Το πασχαλινό αυγό που μαντάριζε κάλτσες
-«Για πότε φύγαν’ τα Χριστούγεννα, βρε παιδί μου, και πότε έφτασε κιόλας το Πάσχα!» μονολόγησε ο μπάρμπα-Μανώλης στολίζοντας το σπίτι του για τη μεγάλη γιορτή! Έστρωσε στο μεγάλο τραπέζι ένα όμορφο λευκό τραπεζομάντηλο, κεντημένο με αυγουλάκια πασχαλινά, κοτούλες και λαγουδάκια. Στη μέση του τραπεζιού στόλισε ένα κρυστάλλινο βάζο με όμορφα ανάγλυφα σχέδια, που μέσα στο νερό είχε βάλει δυο κλαδιά ανθισμένης πασχαλιάς, φρεσκοκομμένα από τον κήπο. Κάθε γωνιά του σπιτιού άρχισε να τη διακοσμεί σιγά-σιγά στο κλίμα και στο πνεύμα των ημερών!
Τελευταία πινελιά στη διακόσμηση, ήταν τα ψεύτικα, πασχαλινά αυγά. Τα είχε από πολύ παλιά. Απ’ όταν ήταν ακόμα παιδί. Μερικά βρίσκονταν στο σπίτι αρκετά χρόνια παλιότερα. Απ’ όταν η μαμά του ή οι αδερφές του, ήταν παιδιά, κι εκείνος δεν είχε ακόμα γεννηθεί. Πήγε στην αποθηκούλα που ήταν κάτω από τη σκάλα, και χωρίς να ψάξει και πολύ, βρήκε ένα μεγάλο ψάθινο πανέρι με χερούλι, μου μέσα είχε αρκετά διακοσμητικά αυγά. Έβγαλε με προσοχή το πανέρι και το ακούμπησε σ΄ένα σκαμνάκι για να ξεσκονίσει τ’ αυγά πριν τα στολίσει σε μια γωνιά. Μα τι ωραία αυγά που ήταν! Και το καθένα και μια ακριβή ανάμνηση! Ήταν φτιαγμένα από χοντρό χαρτόνι που, με κάποιο καλούπι σίγουρα, του είχε δοθεί σχήμα αυγού. Άνοιγαν στα δύο σαν τσόφλια καρυδιού. Μέσα ήταν επενδυμένα με κρεμ χαρτί, που κάποτε ήταν σίγουρα λευκό, αλλά ο χρόνος το είχε βάψει με την πατίνα του. Το χαρτί ήταν σταμπαρισμένο με καμπανούλες, λαμπάδες και ευχές που έγραφαν «Χριστός Ανέστη», «Καλό Πάσχα». Όλα τα σχέδια ήταν με έντονο κόκκινο, γιορτινό χρώμα. Τα αυγά απ’ έξω ήταν ντυμένα με ένα κατακόκκινο λεπτό ύφασμα, λίγο ανάγλυφο σαν βελούδο, και μια σατέν κόκκινη κορδέλα στόλιζε το τελείωμα κάθε κομματιού, οπότε, όταν ένωναν μεταξύ τους και το αυγό φαινόταν ολόκληρο, η κορδέλα αυτή έμοιαζε σαν ένα ωραίο περιτύλιγμα. Δεν είχαν όλα τα αυγά ίδιο μέγεθος. Άλλα ήταν πολύ μεγάλα, περίπου σαν ένα αργίτικο πεπόνι, άλλα μεσαία, σαν αυγά στρουθοκαμήλου, κι άλλα μικρά, λίγο πιο μεγάλα από το φυσικό μέγεθος ενός αυγού κότας. Στη μια πλευρά ήταν διακοσμημένα άλλα με πολύχρωμες χαλκομανίες, κι άλλα είχαν ζωγραφισμένα με γρήγορες, αλλά επιδέξιες πινελιές, παγώνια, λαγουδάκια, κοτοπουλάκια κι άλλα σχέδια συνδεδεμένα με τις παραδόσεις των ημερών. Ο μπάρμπα-Μανώλης έπιανε ένα-ένα αυγό, το ξεσκόνιζε μ’ ένα πλατύ πινέλο με μεγάλη προσοχή, σα να το χάιδευε, και το ξανατοποθετούσε στο πανέρι. Όσο έκανε με αφοσίωση αυτή τη δουλειά, το βλέμμα του ήταν γεμάτο στοργή, σα να κρατούσε στα χέρια του κάτι ζωντανό που χρειαζόταν τη φροντίδα του. Τόσο τ’ αγαπούσε αυτά τα παλιά πασχαλινά αυγά!
