Το λάθος του Άι-Βασίλη

Κάποτε, σε μια ωραία πολιτεία που τη χώριζε στα δύο ένα πλατύ και μακρύ ποτάμι, και τα δυο κομμάτια της ενώνονταν μεταξύ τους με μεγάλες γέφυρες, ζούσε μια ωραία οικογένεια. Οι γονείς, ο Θέμης και η Μαίρη, είχαν τρία όμορφα παιδιά, που τους έμοιαζαν εκτός απ’ την μορφή, στη συμπεριφορά και την ευγένεια. Η μεγαλύτερη κόρη τους η Ευγενία, ήταν γεννημένη χορεύτρια, και χόρευε ακόμα μέσα από την κούνια της! Κι όταν λίγο μεγάλωσε, έκανε τη δασκάλα κι έλεγε παραμύθια βγαλμένα απ’ το μυαλό της, στα δυο μικρότερα αδέλφια της: τη Σταυριανή και το Γιαννάκη. Ο Γιάννης ήταν ένα πανέξυπνο αγόρι, με μάτια που πετούσαν σπίθες ευφυΐας! Απ’ όταν άρχισε να καταλαβαίνει τον εαυτό του, έδειξε ότι ήταν καλλιτεχνική φύση και ήταν πολυάσχολος! Του άρεσε να φτιάχνει με πλαστελίνες παιχνίδια, ζωάκια, αεροπλανάκια, φάτνες... Είχε ένα πνεύμα εφευρετικό και ανήσυχο, και αξιοποιούσε ό,τι έπιανε στα χέρια του! Του άρεσε επίσης πολύ να παίζει στις παραστάσεις του σχολείου, άλλοτε τον άγγελο, άλλοτε τον καλό βοσκό που πάει δώρα στο Χριστό, άλλοτε τον παραμυθένιο πρίγκιπα, και όποιο άλλο ρόλο διέθετε λάμψη! Επιπλέον, του άρεσε πολύ η μουσική, και έπαιζε με μεγάλη επιδεξιότητα κιθάρα. Γενικά του άρεσε να ξεχωρίζει! Και οι γονείς με τις αδερφές του τον καμάρωναν γι’ αυτό!
Μεγάλη λαχτάρα του όλο το χρόνο, και κάθε χρόνο, ήταν πότε θα φτάσουν οι γιορτές των Χριστουγέννων. Και από πολύ νωρίτερα, έβαζε τη μεγαλύτερη αδελφούλα του, τη Σταυριανή, να γράφει εκ μέρους του γράμματα στον Άι-Βασίλη, ζητώντας του το δώρο που θα ήθελε για την πρωτοχρονιά. Μάλιστα, του άρεσε να ζωγραφίζει ο ίδιος τις κάρτες που του έστελνε, πιστεύοντας ότι ο Άγιος θα το εκτιμούσε ιδιαίτερα αυτό, και έτσι θα του εκπλήρωνε καλύτερα τις επιθυμίες του! Ό,τι του ζητούσε, το ζητούσε πάντοτε με ευγένεια, και χωρίς μεγάλες απαιτήσεις, γιατί δεν ήθελε να φέρνει τον Άγιο σε δύσκολη θέση!
