Ο μετανάστης παπαγάλος και η καπάτσα περιστέρα

Μη με ρωτήσετε πώς βρέθηκα στον τόπο σας. Ούτε κι εγώ δεν ξέρω καλά-καλά να σας απαντήσω! Δηλαδή, κάτι ξέρω, λίγα θυμάμαι, αλλά είναι μια τραυματική ιστορία για εμένα, και δε θέλω να την πολυσυζητάω! Ένα μόνο θα σας πω: Εγώ, αλλού γεννήθηκα! Σε μια καταπράσινη ζούγκλα είχα το σπίτι μου! Αλλιώς με μεγάλωσαν οι δικοί μου. Άλλα φαγητά έτρωγα. Άλλα πουλιά και ζώα έβλεπα τριγύρω μου. Με λίγα λόγια, αλλιώς είχα μάθει να ζω. Από πόλεις δεν ήξερα καθόλου! Και ξαφνικά βρέθηκα εδώ! Άγνωστος μεταξύ αγνώστων! Άλλο περιβάλλον, άλλο κλίμα, άλλοι γείτονες στα κλαριά των δέντρων που φωλιάζουν, άλλες γλώσσες, άλλες συνήθειες!
Όμως εκείνο που ποτέ δεν ξεχνώ, είναι ότι κάποιοι, που τους λένε: «άνθρωποι» μας άρπαξαν ξαφνικά μέσα σε κάτι τεράστια δίχτυα, ενώ πετούσαμε ελεύθεροι εγώ και η παρέα μου στη ζούγκλα, και μας έκλεισαν μέσα σε κάτι κατασκότεινα, ξύλινα κουτιά. Μετά από ένα ταξίδι που κράτησε ώρες, βρέθηκα μαζί με όλους τους αιχμάλωτους συγγενείς και φίλους μου μέσα σ΄ένα κλειστό και αρκετά σκοτεινό χώρο. Στην αρχή δε φαινόταν, γιατί μέσα στο ξύλινο κουτί που μας μετέφεραν, επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι! Όμως μετά, μόλις έσπασαν οι «άνθρωποι» το ξύλινο κουτί, αντικρίσαμε με έντρομα μάτια σιδερένια κάγκελα! Και τότε, καταλάβαμε με μεγάλη λύπη μας, πως είμαστε σκλάβοι!
Δε μπορώ να πω! Οι «άνθρωποι» μας τάιζαν κάθε μέρα. Και άκουγα που έλεγαν ψιθυριστά μεταξύ τους: «Θα πιάσουμε καλά λεφτά, όταν τους πουλήσουμε»! Ώστε για πούλημα μας είχαν! «Κάτι πρέπει να κάνουμε!» σκέφτηκα. «Να δεις, που από το ένα κλουβί θα καταλήξουμε στο άλλο, κι έτσι θα κυλίσει στη σκλαβιά, όλη η ζωή μας»! Αναστενάξαμε όλοι!
Αποφασίσαμε λοιπόν να επαναστατήσουμε! Μια μέρα που ήρθε ο «άνθρωπος» κουβαλώντας μαζί του ένα μεγάλο σακί με σπόρους για να μας ταΐσει, με το που άνοιξε λίγο την πόρτα του κλουβιού για να μας ρίξει μέσα την τροφή, χιμήξαμε όλοι κατά πάνω του κι αρχίσαμε να τον τσιμπάμε, βγάζοντας φοβερές κραυγές πολέμου! Ήτανε ένας και είμαστε πολλοί! Τον νικήσαμε! Απέναντι ακριβώς από το κλουβί, υπήρχε ένα μικρό παράθυρο ανοιχτό που μόλις φαινόταν παραπίσω ο ουρανός κι ο ήλιος! Ορμίσαμε όλοι μας κατά κει, και ομάδες-ομάδες, πετάξαμε προς την ελευθερία! Και έτσι, βρέθηκα στον τόπο σας! Και από εκεί, ξεκινάει η περιπέτεια της ζωής μου!