Την ώρα που ο μπάρμπα-Μανώλης είχε τελειώσει κι ήτανε έτοιμος να τοποθετήσει το πανέρι σε μια γωνιά του σαλονιού απ’ όπου θα τα έβλεπαν με την πρώτη ματιά όλοι όσοι έμπαιναν εκεί να τον επισκεφτούν, χτύπησε η πόρτα. –«Θείε! Θείε άνοιξε! Ήρθαμε επίσκεψη»! Ήταν τα αγαπημένα του ανιψάκια. Με το που άκουσε τις χαρούμενες φωνούλες, το πρόσωπό του φωτίστηκε και πήγε σχεδόν τρέχοντας να τους ανοίξει, κρατώντας ακόμα το πανέρι με τα ψεύτικα αυγά στο χέρι του. Έπεσαν στην αγκαλιά του και τον φίλησαν πέντε αγγελούδια, ένα κοριτσάκι και τέσσερα αγοράκια, τα ανιψάκια που τ’ αγαπούσε σαν παιδιά του!
-«Καλώς τα! Καλώς τα! είπε. Τι έκπληξη είναι αυτή; Δε σας περίμενα! Περάστε μέσα»! Τα παιδάκια μπήκαν μέσα στο σαλόνι γελώντας και το κοριτσάκι του είπε: -«Τι ωραία αυγά είναι αυτά; Για εμάς τα ετοίμασες»; -«Όχι Χαρούλα μου! Αυτά είναι οι αναμνήσεις μου! Εσείς, θα πάρετε άλλα, ανήμερα το Πάσχα». –«Οι αναμνήσεις σου;» ρώτησαν μ’ ένα στόμα τα παιδιά. –«Ναι! Οι αναμνήσεις μου!» είπε με κάποια συγκίνηση στη φωνή ο μπάρμπα-Μανώλης κι ακούμπησε σ’ ένα τραπεζάκι του σαλονιού το πανέρι με τα αυγά. Και συνέχισε: -«Καθίστε εκεί φρόνημα στον καναπέ κι εγώ, όσο μπαλώνω τις κάλτσες μου, γιατί οι δουλειές είναι πολλές και δεν τελειώνουν, θα σας πω».
Κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα απέναντί τους, στήριξε κι ένα επιπλέον μαξιλάρι στην πλάτη του, και ακούμπησε στα πόδια του το καλαθάκι με τα ραπτικά και τις κάλτσες που ήθελα διόρθωμα. Φόρεσε τα γυαλιά του, πέρασε με προσοχή μια κλωστή στη βελόνα, και ξεκινώντας το μαντάρισμα στις κάλτσες, άρχισε την ιστορία του: -«Πριν σας πω για τα ψεύτικα αυτά αυγά, θα θέλατε να σας πω πώς ξεκίνησε το έθιμο των κόκκινων πασχαλινών αυγών»; -«Ναιαιαι!» είπαν με μια φωνή σαν χορωδία και τα πέντε παιδιά και τα ματάκια τους έλαμψαν. Και ο μπάρμπα-Μανώλης ξεκίνησε: -«Λοιπόν, το έθιμο των κόκκινων αυγών, όπως μας λέει η χριστιανική μας παράδοση, γιατί υπάρχουν κι άλλες μερικές ιστορίες που θα σας πω άλλη φορά, ξεκίνησε από τη Μαρία τη Μαγδαληνή. Την ξέρετε ποια ήταν»; Η Χαρούλα, σηκώνοντας το δάχτυλο σα να ήταν στο σχολείο, είπε με χαρά: -«Να πω εγώ; Το ξέρω από το σχολείο. Ήταν μαθήτρια του Χριστού»! –«Μπράβο! Κι όχι μόνο μαθήτρια του Χριστού, αλλά και ο πρώτος άνθρωπος που Τον είδε μετά την Ανάστασή Του. Μετά, λέει η ιστορία, ότι αυτή η σπουδαία γυναίκα πήγε στη Ρώμη να καταγγείλει στον Καίσαρα του σταυρωτές του Κυρίου μας. Και όταν παρουσιάστηκε στον Τιβέριο, αντί να του προσφέρει ένα οποιοδήποτε δώρο, του πρόσφερε ένα αυγό βαμμένο κόκκινο και δίνοντάς το στα χέρια του, του είπε ‘’Χριστός Ανέστη’’ και ξεκίνησε να του μιλάει για το σκοπό της επίσκεψής της». Όση ώρα μιλούσε ο μπάρμπα-Μανώλης, τα παιδάκια κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο σαν κοτοπουλάκια, κρατώντας τα μαγουλάκια τους με προσήλωση, τον άκουγαν κρεμασμένα από το στόμα του, αγωνιώντας για τη συνέχεια της ιστορίας. Και ο μπάρμπα-Μανώλης συνέχισε: -«Έτσι καθιερώθηκαν από τότε τα πασχαλινά αυγά». –«Και τα λαγουδάκια; Πες μας και για τα λαγουδάκια καλέ θείε! Αφού έχεις κι εσύ τόσα!» είπε με παρακλητική φωνή η Χαρούλα. Ο μπάρμπα-Μανώλης Χαμογέλασε. –«Μη νομίζετε! Κι εμένα μ’ αρέσουν τα λαγουδάκια. Αλλά δεν έχουν καμία σχέση με την ιστορία που σας είπα πριν. Όμως, έχουν κάποια σχέση με τα πασχαλινά αυγά». –«Τι δηλαδή;» επέμενε να μάθει η Χαρούλα. –«Αυτό το έθιμο είναι γερμανικό και η ιστορία του χάνεται 500 περίπου χρόνια πίσω. Από εκεί ταξίδεψε μέσω των ναυτικών κυρίως, σε όλες τις βόρειες χώρες κι έφτασε μέχρι την Αμερική. Τα τελευταία εκατό περίπου χρόνια ήρθε και στην Ελλάδα». –«Ναι, αλλά τα λαγουδάκια τι σχέση έχουν με τ’ αυγά; Αφού οι κότες τα γεννάνε!» είπε με απορία το μεγαλύτερο αγόρι, ο Θανάσης. –«Πρόκειται για παραμύθι. Ο λαγός βάφει τα πασχαλινά αυγά και τα κρύβει στους κήπους. Τα παιδιά, το πρωί του Πάσχα καθώς παίζουν στους κήπους, τα ανακαλύπτουν». –«Α! Δηλαδή όπως φέρνει τα δώρα ο Άι-Βασίλης τα Χριστούγεννα;» ρώτησε με μια χαρούμενη λάμψη στα μάτια ο άλλος ανιψούλης, ο Χρηστάκης. –«Ακριβώς! Και τα παιδιά για να τον ευχαριστήσουν τον καλό λαγό, του αφήνουν κάπου, σαν δώρο, ένα καρότο για να το φάει». –«Τι ωραία!» είπε χτυπώντας παλαμάκια ο Δημητράκης, ο αδερφός του Χρήστου, που ήταν κι ο μικρότερος της όμορφης παρέας. Και ο μπάρμπα-Μανώλης συνέχισε την ιστορία: -«Με τον καιρό, άρχισαν να φτιάχνουν και ψεύτικα, διακοσμητικά αυγά που τα δώριζαν στα παιδιά. Να! Σαν αυτά που είναι εκεί στο πανέρι. Μας τα έφερναν δώρο οι γονείς μας, ο παππούς, η γιαγιά, και ο νονός ή η νονά. Μαζί με την καθιερωμένη πασχαλινή λαμπάδα και τα σοκολατένια λαγουδάκια και κοκοράκια. Ήταν κουμπωτά και άνοιγαν στη μέση σαν καρύδια. Και μέσα είχαν ψεύτικο άχυρο φτιαγμένο από πολύχρωμα χαρτιά. Μέσα εκεί, σε μια κόκκινη ζελατίνα, είχε καραμελίτσες-κουφετάκια και σοκολατάκια-ελίτσες, με ένα αμύγδαλο στη μέση. Καμιά φορά έβαζαν μέσα κι ένα μικρό ψεύτικο κοτοπουλάκι φτιαγμένο από μπαμπάκι, με μεταλλικά ποδαράκια. Κάθε αυγό από αυτά που βλέπετε εκεί, είναι για μένα και μια ξεχωριστή πασχαλιά των παιδικών μου χρόνων. Μάλιστα, νομίζω, το πιο παλιό αυγό της συλλογής μου, είναι εκείνο το ξύλινο με τη ζωγραφισμένη πάνω του καρδερίνα. Ίσως να είναι και προπολεμικό. Δηλαδή πριν το 1940. Ήμουν ακόμα μωρό σχεδόν, όταν μας το έκανε δώρο να παίζουμε μια καλή γειτόνισσα που έμενε παλιά, εδώ απέναντι, και το είχε ανακαλύψει μέσα σ’ ένα από τα μπαούλα της, όταν τους έκανε εκκαθάριση. Κάθε