Η μικρή γοργόνα και το ψαράκι χωρίς ουρά.

Κάποτε, κολυμπούσαν στη θάλασσα και τα δύο. Εκείνη, ήταν μια πλαστική όμορφη γοργόνα, με κόκκινη ουρά που τη στόλιζαν χρυσά λέπια και σχέδια, και με μακριά ροζ μαλλιά, που επάνω στις κατσαρές τους μπούκλες ήταν σκαλωμένα φύκια. Εκείνο, ήταν ένα πλαστικό πρασινόασπρο ψαράκι με κόκκινα μάτια. Από ένα ατύχημα, βρέθηκαν πεταμένα κι αβοήθητα, το καθένα σε μια διαφορετική παραλία της Ελλάδας. Κάποια στιγμή, ένα χέρι, το ίδιο χέρι, τα σήκωσε από εκεί που ήταν ριγμένα, και τα ίδια ανθρώπινα μάτια τα κοίταξαν και τα περιεργάστηκαν με προσοχή. Κι άκουσαν και τα δυο τους την ίδια φωνή που είπε: - «Α, μια γοργόνα χωρία ουρά! Α, ένα ψαράκι χωρίς ουρά! Θα τα πάρω σπίτι να τα βάλω στην αυλή, μαζί με τα βότσαλα που μάζεψα το καλοκαίρι στις παραλίες!» Έτσι, η γοργόνα και το ψαράκι χωρίς ουρά, βρέθηκαν μαζί να κάνουν παρέα δίπλα-δίπλα, επάνω σε όμορφα καφετιά, πράσινα, γκρι και μαύρα βότσαλα, με ωραίες ανάγλυφες άσπρες φλέβες, που ήταν ακουμπισμένα με προσοχή πάνω στο παλιό, ξύλινο τραπέζι ενός μικρού κήπου, ανάμεσα σε ψηλές πολυκατοικίες. Ήταν εντελώς εκτός από τα νερά τους, και τους πήρε μέρες, μήνες, για να συνηθίσουν το νέο τοπίο. Κι άλλο τόσο, για να γνωριστούν μεταξύ τους! Ώσπου, αποφάσισαν κάποια στιγμή να αλληλοσυστηθούν. – «Γεια σου! είπε η γοργόνα στο ψαράκι. Βλεπόμαστε κάθε μέρα, τόσο καιρό, κι ούτε μια κουβέντα δεν ανταλλάξαμε μεταξύ μας!» - «Έχεις δίκιο! είπε το ψαράκι. Και εγώ το ίδιο σκεφτόμουν! Νομίζω, πως είμαστε και συγγενείς. Κι εσύ κάπως με ψάρι μοιάζεις!» είπε στην όμορφη γοργόνα. – «Μισή άνθρωπος, μισή ψάρι! Τον διόρθωσε εκείνη γελώντας. Αλλά, σίγουρα είμαστε ξαδέλφια, αφού κι εγώ έχω ψαροουρά!» - «Πώς βρέθηκες εδώ; Θυμάμαι, όταν μ’ έφερε εδώ και με ακούμπησε πάνω σ’ αυτά τα βότσαλα ένας άνθρωπος, καθόσουν ήδη και λιαζόσουν επάνω σ’ ένα απ’ αυτά.» είπε το ψαράκι. - «Αλήθεια είναι! Κι εμένα ο ίδιος άνθρωπος με έφερε, ακριβώς ένα μήνα πριν από ‘σένα!» απάντησε η γοργόνα. - «Και πού σε βρήκε; Πες μου!» είπε όλο ενδιαφέρον και περιέργεια μαζί, το ψαράκι. – «Άστα! Πού να στα λέω! είπε η μικρή, πλαστική γοργόνα γελώντας. Είναι μεγάλη η ιστορία μου! Μ’ έφτιαξαν σε μια βιομηχανία παιχνιδιών και η άκρη της ουρά μου ήταν κατασκευασμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε να κουρδίζει και να κολυμπώ μέσα στο νερό. Θυμάμαι, μια μέρα, καθώς κρεμόμουν από ένα μανταλάκι, κλεισμένη μέσα σ’ ένα πλαστικό σακούλι, σε κάποιο περίπτερο, ένα ξανθό κορίτσι μ’ έδειξε στο μπαμπά του και είπε: “Πάρε μου αυτή τη γοργόνα!”. Έτσι, βρέθηκα να παίζει μαζί μου σε μια παραλία. Μου κούρδιζε την ουρά, εγώ κολυμπούσα στη θάλασσα, κι εκείνο το κορίτσι ξεκαρδιζότανε στα γέλια. Μέχρι που, μια μέρα, από το πολύ κούρδισμα έσπασε η άκρη της ουράς μου. Έτσι, δεν μπορούσα να κολυμπήσω πιά! Το κορίτσι θύμωσε και με πέταξε αδιάφορα στη θάλασσα, λέγοντας: “Δεν πειράζει! Αύριο θα μου πάρει άλλη ο μπαμπάς μου από το περίπτερο!” Έτσι, βρέθηκα πάλι μέσα στο νερό και επειδή είμαι ελαφριά επέπλεα. Πήγαινα-πήγαινα, επάνω στον αφρό της θάλασσας, μέχρι που βρέθηκα μπλεγμένη μέσα σε κάποια δίχτυα, ανάμεσα σε ψάρια που σπαρτάραγαν!...»