Έτσι έγινε κι εκείνες τις παραμονές των Χριστουγέννων. – «Σταυριανή! Φώναξε με λαχτάρα την αδελφούλα του. Έλα να γράψουμε ένα γράμμα στον Άγιο Βασίλη! Εγώ θα σου λέω κι εσύ θα γράφεις!» Αμέσως η Σταυριανή έσκισε μια σελίδα από ένα τετράδιο, κάθισε μαζί με τον αδελφό της στο τραπέζι της μεγάλης τραπεζαρίας, και ο Γιαννάκης άρχισε να υπαγορεύει: «Αγαπητέ μας Άγιε Βασίλη το δώρο που θέλουμε να μας δώσεις είναι ένα αεροπλάνο πολεμικό. Να έχει ένα κουμπί και όταν το ανοίγουμε να περπατάει για λίγο και μετά να υψώνεται. Οι πολεμιστές δεν πειράζει άμα δε φαίνονται. Αρκεί να είναι πολεμικό. Άμα δε μπορείς να φτιάξεις πολεμικό αεροπλάνο , και δεν βρεις να αγοράσεις, να μας δώσεις ένα κανονικό αεροπλάνο που κάνει τις ίδιες κινήσεις που λέμε στα παραπάνω γράμματα. Με αγάπη, τα αδερφάκια Ιωάννης και Σταυριανή»
Μόλις το γράμμα τελείωσε, πήρε ο Γιάννης το χαρτί στα χέρια του, το δίπλωσε στα δύο και ζωγράφισε στη λευκή πλευρά του ένα ωραίο Άι-Βασίλη φορτωμένο δώρα. Έπειτα, έκλεισε το γράμμα σε ένα άσπρο φάκελο και το έδωσε στη μαμά του να το ταχυδρομήσει στον Άγιο. Από τότε, κάθε μέρα που περνούσε τους έφερνε πιο κοντά στα Χριστούγεννα. Το σπίτι στολίστηκε ανάλογα. Ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο στολίστηκε στο σαλόνι, μια ωραία φάτνη τοποθετήθηκε πάνω στο μπουφέ, και πιατέλες με μυρωδάτα μελομακάρονα, δίπλες και κουραμπιέδες, υπήρχαν σε κάθε γωνιά του σαλονιού, επάνω σε ομορφοστολισμένα για την περίσταση τραπεζάκια. Όλα μέσα στο σπίτι ήταν γιορτινά, και όλων τα πρόσωπα έλαμπαν από ευτυχία! Ο Γιαννάκης δεν χόρταινε να κοιτάζει το μικρό Χριστούλη στη φάτνη, και μέσα από την καρδιά του τον παρακαλούσε, να του εκπληρώσει ο Άι-Βασίλης την επιθυμία του για το αεροπλανάκι που τόσο ήθελε να αποχτήσει!
Τα Χριστούγεννα πέρασαν μέσα σε μια πολύ γιορτινή και ευχάριστη ατμόσφαιρα, κι έφτασε η παραμονή της πρωτοχρονιάς. Μετά το κόψιμο της βασιλόπιτας, ο Γιάννης πήρε το κομμάτι που είχε ξεχωρίσει ο μπαμπάς του για τον Άι-Βασίλη, το δίπλωσε προσεκτικά σε μια γιορτινή χαρτοπετσέτα, και το ακούμπησε κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. –«Γιάννη, τι κάνεις εκεί;» τον ρώτησαν απορημένοι οι γονείς του. – «Για να έχει κάτι να φάει ο Άγιος Βασίλης όταν έρθει! Θα είναι πολύ κουρασμένος από το ταξίδι του!» Απάντησε με αθωότητα εκείνος. Και συμπλήρωσε: - «Άλλωστε δικό του δεν είναι το κομμάτι;» Οι γονείς του κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και χαμογέλασαν.
Όταν, λίγο μετά, όλοι βρίσκονταν στα κρεβάτια τους, ο Γιαννάκης δεν είχε ύπνο! Κάτι τον έτρωγε μέσα του. Αγωνιούσε πότε θα ερχόταν ο Άι-Βασίλης, αν θα του έφερνε το δώρο που επιθυμούσε. Όμως, πάνω απ’ όλα, ήθελε πολύ να δει τον Άγιο. Να τον γνωρίσει από κοντά! Τόσο καιρό, μόνο μέσα από τις ζωγραφιές των βιβλίων τον ήξερε, και από τις ωραίες ευχετήριες κάρτες που ήταν στολισμένες στο μπουφέ. Ενώ σκεφτόταν όλα αυτά, ξαφνικά, άκουσε έξω από το παράθυρό του ήχους κουδουνιών. Αμέσως, πετάχτηκε από το κρεβάτι, κοίταξε έξω από το παράθυρο, αλλά δεν είδε κάτι περίεργο. Μόνο τις νιφάδες του χιονιού που χόρευαν στην ατμόσφαιρα και φωτίζονταν όμορφα από τις λάμπες του δρόμου. Όμως, μετά άκουσε ένα θόρυβο που ήρθε απ’ το σαλόνι, και πρόσεξε, κοιτώντας από τη χαραμάδα της