Οσία Μαρία η Αιγυπτία

Ήταν αρχές του 6ου μ.Χ. αιώνα, όταν η Μάριαμ γεννήθηκε σε μια φτωχογειτονιά της Αλεξάνδρειας, που τη βρέχει ο Νείλος ποταμός και η θάλασσα της Μεσογείου. Οι χριστιανοί γονείς της τη βάπτισαν με το όνομα της μάνας του Χριστού. Η Μάριαμ, που τη φώναζαν και Μαρία οι Έλληνες κάτοικοι της πόλης, από μικρή ήταν ένα κορίτσι ζωηρό, που μια παράξενη σπίθα έκαιγε μέσα στα μάτια της. Συχνά τα μάγουλά της έπαιρναν φωτιά, όχι από ντροπή, αλλά από μια φλόγα που άναβε μέσα της, μόλις έβλεπε άντρες. Οι γονείς της το είχαν δει αυτό, αλλά, ενώ προσπαθούσαν να την περιορίσουν στο σπίτι, και η μητέρα της πάσχιζε να της μάθει νοικοκυριό για να την παντρέψει μικρή και να τη σώσει από τις κακοτοπιές, εκείνη επαναστατούσε και το ‘σκαγε απ’ το παράθυρο για να πάρει τους δρόμους. Ήταν πολύ όμορφο κορίτσι, και το πέρασμά της από τους δρόμους της κάθε φτωχογειτονιάς, ή όποτε πήγαινε βόλτα να χαζέψει τους ψαράδες που καθάριζαν τα δίχτυα τους στο παλιό λιμάνι, δεν περνούσε απαρατήρητο. Δεν ήταν πολύ ψηλή, αλλά ήταν λεπτή με καλοσχηματισμένο και σφιχτό σώμα, γεμάτο πρόωρους χυμούς! Το δέρμα της είχε πάνω του τα φιλιά του ήλιου! Τα χείλη της καλοσχηματισμένα και σαρκώδη εξέπεμπαν αισθησιασμό! Όσο για τα κατάμαυρα μάτια της, συναγωνίζονταν το κάρβουνο στη φλόγα! Και το κακό δεν άργησε να γίνει! Κάποιος της πήρε τα μυαλά, μεθυσμένος από την ομορφιά της, και μόλις 12 ετών την έστρωσε στο δρόμο της αμαρτίας. Η Μαρία, αντί να ντραπεί γι’ αυτό που έκανε, πήρε φωτιά. Το σώμα της καιγόταν με μια φλόγα που δεν έσβηνε αν δεν ικανοποιούσε τους πόθους της. Έτσι, οι κάθε είδους σεξουαλικές πράξεις, φυσικές και αφύσικες, έγιναν γι’ αυτήν τρόπος ζωής! Και κάτι παραπάνω! Πάθος άσβεστο και ασίγαστο! Το κατά φύσιν και το παρά φύσιν ήταν για εκείνη πλέον η μεγαλύτερη διασκέδαση! Εγκατέλειψε το σπίτι της και τους γονείς που ένιωθε να την καταπιέζουν, κι ήρθε να μείνει σε μια παράγκα, κοντά στο πολύβουο αρχαίο λιμάνι, με τα πλήθη των αντρών από κάθε φυλή της γης. Ξεκίνησε να πίνει με αντροπαρέες άφθονο κρασί, που την ξετρέλαινε η γεύση του. Και συνδύαζε το γλέντι μαζί τους με αισθησιακούς και λάγνους χορούς και παθητικά τραγούδια, που έκαναν να χάνει τα μυαλά του κάθε αρσενικό! Και οι άντρες κάθε ηλικίας, τάξης και επαγγέλματος, γνωρίζοντας τη φήμη της, συναγωνίζονταν ποιος θα πρωτομπεί στη γεμάτη φωτιά αγκαλιά της, να τρυγήσουν τους χυμούς της νιότης της, και να ξεσπάσουν πάνω στο τρυφερό κορμί της τα ασίγαστα κρυφά τους πάθη! Ήξεραν ότι σ΄εκείνην θα’ βρισκαν μέσα στην τρικυμία της ηδονής που συγκλόνιζε τη σάρκα και το υπογάστριό τους, ένα κόλπο δεκτικό των ακαταλόγιστων ορέξεών τους! Έτσι η Μαρία έγινε πόρνη! Όχι όμως πόρνη για τα λεφτά! Δεν το έκανε αυτό για τα λεφτά! Κάθε άλλο! Της άρεσε να πηγαίνει με άντρες! Ήταν η καθημερινή της απόλαυση! Πίστευε μάλιστα, ότι χωρίς λεφτά, θα είχε περισσότερους άντρες στην πλανεύτρα αγκαλιά της. Και ήταν σίγουρο αυτό! Για να μπορέσει να ζήσει, μια και η πόρτα του σπιτιού της ήταν πλέον οριστικά κλειστή γι’ αυτήν, άλλοτε ζητιάνευε, ανταλλάζοντας ένα πιάτο ζεστό φαΐ με το κορμί της, κι άλλοτε έγνεθε μαλλί κι έπλεκε σχοινιά, που τα πουλούσε σε μια γωνιά της πολύβουης αγοράς που ήταν κοντά στο λιμάνι. Κι ενώ πουλούσε τα εργόχειρά της, ταυτόχρονα, με το καυτό της βλέμμα και το προκλητικό χαμόγελό της, ψάρευε αρσενικούς. Κι όταν γινόταν η συμφωνία, έσβηνε τη δίψα της ηδονής της, αλλά και τη δική τους δίψα για φιλιά, σε κάποια απόμερη γωνιά της αγοράς ή σε κάποια ξύλινη παράγκα, ή τη νύχτα στην παραλία πάνω στην υγρή αμμουδιά… Της ηδόνιζε να μαζεύει γύρω της αντροπαρέες, να τραγουδά και να λικνίζεται προκλητικά μπροστά τους, στον ήχο των τύμπανων και των κυμβάλων, δίπλα σε χαμηλές φωτιές, και οι φωτιές που άναβε η ίδια ήταν τόσο δυνατές που δεν έσβηναν παρά μόνο μέσα σε μια δίνη τρελών οργίων!
Επάνω: Αγιογραφία από την Αγία Μαρκέλλα Βοτανικού. Κάτω: Φορητή εικόνα από την Ι.Μονή Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, Καλαμάτας. 
Δεκαοχτώ χρόνια κύλησαν έτσι, μέσα σε μια μεγάλη πλάνη! Ήταν Σεπτέμβριος μήνας. Το λιμάνι της Αλεξάνδρειας είχε γεμίσει χριστιανούς. Στριμώχνονταν σε ουρές κρατώντας μπογαλάκια με λιγοστά ρούχα και τροφές, και προσπαθούσαν να επιβιβαστούν σε πλοία που θα τους πήγαιναν στους Αγίους Τόπους, να προσκυνήσουν στα Ιεροσόλυμα το σταυρό του Κυρίου! Η Μαρία καθόταν σε μια γωνιά του λιμανιού, έπλεκε τα σχοινιά της και χάζευε τους άντρες. Ήθελε πολύ κι εκείνη να ταξίδευε μαζί τους. Όχι όμως για προσκύνημα! Απλά, ήξερε ότι στη διάρκεια του ταξιδιού θα έβρισκε πολλούς άντρες να κορέσουν το ακόρεστο πάθος της για ηδονή! Κάποια στιγμή είδε μια παρέα νεαρών να πλησιάζει. Καμιά δεκαριά ψηλά παιδιά, μελαχρινά και όμορφα, που μόλις έβγαζαν μουστάκι. Τα γεροδεμένα κορμιά τους από τις σκληρές αγροτικές δουλειές κι από το ψάρεμα, ήταν το καλύτερο δόλωμα που τράβηξε με πόθο τα μάτια της Μαρίας. Τα μάτια τους ήταν όλο φλόγα και άστραφταν! Ήταν μια εύθυμη παρέα, που δεν φαινόταν τόσο ότι πάνε για προσκύνημα, όσο για να διασκεδάσουν! – «Θα με πάρετε μαζί σας;» τους ρώτησε με νάζι και τα μάτια της μέσ’ στη φωτιά! Ένας απ’ αυτούς, ο μεγαλύτερος και πιο θαρραλέος, μισοκόκλεισε τα μάτια πονηρά και της είπε: - «Και το ρωτάς; Το πλοίο είναι για όλους!» - «Ναι, είπε η Μαρία με φωνή που έτρεμε από πόθο, αλλά εγώ δεν έχω λεφτά για τα ναύλα!» Οι νεαροί σα να κατάλαβαν! Σκουντήχτηκαν μεταξύ με νόημα, κάτι ψιθύρισαν ο ένας στο αυτή του άλλου, και ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια! Πήρε το λόγο ο μεγαλύτερος που το δέρμα του είχε αρχίσει να ιδρώνει από τη φλόγα. - «Να σου βάλουμε εμείς τα ναύλα, είπε δείχνοντας το χοντρό πουγκί που κρεμόταν από τη ζώνη του. Αλλά, με τι αντάλλαγμα;» και της έκλεισε το μάτι. Η Μαρία σηκώθηκε αμέσως από το πεζούλι που καθόταν, άφησε κάτω τη ρόκα που κρατούσε και τον πλησίασε με βήμα προκλητικό. Ακούμπησε με θάρρος την ιδρωμένη παλάμη της στον ώμο του, και κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια, είπε με φωνή που έτρεμε από τον πυρετό της ηδονής: - «Βλέπω πως είσαστε άβγαλτα αγόρια! Θα γίνω η δασκάλα σας στον έρωτα, σε όλο το ταξίδι. Και θα σας μάθω πώς να γίνετε σωστοί άντρες!» - «Έγινε!» είπαν όλα τα παλικάρια μ’ ένα στόμα, και στάθηκαν δεξιά κι αριστερά της, περνώντας τα χέρια τους στους ώμους και τη λεπτή της μέση, και όλοι μαζί σαν μια παρέα, με αισχρά χαχανητά ανέβηκαν στο πλοίο.
