Οι Χιονάνθρωποι των Χριστουγέννων

Με το που μπήκε ο Νοέμβρης, μία ανάμνηση παλιά στριφογύριζε στο μυαλό του μπάρμπα-Μανώλη. Θυμήθηκε, την εποχή που ήταν τριών χρονών παιδάκι κι ήταν και τότε αρχές Νοέμβρη, όταν αντίκρισε για πρώτη φορά στη ζωή του χιόνι. Παρ’ όλο που ήταν ο τελευταίος μήνας του Φθινόπωρου, σαν ο Χειμώνας να τον έσπρωχνε να φύγει βιαστικά, να πάρει αυτός τη θέση του. Κι έτσι, αν κι ήταν πολύ νωρίς για χιόνια μεσ’ στην πόλη, έπεσε άξαφνα πρώιμη βαρυχειμωνιά! Χιόνισε για τα καλά εκείνες τις μέρες! Και η μικρή πόλη που είχε γεννηθεί ο μπάρμπα-Μανώλης, που περισσότερο, τα χρόνια εκείνα, έμοιαζε χωριό, ντύθηκε στα κάτασπρα, καθώς πυκνό χιόνι άρχισε να πέφτει απ’ το βαθύ ξημέρωμα. Τα κλαδιά των πεύκων στους μεγάλους δρόμους βάρυνα απ’ το πολύ χιόνι που τα σκέπασε κι έγειραν απ’ το φορτίο.
Η μεγάλη αυλή του Μανώλη καλύφτηκε από παχύ στρώμα χιονιού. Εκείνος, μαζί με τις δυο μεγαλύτερες αδερφές του τη Ρένα και τη Χαρούλα, κοίταζαν το χιόνι μέσ’ από το τζάμι του παιδικού δωματίου. Το χάζευαν να πέφτει στροβιλίζοντας σε πυκνές νιφάδες και να προσγειώνεται απαλά στο μαλακό στρώμα που σκέπαζε σιγά-σιγά το χώμα της αυλής. Το παγωμένο τζάμι του παράθυρου όλο θάμπωνε απ’ τα ζεστά χνώτα της αναπνοής των παιδιών, κι εκείνα όλο και το σκούπιζαν με τις παλάμες τους για να κοιτάζουν έξω κι αντάλλαζαν ένα σωρό χαρούμενες κουβέντες και επιφωνήματα χαράς! Μόλις κόπασε κάπως η χιονοθύελλα, φορώντας παλτά και σκούφους, τα τρία αδερφάκια ξεμύτισαν στην αυλή και άρχισαν να παίζουν χιονοπόλεμο. Ήρθε κι έπαιξε μαζί τους και η φίλη τους Αννούλα, που είχε έρθει να μείνει μια-δυο μέρες στη νονά της την κυρία Κική, που νοίκιαζε το σπίτι της γιαγιάς των παιδιών που ήταν στην ίδια αυλή. Πολύ «κρύο» παιχνίδι, αλλά συνοδευμένο από πολύ ζεστά χαμόγελα!
Κάποια στιγμή, νωρίς τ’ απόγευμα, προτού βραδιάσει και βαρύνει πάλι η χιονόπτωση, γύρισε κι ο μπαμπάς στο σπίτι από τη δουλειά. Συμμετέχοντας στη χαρά των παιδιών, ξανάγινε κι εκείνος λίγο παιδί, όπως τότε που έπαιζε με τα χιόνια στο χωριό του, και σκέφτηκε να τους φτιάξει ένα Χιονάνθρωπο. Άρχισε λοιπόν να δίνει στα παιδιά οδηγίες για να τον βοηθούν, κι εκείνος δημιουργούσε με μεγάλο κέφι ένα τεράστιο Χιονάνθρωπο στο κέντρο της αυλής. Με μία μπάλα τεράστια από χιόνι έφτιαξε το σώμα. Με μια δεύτερη, μικρότερη, να και το κεφάλι! Η μαμά γελώντας σαν παιδί, έφερε μέσα από το σπίτι το μάλλινο άσπρο κασκόλ του παππού, που είχε πλέξει με τις βελόνες η γιαγιά, και το φόρεσε τριγύρω στο λαιμό του Χιονάνθρωπου. Έφερε και την γκρίζα ρεπούμπλικα του παππού από τη κρεμάστρα του χολ, και την φόρεσε γελώντας στο Χιονάνθρωπο καπέλο.