Μόλις ξέφυγα από τη φυλακή μου, πετώντας γρήγορα και κοιτώντας συνεχώς πίσω μου σα να με κυνηγούσαν, έψαχνα κάνα δέντρο να ξαποστάσω λίγο, γιατί τα φτερά μου, τόσες μέρες στο κλουβί, είχανε μουδιάσει και δε μπορούσαν εύκολα να πετάξουν! Όμως έβλεπα μόνο σπίτια τεράστια, και αυτοκίνητα πολλά και ασφαλτοστρωμένους δρόμους και ανθρώπους πολλούς να περπατάνε! Όλα μου φαινόντουσαν άγνωστα και περίεργα. Αλλά, ζώντας τόσο καιρό στον τόπο σας απόχτησα πείρα απ΄όλα αυτά! Και από εσάς τους ανθρώπους και από τον τρόπο της ζωής σας και από τις συνήθειές σας. Και εσείς σε μια ζούγκλα ζείτε! Όμως, όχι όμορφη σαν τη δική μας που γεννήθηκα εκεί! Την καταπράσινη κι ωραία! Ζείτε μέσα σε μια ζούγκλα από τεράστια τσιμεντένια κτίρια! Και εδώ, αντί ν΄ακούγονται οι βρυχηθμοί και οι κραυγές των ζώων, ακούγονται οι άπειρες κόρνες των αυτοκινήτων και τα κομπρεσέρ που σκάβουνε τους δρόμους. Πολύ δύσκολος τόπος για να προσαρμοστώ! Το ομολογώ! Μα τα κατάφερα!
Ενώ πετούσα μέσα σ΄αυτή την πρωτόγνωρη για εμένα ζούγκλα, επιτέλους είδα μπροστά μου πράσινο! Κι ό,τι είχα αρχίσει να κουράζομαι από το πολύ πέταγμα. Εντόπισα ένα δέντρο που έμοιαζε πολύ με εκείνα της ζούγκλας και πήγα και τρύπωσα στα φυλλώματά του! Μα τι φασαρία που έγινε ξαφνικά! Κάτι αλλιώτικα πουλιά, πολύ διαφορετικά από της ζούγκλας, πέταξαν από το δέντρο με κραυγές! «Ένας εχθρός! Ένας ξένος! Ένα πουλί πράσινο! Πού βρέθηκε εδώ;! Κι έχει μια μύτη και κάτι νύχια σαν γεράκι! Μήπως μας φάει; Μακριάααα»!!!
Φοβήθηκα κι εγώ από τις κραυγές! Για να αμυνθώ, άρχισα κι εγώ να φωνάζω! «Και τι άσχημη φωνή που έχει!» άκουσα να λένε. Όλα εκείνα τα πουλιά είχαν γεμίσει τα κλαριά των απέναντι από το δικό μου δέντρων, κι εγώ ολομόναχος στο δικό μου, καθίσαμε ξαφνικά σιωπηλά και κοιταζόμαστε με περιέργεια. Άρχισα λίγο να κινώ το κεφάλι μου, λίγο ν΄ανοίγω τα πράσινα φτερά μου, λίγο να τινάζω τη μπλε ουρά μου, λίγο να τεντώνω τον πορτοκαλί λαιμό μου… «Καλέ, είναι ωραίος αυτός!» άκουσα που είπε με νάζι μια περιστέρα και τρεμόπαιξε τις μακριές της βλεφαρίδες. Τα άλλα πουλιά όμως άρχισαν να φωνάζουν: «Είναι άγνωστος! Είναι Ξένος! Είναι εχθρός»!
«Ε, σταματήστε λοιπόν»! φώναξε μια μεγάλη κουκουβάγια που από ένα κυπαρίσσι πέταξε κοντά μας. «Με ξυπνήσατε πρωινιάτικα με τις φωνές σας! Μπορείτε παρακαλώ να μου πείτε τι συμβαίνει εδώ»; «Να! Εκεί απέναντι κάθεται ένας ξένος»! Φώναξαν όλα μαζί τα πουλιά και με έδειξαν. «Ησυχία παρακαλώ! Μη φωνάζετε όλα μαζί για να σας ακούω! Ένας να μιλήσει»! φώναξε η κουκουβάγια, επιβάλλοντας την τάξη. Τότε, ένα φουσκωτό περιστέρι με λαμπερά φτερά που πρασίνιζαν στο φως του ήλιου, πήρε το λόγο: «Είναι ένας ξένος που ξαφνικά βρέθηκε ανάμεσά μας»! είπε, δείχνοντάς με σαν ένοχο με τη φτερούγα του. «Ε, και λοιπόν; Πουλί είναι σαν κι εμάς! Δεν το βλέπετε; Δεν είναι γάτα να σας φάει!» είπε θυμωμένα η κουκουβάγια «Ναι! Αλλά δεν παύει να είναι ξένος!» επέμεινε το περιστέρι κι όλα τ΄άλλα πουλιά σαν αντίλαλος φώναξαν: «Είναι ξένος! Είναι ξένος»!
