Ο άνθρωπος που έλιωσε στον ήλιο
Οι μετεωρολογικές προβλέψεις ήταν δυσοίωνες εκείνη την ημέρα. Κακοκαιρία, έλεγαν, με πολλά χιόνια σε όλη τη χώρα! Το περισσότερο χιόνι των τελευταίων ετών! Οι μετεωρολόγοι με όλο τον εξοπλισμό τους, καλά το προέβλεπαν! Αλλά, και η φύση, προικισμένη από το Θεό με ένα αλλιώτικο ένστικτο, το προαισθάνθηκε!
Το χελωνάκι στην αυλή, που όλο τον μέχρι τότε χειμώνα τον πέρασε σχεδόν ξάγρυπνο, και τριγυρνούσε ονειρευόμενο τις πορτοκαλί καμπανούλες από την περικοκλάδα που του χόρταιναν την πείνα του όλο το καλοκαίρι, έσκαψε και χώθηκε βαθιά μέσα στο χώμα!... Ο ουρανός γέμιζε σιγά-σιγά, βαριά σύννεφα σταχτόασπρα, που σήμαιναν την καταιγίδα που θα ερχόταν. Ένα ψυχρό αεράκι σκόρπιζε παγωνιά, σαν προμήνυμα εκείνου που θα ερχόταν βαρύτερο λίγο αργότερα! Από τη μια στιγμή στην άλλη, ο κήπος γέμισε αγριοπούλια που κατέβηκαν από τα γύρω βουνά στην πόλη, για να προφυλαχτούν από την επικείμενη κακοκαιρία. Κορυδαλλοί, λούγαρα, φλώροι, σπίνοι, τσίχλες, ψαρόνια, γαλαζοπούλια κι ένα σωρό άλλα, μικρά και μεγάλα πουλιά που ουσιαστικά ζουν στα δάση, πετούσαν βιαστικά από κλαδί σε κλαδί κάθε γυμνού δέντρου που υπήρχε στις αυλές. Τιτίβιζαν, τσιμπολογούσαν ό, τι έβρισκαν, τσακώνονταν μεταξύ τους για ένα σποράκι, φούσκωναν από το κρύο και τίναζαν τα κουρασμένα φτερά τους, κι όλη η χειμωνιάτικη αυλή γέμισε πινελιές χαρούμενες από τα πολλά χρώματά τους.
Το απόγευμα, κοντά στο σούρουπο, παντού η φύση ήταν σιωπηλή. Τίποτα δεν ακουγόταν. Σα να είχε σημάνει συναγερμός και όλοι βρίσκονταν στα κρησφύγετα, περιμένοντας στα βουβά την επιδρομή του εχθρού. Ξαφνικά, ο ουρανός δεν άντεξε το βάρος από τα σύννεφα. Παχιές νιφάδες χιονιού άρχισαν να στριφογυρίζουν και να πέφτουν χορεύοντας στο έδαφος και στα λιγοστά φύλλα και τις αειθαλείς πρασινάδες του κήπου, αφήνοντας ένα μουσικό, μονότονο ήχο: «Πλαφ! Πλαφ!» Σε λίγο, το χιόνι πύκνωσε. Άρχισε να πέφτει σαν βροχή, και ο αέρας που φυσούσε το σκορπούσε με δύναμη, κατά ριπές, δεξιά κι αριστερά! Όλοι κολλήσαμε στα τζάμια και χαζεύαμε τη σπάνια χιονόπτωση, μέσα στη θαλπωρή του σπιτιού, πίνοντας ταυτόχρονα καυτές σοκολάτες και αφεψήματα. Ήταν μια από τις σπάνιες απολαύσεις, μέσα στην κατήφεια της καθημερινότητας που σκόρπισε στο βαρύ πέρασμά του επάνω από τη γη ο κορωνοϊός!
Το επόμενο πρωί, με το πρώτο φως τις ημέρας, όλα γύρω έλαμπαν κάτασπρα! Οι αυλές, οι ταράτσες, τα κεραμίδια, οι μάντρες, οι δρόμοι με τα ψηλά τους πεύκα, ήταν τα πάντα καλυμμένα από ένα πυκνό στρώμα αφράτου χιονιού. Το παιδί, που όλοι μας, ανεξαρτήτως ηλικίας, κρύβουμε πάντα μέσα μας, ξύπνησε με διάθεση για παιχνίδι. Ντυθήκαμε καλά, φορέσαμε σκούφους, κουκούλες και γάντια και βγήκαμε σε δρόμους και αυλές να παίξουμε με το χιόνι. Και βέβαια, τι πιο ωραίο, απ΄το να φτιάξουμε ένα χιονάνθρωπο! Μικροί και μεγάλοι στο μέγεθος χιονάνθρωποι, ανάλογα τη διάθεση, το κέφι και την εφευρετικότητα του καθενός, φτιάχτηκαν σε πολλές γωνιές. Άλλοι είχαν μάτια από πέτρες, άλλοι από ελιές, άλλοι από καπάκια, και βέβαια, όλοι σχεδόν ανεξαιρέτως, μια μεγάλη πορτοκαλί μύτη από καρότο. Κάποιοι μερακλήδες τους φόρεσαν και κασκόλ στο λαιμό. Κάποιοι άλλοι τους έβαλαν και σκούφο. Κάποιοι καλλιτέχνες δημιούργησαν θαυμάσια γλυπτά, προσωρινής δυστυχώς διάρκειας! Ήτανε τόσοι οι χιονάνθρωποι, που έμοιαζαν να έχουν ξεφύγει από κάποιο παραμύθι και από στιγμή σε στιγμή θα ζωντάνευαν!...