«Μετά από λίγο, τα δίχτυα με τα ψάρια κι εμένα μαζί, βρεθήκαμε ακουμπισμένα μέσα σε μια βάρκα, που τραβούσε κουπί ένας καλόγερος. Όταν έφτασε στην παραλία, έδεσε τη βάρκα κι άρχισε να ξεδιαλέγει τα ψάρια μέσα από τα δίχτυα. Ξαφνικά, αντί για ψάρι έπιασε εμένα! Τέντωσε τα μάτια του με έκπληξη! “Μέγας είσαι Κύριε! είπε και με κοίταξε γελώντας καλά-καλά. Πού βρέθηκες εσύ εδώ; Ξέρεις, εδώ είναι το Περιβόλι της Παναγίας, κι απαγορεύονται οι γυναίκες! Θες να σε συλλάβει η αστυνομία;” - «Μα εγώ δεν είμαι γυναίκα! Είμαι γοργόνα! Δεν βλέπεις την ψαροουρά μουπήγα να του δικαιολογηθώ, αλλά εκείνος, όπως με περιεργαζόταν το κατάλαβε και είπε: - «Α, σου λείπει όμως η άκρη της ουράς σου, κι έτσι δεν μπορείς να κολυμπήσεις! Καλά! Τότε θα σε αφήσω εδώ στα βότσαλα της ακρογιαλιάς, κι έχει ο Θεός και για σένα! Μπορεί να σε βρει κάποιος προσκυνητής, και να σε πάρει να παίζουν τα παιδιά του!» Και λέγοντας αυτά ο καλός μοναχός, μ΄ακούμπησε πάνω σ΄ένα ωραίο πράσινο βότσαλο, που ταίριαζε πολύ με τις ροζέ αποχρώσεις μου. Περίμενα να δω τι θ’ απογίνει, και δεν πέρασαν πολλές μέρες!...»
«Ήταν απόγευμα θυμάμαι, κι ο ήλιος που βασίλευε πίσω απ’ το ψηλό βουνό, είχε βάψει τη θάλασσα πορτοκαλί. Τότε είδα έναν άνθρωπο να με πλησιάζει. Φαίνεται με είχε ξεχωρίσει ανάμεσα στα βότσαλα από το χρώμα μου. Με σήκωσε και είπε κοιτάζοντάς με: - “Μία γοργόνα! Πού βρέθηκες εσύ εδώ; Απαγορεύονται οι γυναίκες! Στάσου να σε κρύψω στο σακούλι μου, να μη σε δει κανείς και βρεις το μπελά σου!...” Και πριν προλάβω να πω τίποτα, βρέθηκα μέσα σ’ ένα σκοτεινό, μαύρο σακούλι. Κατάλαβα ότι ταξίδεψα μετά. Δεν ξέρω αν ήταν ώρες ή μέρες. Αλλά, όταν ξαναείδα το φως του ήλιου, βρισκόμουν μέσα σε αυτή την αυλή. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις!» - «Πω,πω! Τι ωραία περιπέτεια!» είπε θαυμάζοντας το ψαράκι και συνέχισε: - «Ε, λοιπόν ξέρεις; Η ιστορία σου μοιάζει πολύ με τη δική μου!» - «Ε, πες τη μου λοιπόν!» είπε ανυπόμονα η γοργόνα. Και το ψαράκι άρχισε να εξιστορεί τη δική του περιπέτεια: - «Κι εμένα σε μια βιομηχανία μ’ έφτιαξαν, να χρησιμεύω σαν παραγάδι για τα δολώματα των ψαράδων. Ένας ψαράς λοιπόν μ’ αγόρασε από το μαγαζί που με πουλούσαν, και βρέθηκα στο Αλεποχώρι που έχει πολύ ωραία θάλασσα.
Τον βοήθησα στο ψάρεμα αρκετές φορές. Όμως, μια μέρα, αφού είχε τελειώσει τη δουλειά του και ξεκαθάριζε τα ψάρια, μ’ έπιασε απότομα, και κατά λάθος κόπηκε η άκρη της ουράς μου και του έμεινε στο χέρι. “Δεν πειράζει! είπε σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους του και κάνοντας ένα μορφασμό. Έτσι κι αλλιώς τελείωσα για σήμερα. Αύριο, πριν έρθω, θα αγοράσω άλλο!» Και λέγοντας αυτά με πέταξε σα σκουπίδι στα βότσαλα της ακρογιαλιάς. Εκεί με βρήκε αυτός ο άνθρωπος, που όπως λες βρήκε κι εσένα, καθώς μάζευε πολύχρωμα βότσαλα και παράξενα κοχύλια. Και μ’ έφερε εδώ, στην ίδια αυλή, κοντά μ’ εσένα!» Η γοργόνα άκουγε με μεγάλο ενδιαφέρον το ψαράκι, όσο μιλούσε. Όταν τελείωσε την αφήγησή του, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο του είπε: -« Ξέρεις κάτι; Από το να καταλήγαμε στα σκουπίδια, προτιμότερο που είμαστε εδώ, μέσα στη φύση, πάνω στα βότσαλα της θάλασσας! Πού θα βρίσκαμε καλύτερα;» -«Συμφωνώ κι εγώ!» είπε το ψαράκι και γέλασαν με την καρδιά τους, κουνώντας χαρούμενα τις κομμένες ουρές τους!
(Αφιερωμένο στη Στέλλα)

Σχόλια

  1. Γράφεις υπέροχα και μας ταξιδεύεις ανάλογα με τις όποιες εμπειρίες σου.
    Θάλασσα...Αλεποχώρι...Στραβά ακόμα και Άγιο Όρος, ψάρια και γοργόνες... Αυτός είναι ο κόσμος μου έτσι κι αλλιώς. Σε ευχαριστώ για την αφιέρωση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αποχαιρετισμός στην Καίτη Γκρέυ

Ευγενία Ζωγράφου (1938-2023)

Αναμνηστικές φωτογραφίες από δύο ταξίδια στην Αίγυπτο, το 1987 και το 1988