Και η σοφή κουκουβάγια είπε ειρωνικά: «Α, μπα; Σας έπιασε ξαφνικά ο ρατσισμός! Κάθε χειμώνα και κάθε άνοιξη, πόσα πουλιά μεταναστεύουν στον τόπο μας; Το χειμώνα κοκκινολαίμηδες, σπίνοι, λουγαράκια, την άνοιξη χελιδόνια και τσαλαπετεινοί. Κι εκείνα ‘’ξένοι’’ δεν είναι στον τόπο μας; Αυτός σας πείραξε»; «Ναι, αλλά εκείνα έρχονται για λίγο και μετά φεύγουν! Μεταναστεύουν αλλού! Αυτός απ΄ό,τι φαίνεται, ήρθε για να μείνει! Και κατ΄αρχάς ούτε τ΄όνομά του δεν ξέρουμε!» επέμεινε το περιστέρι. «Παπαγάλο με λένε!» είπα δειλά κι έσκυψα το κεφάλι, μέχρι να δω πώς θ΄αντιδράσουν. «Παπαγάλο! Άκου όνομα! Πού το βρήκε»; Άρχισαν όλα τα πουλιά να με κοροϊδεύουν και να γελάνε! «Καλέ, ‘’παπαγάλος’’ είναι ωραίο όνομα! Εξωτικό!» είπε γουργουρίζοντας γλυκά η περιστέρα, που από την αρχή φαίνεται πως με συμπάθησε και πήρε το μέρος μου. «Και πού θα ζήσει; Εδώ ανάμεσά μας; Πάνω στα δέντρα μας;» επέμεινε να φωνάζει ο περιστέρης. «Σωστά το είπες!» του είπε αυστηρά η σοφή κουκουβάγια. Και πρόσθεσε: «Στα δέντρα σας! Κοίτα πόσα δέντρα έχει τριγύρω! Είναι τόσο πολλά σ΄αυτό το πάρκο. Κι εκείνος είναι μόνο ένας! Ένα κλαρί δε μπορεί να έχει και αυτός»; «Όχι! Όχι! Τα δέντρα είναι δικά μας! Και τα μεταναστευτικά πουλιά που έρχονται, δε χρησιμοποιούν όλα τα δέντρα μας! Και όσα χρησιμοποιούν, χάρη τους κάνουμε! Τα χελιδόνια για παράδειγμα, δε μας ενοχλούν καθόλου! Πάνω στους τοίχους των σπιτιών χτίζουνε τις φωλιές τους»!
«Εγώ λέω να το ξανασκεφτούμε!» πήρε το λόγο η περιστέρα που με καλοκοίταζε! Ο καημένος ο παπαγάλος είναι μόνος του εντελώς και σίγουρα χρειάζεται συντροφιά και αγάπη! Δεν είναι έτσι όμορφέ μου παπαγάλε; Πες κι εσύ κάτι»! Αναστέναξα! «Η αλήθεια είναι, είπα, ότι είμαι ξένος ανάμεσα σε ξένους! Δε με ξέρετε, δε σας ξέρω! Σίγουρα, δε θέλω να σας κάνω κακό! Δε ΜΠΟΡΩ να σας κάνω κακό! Αλλά, θέλω λίγη αγάπη! Θέλω κι εγώ να κάνω οικογένεια όπως κι εσείς! Βλέπω, όλοι έχετε τα ταίρια σας! Είσαστε ζευγάρια! Έχετε τα παιδιά σας! Τις φωλιές σας! Εγώ, κατάμονος σ΄ένα ξένο τόπο, τι θ΄απογίνω; Με ποια θα ζευγαρώσω, που δεν υπάρχει ταίρι μου»; Τότε, η όμορφη περιστέρα πέταξε, ήρθε κοντά μου, και τρίφτηκε πάνω στα φτερά μου. «Καλέ, εγώ σε παίρνω αν με θες! Είσαι τόσο ωραίος»! «Αίσχος! Σκάνδαλο! Πού ακούστηκε περιστέρα να ζευγαρώσει με παπαγάλο! Ανήκουστο!» άρχισαν να φωνάζουν όλα τα πουλιά! «Η απόφαση είναι δική της! Κι αν κάνει λάθος, κακό του κεφαλιού της!» είπε η σοφή κουκουβάγια. Απλώθηκε σιωπή. Αισθάνθηκα την περιστέρα που τρίφτηκε πάλι με αγάπη στο φτερό μου! Ο περιστέρης την αγριοκοίταξε πολύ θυμωμένος! «Δεν είσαι με τα καλά σου περιστέρα! Μάλλον τρελάθηκες»! της είπε φουρκισμένος. «Άκου να σου πω κυρ-περιστέρη! Εγώ δεν είμαι σα μερικές περιστέρες που μια φορά ζευγαρώνουν και τελείωσε! Ζουν με