Επάνω: Πίνακας του Jusepe de Ribera (1591-1652). Κάτω: Παλαιά μικρογραφία χειρογράφου που απεικονίζει σκηνές από το βίο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας.
Όταν το καράβι σάλπαρε και ξανοίχτηκε στο πέλαγος, το φεγγάρι από πάνω ασήμωνε τον ουρανό και η θάλασσα ήταν λάδι! Όλα έδειχναν ότι θα είχαν καλό ταξίδι! Κάποια αντροπαρέα που καθόταν ανακούρκουδα σε μια στρωμένη ψάθα, με τύμπανα και ντέφια άρχισε τη μουσική! Κάποιοι έφεραν και μερικές φλάσκες με γλυκό κυπριώτικο κρασί και βάλθηκαν όλοι να πίνουν. Όταν άναψε το κέφι, η Μαρία μισομεθυσμένη απ’ το κρασί, ξέφυγε με νάζι από τις αγκαλιές των νεαρών της, κι άρχισε να λικνίζεται στο ρυθμό της μουσικής. Ήξερε το ερωτικό τραγούδι και άρχισε να το λέει με φωνή γεμάτη αισθησιασμό! Μόλις τελείωσε, τα τύμπανα δυνάμωσαν και η Μαρία άρχισε να στροβιλίζεται συνεπαρμένη από το πάθος! Οι νεαροί καταϊδρωμένοι από τη φλόγα της, χτυπούσαν παλαμάκια ρυθμικά! Η ακατονόμαστη συνέχεια, δόθηκε στο αμπάρι του καραβιού, και το ταξίδι συνεχίστηκε μέσα στην τρικυμιά και τους στεναγμούς του πάθους! Όταν έπιασαν λιμάνι και κατέβηκαν, οι δρόμοι τους χωρίστηκαν, χωρίς την υπόσχεση να ξαναβρεθούν. Μόνο τους είπε: - «Πέρασα μια υπέροχη βραδιά μαζί σας, που δεν θα την ξεχάσω ποτέ! Καλή τύχη!» Έπειτα η Μαρία σκαρφάλωσε σε ένα κάρο που το ‘σερναν δυο βόδια, και συνέχισε το ταξίδι της για τα Ιεροσόλυμα, βάζοντας πάλι για ναύλο το κορμί της.
Τώρα, ανέβαινε λαχανιασμένη την Οδό του Μαρτυρίου, μ΄ένα πλήθος προσκυνητών να συνωστίζεται γύρω της και να την σπρώχνει. Ήταν προκλητικά ντυμένη και έντονα βαμμένη, με τα γυάλινα και ασημένια της βραχιόλια στα χέρια και τα πόδια να κροταλίζουν επιδεικτικά! Το βλέμμα της σπινθηροβόλο, έψαχνε μέσα στο πλήθος να διακρίνει νέα θύματα του πάθους της! Ξάφνου, το φτύμα ενός προσκυνητή έπεσε επάνω της, που την κοίταξε με αηδία. Όμως εκείνη σκουπίστηκε αδιάφορα και συνέχισε τον ανηφορικό της δρόμο. Είχε μάθει από τέτοια! Τέτοιου είδους προσβολές, ακόμα και βρισιές που άκουγε συχνά-πυκνά, ούτε που την άγγιζαν! Κάποια στιγμή, έφτασε έξω από τον μεγαλόπρεπο ναό. Στάθηκε με ανοιχτό και προτεταμένο το στήθος, και με προκλητική γενικά στάση, ακουμπώντας πάνω στον πέτρινο τοίχο του ιερού τεμένους, δίπλα στην κεντρική πύλη του ναού. Όσων τα βλέμματα έπεφταν επάνω της, άλλων ήταν αηδιασμένα και άλλων με οίκτο. Κάποιοι σταυροκοπιούνταν και έφτυναν στο χώμα! Κι άλλοι την έσπρωχναν, όπως διώχνουν ένα ζώο, για να φύγει από κει, και να μη μολύνει με την αισχρή παρουσία της τον πανίερο χώρο! Απόρησε η Μαρία! «Μα όλους ασυγκίνητους τους αφήνω πια;! σκέφτηκε. Κανένας δεν εντυπωσιάζεται; Στην Αλεξάνδρεια χαλούσα κόσμο, και όλοι μάλωναν, ποιος θα πρωτομπεί στην αγκαλιά μου!» Πλησίασε μια ομάδα νεαρών προσκυνητών και προσπάθησε να στριμωχτεί ανάμεσά τους, μήπως τους μεταδώσει τη φλόγα του κορμιού της. Οι νέοι όμως ούτε που γύρισαν να την κοιτάξουν. Με χείλη που ψιθύριζαν προσευχές, πέρασαν από την πύλη του ναού μέσα στον πανίερο χώρο κάνοντας το σταυρό τους. Ξαφνικά, στη Μαρία γεννήθηκε ένας θερμός πόθος που ζέστανε την καρδιά της με μια άλλη φλόγα, από εκείνη της ακόλαστης ηδονής! Ήθελε να μπει κι εκείνη μέσα στο ναό. Ήθελε να προσκυνήσει κι εκείνη! Άλλωστε, βαπτισμένη Χριστιανή ήταν! Όμως απρόσμενα, ένιωσε τα πόδια της βαριά και μουδιασμένα, σα να περπατούσαν επάνω τους χιλιάδες μυρμήγκια! Δεν μπορούσε να κάνει ούτε βήμα! Έμεινε εκεί, στην πύλη του ναού ακίνητη, καθηλωμένη από μια δύναμη αόρατη, να την κρατάει δεμένη λες μ’ αλυσίδες, που της απαγόρευαν την είσοδο στον ιερό χώρο. Συγκλονίστηκε! Ένιωσε να πνίγεται από απόγνωση! Η αναπνοή της κόπηκε ερμητικά! Σήκωσε το κεφάλι της ψηλά, προσπαθώντας να ανασάνει! Κι αμέσως, το απελπισμένο βλέμμα της έπεσε επάνω στη γαλήνιο βλέμμα της Παναγίας! Εκείνης, που έφερε το όνομά της και καθόλου δεν το τίμησε! Εκεί, επάνω από την κεντρική πύλη, επάνω από το κεφάλι της, σε μια μεγάλη αψίδα, βρισκόταν μία ψηφιδωτή εικόνα της Θεοτόκου που την κοιτούσε κατάματα, με ένα βλέμμα γεμάτο έλεος!
Και κάθισε η αμαρτωλή Μαρία κάτω από την Πάναγνη Παρθένο, και τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν ποταμούς δακρύων!.. Έκλαιγε με δυνατά αναφιλητά, νιώθοντας ξαφνικά τόσο, μα τόσο ανάξια! Τόσο τιποτένια και ελεεινή! Πλέον φλεγόταν από ιερό πόθο να μπει στον πανίερο ναό της Αναστάσεως, και να ασπαστεί τον Τίμιο Σταυρό! Ποθούσε να φιλήσει τα σημάδια των καρφιών στο σημείο του Ιερού Ξύλου, που είχαν καθηλωθεί τα άχραντα πόδια του Κυρίου! Ήθελε εκείνο το σημείο να το ασπαστεί, όπως η πόρνη κάποτε είχε φιλήσει τα πόδια του Χριστού. Ήθελε να σκουπίσει με τα μακριά μαλλιά της που ευωδίαζαν από τα προκλητικά αρώματα, εκείνο το σημάδι, όπως τότε που η αμαρτωλή με τα μύρα και τα μαλλιά της έπλυνε και σκούπισε τα πόδια Εκείνου και έλαβε τη συγχώρεση! Όμως, ένιωθε τόσο βρώμικα τα χείλη της για να το κάνει αυτό!... Τα δάκρυά της την έπνιγαν! Μια φουρτούνα τράνταζε όλο το κορμί της. Τα στήθη της τα έδερνε τρικυμία, κι ένα κύμα ανέβηκε πνιγηρό στο λαιμό της και βγήκε σαν κραυγή πόνου από τα χείλη της, ενώ τα μάτια της ξεχείλισαν από δάκρυα που έτρεχαν σαν πηγές χωρίς σταματημό! - «Δεν θα το ξανακάνω Παναγία μου! Στο υπόσχομαι! Δεν θα το ξανακάνω!» κραύγασε απελπισμένη. Οι προσκυνητές που περνούσαν δίπλα της, την έβλεπαν πλέον όλοι με οίκτο! Την έβλεπαν με μουτζουρωμένο από τα λιωμένα, από τα καυτά δάκρυα, φτιασίδια στο πρόσωπο, και τα μαλλιά ακατάστατα και λιτά, και τη συμπονούσαν! Έμοιαζε στα μάτια τους σαν ένα πλάσμα που περνούσε μεγάλη ταλαιπωρία!