αυγό, όπως καταλαβαίνετε, είναι και μια ακριβή ανάμνηση για εμένα. Γι’ αυτό δε μπορώ να σας τα δώσω»! –«Δεν πειράζει καλέ θείε,( πήρε το λόγο ο Θανάσης) αφού τα βλέπουμε εδώ σ’ εσένα, στο σπίτι σου, το ίδιο είναι»! Κι αμέσως πήρε το λόγο η ξαδερφούλα του η Χαρούλα: –«Όμως εμάς τι θα μας κάνεις δώρο το Πάσχα»; Ο μπάρμπα-Μανώλης ενώ ήταν σκυφτός, την κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του κι έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι, δείχνοντας κατά την κουρτίνα του μεγάλου παράθυρου της σάλας, που «έβλεπε» προς τον κήπο. –«Τα δώρα σας είναι έτοιμα, είπε. Κοιτάξτε εκεί, που τα έχω και στολίζουν την κουρτίνα! Είναι όλα χαρτοκοπτική από χοντρό χαρτόνι, και τα έχω χρωματίσει με πολύχρωμες χρυσόσκονες. Σας αρέσουν»; Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν! –«Αχ, καλέ θείε, πώς τα φτιάχνεις; Πότε θα μας μάθεις να φτιάχνουμε κι εμείς τόσο ωραία πράγματα»; Χαμογέλασε ο μπάρμπα-Μανώλης. –«Όταν θα έχετε διακοπές από το σχολείο, γιατί χρειάζονται λίγο χρόνο για να γίνουν όλα αυτά. Κοιτάξτε πόσα διαφορετικά σχέδια σας έχω φτιάξει! Καλαθάκια με κορδέλες και μέσα ένα πασχαλινό αυγό με την Αγία Μαγδαληνή, και σκέτα αυγά, με πασχαλινά σχέδια και πολύχρωμες χρυσόσκονες. Αυτά, μετά από χρόνια, θα είναι οι δικές σας αναμνήσεις από τις Πασχαλιές που θα περάσετε στη ζωή σας»! Τα παιδιά χτύπησαν χαρούμενα παλαμάκια με τα χέρια τους. –«Τι καλά! Ύστερα θα είναι οι αναμνήσεις μας!» είπαν με μια φωνή. Γέλασε ο μπάρμπα-Μανώλης. –«Καλά, μη βιάζεστε και να μεγαλώσετε! Τα παιδικά χρόνια κρατάνε λίγο και είναι πολύτιμα»! –«Ναι, αλλά θέλουμε να γίνουμε σαν εσένα!» είπε με ενθουσιασμό ο Χρηστάκης. –«Καλά τα λες, αλλά υπάρχουν κι άλλοι καλύτεροι να τους μοιάσετε. Μεγαλώνοντας θα γνωρίσετε πολλούς ανθρώπους στη ζωή σας και θα τους έχετε για παράδειγμα. Αλλά, μεγαλώνοντας, θα δείτε πόσο ανεκτίμητος θησαυρός είναι τα παιδικά χρόνια! Γι’ αυτό, τώρα που είσαστε παιδιά, να χαίρεστε την ηλικία σας και να μη βιάζεστε να μεγαλώσετε! Μετά θα λέτε: ‘’Α! Τι ωραία που ήταν όταν ήμασταν παιδιά!’’, αλλά η παιδική ηλικία θα έχει περάσει για πάντα! Και θα ξυπνήσετε ένα πρωί, και βλέποντας στον καθρέφτη θα δείτε ένα παππού ή μια γιαγιά να σας κοιτάζει, και θα είσαστε εσείς, και δε θα αναγνωρίζετε τους εαυτούς σας»! Έμεινε για λίγο σιωπηλός ο μπάρμπα-Μανώλης και χαμήλωσε τα μάτια, κρύβοντας ένα δάκρυ, και πέρασε δυο βελονιές στην κάλτσα που μαντάριζε. Τα παιδιά κοιτάχτηκαν αμήχανα, γιατί κατάλαβαν. Αλλά ο μπάρμπα-Μανώλης ξαναβρήκε τον έλεγχο του εαυτού του, και είπε στα παιδιά χαμογελώντας: –«Θέλω όμως να κοιτάξετε κι εκείνη το όμορφο χάρτινο αυγό με το κίτρινο χρώμα, που κρέμεται ανάμεσα στα δικά σας, στην κουρτίνα». –«Α! Μα τι