τα ταίρια τους σαν τα πιτσουνάκια! Εγώ είμαι ανεξάρτητη! Μοντέρνα! Κάθε κάθε χρόνο αλλάζω ταίρι! Ε, λοιπόν φέτος, όχι μόνο ταίρι θα αλλάξω! Σας βαρέθηκα με τις ιδιοτροπίες σας ΟΛΟΥΣ εσάς τους αρσενικούς του είδους μου! ΟΛΟΥΣ σας έχω μάθει απ΄έξω κι ανακατωτά! Θ΄αλλάξω κι εγώ φέτος! Κι έτσι, ‘’για αλλαγή’’ που λένε, θα ζευγαρώσω με παπαγάλο! Κι ό,τι προκύψει! Και ίσως, ποιος ξέρει; Μαζί του μπορεί και να στεριώσω και να του δώσω παντοτινά την καρδιά μου! Και σ΄όποιον αρέσει! Και άμα δεν ταιριάζουμε, από ΄δω παν κι οι άλλοι! Και από περιστέρους σαν κι εσένα, να! Πολλοί με κυνηγάνε! Όλοι ζητάνε να ζευγαρώσουν μαζί μου!» φώναξε αποφασιστικά η περιστέρα.
«Αν τον πάρεις αυτόν, να φύγεις από τα δέντρα μας, να μη σε βλέπουμε!» της φώναξε αναψοκοκκινισμένος ο περιστέρος. «Να φύγεις! Να φύγετε!» συμφώνησαν κι όλα τ΄άλλα πουλιά. «Ε, ναι λοιπόν! Θα φύγουμε! Και να σκάσετε Όλοι από το κακό σας!» είπε η περιστέρα και τα μάτια της πετούσανε φωτιές. Τότε, τόλμησα κι εγώ να πω: «Συγνώμη! Εμένα κανένας δε θα με ρωτήσει»; Αμέσως η περιστέρα μου΄ριξε μια τσιμπιά στο κεφάλι! «Τι λες βρε αχάριστε κουφιοκέφαλε;! Εγώ λίγη σου πέφτω; Για εμένα μάχες κάνουν οι περιστέροι, μέχρι να με κατακτήσουν! Για καμιά εύκολη με πέρασες; ΧΑΡΗ σου κάνω και σε παίρνω, για να μη μείνεις μαγκούφης»! «Και παιδιά πώς θα κάνετε; Δεν ταιριάζουν τα είδη σας!» της φώναξε ο περιστέρης σκασμένος από το κακό του. «Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα απογόνους! Θα ήθελα κι εγώ να έχω παπαγαλάκια!» τόλμησα να πω. «Θα σου κάνω και απογόνους!» μου φώναξε η περιστέρα θυμωμένη και μου ξανατσίμπησε το κεφάλι. Και πρόσθεσε: «Αν δε θες, πες το τώρα! Μετά, θα είναι αργά»! Μήπως μπορούσα να κάνω κι αλλιώς; Άλλη επιλογή δεν είχα! Μακάρι να βρισκόταν εκεί κοντά καμιά παπαγαλίνα για να παντρευτώ! Άλλα όλες τους με το που δραπετεύσαμε από το κλουβί, είχανε σκορπίσει μέσα στην τεράστια και αφιλόξενη πόλη! Άντε να τις ξανασυναντήσω! Έτσι, με βούλες και υπογραφές που βάλαμε μπροστά στη σοφή κουκουβάγια, παντρεύτηκα την περιστέρα μου. Όλα τα πουλιά στραβομουτσούνιασαν και μας γύρισαν την πλάτη. «Άκου να σου πω! Εγώ με αυτούς τους ‘’ξινούς’’ δεν κάθομαι! Θα φύγουμε από δω να μην τους βλέπω!» μου λέει αποφασιστικά η περιστέρα. «Καλά, πάμε σ΄εκείνο εκεί απέναντι το δέντρο!» της είπα και της έδειξα μακριά, απέναντι από το πάρκο, ένα μοναχικό δέντρο στο δρόμο. «Εγώ σε δέντρο ΔΕΝ ξαναμένω!» μου δήλωσε αμέσως με πείσμα. «Και που θα μείνουμε;» απόρησα εγώ. «Σε πολυκατοικία! Τόσα μπαλκόνια έχει εκεί! Κάπου θα βρούμε να στήσουμε το σπιτικό μας!» φώναξε μεσ΄στ΄αφτί μου! «Μα, εμάς οι παπαγαλίνες χτίζουν τις φωλιές τους με πολλά κλαριά, και γίνονται μεγάλες σαν καλάθια, και μέσα εκεί στήνουμε τη φωλιά μας!» της είπα σοβαρά.