Αισθάνθηκε ξαφνικά ένα χέρι στοργικό να την αγκαλιάζει και μια ζεστή φωνή που της είπε ψιθυριστά: - «Πάμε μέσα να προσκυνήσεις, να πάρεις δύναμη!» Ούτε που γύρισε να κοιτάξει η Μαρία ποιος της μιλούσε. Άντρας ήταν; Γυναίκα; Ήταν τόσο ζαλισμένη που δεν κατάλαβε! Μόνο αισθάνθηκε ότι τα πόδια της είχαν ελαφρύνει, και μια αόρατη δύναμη την οδηγούσε ευθεία μέσα στον πανίερο ναό! Πέρασε το κατώφλι με δισταγμό. Με τα πόδια της ίσα να την κρατούν όρθια, τρεκλίζοντας και τρέμοντας σύγκορμη, έφτασε με έντονα ρίγη μπροστά στον Τίμιο Σταυρό. Τότε, όλοι είδαν την αμαρτωλή Μαρία να σωριάζεται και να ολοφύρεται με κλάμα γοερό, που σπάραξε όλων την καρδιά! Προσκύνησε και μούσκεψε με τα καυτά δάκρυά της το Τίμιο Ξύλο. Ένας ιερέας τη σήκωσε με συμπόνια, και την απομάκρυνε, για να προσκυνήσουν κι άλλοι από τα πλήθη που είχαν συγκεντρωθεί. Την οδήγησε προστατευτικά στην είσοδο, σα να ήταν κόρη του. Δεν είχε ξανανιώσει ποτέ τέτοιο άγγιγμα η Μαρία στο κορμί της. Κι εκεί, ανοίγοντας ένα μικρό πουγκί, ο ιερέας της πρόσφερε τρία χάλκινα νομίσματα. - «Πάρε κόρη μου να πάρεις κάτι, να σταθείς στα πόδια σου! Κι έπειτα να πας να εξομολογηθείς και να μεταλάβεις!» της είπε με θέρμη στη φωνή κι απομακρύνθηκε. Η Μαρία ούτε που γύρισε να κοιτάξει αν ήταν γέρος, νέος... Ούτε που την ενδιέφερε αυτό! Αισθανόταν τόσο αδύναμη, τόσο άδεια απ’ ότι τη βάραινε από το παρελθόν, αλλά κατά παράξενο τρόπο και τόσο γεμάτη από ελπίδα, ώστε δεν ήθελε να απομακρυνθεί από εκεί! Στάθηκε γονατισμένη, σωριασμένη σχεδόν στην είσοδο του πανίερου ναού, με την παλάμη ανοιχτή και μέσα τα τρία νομίσματα. Σε λίγο οι προσκυνητές περνώντας την για ζητιάνα, γέμισαν την παλάμη της και το σκονισμένο φόρεμά της, νομίσματα ελεημοσύνης. Το μυαλό της Μαρίας έμεινε για αρκετή ώρα εντελώς άδειο! Κενό από κάθε σκέψη! Από κάθε μνήμη! Το βλέμμα της απλανές, έμοιαζε νεκρό! Πήρε να σουρουπώνει κι ο κόσμος λιγόστευε. Τα μάτια της Μαρίας έκλεισαν, και γέρνοντας το κεφάλι της στον πέτρινο τοίχο του ναού, αφέθηκε σε ένα βαθύ και ήρεμο ύπνο...
Επάνω: Γλυπτό από την πλατεία του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό. Κάτω: Γλυπτό από τον καθεδρικό ναό της Rouen.
Όταν ξημέρωσε, τότε η Μαρία ξανάρθε στα συγκαλά της. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε γύρω της τα νομίσματα. Τα μάζεψε με τις χούφτες της ένα μικρό σωρό, και τα άφησε στην είσοδο του ναού για να τα πάρει κάποιος νεωκόρος. Δεν τα ήθελε! Ξαφνικά, δεν ήθελε τίποτα που να τη συνδέει με τον κόσμο! Κράτησε μόνο σαν ευλογία, εκείνα τα τρία χάλκινα νομίσματα που της είχε δώσει ο ιερέας. Σηκώθηκε, ξανακοίταξε την ψηφιδωτή εικόνα της Παναγίας με βλέμμα πλέον ευγνωμοσύνης και σιγουριάς, κι ένιωσε μέσα της να την κατευθύνει Εκείνη σε ένα νέο προορισμό! Προσευχήθηκε στη Χάρη της, και την έβαλλε εγγυήτρια για το υπόλοιπο της ζωής της. Μέσα στην καρδιά της άκουσε μια μυστική φωνή: «Να περάσεις πέρα από τον Ιορδάνη! Εκεί θα αναπαυτεί η ψυχή σου και θα βρεις γαλήνη!» Έφυγε και προχώρησε σαν υπνωτισμένη. Βγήκε στο καλντερίμι με το σώμα ετοιμόρροπο από αδυναμία και αφαγία, και την ψυχή της ερειπωμένη, με όλο τον παλιό της κόσμο να έχει γκρεμιστεί μέσα της από ένα ισχυρότατο σεισμό! Αισθάνθηκε από την εξάντληση και την πείνα, ότι δεν θα κατάφερνε να περπατήσει πολύ! Τότε στη γωνιά του δρόμου, είδε έναν που επάνω σ’ ένα ξύλινο πάγκο πουλούσε ζεστά ψωμιά, που μόλις είχαν βγει από το φούρνο. Η γλυκιά μυρωδιά τους την τράβηξε προς τα εκεί. Έδωσε τα τρία χάλκινα νομίσματα, αγόρασε τρία ζεστά καρβέλια, και τα τύλιξε στο μαντήλι που είχε ριγμένο στους ώμους της. Όμως δεν έφαγε μπουκιά! Άρχισε να βαδίζει στο χωματόδρομο που οδηγούσε στον Ιορδάνη. Τα πόδια της τα ένιωθε βαριά, και καθώς προχωρούσε χωρίς σανδάλια, η τρυφερή σάρκα των ποδιών της είχε φουσκαλιάσει και οι πατούσες της την έτσουζαν. Όμως ο εσωτερικός της πόνος για τις αμαρτίες της ήταν τόσο έντονος, ώστε ο εξωτερικός ούτε που την ενδιέφερε! Τα μάτια της, δυο πηγές δακρύων, έρρεαν ασταμάτητα, θολώνοντας το βλέμμα της, και κάνοντάς την να σκοντάφτει πάνω σε πέτρες που δεν έβλεπε μπροστά της! Ρυάκια έτρεχαν στα μάγουλά της, και μαζεμένα στις άκρες τους σε χοντρές σταγόνες, στάλαζαν στο στήθος της που παλλόταν από ασταμάτητους λυγμούς.
Οι διαβάτες την κοιτούσαν με συμπόνια. Ένα ανθρώπινο ράκος σερνόταν ανάμεσά τους! Τίποτα στην εμφάνιση δεν θύμιζε την φτιασιδωμένη πόρνη Μαρία από την Αίγυπτο, που είχε έρθει στα Ιεροσόλυμα αποφασισμένη να σαγηνεύσει και να πλανέψει με την ομορφιά της και τα κάλλη της, όλο τον αντρικό πληθυσμό! Τα κατάμαυρα μαλλιά της, μπλεγμένα και σκονισμένα, ριγμένα μέχρι τη μέση της, έμοιαζαν σα να είχαν ανακατευτεί, μετά από ένα γερό καυγά, σαν εκείνους που πολύ συχνά έκανε με συναδέλφους του είδους της στο παρελθόν! Το ρούχο της, χωρίς τη ζώνη που έσφιγγε τη μέση της, έπεφτε πάνω στο λεπτό κορμί της σαν σάκος άχαρος και τραχύς! Στο σταράτο δέρμα της είχε καθίσει όλη η σκόνη του δρόμου και ο ιδρώτας που το πότιζε σχηματίζοντας λαμπερά ρυάκια, έρρεε δημιουργώντας αλλόκοτα σχέδια στην επιδερμίδα της... Βάδιζε δίπλα σε προσκυνητές, σε διαβάτες, σε αργόσχολους, σε εμπόρους, σε καραβάνια από νωχελικές καμήλες που περπατούσαν αργά, αναχαράζοντας την τροφή τους, και σε βοσκούς που οδηγούσαν μέσα σε σύννεφα σκόνης κοπάδια από κατσικοπρόβατα. Όση σκόνη σήκωναν όλα αυτά τα ποδοβολητά ανθρώπων και ζώων γύρω της, σκέπαζε τη Μαρία που είχε μια σβησμένη έκφραση στο πρόσωπό της.