Όμως, δυστυχώς, ο χιονάνθρωπος δεν ζει πολύ! Η ζωή του είναι λίγη, όμως δίνει πολύ μεγάλη χαρά στους ανθρώπους! Είτε σε εκείνους που τους κατασκευάζουν, είτε σε εκείνους που τους βλέπουν! Χορεύουν τριγύρω του, φωτογραφίζονται μαζί του, όπως θα έκαναν μ΄έναν αγαπημένο φίλο τους που τον βλέπουν μετά από καιρό!
Όταν έπεσε η νύχτα, καθίσαμε πίσω από τα τζάμια, με αναμμένα καλοριφέρ και τζάκια, και τους κοιτούσαμε με μάτια παιδικά, προσπαθώντας να τους κλείσουμε με αγάπη, βαθιά μέσα στη μνήμη, που βέβαια πάντοτε ξυπνάει κοιτάζοντας παλιές φωτογραφίες!
Το επόμενο πρωί τα σύννεφα υποχώρησαν, κι ενώ ταξίδευαν ανάλαφρα στον ουρανό, οι θερμές αχτίδες του ήλιου άρχισαν να χαϊδεύουν το χιόνι και να το λιώνουν. Όλοι οι χιονάνθρωποι έμοιαζαν να δακρύζουν για τον αποχωρισμό από τους ανθρώπους που δεν θα αργούσε να έρθει... Δύο μοναδικής τέχνης χιονάνθρωποι, του νεαρού καλλιτέχνη Πάνου Μπρούσαλη Ώρα με την ώρα, οι πανέμορφοι λευκοί άνθρωποι που μας έδωσαν τόση χαρά, άρχισαν να διαλύονται και σαν μικρά αυλάκια νερού να ρέουν σε πεζοδρόμια και στο χώμα! Η «υπηρεσία» τους, στη διασκέδαση του ανθρώπου, είχε γι΄αυτόν το χειμώνα τελειώσει! Δύο καπάκια, δυο ελιές, δυο πετραδάκια, πολλά ζευγάρια από τα πρωτότυπα αυτά μάτια, και μπόλικα καρότα-μύτες, ανάμεσα σε λιμνούλες νερού, ήταν η πιο γλυκιά τους ανάμνηση, που άφησαν μες στις καρδιές μας, πριν γυρίσουμε στην πεζή πραγματικότητα!
Πολυ ωραιο σε ταξιδευει τι ωραιες φωτο!εσυ δε ο παραμυθας μας εδεσες με τον χιονανθρωπο σου.μπραβο
ΑπάντησηΔιαγραφήΌπως πάντα ευαισθησία με υπέροχες εικόνες
ΑπάντησηΔιαγραφήΌπως πάντα ευαισθησία με υπέροχες εικόνες
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ! Δεν ξέρω γιατί, αλλά το χιόνι μας ξανακάνει παιδιά! Ίσως το λαμπερό λευκό χρώμα της αγνότητας!
ΑπάντησηΔιαγραφήMᾶς καταγοήτευσες πάλι, Μανώλη μου, μὲ τὴν νοσταλγικὴ περιγραφὴ τῆς φύσης ὅπως σπάνια πλέον τὴν ζοῦμε. Ἀκόμη καὶ τὰ τόσα πουλιὰ ποὺ προσελκύεις στὴν αὐλή σου, κάτι σημαντικὸ μᾶς λέει.. Σὰν ἐσένα μᾶς ἀναζωγονοῦν αὐτὲς οἱ κατάλευκες εἰκόνες μὲ τὸ σπάνιο παχὺ χιόνι ἁλπλωμένο παντοῦ, εἰδικὰ μέσα στὶς πόλεις, πῶς νὰ μὴν θυμηθοῦμε τὰ παιδικά μας χρόνια;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαὶ τοῦ χρόνου ξανὰ εὔχομαι!
Ευχαριστώ πολύ Nimmi μου! Η φύση, αυτή η λίγη που απόμεινε γύρω μας, μέσα στις ασφυκτικά χτισμένες πόλεις, με εμπνέει και με προσελκύει όπως τα δασοπούλια, που κατεβαίνουν πετώντας από τα βουνά στις πόλεις, να βρουν ελάχιστο, αλλά φιλόξενο καταφύγιο, στις μικρές αυλές μας! Αυτή την σπάνια πλέον ομορφιά, χαίρομαι να τη μοιράζομαι με αγαπημένους φίλους μου!
Διαγραφή