«Άκου να σου πω κυρ-παπαγάλε! Δεν ξέρω τι καλάθια και κοφίνια μου τσαμπουνάς! Εγώ φωλιές ΔΕΝ χτίζω! Πάει και τελείωσε! Θα μείνουμε σε ρετιρέ!» φώναξε και μου τσίμπησε πάλι το κεφάλι! «Βρε πώς έμπλεξα έτσι ξαφνικά εγώ;» σκέφτηκα. «Για κοίτα εκεί απέναντι! Εκεί θα πάμε να μείνουμε!» είπε και μου΄δειξε μια πολυκατοικία. Και πριν προλάβω να μιλήσω, πέταξε πρώτη προς τα κει, λέγοντάς μου απλά: «Ακολούθα»!
Προσγειωθήκαμε στο μεγάλο μπαλκόνι ενός ρετιρέ που είχε πολλές γλάστρες. Μια, που ήταν και μεγάλη είχε επάνω πολλές πευκοβελόνες. Μάλλον ήταν φωλιά εγκαταλειμμένη, από άλλα πουλιά. «Εδώ είναι ό,τι πρέπει! Βρήκαμε και σπίτι έτοιμο!» Φώναξε με χαρά η περιστέρα και στρογγυλοκάθισε στις πευκοβελόνες της γλάστρας. Με κοίταξε κι άνοιξε το στόμα της. Κατάλαβα πως ήθελε φαΐ! Και πέταξα αμέσως να της φέρω!
Έτσι ξεκίνησε η παράξενη, καινούργια μου ζωή! Βέβαια, τα σχόλια δεν έλειπαν! Όποτε έβγαινα να βρω φαΐ, μου έλεγαν οι άλλοι περιστέροι, που αποδέχτηκαν με πίκρα το γεγονός και συνήθιζαν σιγά-σιγά την παρουσία μου: «Μα τι σου βρήκε και σε πήρε και δε ζευγάρωσε μ΄εμάς; Εντάξει! Όμορφος είσαι! Αλλά, βρε παιδί μου, δεν ταιριάζετε! Τι γυρεύουν τα περιστέρια με τους παπαγάλους; Έχεις δει ποτέ σου περιστέρι μέσ΄στη ζούγκλα που γεννήθηκες; Ε, ούτε εμείς έχουμε δει παπαγάλο μέσ΄στην πόλη! ΔΕΝ ταιριάζετε! Πάει και τελείωσε! ‘’Παπούτσι από τον τόπο σου’’ λέμε εμείς»! Έβαζα κάτω το κεφάλι και δε μιλούσα! Μόνο αναστέναζα! Τσιμπολογούσα από κάτω ό,τι έβρισκα και πήγαινα να ταΐσω με αγάπη την περιστέρα μου! Γιατί την αγαπούσα! Η αλήθεια να λέγεται!