Ώσπου, την ώρα του δειλινού, αφού προσπέρασε και τα τελευταία σπίτια που αραίωναν σιγά-σιγά στα όρια της πόλης, έφτασε στα νερά του Ιορδάνη. Εκεί το έδαφος ήταν πιο αμμώδες κι ο ποταμός κυλούσε αστραφτερός μέσ’ στην πλατιά του κοίτη, ανάμεσα σε βράχια και καλαμιές. Το πρώτο που έκανε η Μαρία, ήταν να γονατίσει στην ακροποταμιά, και με νερό από τον αγιασμένο Ιορδάνη να πλύνει το πρόσωπο και τα χέρια της, που η σκόνη κι ο ιδρώτας τα είχαν λασπώσει. Εκεί στην όχθη, ήταν το μικρό μοναστήρι του Προδρόμου, και μόλις που πρόλαβε η Μαρία ένα μοναχό που ετοιμαζόταν να κλείσει την πόρτα και να την ασφαλίσει. – «Στάσου άνθρωπε του Θεού! του φώναξε ικετευτικά. Περίμενε!» Ο μοναχός κοντοστάθηκε και την κοίταξε. Κι η Μαρία με διστακτική φωνή συνέχισε: - «Μπορώ να μείνω κάπου εδώ μόνο γι’ απόψε; Έξω τη νύχτα θα με φάνε τα θηρία! Έχει λιοντάρια, ξέρω, η έρημος!» είπε με βλέμμα παρακλητικό και με φωνή που μόλις έβγαινε. Ο μοναχός τη συμπόνεσε! Η εμφάνισή της, ούτως ή άλλως προκαλούσε θλίψη! Την πέρασε σιωπηλά στη μικρή αυλή, και της έκανε νόημα να κάτσει σ΄ένα πεζούλι. Γρήγορα επέστρεψε, φέρνοντάς της ένα χοντρό σκέπασμα. – «Πάρε, κόρη μου, της είπε. Εδώ στην έρημο έχει πολύ παγωνιά τη νύχτα! Μπορείς να κοιμηθείς σ΄εκείνη τη γωνιά που απαγκιάζει. Πεινάς;» - «Όχι! Το στομάχι μου είναι πέτρα! Δεν κατεβαίνει τίποτα κάτω! Άλλωστε έχω μαζί μου ψωμί... Αλλά διψώ!» Αμέσως, με σβελτάδα ο μοναχός έφυγε και γύρισε μ’ ένα μικρό σταμνί δροσερό νερό, που τ’ ακούμπησε δίπλα της στο πεζούλι. Η Μαρία το σήκωσε στα χέρια της κι άρχισε να πίνει αχόρταγα. – «Πολύ ταλαιπωρημένη είσαι, της είπε ο μοναχός. Έρχεσαι από μακριά;» - «Ναι, από την Αίγυπτο. Από την Αλεξάνδρεια.» - «Από την Αίγυπτο; απόρησε εκείνος. Μοιάζεις σα να ήρθες από εκεί με τα πόδια!...» Η Μαρία δεν απάντησε. Μόνο σήκωσε πάλι το κανάτι στα κατάξερα και στεγνά της χείλη, και ξαναήπιε αρκετές γουλιές νερό. Σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης της τις σταγόνες που είχαν στάξει στο σαγόνι και το λαιμό της, και μετά έδωσε το κανάτι στο μοναχό, λέγοντας χορτασμένη: «Δεν θέλω άλλο!» Βολεύτηκε καλύτερα στο πέτρινο πεζούλι, και τυλίχτηκε μέχρι τους ώμους με τη ζεστή κουβέρτα. – «Ευχαριστώ για το νερό και τη φιλοξενία!...» ίσα που πρόλαβε να πει στο μοναχό κι έκλεισε εξαντλημένη τα μάτια της σ΄ένα βαθύ ύπνο.
Αγιογραφίες του Δημήτρη Μουρλά, επάνω: στον Άγιο Κωνσταντίνο Νέας Ιωνίας και κάτω: στον Άγιο Νεκτάριο Ηρακλείου Αττικής.
Το χάραμα, το πρώτο φως του ήλιου καθώς άρχιζε ν’ αχνοφέγγει, τρύπωσε μέσα απ’ τα πυκνά βλέφαρά της και τη χτύπησε στα μάτια! Την ίδια ώρα τα σήμαντρα της μονής σήμαιναν για τον όρθρο. Σηκώθηκε και πήγε προς το πηγάδι της αυλής. Άντλησε νερό και βουτώντας στον ξύλινο κάδο τις χούφτες της, έπλυνε τρίβοντας δυνατά το πρόσωπό της κι έβρεξε τα μαλλιά της. Κάθισε σε ένα πεζούλι έξω από το ναό της μονής, τυλιγμένη στην κουβέρτα, κι άκουγε την ακολουθία, περιμένοντας να τελειώσει ο όρθρος και η θεία λειτουργία. Μέσα της γαλήνεψε! Δεν θυμόταν πόσα χρόνια είχε ν’ ακούσει ιερές ψαλμωδίες!.. Σχεδόν όλο τον καιρό της ζωής της, μόνο αισχρά τραγούδια άκουγε! Άρχισε να προσεύχεται σιωπηλά και τα μάτια της δάκρυσαν. Κάποια στιγμή ο μοναχός βγήκε από την εκκλησία κάνοντας το σταυρό του και την πλησίασε. – «Γιατί κόρη μου δεν περνάς μέσα ν’ ακούσεις τη θεία λειτουργία; Σε λόγο θα μεταλάβουμε!» Με το που άκουσε την τελευταία λέξη η Μαρία, κάτι σκίρτησε μέσα της! Είχε από παιδάκι να μεταλάβει. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, ο πόθος και η αγάπη προς Εκείνον την τράβηξαν κοντά Του. Και την ώρα που ο ιερέας είπε: - «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε!...» η Μαρία πήγε αμέσως και μετέλαβε! Αμέσως ένιωσε μέσα της τεράστια γαλήνη. Και δύναμη!
Αγιογραφίες του Γιώργου Νικολακόπουλου.
Μετά την απόλυση, βγήκε στην αυλή με εντελώς παράξενα και καινούργια συναισθήματα! Αισθανόταν πληρότητα! Με το που κάθισε στο πεζούλι, ξεδίπλωσε το μαντήλι που είχε μέσα τα καρβέλια, και κόβοντας από το ένα μισό κομμάτι, άρχισε να το τρώει με όρεξη. Ενώ έτρωγε, σαν ένα μικρό παιδί που γεύεται το καλύτερο γλυκό, την πλησίασε ο μοναχός. – «Κοιμήθηκες καλά παιδί μου; τη ρώτησε με πατρική στοργή. Ξεκουράστηκες βέβαια! Σε βλέπω πολύ καλύτερα! Ηρέμησε η μορφή σου!» Το πρόσωπο της Μαρίας ξαφνικά σκυθρώπασε και του απάντησε χαμηλώνοντας το βλέμμα: - «Μη δίνεις τόση σημασία γέροντα! Μία ανάξια πόρνη είμαι!» Στο άκουσμα αυτό ο μοναχός ταράχτηκε. Έκανε ένα βήμα πίσω και σταυροκοπήθηκε. Κι η Μαρία συνέχισε με χαμηλή φωνή και κατεβασμένα μάτια: - «Μη με φοβάσαι γέροντα! Δεν σου το λέω για να σε σκανδαλίσω. Απλά, σου το λέω για να μη δίνεις τόση σημασία! Δεν αξίζω τη συμπόνια σου!» Ο μοναχός την ξαναπλησίασε και της είπε με ζεστή και παρηγορητική φωνή: - «Ο Κύριος ήρθε να σώσει το απολωλός πρόβατο κόρη μου! Αμαρτωλούς και πόρνες να τους φέρει σε μετάνοια! Μήπως νομίζεις ότι κι εγώ που τώρα είμαι μοναχός, δεν ήμουν κάποτε άνθρωπος του κόσμου, και πάλευα με την αμαρτία;»
Η Μαρία σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την πύλη της μονής. – «Ήρθε η ώρα να φύγω!» είπε με ήρεμη φωνή, που συνοδευόταν από ένα μικρό αναστεναγμό. Και συνέχισε, ενώ ο μοναχός ξεκλείδωνε την πόρτα: - «Φεύγω γέροντα, και σ΄ευχαριστώ!» Ξεκίνησε να φύγει, αλλά ο μοναχός τη σταμάτησε με την πατρική φωνή του: - «Στάσου κόρη μου! Είσαι νηστική από χθες. Με μια μπουκιά ψωμί πώς θα περπατήσεις; Έχεις κάτι άλλο να φας; Βλέπω, δεν κρατάς τίποτα!» - «Όχι! Του απάντησε η Μαρία. Κι ούτε πεινάω! Όποτε νιώσω όρεξη, έχω εδώ τα καρβέλια να φάω!» - «Στάσου!» της έκανε νόημα ο μοναχός με το χέρι του.– «Συμπάθαμε κόρη μου γι’ αυτό που θα σου πω. Δε στο λέω για να σε προσβάλλω! Ο σοφός Σολομών έχει γράψει μια παροιμία που λέει: “Η αξία μιας πόρνης, όσο ένα καρβέλι ψωμί!” Εγώ δεν είμαι άξιος να κρίνω την αξία σου. Μόνο ο Εκείνος! κι έδειξε στον ουρανό. Ίσως είσαι κι από ‘μένα αξιότερη! Μακάρι με τα τρία αυτά καρβέλια να χορτάσεις! Πήγαινε στην ευχή του Θεού! Με τις ευλογίες του Κυρίου!» Η Μαρία έκανε να του ασπαστεί το χέρι, μα εκείνος το τράβηξε. Όχι από απαξίωση, ούτε από αποστροφή! Αλλά μέσα του αισθάνθηκε ξαφνικά μεγάλο σεβασμό, βλέποντας την πραγματική μετάνοια αυτής της γυναίκας και την ταπεινότητά της, και ένιωσε ότι εκείνος ήθελε να της φιλήσει το χέρι!. Μόνο την ευλόγησε ενώ εκείνη έφευγε, και της είπε με ζέστη στη φωνή: - «Α! Και θυμήσου κόρη μου! “Όπου επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις!”...» κι έκλεισε δακρυσμένος από συγκίνηση γι’ αυτή την ευλογημένη συνάντηση την πόρτα της μονής, ενώ η Μαρία τράβηξε αποφασιστικά το δρόμο προς την έρημο που απλωνόταν πέρα απ’ το ποτάμι...
