφού του άρεσε! Γι’ αυτό του το πήρα δώρο για τη γιορτή του!» διαμαρτυρήθηκε κλαψουρίζοντας η Χαρούλα. Κι ο Μανωλάκης δίπλα της, έτοιμος ήταν να βάλει τα κλάματα! Όμως η μαμά τους δεν σήκωνε κουβέντα! – «Άκουσες τι σου είπα; Τώρα να το πας, γιατί αργότερα θα λέει ότι του το χαλάσατε και δεν θα σου δίνει πίσω τα λεφτά!» Τα παιδιά έριξαν στεναχωρημένα τα κεφαλάκια τους κάτω! Ήξεραν, ότι όταν η μαμά τους μιλούσε αυστηρά, δεν σήκωνε αντιρρήσεις! Έτσι, το καναρίνι επέστρεψε στη βιτρίνα του μικρού ψιλικατζίδικου της πάνω γειτονιάς, η Χαρούλα ξαναπήρε πίσω το χαρτζιλίκι της, κι ο Μανωλάκης απόμεινε με τη γλύκα ενός δώρου μεγάλης αγάπης από την αδελφούλα του, που δεν το απόκτησε ποτέ, αλλά έμεινε για πάντα στο μυαλό του! Όμως... Κάπου τριάντα χρόνια μετά, ο Μανώλης, οδοντίατρος πλέον, ανήμερα Χριστούγεννα, πήγε στο σπίτι της Χαρούλας για το καθιερωμένο γιορτινό τραπέζωμα στη γιορτή του άντρας της του Χρήστου. Μόλις μπήκε στο, όπως πάντα, όμορφα στολισμένο σπίτι, αμέσως το μάτι του έπεσε επάνω στο κρυστάλλινο βάζο που στόλιζε το τραπέζι. Στο χείλος του ήταν στερεωμένο ένα μπαμπακένιο πουλάκι με αληθινά φτερά, ίδιο κι απαράλλαχτο μ’ εκείνα της παλιάς χριστουγεννιάτικης βιτρίνας. Μόνο που ήταν κοκκινολαίμης και όχι καναρίνι! – «Πού το βρήκες αυτό Χαρούλα;» ρώτησε ενθουσιασμένος και το έπιασε στα χέρια του. – «Ήταν στερεωμένο επάνω στο φιόγκο ενός δώρου μου μας έφεραν χθες οι κουμπάροι!» απάντησε η αδελφή του, ενώ ετοίμαζε το τραπέζι για το φαγητό. – «Μα είναι ίδιο σαν εκείνα που πουλούσε το ψιλικατζίδικο κι ήθελες να μου κάνεις δώρο, μόνο που εκείνο ήταν καναρίνι, αλλά η μαμά δεν σ’ άφησε να μου το πάρεις! Θυμάσαι;» της είπε με χαρά ο Μανώλης, ενώ όλη η παλιά ιστορία ξανάρθε στο μυαλό του. – «Ε, αν σου αρέσει τόσο, πάρ’ το! Στο δίνω με την καρδιά μου! Δεν είναι βέβαια καναρίνι, αλλά, τι να κάνουμε τώρα;» του είπε αυθόρμητα η Χαρούλα και γελώντας του έσκασε ένα φιλάκι στο μάγουλο. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε η πόρτα. Ήταν η μεγάλη αδερφή τους η Ρένα. Ο Μανώλης την υποδέχτηκε μ’ ένα φιλί κι όλος παιδιάστικη χαρά της είπε: - «Κοίτα, ένα πουλάκι που μου έκανε δώρο η Χαρούλα!» - «Α, τι καλό! Πάρε κι από μένα δώρο ζεστές πυτζάμες για το χειμώνα! Να ζεσταίνεσαι και να με θυμάσαι!» Είπε η Ρένα και του έδωσε ένα μεγάλο πακέτο με φανταχτερό, χριστουγεννιάτικο περιτύλιγμα. Αμέσως, τα τρία αδερφάκια, που αν και μεγάλωσαν δεν έπαψαν ποτέ μέσα τους να είναι παιδιά, αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν σταυρωτά, ανταλλάσσοντας πολλές γιορτινές ευχές, και του χρόνου να είναι καλά και με υγεία!
Μανωλακι μου ...Μανο μου ποσο σαγαπω με αυτη την αστηρευτη εμπνευση...θα μας γεμιζεις παντα .!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπεροχη η ιστορια σου
Ευχαριστώ Χαρούλα μου γλυκιά! Ακολουθεί σύντομα, και συνέχεια!
ΑπάντησηΔιαγραφή