πόρτας του δωματίου του, ότι μέσα στο σαλόνι υπήρχε πολύ φως, ενώ, ήταν σίγουρος, ότι πριν πάνε όλοι για ύπνο, οι γονείς του είχαν σβήσει όλα τα φώτα του σπιτιού, εκτός από τα φωτάκια που αναβόσβηναν στο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Περπάτησε λοιπόν όλος περιέργεια στις μύτες των ποδιών, μισάνοιξε την πόρτα του δωματίου του, κι έχωσε την όμορφη μουρίτσα του ανάμεσα, κοιτώντας ερευνητικά προς το σαλόνι. Τότε, τα μάτια του τέντωσαν από έκπληξη! Εκεί, δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, είδε τον Άι-Βασίλη ολοζώντανο, με την κόκκινη κάπα του, να στέκεται και να μασουλάει μ’ ευχαρίστηση το κομμάτι της βασιλόπιτας που του είχε αφήσει. Και μετά, τον είδε που έσκυψε κι έβγαλε μέσα απ’ το μεγάλο σακί του ένα χαρτοκιβώτιο. Ο Γιαννάκης πλέον δεν κρατήθηκε! Άνοιξε διάπλατα την πόρτα του δωματίου του κι έτρεξε προς το σαλόνι. – «Το ήξερα πως θα σε δω! Το ήξερα!» είπε κι έπεσε πλημμυρισμένος ευτυχία, στην αγκαλιά του Άι-Βασίλη! – «Σσσσ! Του έκανε νόημα ο Άγιος. Δεν πρέπει να μας ακούσουν οι μεγάλοι! Είμαι ο Άγιος των παιδιών!...» - «Το ξέρω!» είπε ο Γιαννάκης και δεν έλεγε να ξεκολλήσει από την αγκαλιά του Άι-Βασίλη. Και συμπλήρωσε με λαχτάρα: - «Μου έφερες το αεροπλανάκι που σου ζήτησα;» - «Αεροπλανάκι; είπε απορημένος ο Άι-Βασίλης κι έσμιξε τα παχιά, άσπρα φρύδια του. Χμ!... Μα θα πρέπει να έκανα κάποιο λάθος τότε! Φαίνεται, μπερδεύτηκα από τα πολλά γράμματα που έλαβα, απ’ όλα τα παιδιά της γης! Δεν θυμάμαι να διάβασα στο γράμμα σου για αεροπλανάκι. Μάλλον έμπλεξα τα γράμματα, και κάτι άλλο διάβασα που νόμιζα ότι ήταν για σένα.» – «Τι άλλο;» ρώτησε με απογοήτευση, και κάποιο παράπονο στη φωνή, ο Γιαννάκης. Το πρόσωπο του Άι-Βασίλη φωτίστηκε από ένα πλατύ, καλόκαρδο χαμόγελο. Χάιδεψε το κεφαλάκι του Γιάννη και του είπε: - «Δεν θα σου πω τώρα! Θα είναι η πρωινή σου έκπληξη! Θα σου πω μόνο αυτό: Από αύριο, θα έχεις έναν πολύ πιστό φίλο, που ποτέ δεν θα σε απογοητεύσει και δεν θα σε εγκαταλείψει! Τώρα όμως, πρέπει να φύγω, γιατί με περιμένουν κι άλλα παιδιά!» Λέγοντας αυτά, άφησε το Γιάννη από την αγκαλιά του απαλά, και τον έβαλε να σταθεί δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ο Γιάννης είδε τότε, ότι ο Άγιος πήγε ν’ ανοίξει το μικρό σακούλι, σαν πουγκί, που κρεμόταν από τη μαύρη ζώνη του. Ήξερε, απ’ όσα είχε διαβάσει, ότι μέσα εκεί ο Άι-Βασίλης είχε τη χρυσόσκονη της λησμονιάς, που την έριχνε πάνω σε όσα παιδάκια τον έβλεπαν, για να μην τον θυμούνται την άλλη μέρα. – «Μη, σε παρακαλώ! Είπε ο Γιαννάκης στον Άγιο. Μη μου ρίξεις τη χρυσόσκονη της λησμονιάς. Θέλω να θυμάμαι για πάντα ότι σε είδα! Και, σου υπόσχομαι, μέχρι να μεγαλώσω και να γίνω παππούς, το δωμάτιό μου θα το έχω πάντα γεμάτο παιχνίδια, για να μην ξεχάσω ποτέ τη συνάντησή μας!» Ο Άι-Βασίλης τότε γέλασε καλόκαρδα και χάϊδεψε στοργικά το κεφαλάκι του μικρού. Κι αμέσως μετά, χαμογελώντας, τρύπωσε στην καμινάδα του τζακιού κι εξαφανίστηκε! Ο Γιαννάκης σαν υπνωτισμένος γύρισε στο δωμάτιό του, κι έχοντας τη μορφή του Άι-Βασίλη μέσα στα μάτια του, αποκοιμήθηκε στο ζεστό του κρεβάτι, ενώ, λίγο πριν βυθιστεί σε ύπνο, άκουσε τα κουδουνάκια από το έλκηθρο του Αγίου που απομακρύνονταν μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα.