Ξυλόγλυπτα του Μανώλη Τασούλα από την περίοδο 1976-77.
Στην όχθη καθόταν ένας γέρο-βαρκάρης και τακτοποιούσε τα δίχτυα του. – «Παππούλη, σε παρακαλώ, τον παρακάλεσε η Μαρία, όταν θα βγεις για ψάρεμα, μπορείς να με περάσεις ως την απέναντι όχθη;» Ο ψαράς ανασήκωσε το βλέμμα του από τα δίχτυα και την περιεργάστηκε. – «Και τι θα κάνεις κόρη μου απέναντι; Εκεί είναι έρημος! Θα σε φάνε τα θηρία!» της είπε απορημένος. – «Με περιμένει κάποιος εκεί!» Του δικαιολογήθηκε η Μαρία. – «Α τότε αλλάζει! Στάσου όμως! Εγώ θ’ αργήσω κι εσύ, όπως καταλαβαίνω απ΄τη φωνή σου βιάζεσαι. Μπες στη βάρκα να σε περάσω τώρα!» Είπε ο γέρο-βαρκάρης και μ’ ένα σβέλτο σάλτο για την ηλικία του, πήδηξε στη βάρκα κι έπιασε τα κουπιά, αφού πρώτα έλυσε από ένα βράχο που ήταν στην όχθη, το σχοινί που την κρατούσε. Με το που πάτησε στην όχθη η Μαρία, ευχαρίστησε το βαρκάρη, που κατευθείαν είχε αρχίσει να τραβάει βιαστικά κουπί για να επιστρέψει στη δουλειά του. Κοίταξε μπροστά της. Παντού έρημος και βράχοι. – «Παναγία μου, οδήγησέ με!» είπε κάνοντας το σταυρό της. Κι άρχισε το νέο ταξίδι της ζωής της στα τριάντα της χρόνια...
Γλυπτά του Μανώλη Τασούλα, από πλαστικό και ξύλο, της περιόδου 1977-78.
  Περπατούσε, χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Ώρες ολόκληρες!... Μέρες, νύχτες! Όποτε σουρούπωνε, τρύπωνε σε καμιά σπηλιά που έβρισκε και κοιμόταν σαν το αγρίμι. Όταν ξημέρωνε, έκανε το σταυρό της και συνέχιζε το δρόμο προς το άγνωστο. Καθώς περπατούσε, αισθανόταν την ψηλή, καυτή άμμο να τρυπώνει σε κάθε πόρο του κορμιού της. Οι λεπτοί, κίτρινοι κόκκοι έμπαιναν στο στόμα της κι έτριζαν ανάμεσα στα δόντια. Τα χείλη της ξεράθηκαν και έσκασαν σε πέτσες, από την έλλειψη νερού. Η γλώσσα της στεγνή από σάλιο, είχε κολλήσει στον ουρανίσκο και το λαρύγγι της. Η αφόρητη ζέστη της έφερνε κάποιες φορές λιποθυμία. Το λεπτό δέρμα της ψηνόταν από τον ήλιο που έκαιγε ανελέητα όλη την ημέρα, πυρώνοντας τα στεγνά σωθικά της και καίγοντας την ανάσα της. Την κάψα της ημέρας, τη διαδεχόταν η φοβερή ψύχρα της νύχτας. Και η Μαρία μέσα στις σπηλιές, προσπαθούσε γλείφοντας τους υγρούς βράχους να ξεγελάσει τη δίψα της. Και όπου σταμάταγε η άμμος, ξεκινούσε το ξερό χώμα με τις κοφτερές πέτρες που κομμάτιαζαν τα πόδια της. Είκοσι μέρες περπατούσε έτσι η Μαρία. Μέχρι που έφτασε κοντά σε ένα μισόξερο χείμαρρο, φλέβα του Ιορδάνη. Το λασπωμένο του νερό, φάνηκε ευεργετικό φάρμακο για τη Μαρία. Ξεδίψασε όσο γινόταν, κι έπειτα μισοκλείνοντας τα μάτια για ν’ αποφύγει τον δυνατό ήλιο που τύφλωνε με τα καυτά του βέλη, προσπάθησε να κοιτάξει γύρω της. – «Παναγία μητέρα μου, βοήθησέ με! Σ’ εσένα ελπίζω! Είσαι η εγγυήτριά μου!...» ψιθύρισε κάνοντας το σταυρό της. Και κοιτάζοντας καλά, εκεί, απέναντι στην όχθη του ξεροπόταμου, είδε μια βαθιά σπηλιά με δυο ψηλές φοινικιές απ’ έξω! – «Να το σπίτι μου! είπε. Δόξα τω Θεώ! Ευχαριστώ Παναγία μου!» κι έκανε το σταυρό της κλαίγοντας μαζί και γελώντας!
Ρωσικές χρωμολιθογραφίες από τα τέλη του 19ου αιώνα.
Μέσα σ΄εκείνη τη σπηλιά η Μαρία έζησε 47 χρόνια! Δεκαεπτά χρόνια πάλευε με τους πειρασμούς της, με την πείνα της, με τη δίψα της. Τα καρβέλια που κουβαλούσε μαζί της, είχαν ξεραθεί κι έγιναν πέτρες. Και χτυπώντας τα με μια κοφτερή πέτρα, αποσπούσε κάποιο ψίχουλο για να φάει. Κάποιες φορές θέριευε μέσα της η πείνα! Σκεφτόταν τα κρέατα και τα ψάρια που έτρωγε παρέα με τους εραστές της στην Αλεξάνδρεια. Θυμόταν το γευστικό κρασί, που της άρεσε να πίνει άφθονο, και τη μεθούσε με τη γλύκα του! Τρελαινόταν από την έλλειψή τους, μόλις τα ‘φερνε στο νου της! Εκεί, στην όχθη της ρεματιάς με το ελάχιστο νερό φύτρωναν μόνο βότανα και χορτάρια. Αυτά ήταν το φαγητό και το ποτό που ξεγελούσαν πλέον την πείνα και τη δίψα της. Και κάποιες στιγμές, όταν μέσα της άναβαν οι πόθοι, κι η σάρκα της φλεγόταν για ηδονή, έπεφτε με το πρόσωπο πάνω στην καυτή άμμο να πάρει τη δική της φωτιά, και προσευχόταν στην Παναγία με κραυγές και θερμά δάκρυα, να την βοηθήσει! Της ερχόντουσαν στο μυαλό σκηνές από τη ζωή της στον κόσμο. Πώς προκαλούσε τους άντρες με ό, τι μέσο μπορούσε να εκφραστεί. Με τις αδιάκριτες κινήσεις της, με τη μελένια φωνή της, με τις λάγνες ματιές, με τα πειράγματα, με τα σκέρτσα, με τα λικνίσματα, με πονηρά χαμόγελα, και γέλια ξεκαρδιστικά! Χρησιμοποιούσε όσα τεχνάσματα μπορούσε για να τους πιάσει στα δίχτυα της και να τους οδηγήσει στους δρόμους της αμαρτίας. Πόσο πονούσε μ’ αυτές τις σκέψεις! Πόσες ψυχές είχε πάρει στο λαιμό της! Μετάνιωνε πικρά! Ποτάμια πικρά δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της και μούσκευαν το ξερό χώμα της ερήμου!... Δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια πάλευε με όλα αυτά η Μαρία, μέχρι να αποβάλει εντελώς από επάνω της τον παλιό, κακό εαυτό της!... Μέχρι να ξεκαθαρίσει ο κόσμος μέσα της!...
Ξυλόγλυπτα του Μανώλη Τασούλα από την περίοδο 1976-77.