Όμως, ανυπομονούσα για παπαγαλάκια και δεν ερχόντουσαν! Στενοχωριόμουν! Κάτι δεν πήγαινε καλά! Μέχρι που μια μέρα, γυρνώντας με φαγητό να τη ταΐσω, όπως τη βρήκα στρογγυλοκαθισμένη στη γλάστρα, την είδα που έπλεκε πράσινα ζιπουνάκια! «Τι έγινε;» τη ρωτάω έκπληκτος. Παραμέρισε λίγο και τι να δω; Κάτω από το φτέρωμα του φουσκωτού της στήθους, ζέσταινε δυο αυγουλάκια. Μα τόσο μικρά, δεν το περίμενα! Από εκεί μέσα θα έβγαιναν τα παιδιά μου;! «Τι κοιτάζεις βρε κουτέ! Βγήκαν μικρά επειδή ήταν η πρώτη μας φορά! Την άλλη φορά θα βγουν κανονικά!» μου είπε και με καθησύχασε! Και μου΄δωσε κι ένα φιλάκι!
Έτσι, περίμενα κι εγώ ανυπόμονα να δω τα παπαγαλάκια μας να γεννιούνται! Και δώσ΄ του και την τάιζα την περιστέρα μου στο στόμα και τη φρόντιζα με αγάπη, όσο εκείνη κλωσούσε τα αυγά. Και μία μέρα που γύρισα, μου φώναξε με χαρά: «Είχαμε γεννητούρια»! Κοιτάζω κάτω από τα φτερά της και τι να δω! Κάτι αδύνατα καφέ πουλάκια που έμοιαζαν με σπουργίτια! Της λέω με απορία: «Καλά βρε περιστέρα μου! Αυτά δε μοιάζουν με σπουργίτια; Ούτε καν σαν περιστέρια, όπως είσαι εσύ η μάνα τους! Και τέλος πάντων, από ΄μένα τίποτα δεν πήραν; Ούτε ένα πράσινο φτερό»; «Ωχου, όλο χαζομάρες λες παπαγάλε μου! Αυτά είναι τα παιδιά μας κι άμα σ΄αρέσουν! Είπαμε: την άλλη φορά θα σου μοιάζουν»! Έτσι μου είπε θυμωμένα η περιστέρα μου και με καθησύχασε!
Όμως, μετά μια βδομάδα που βγήκα να φέρω φαγητό, άκουσα τα κουτσομπολιά και έμαθα όλη την αλήθεια! Η περιστέρα μου δε μπορούσε να κάνει παιδιά μαζί μου! Δεν ταίριαζαν τα είδη μας. Κι έτσι υιοθέτησε δυο αυγά από μία πολύτεκνη σπουργιτίνα. Εκείνη είχε γεννήσει τέσσερα, και ήταν αδύνατο να τα βάλει όλα κάτω από τα φτερά της να τα κλωσήσει. Από το να της βγουν κλούβια, προτίμησε να τα δώσει για υιοθεσία! Γύρισα πίσω στη φωλιά με μία πίκρα στην καρδιά μου, αλλά δεν είπα τίποτα! Άλλωστε, η περιστέρα μου κλώσησε τ΄αυγά, οπότε τα σπουργιτάκια ήταν σαν παιδιά μου! «Τι σπουργιτάκια, τι παπαγαλάκια! Παιδιά μου είναι!» σκέφτηκα.
Έτσι, βρέθηκα κι εγώ να είμαι πλέον μπαμπάς δύο σπουργιτιών! Ζω πολύ ευτυχισμένα με την περιστέρα μου. Τώρα που τα παιδάκια μας μεγάλωσαν, βγαίνουμε όλοι μαζί να βρούμε φαγητό. Κι εγώ καμαρώνω για την οικογένεια που απόχτησα! Κι ας είμαστε μαζί μας όλοι παράταιροι! Αυτή είναι η διαφορά που μας ξεχωρίζει απ΄όλα τα άλλα πουλιά! Όμως, μας ενώνει μια μεγάλη αγάπη! Αυτό είναι τελικά που μετράει! Και από μέσα μου, να πω την αλήθεια, καμαρώνω! Γιατί, σε μία ξένη χώρα, κατάφερα το ακατόρθωτο και όλοι με έχουν σαν παράδειγμα!

Σχόλια

  1. Συγχαρητήρια Μανώλη για την ιστορία σου. Μας άρεσε πολύ. Νομίζω, ότι αυτή η ιστορία πρέπει να εκδοθεί. Θα είναι σίγουρη επιτυχία. Να είσαι καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γυναίκες της Επανάστασης του 1821

Οι Χιονάνθρωποι των Χριστουγέννων

Το δέντρο των Χριστουγέννων