ωραίο που είναι! Είναι κι αυτό παλιό»; ρώτησε ο Δημητράκης. –«Και βέβαια είναι παλιό! Πενήντα ετών και βάλε»! –«Πενήντα ετών; Ουάου!!! Μισού αιώνα δηλαδή!» είπε ο Θανασάκης τεντώνοντας τα μάτια του με θαυμασμό. Ο μπάρμπα-Μανώλης δε μπόρεσε να συγκρατήσει το γέλιο του, βλέποντας την έκφραση του ανιψιού του. –«Πενήντα χρόνια είναι πολλά; Είναι και δεν είναι! Για εσάς τα παιδιά, ίσως είναι. Κι εγώ κάποτε, έτσι έλεγα! Κι όμως, τα χρόνια τρέχουν και κυλάνε σαν το νερό, γρήγορα! Να, για πότε εγώ πέρασα πριν λίγα χρόνια τα 60; Άρα, και τα αυγά που έχω, είναι πιο ‘’ηλικιωμένα’’ από το χάρτινο αυγό που κρέμεται στην κουρτίνα». –«Και ποιος σου το έφερε θείε;» ρώτησε ο Νικόλας, ο τρίτος σε ηλικία, πιο μεγάλος της παρέας. –«Μου το έκανε δώρο, μαζί μ' εκείνο το χάρτινο λαγό που βγαίνει από ένα αυγό, εκεί, πάνω στο μπουφέ, μια πολύ αγαπημένη φίλη μου, η κ.Έλλη, που εκείνη να δείτε τι ιστορίες ξέρει! Να σας πω, έτσι για να σας δελεάσω, ότι φτιάχνει και εξαιρετικούς λουκουμάδες που κολυμπάνε στο μέλι! Πρέπει να σας τη γνωρίσω»! –«Αχ ναιαιαι!!! Πότε θα πάμε να τη γνωρίσουμε;» συμφώνησαν με μια ενθουσιώδη φωνή τα ανιψάκια. –«Θα το κανονίσω! Όμως, για κοιτάξτε πάνω στο μπουφέ τι άλλο έφτιαξα για εσάς»! Επάνω στο μπουφέ ήταν στολισμένες κάποιες κατασκευές από φλούδα πεύκου και ευκαλύπτου, σαν εκείνες τις φάτνες που έφτιαχνε τα Χριστούγεννα ο μπάρμπα-Μανώλης, που αναπαριστούσαν το σπήλαιο του τάφου του Χριστού, με τις Μυροφόρες να ακούνε από τον άγγελο ότι ο Χριστός αναστήθηκε. Τα παιδιά δεν άντεξαν να κάθονται στον καναπέ και να κοιτάζουν από μακριά. Πετάχτηκαν με χαρά από τα βολικά μαξιλάρια του καναπέ, και πλησίασαν στο μπουφέ να χαζέψουν από κοντά τις «Αναστάσεις», που τους έκαναν μεγάλη εντύπωση. –«Αχ καλέ θείε! Τι συγκινητικό! Σα να είμαστε κι εμείς μέσα στη σπηλιά, και ν’ ακούμε τον άγγελο!» είπε ο Θανασάκης. Και Νικόλας συμφώνησε. -«Χαίρομαι που σας αρέσουν! Λίγη υπομονή και το Πάσχα θα είναι όλα δικά σας!» είπε ο μπάρμπα-Μανώλης με ικανοποίηση στη φωνή. Και συμπλήρωσε: -«Ένας άνθρωπος άμα ζήσει 100 χρόνια, ξέρετε από πόσα Πάσχα και πόσα Χριστούγεννα θα έχει αναμνήσεις»; Τα παιδιά κόμπιασαν λίγο, θαρρείς και άκουγαν τα δυσκολότερο πρόβλημα. Γέλασε ο μπάρμπα-Μανώλης! –«Α! Στην Αριθμητική παίρνετε μηδέν! Τόσο δύσκολο είναι αυτό που ρωτάω»; -«Εκατό;» είπε δισταχτικά η Χαρούλα. –«Και βέβαια εκατό! Μόνο εκατό Πασχαλιές σε μια ολόκληρη ζωή! Γι’ αυτό πρέπει να τις χαιρόσαστε και να γεμίσετε ωραίες αναμνήσεις από τις μεγάλες αυτές γιορτές»! Τα παιδιά κοιτάχτηκαν με νόημα μεταξύ τους και ξαναπήραν τις θέσεις τους στον καναπέ, ενώ ο μπάρμπα- Μανώλης συνέχισε το μαντάρισμα. Αλλά, σταμάτησε ξαφνικά, δείχνοντας σα να είχε κάτι ξεχάσει να πει στα παιδιά.