Με τον καιρό, και η εξωτερική μορφή της Μαρίας άλλαξε. Τα ρούχα της ξέφτισαν, έλιωσαν επάνω της, τρίφτηκαν σε κουρέλια και τελικά έπεσαν και έμεινε γυμνή. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της, μάκρυναν ακόμα πιο πολύ, κι έφτασαν κάτω από τα γόνατα. Ο χρόνος τα ασήμωσε και κάποτε έγιναν λευκά. Όλο αυτό το τρίχωμα που την κάλυπτε σαν προβιά, τη ζέσταινε αφόρητα κάτω από τη λαύρα του ήλιου! Μια μέρα, δεν άντεξε τη μαρτυρική τους θερμοκρασία! Πήρε μια κοφτερή πέτρα, και τα έκοψε όλα, τούφα-τούφα, μέχρι τους ώμους. Κι αυτό το επανέλαβε πολλές φορές στα χρόνια της άσκησής της, χωρίς να τα αφήσει ποτέ να ξαναμακρύνουν. Έτσι, το δέρμα της έμεινε εκτεθειμένο στα καυτά μάτια του ήλιου! Φλογίστηκε, ψήθηκε, πυρώθηκε, αφυδατώθηκε, στράγγιξε! Έγινε λεπτό σαν περγαμηνή και χαράχτηκε από χιλιάδες λεπτές ρυτίδες, όπως το δέρμα της χελώνας! Με μια απόχρωση σκούρα, καφετιά-πρασινωπή, όπως το δέρμα των ανθρώπων της Αβησσυνίας. Όλα τα άλλοτε ωραία χαρακτηριστικά του προσώπου της, αλλοιώθηκαν! Όση, ελάχιστη σάρκα της απέμεινε, ρουφήχτηκε προς τα μέσα! Το κρανίο της με τα αραιά από την ασιτία μαλλιά, πλέον διαγραφόταν καθαρά κάτω απ’ τη λεπτή, ρυτιδιασμένη της πέτσα, που ήταν τραβηγμένη και ξερή στο μέτωπο και τα ζυγωματικά της. Τα κάποτε σαρκώδη χείλη της έγιναν μία μαυριδερή σχισμή που φώτιζαν κάποια κιτρινισμένα δόντια. Μόνο τα μαύρα μάτια της με τα ασπρισμένα ματοτσίνορα, βαθουλωμένα στις κόγχες τους, σπίθιζαν δείχνοντας πως πάνω σ΄εκείνο το ξερό κρανίο υπήρχε ακόμα ζωή.
Σκίτσο του Βασίλη Μπρούσαλη και Αγιογραφία του ίδιου στην Αγία Τριάδα Αιγίου.
Το σώμα της εξαϋλώθηκε τόσο, ώστε όταν περπατούσε έμοιαζε με κινούμενο σκελετό που μόλις είχε βγει από τον τάφο με μισολιωμένο επάνω το δέρμα! Τα πλευρά της μετριούνταν ένα-ένα και πάνω σ’ αυτά, δύο στεγνές, χοντρές πέτσες χαρακωμένες από ρυτίδες, κρέμονταν τα άλλοτε λαχταριστά στήθη της, που έβαλαν τόσους άντρες σε πειρασμό και τους ξετρέλαναν! Τα κόκκαλα της λεκάνης της πετούσαν έντονα, έτοιμα να σκίσουν το λεπτό της δέρμα που τα κάλυπτε. Και τα χέρια με τα πόδια της, ίδια καλάμια με χοντρούς κόμπους στους ώμους, στους καρπούς, στους αγκώνες και τους αστραγάλους, μαζί με τα χοντρά και σκληρά απ’ τις μετάνοιες γόνατα, που έμοιαζαν σαν της καμήλας, την έκαναν να μοιάζει με σκέλεθρο φοβερό! Με πλάσμα αλλόκοτο! Ακόμα και τα θηρία της ερήμου τη φοβόντουσαν, κι έτρεχαν μακριά!
Μπρούτζινα γλυπτά του Μανώλη Τασούλα από την περίοδο 1984-85.
  Κι έτσι κύλισαν 47 ολόκληρα χρόνια, με μεγάλη άσκηση και προσευχή για τη Μαρία, που πλέον ήταν 77 ετών. Ο χρόνος της επίγειας ζωής της κόντευε να τελειώσει! Πλησίαζε η Μεγάλη Σαρακοστή του Πάσχα. Την εποχή εκείνη συνήθιζαν οι μοναχοί να εγκαταλείπουν τα μοναστήρια τους και να βγαίνουν στην έρημο για προσευχή, και για απόκτηση πνευματικών εμπειριών από τη συνάντησή τους με ερημίτες. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο πατήρ(αββά) Ζωσιμάς, που ήταν ιερομόναχος στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, εκεί που κάποτε είχε διανυκτερεύσει η Μαρία, και βρισκόταν από την κατοικημένη πλευρά του Ιορδάνη. Πέρασε ο Αββάς στην έρημο με την ελπίδα, μαζί με την απομόνωση και την προσευχή, να έχει τη μεγάλη ευλογία να συναντήσει κάποιο σπουδαίο ασκητή. Είκοσι μερόνυχτα περπατούσε, μέχρι που έφτασε σε μια σχεδόν στεγνή ρεματιά. Ξαφνικά, δίπλα του αισθάνθηκε μια παρουσία. Ζώο ή άνθρωπος ήταν, στην αρχή δεν κατάλαβε. Μετά, κοιτάζοντας καλύτερα, με το θολό από τα χρόνια που τον βάραιναν βλέμμα του, διέκρινε σε αρκετή απόσταση από αυτόν, κάτι σαν όρθια σκιά. Κοίταξε καλύτερα και διέκρινε ένα μαυριδερό ανθρώπινο σώμα με αραιά άσπρα μαλλιά, που έπεφταν μέχρι τους ώμους. Έκανε το σταυρό του και πήγε να πλησιάσει τον ερημίτη που νόμιζε ότι βρήκε! Η παράξενη, ασκητική παρουσία που βρέθηκε στο δρόμο του, άρχισε να τρέχει και ν΄απομακρύνεται σαν φοβισμένο ζώο. – «Στάσου άνθρωπε του Θεού, και είμαι γέρος αδύναμος! Δεν μπορώ να τρέχω!...» φώναξε λαχανιασμένος. Η παράξενη μορφή με τεράστια ταχύτητα πέρασε την κοίτη του χειμάρρου, και κρύφτηκε πίσω από ένα βράχο, που πίσω του άνοιγε μια σπηλιά, της οποίας την είσοδο σκίαζαν δυο ψηλές χουρμαδιές. – «Στάσου εκεί! Μην πλησιάζεις άλλο Αββά Ζωσιμά! Είμαι γυναίκα και είμαι γυμνή!...» άκουσε ο γέροντας τη φωνή της Μαρίας πίσω από το βράχο. Ξαφνιάστηκε κι αναρωτήθηκε: - «Γυναίκα! Και πώς γνωρίζει τ’ όνομά μου και ότι είμαι ιερέας;!» Η Μαρία τον καθησύχασε: - «Ρίξε μου ένα ρούχο πάτερ άγιε να σκεπάσω τη γύμνια μου, και θα σου τα πω όλα!...» Της έριξε ο Αββάς ένα ξεφτισμένο ύφασμα που είχε πάρει μαζί του για να σκεπάζεται τις νύχτες, και η Μαρία καλύπτοντας όσο καλύτερα μπορούσε τη γύμνια της, παρουσιάστηκε.
Έργα του Μανώλη Τασούλα. Επάνω του 1976 και κάτω του 1992.
Του έβαλε μετάνοια: - «Την ευχή σου πάτερ Ζωσιμά!» του είπε με σεβασμό και στάθηκε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, δίπλα στο βράχο. – «Προσευχή σου για όλο τον κόσμο και για εμένα τον αμαρτωλό μητέρα μου!» είπε με πόθο ο άγιος γέροντας. – «Κανονικά εσύ πρέπει να προσευχηθείς για εμένα, που είσαι και ιερέας!» Απάντησε σεμνά η Μαρία και συνέχισε χαμηλώνοντας με ταπείνωση τα μάτια και βάζοντας μετάνοια: - «Αλλά, αφού το λες, θα κάνω υπακοή! Μόνο προσευχή σου κι εσύ μαζί μου!» Είπε και γονάτισαν κι οι δυο συγκινημένοι. Και ενώ προσευχόντουσαν ψιθυριστά, ο γέροντας σήκωσε λίγο το βλέμμα του να δει τη Μαρία, και συγκλονίστηκε σα να χτυπήθηκε από κεραυνό. Είδε το σώμα της να αιωρείται ένα μέτρο ψηλά από τη γη! Έμεινε έκθαμβος!...Φοβήθηκε μήπως εκείνο που έβλεπε απέναντί του δεν ήταν άνθρωπος, αλλά κάποιος δαίμονας που τον κορόιδευε, κι άρχισε, καταϊδρωμένος από την αγωνία, να ψιθυρίζει συνεχώς το «Κύριε ελέησον!» και δεν έλεγε να σηκώσει ξανά το κεφάλι του. Μέχρι που αισθάνθηκε τα χέρια της Μαρίας, που εντωμεταξύ διέσχισε αθόρυβα την κοίτη της ρεματιάς, να τον ανασηκώνουν από τους ώμους, κι άκουσε την απαλή φωνή της που τον ρώτησε: - «Γιατί σκανδαλίζεσαι μήπως είμαι δαίμονας και κάνω ότι προσεύχομαι; Βαπτισμένη χριστιανή είμαι!» Και λέγοντας αυτά σφράγισε με το σημείο του τιμίου σταυρού το μέτωπο, τα μάτια, τα χείλη και το στήθος της. Τότε ο γέροντας πήρε θάρρος και χαρά, κι έσκυψε με ευλάβεια και μεγάλη συγκίνηση να προσκυνήσει τα πόδια της. – «Τι κάνεις εκεί αδελφέ μου; τον σταμάτησε η Μαρία. Γυναίκα αμαρτωλή είμαι! Δεν αξίζω τιμές και σεβασμό!» - «Ποια είσαι κυρία;» ψέλλισε με βαθύ σεβασμό ο γέροντας. – «Ντρέπομαι να σου πω ποια είμαι και να σου διηγηθώ τη ζωή μου!...» του είπε με μεγάλη συστολή η Μαρία, και πρόσθεσε μετά από μια μικρή σιωπή: - «Αλλά, αφού με είδες πριν λίγο γυμνή, πρέπει να δεις και γυμνές τις πράξεις μου, για να καταλάβεις πόσο άθλια είμαι, και πόσο ελεεινή και ντροπιασμένη είναι η ψυχή μου!» Αυτά του είπε η Μαρία και του έκανε νόημα να περάσουν απέναντι τη ρεματιά. Και ο Αββά Ζωσιμάς με μεγάλη συγκίνηση την ακολούθησε διασχίζοντας την κοίτη. Η Μαρία του έδειξε το βράχο να καθίσει κι εκείνη γονάτισε κι έκανε το σταυρό της. – «Τώρα θα μάθεις τα πάντα αδελφέ μου για εμένα! Μόνο που φοβάμαι ότι από τα λεγόμενά μου θα μολυνθεί ο αέρας της ερήμου και οι πέτρες με τα βράχια θα κοκκινίσουν από ντροπή γι’ αυτά που θ’ ακουστούν!...»