Το άλλο πρωί ξυπνώντας, βρήκε στα πόδια του ένα χαρτοκιβώτιο μισάνοιχτο. Ήταν εκείνο το ίδιο κουτί, που το περασμένο βράδυ είχε δει να βγάζει απ’ το μεγάλο σάκο του ο Άι-Βασίλης. Πετάχτηκε αμέσως από τα σκεπάσματά του και πλημμυρισμένος χαρά άνοιξε καλά το χαρτοκιβώτιο, απ’ όπου ακουγόταν μια απαλή ανάσα. Κοίταξε μέσα, και είδε κάτω από ένα μικρό παπλωματάκι, να κοιμάται ένα πανέμορφο άσπρο κουτάβι, με μαύρο μουσούδι και αυτάκια, που φορούσε ένα σκουφί σαν του Άι-Βασίλη και ένα γκρι πουλόβερ. Το σκυλάκι άκουσε τη χαρούμενη κραυγή που έβγαλε το παιδί, και μισάνοιξε αγουροξυπνημένο τα τεράστια, ολοστρόγγυλα μάτια του, που έκαναν τη φατσούλα του να μοιάζει υπέροχη! Χασμουρήθηκε, τεντώθηκε και γαύγισε κουνώντας φιλικά την ουρίτσα του.
Ο Γιάννης το σήκωσε με αγάπη στην αγκαλιά του, και το κουτάβι του ανταπόδωσε την αγάπη γλείφοντάς του το μάγουλο αντί για φιλί. Ο μικρός έτρεξε πανευτυχής στην κρεβατοκάμαρα των γονιών του με το κουτάβι αγκαλιά. – «Μπαμπά! Μαμά! Κοιτάξτε τι μου έφερε τελικά ο Άγιος Βασίλης! Έκανε λάθος, κι αντί για το αεροπλανάκι που του ζήτησα, μου έφερε αυτό το κουταβάκι. Μα δεν είναι γλύκας;! Από σήμερα, θα είναι ο πιο πιστός μου φίλος! Και θα τον φωνάζω “Τζούνιορ” από ένα όνομα που διάβασα στο βιβλίο των αγγλικών, και μου άρεσε!»
Από εκείνη την ημέρα ο Τζούνιορ έγινε μέλος της οικογένειας! Ο Γιαννάκης και το σκυλάκι του έγιναν αχώριστοι φίλοι, και μεγάλωναν μαζί στο ίδιο δωμάτιο, ανάμεσα σε πολλά παιχνίδια! Και κάθε πρωτοχρονιά, περίμεναν να ξαναδούν το χαμογελαστό Άγιο Βασίλη, που τους έκανε το υπέροχο δώρο μιας μεγάλης και αξεπέραστης φιλίας!
(Αφιερωμένο στο Γιάννη και την οικογένειά του)

Σχόλια

  1. Πολύ όμορφη ιστορία, ανθρώπινη, ζεστή, που πλημμυρίζει την καρδιά με αγάπη και καλοσύνη! Θα τη διαβάσω του χρόνου στα παιδάκια μου στο νηπιαγωγείο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γυναίκες της Επανάστασης του 1821

Οι Χιονάνθρωποι των Χριστουγέννων

Το δέντρο των Χριστουγέννων