-«Α, να ακόμα μια ανάμνηση!» τους είπε, κι έδειξε ένα μεταλλικό αυγό που το χρησιμοποιούσε για να μαντάρει τις τρύπες στις κάλτσες. –«Μα αυτό δεν είναι πασχαλινό αυγό»! είπαν με μια φωνή τα παιδιά. Γέλασε ο μπάρμπα-Μανώλης. –«Κι όμως! Για κοιτάξτε το πιο καλά! Μη σας ξεγελάει που έχει ξεβάψει το κόκκινο χρώμα του. Κάποτε ήταν κι αυτό κόκκινο με χρυσές πινελιές και είχε επάνω ζωγραφιές. Ήταν της μαμάς μου. Της προγιαγιάς σας δηλαδή. Της το είχε κάνει δώρο ο μπαμπάς της όταν ήταν μικρή. Το έπαιξε, το φχαριστήθηκε, πέρασαν τα χρόνια, γέρασε η προγιαγιά σας, γέρασε κι αυτό! Αλλά υπάρχει. Και είναι τόσο παλιό, όσο και εκείνο το ξύλινο αυγό. Βέβαια, δε μπορεί να διακοσμηθεί πια. Αλλά, χρησιμεύει και με το παραπάνω μάλιστα, όπως βλέπετε»! είπε γελώντας ο μπάρμπα-Μανώλης και πέρασε στα γρήγορα μια βελονιά στην κάλτσα, που της είχε βάλει μέσα το αυγό για να είναι τεντωμένη, στο μέρος που είχε τρυπήσει. Έπειτα, κοιτάζοντας τα παιδιά επάνω απ' τα γυαλιά του, είπε: –«Όμως, χωρίς να θέλω να σας διώξω, μήπως θα έπρεπε να πάτε σπίτια σας μην ανησυχούν οι γονείς σας»; Σηκώθηκαν αμέσως τα παιδιά από τον καναπέ, μαζί και ο μπάρμπα-Μανώλης από την πολυθρόνα. –«Μόνο θα ανησυχούν; Έχουμε να διαβάσουμε και για το σχολείο κιόλας»! είπε ο Νικόλας. Ο μπάρμπα-Μανώλης τα ξεπροβόδισε χαϊδεύοντας τα κεφαλάκια τους. Κι έπειτα ξανάκατσε στην πολυθρόνα του, και συνέχισε να μπαλώνει τις τρύπιες κάλτσες του χρησιμοποιώντας το παλιό πασχαλινό αυγό της μαμάς του. Και το μυαλό του βυθίστηκε σε ευχάριστες σκέψεις που του έφερναν πάντα οι γλυκές παιδικές αναμνήσεις.Κάτω: Κάποιες ιστορίες για το έθιμο των κόκκινων αυγών, από το πασχαλινό τεύχος του περιοδικού «ΡΟΜΑΝΤΣΟ» του 1966. (Αφιερωμένο στα αγαπημένα μου ανίψια: Βίκυ, Γιώργο, Παναγιώτη, Γιωργία και στα παιδιά τους: Θανάση, Νικόλα, Χρήστο, Δημήτρη και Χαρούλα. Επίσης αφιερωμένο, στην αγαπημένη παιδική μου φίλη Αννούλα Παπαγεωργίου, που μου χάρισε τον όμορφο πασχαλινό κόκορά της, που τον είχε δώρο από τη νονά της Κική Κήπου. Επίσης, αφιερωμένο στην εξαιρετική φίλη κ.Ελένη Μπρούσαλη που μου δώρισε το χάρτινο πασχαλινό αυγό και το λαγό από την πολύτιμη συλλογή της.)
υπέροχη ιστορία Μάνο μου συγχαρητήρια. το διάβασε και η Χαρούλα και της άρεσε πολύ. τέλεια ιστορία λέει.
ΑπάντησηΔιαγραφή