Επάνω: Έργο του Ισραηλινού καλλιτέχνη Daniel Elhayany. Κάτω: Παλιά Ρωσική χρωμολιθογραφία.
  Και έτσι ξεκίνησε την εξομολόγηση όλης της ζωής της η Μαρία. Από τα παιδικά της χρόνια, μέχρι τη στιγμή που συναντήθηκε με τον Αββά. Δεν του έκρυψε τίποτα! Μόνο που τα δάκρυα της μετάνοιάς της όσο μιλούσε, έτρεχαν σαν ποτάμι και μούσκεψαν ακόμα και το σκληρό χώμα πάνω στο οποίο ήταν γονατισμένη. Ο Αββά Ζωσιμάς συγκλονίστηκε. Κατάλαβε ότι μπροστά του είχε μια μεγάλη μορφή αγιότητας, γιατί ενώ ήταν αγράμματη όπως του είπε, μέσα στο λόγο της έπλεκε αποσπάσματα από την Καινή και την Παλαιά Διαθήκη, και τους Ψαλμούς του Δαβίδ. Κι έδειχνε να γνωρίζει πράγματα του κόσμου, που ήταν αδύνατον να ξέρει, αφού, όπως είπε στον Αββά, είχε να συναντήσει άνθρωπο 47 ολόκληρα χρόνια. Σε όλη τη διάρκεια της κουβέντας τους ο πατήρ Ζωσιμάς την αποκαλούσε με βαθύ σεβασμό “Κυρία” και εκείνη τον αποκαλούσε με αγάπη “αδελφό”, μια και ήταν σχεδόν συνομήλικοι. Στο τέλος της συγκλονιστικής εξομολόγησης καθώς και της συζήτησης που είχαν, ο Αββάς σηκώθηκε δακρυσμένος από τη συγκίνηση για έσκυψε να βάλει μετάνοια στη Μαρία. Εκείνη και πάλι τον σταμάτησε. – «Εδώ, έφτασε η ώρα να χωριστούμε! Όμως του χρόνου τέτοιες μέρες θα ξανασυναντηθούμε!» του είπε με έμφαση. Ο αββά Ζωσιμάς χάρηκε στο άκουσμα αυτό. «Αλλά, να ξέρεις, συνέχισε η Μαρία, ότι την επόμενη χρονιά κάτι θα σε εμποδίσει να βγεις τη σαρακοστή στην έρημο. Όμως την ημέρα της Μεγάλης Εβδομάδας που θα γιορτάζεται η ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου, θέλω να πάρεις το Άγιο σώμα και το αίμα του Κυρίου μας και να έρθεις να με μεταλάβεις!» Ο Αββάς κάτι πήγε να πει, αλλά η Μαρία του έκανε νόημα με το κοκαλιασμένο χέρι της να συνεχίσει εκείνη: - «Δεν θα έρθεις να με βρεις εδώ που συναντηθήκαμε. Θα περάσω εγώ τον Ιορδάνη, και θα έρθω από την κατοικημένη πλευρά, να βρεθούμε εκεί!.. Και θα ήθελα σε παρακαλέσω, να μην πεις σε κανέναν τίποτα από όσα άκουσες και είδες!...Τουλάχιστον πριν αφήσω αυτό τον κόσμο.» Αυτά είπαν κι αποχωρίστηκαν μεταξύ τους με μεγάλη συγκίνηση.
Επάνω: Αγιογραφία του Γιάννη Καρούσου στον Άγιο Παντελεήμονα Αχαρνών. Κάτω: Αγιογραφία από τον Προφήτη Ηλία Μεταμορφώσεως Αττικής. 
Ο αββάς επέστρεψε καταχαρούμενος στο μοναστήρι, αλλά κράτησε το στόμα του σφραγισμένο από τις εμπειρίες του στην έρημο. Μόνο που ανυπομονούσε να ξανασυναντήσει τη Μαρία! Ευχόταν ο χρόνος να συντόμευε και να περνούσε σαν μια μέρα! Κι έφτασε τελικά η επόμενη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Αλλά ο πατήρ Ζωσιμάς ψηνόταν στον πυρετό και δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι του. Ήταν το εμπόδιο που του είχε πει η Μαρία. Όμως, οι υπόλοιποι μοναχοί, ακολουθώντας τον κανόνα της μονής, βγήκαν και πάλι κατά την συνήθεια στην έρημο. Δύο από αυτούς, ενώ βάδιζαν μέρες, έφτασαν στον τόπου που κατοικούσε η Μαρία. Εκείνη καθόταν κουβαριασμένη έξω από τη σπηλιά και προσευχόταν. Βλέποντας το μαυρισμένο δέρμα με τα λευκά ανακατεμένα μαλλιά που είχαν μακρύνει περισσότερο, νόμισαν ότι ήταν κάποιο θηρίο με χαίτη, ένα λιοντάρι ίσως, και φοβήθηκαν! Η Μαρία μόλις τους αντιλήφθηκε, σηκώθηκε σαν κυνηγημένη και κρύφτηκε μέσα στο σκοτάδι της σπηλιάς. Οι δύο μοναχοί χάρηκαν τότε. Πήραν θάρρος και πλησίασαν. – «Γέροντα!... Την ευχή σου!» είπαν νομίζοντας πως ήταν άντρας. – «Την ευχή του Κυρίου!» απάντησε η Μαρία και τους σταμάτησε. – «Μην προχωρήσετε όμως άλλο! Είμαι γυναίκα, και είμαι γυμνή! Δεν έχει καμιά αξία να συζητήσετε μαζί μου! Είμαι η αμαρτωλή Μαρία, που κάποτε ξελόγιαζα στην Αίγυπτο τους άντρες με τα τραγούδια και τους χορούς μου! Δεν αξίζω ούτε το φτύσιμό σας! Πηγαίνετε βαθύτερα στην έρημο, κι εκεί θα συναντήσετε πραγματικά άγιους ασκητές!...» Οι μοναχοί σ’ αυτά τα λόγια υποχώρησαν. Έβαλαν μόνο μετάνοια και αποχώρησαν συγκλονισμένοι, κάνοντας το σταυρό τους.
Κι έφτασε Μεγάλη Εβδομάδα και η νύχτα της ανάμνησης του Μυστικού Δείπνου. Ο αββά Ζωσιμάς είχε αναρρώσει εντελώς, και ενθυμούμενος την υπόσχεση στη Μαρία, ετοιμάστηκε για τον ιερό σκοπό του. Ενώ πήγε να φύγει, κοντοστάθηκε. Πήγε στο μαγειρείο της μονής, άφησε με σεβασμό σ΄ένα τραπέζι τα Άγια Μυστήρια, και παίρνοντας ένα καλάθι το γέμισε ξερά σύκα και χουρμάδες κι έβαλε σ’ ένα πήλινο σκεύος νερόβραστη ζεστή φακή. Μετά από λίγη ώρα βρισκόταν στον προορισμό του. Η νύχτα, αν και άνοιξη ακόμα, θα ξημέρωνε 1η Απριλίου, ήταν ζεστή και είχε πανσέληνο. Ξαφνικά αναρωτήθηκε ο αββάς γιατί να άργησε η Μαρία. Μήπως είχε κάτι συμβεί; Και αν ερχόταν, πώς θα περνούσε τον Ιορδάνη; Δεν φαινόταν πουθενά κανείς βαρκάρης! Τις πολλές του σκέψης διέκοψε η σιωπηλή παρουσία της Μαρίας, απέναντι στην όχθη του Ιορδάνη. Τον κοιτούσε γαλήνια, κι ένα απαλό αεράκι φυσούσε, ανέμισε το σχισμένο ύφασμα που την μισοκάλυπτε και τα μαλλιά της. Ένα φως την έλουζε ολόκληρη. Ο αββάς την κοιτούσε εκστατικός. Η Μαρία χωρίς να αργοπορήσει, σταύρωσε το ποτάμι στο σημείο που βρισκόταν, κι απλώνοντας το πόδι της άρχισε να βαδίζει επάνω στο νερού, εκεί που το ολόγιομο φεγγάρι ασήμωνε την επιφάνειά του. Ο Αββά Ζωσιμάς συγκλονισμένος και πάλι, έκανε να γονατίσει! – «Μη πάτερ! Κρατάς και τ’ Άχραντα Μυστήρια!...» τον πρόλαβε η Μαρία.
Είπαν μαζί το “Πιστεύω” και το “Πάτερ ημών” κι έπειτα η Μαρία με μεγάλη ευλάβεια και δάκρυα στα μάτια μετέλαβε το τίμιο Σώμα και το Αίμα του Κυρίου! – «Πάτερ μου, του χρόνου τώρα θα ξανασυναντηθούμε. Στο ίδιο σημείο που συναντηθήκαμε την πρώτη φορά!» του είπε με κατάνυξη και στράφηκε να φύγει. – «Στάσου!» της είπε ο Αββάς με φωνή που έτρεμε. – «Σου έφερα για ευλογία, κάτι να φας!» είπε και ξεσκέπασε το καλάθι που ήταν ακουμπισμένο στο έδαφος, δίπλα στα πόδια του. Η Μαρία κοίταξε το περιεχόμενο, έπιασε τρεις κόκκους φακής με τ’ ακροδάχτυλά της, και τους έβαλε στο στόμα της. Ο Αββάς απόρησε! – «Δεν θες να φας κάτι άλλο;» Η Μαρία ακούμπησε το αριστερό της χέρι απαλά στο στέρνο της και είπε με σιγανή φωνή που έκρυβε συγκίνηση, δείχνοντας με το δεξί το Άγιο Ποτήριο: - «Ευχαριστώ! Είμαι χορτάτη!...» Ο Αββάς κατάλαβε. Και χωρίστηκαν μεταξύ τους, μέχρι την επόμενη Μεγάλη Σαρακοστή.
Επάνω: Πίνακας του Marcantonio Franceschini (1680). Κάτω: Πίνακας του Pietro da Cortona (1596-1669).  
Ο χρόνος κύλησε με μεγάλη ανυπομονησία για τον αββά Ζωσιμά. Την ορισμένη ημέρα, πέρασε με μια βάρκα, όπως συνήθως τον Ιορδάνη μαζί με άλλους μοναχούς, αντάλλαξαν αδελφικούς ασπασμούς μεταξύ τους και έκαναν τις τυπικές μετάνοιες, ζητώντας αμοιβαία ο ένας την ευλογία του άλλου. Μετά χωρίστηκαν ο καθένας προς άλλη κατεύθυνση. Ο αββά Ζωσιμάς περπατώντας σχεδόν ένα εικοσαήμερο, έφτασε στη ρεματιά που κατοικούσε η Μαρία. Έσκυψε το κεφάλι του στο στόμιο της σκοτεινής σπηλιάς, κι από το λιγοστό φως που τρύπωνε μέσα, δεν την είδε. Τη φώναξε, προσφωνώντας την με σεβασμό “Κυρία” όπως άλλοτε, αλλά απάντηση δεν πήρε! Άρχισε ν’ αγωνιά! Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά! Την έψαχνε με σπασμωδικές κινήσεις πίσω από τις χουρμαδιές, πίσω από τους βράχους της όχθης, μέχρι που την είδε! Η Μαρία βρισκόταν ακριβώς πίσω από το βράχο που είχε κρυφτεί, στην πρώτη συνάντησή τους. Ήταν ξαπλωμένη με σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος, το πρόσωπό της ήρεμο σα να κοιμόταν, τα μάτια της κλειστά και το κεφάλι της στραμμένο κατά την ανατολή. Το φως μιας ακτίνας του ήλιου που έπεφτε επάνω της, την έκανε να λάμπει ολόκληρη! Τα γόνατα του Αββά λύγισαν! Έπεσε στα κοκαλιασμένα πόδια της Μαρίας και τα φιλούσε με δάκρυα καυτά! – «Έφυγες Κυρία μου, μητέρα μου, κι ούτε τ’ όνομά σου δεν έμαθα!...» έλεγε μέσα σε λυγμούς και ψάλλοντας ταυτόχρονα νεκρώσιμους ύμνους. Μετά, ξαναβρίσκοντας της δυνάμεις του, σηκώθηκε με σκοπό να την κηδέψει, και κοίταξε με μεγάλη θλίψη και ανέκφραστη αγάπη το ήρεμο πρόσωπό της.
Και τότε, διέκρινε δίπλα στο κεφάλι της, χαραγμένη με κάποιο ξερό κλαρί πάνω στο στεγνό χώμα που ήταν σαν πέτρα από την ανυδρία, μία επιγραφή: «Θάψε, αββά Ζωσιμά, ακριβώς σ΄αυτό το σημείο, το λείψανο της ταπεινής Μαρίας. Παράδωσε το χώμα στο χώμα, και να προσεύχεσαι στον Κύριο πάντα για εμένα, που τελείωσε η ζωή μου τη πρώτη του μηνός Φαρμουθή, όπως τον λέμε εμείς οι Αιγύπτιοι, και από τους Ρωμαίους αποκαλείται Απρίλιος, τη νύχτα της Μεγάλης Εβδομάδας που τιμώνται τα πάθη του Κυρίου, λίγο μετά που μετέλαβα τα Άχραντα Μυστήρια!» Ο Αββάς διαβάζοντας την επιγραφή αυτή έμεινε έκπληκτος. Γιατί, το σημείο που κειτόταν το λείψανο της Μαρίας από την όχθη του Ιορδάνη που μετέλαβε, είχε απόσταση δύσκολης πεζοπορίας που διαρκούσε 20 μέρες. Κι εκείνη, βρέθηκε εκεί μέσα σε λίγη ώρα, σα να πέταξε επάνω σε φτερά αγγέλων! Όμως, χάρηκε πολύ, μέσα στη βαριά λύπη, γιατί επιτέλους έμαθε το όνομά της. Όταν συνήλθε από τη συγκίνηση, ξεκίνησε να εκτελέσει την εντολή της Μαρίας. Όμως δεν είχε σκαπτικά εργαλεία μαζί του, και το χώμα ήταν σκληρό όπως ο βράχος. Τότε πίσω του άκουσε ένα τρομερό βρυχηθμό που τράνταξε τη γη. Γύρισε έντρομος και με διεσταλμένες τις κόρες των ματιών του αντίκρισε ένα λιοντάρι. Όμως το θηρίο έμοιαζε απρόσμενα φιλικό και κουνούσε την ουρά του, όπως τα πιστά σκυλιά στον κύριό τους. Ο Αββά Ζωσιμάς κατάλαβε ότι το λιοντάρι ήταν σταλμένο απ΄το Θεό. Το λιοντάρι πλησίασε, κι άρχισε να σκάβει τα μπροστινά του πόδια με τα δυνατά νύχια, ένα βαθύ λάκκο. Σε λίγο, όλα είχαν τελειώσει. Ο Αββάς με δακρυσμένα μάτια απομακρύνθηκε από τον τάφο της Μαρίας, και συνέχισε την πορεία του στην έρημο. Και με τον καιρό, ο τάφος καλύφθηκε από περισσότερο χώμα, μαζί με μπόλικη άμμο που έφερνε ο αέρας με την καυτή πνοή του από την έρημο!...
Ο Αββά Ζωσιμάς έζησε ακόμα 20 χρόνια στο μοναστήρι του Προδρόμου. Έφτασε τα 100! Και μέχρι να κλείσει τα μάτια του, δεν έπαψε σε όποιον έβλεπε μπροστά του, να μιλάει για τη Μαρία. Και μετά, την πολυτάραχη ιστορία της ζωής αυτής της Αιγύπτιας γυναίκας, συνέχισαν να τη διηγούνται οι μοναχοί, όπως την είχαν ακούσει, στους προσκυνητές! Και κάποια στιγμή, την αφήγηση αυτή που είχε διαδοθεί από στόμα σε στόμα, την άκουσε και ο Άγιος πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος Α’ (634-638) και αποφάσισε να την γράψει σε βιβλίο. Έτσι διασώθηκε και διαδόθηκε σε όλο το χριστιανικό κόσμο, ο βίος και η πολιτεία αυτής της μεγάλης ασκήτριας της ερήμου, μέχρι της ημέρες μας. Και η Εκκλησία, θεωρώντας τη Μαρία πρότυπο μετάνοιας, την κατέταξε στη χορεία των Οσίων, και καθιέρωσε τη μνήμη της δύο φορές το χρόνο: Την 1η Απριλίου, ημέρα την κοίμησής της, και την Ε’ εβδομάδα των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Επάνω: Εικόνα από την ιερά μονή Αγίου Γερασίμου Ιορδανίτου-Άγιοι Τόποι. Κάτω: Τοιχογραφία από την ιερά μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Κεχροβουνίου, Τήνος.
(Αφιερωμένο στις Μαρίες)

Σχόλια

  1. Μανο μου υπεροχη αφηγηση της ζωης αυτης της οσιας.της ταπεινωσης της τη μετανοια της .και παλι σε συγχαιρω αδελφε μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αποχαιρετισμός στην Καίτη Γκρέυ

Ευγενία Ζωγράφου (1938-2023)

Αναμνηστικές φωτογραφίες από δύο ταξίδια στην Αίγυπτο, το 1987 και το 1988