Σιγά-σιγά ο Χιονάνθρωπος έπαιρνε ζωή. Ο μπαμπάς του έβαλε ένα μεγάλο καρότο για μύτη, δύο μικρά κάρβουνα για μάτια κι ένα κλωνάρι μ’ ένα όρθιο κουκουνάρι από πεύκο, του το έβαλε στο στόμα για πίπα. Έφερε και τη χόρτινη σκούπα με το μακρύ ξύλινο κοντάρι και του την έβαλε στο χιονένιο του χέρι κι έτοιμος ο Χιονάνθρωπος! -«Σταθείτε! Κάτι λείπει!» φώναξε η μαμά κι έτρεξε στο σπίτι, γυρίζοντας με τρία μεγάλα κουμπιά από παλτό που τα στερέωσε στη στρογγυλή κοιλιά του Χιονάνθρωπου. –«Τώρα είναι έτοιμος!» είπε θριαμβευτικά κι όλοι μαζί άρχισαν πιασμένοι χέρι-χέρι να χορεύουν γύρω απ’ το νέο τους φίλο, ενώ σιγά-σιγά έπιασε να σουρουπώνει. –«Άντε να πάμε μέσα τώρα γιατί ξανάπιασε κρύο, και θα βλέπετε το Χιονάνθρωπο απ’ το παράθυρο» είπε ο μπαμπάς. Και πρόσθεσε μόλις είδε τα παιδιά να κατσουφιάζουν: «Κι αύριο το πρωί που θα ξυπνήσετε, θα βγείτε να ξαναπαίξετε μαζί του»! Μπήκαν όλοι στο σπίτι που η αναμμένη ξυλόσομπα το γέμιζε θαλπωρή. Η μαμά άρχισε να χαράζει μ’ ένα μαχαιράκι κάστανα και τα έβαζε πάνω στο καυτό καπάκι της ξυλόσομπας να ψηθούν. Έπειτα, βγάζοντάς τα με μια τσιμπίδα, τα έβαλε σ’ ένα ταψάκι κι άρχισαν όλοι να καθαρίζουν και να τρώνε φυσώντας τα συνεχώς, γιατί ζεματούσαν από τη φωτιά, ενώ έξω έπεσε πια βαριά η νύχτα και το χιόνι όλο έπεφτε πυκνό.
Το πρωί, λίγο μετά που ξημέρωσε κι έφυγε ο μπαμπάς για τη δουλειά, τα παιδιά σηκώθηκαν απ’ τα ζεστά τους ανυπόμονα, προτρέποντας το ένα το άλλο: -«Πάμε να δούμε το Χιονάνθρωπο»! Κόλλησαν τις μουρίτσες τους στο τζάμι αφού το σκούπισαν καλά να ξεθαμπώσει, μα, τι κρίμα, ο Χιονάνθρωπος δεν υπήρχε πια στην αυλή! Φόρεσαν βιαστικά ρούχα, σκουφάκια και παλτά, και χωρίς καν να ρίξουν λίγο νερό στο πρόσωπό τους να νιφτούν για το πρωί, βγήκαν στη χιονισμένη αυλή που την είχε καλύψει ακόμα περισσότερο το χιόνι, καθώς έπεφτε όλη νύχτα. Άρχισαν να φωνάζουν: -«Χιονάνθρωπε! Χιονάνθρωπε!» Ξεσήκωσαν στο πόδι όλη τη γειτονιά! Κι ακούγοντας τις φωνές, βγήκε και η πιο κοντινή γειτόνισσα, η κυρία Κική, που νοίκιαζε το σπίτι της γιαγιάς στην ίδια αυλή.
–«Τι φωνάζετε καλέ έτσι πρωινιάτικα;» είπε βγαίνοντας στη βεράντα με τις χιονισμένες νεραντζιές. –«Το χιονάνθρωπο που έφτιαξε ο μπαμπάς εχθές! Χάθηκε! Μήπως τον είδατε;» ρώτησαν όλο αγωνία τα παιδιά. –«Χιονάνθρωπο;» είπε εκείνη κι έσφιξε αμήχανα τα χείλια της, γιατί κατάλαβε. –«Για ελάτε μέσα στην κουζίνα!» είπε μουδιασμένα στα παιδιά, σα να τη βάραιναν τύψεις, και τα μικρά την ακολούθησαν. Εκείνη άνοιξε το καπάκι που είχε από πάνω του το παλιό ψυγείο πάγου που υπήρχε την εποχή εκείνη, πριν βγουν τα ηλεκτρικά, και είπε για να δικαιολογηθεί: -«Δεν πέρασε σήμερα ο παγοπώλης με τόσο χιόνι να φέρει πάγο. Ε, βρήκα έτοιμο το χιονάνθρωπο, νόμισα πως είχατε τελειώσει χθες τα παιχνίδια μαζί του, και τον έβαλα αντί για πάγο στο ψυγείο»!
Λέγοντας αυτά τους έδειξε από το ανοιχτό καπάκι του ψυγείου το κεφάλι του καημένου του Χιονάνθρωπου, που έμοιαζε να τους κοιτάζει όλους παραπονεμένος μέσα από το χώρο του άδοξου τέλους του! Τα παιδιά τέντωσαν με φρίκη τα μάτια τους και πήγαν να μπήξουν τις φωνές. Όμως, η καλή γειτόνισσα δεν ήθελε να τα κακοκαρδίσει. Τους είπε χαμογελαστή, καλοπιάνοντάς τα: –«Μη σκάτε! Ούτως ή άλλως μόλις έβγαινε ο ήλιος θα έλιωνε ο Χιονάνθρωπος. Αντέχει το χιόνι στον ήλιο; Θέλετε να σας φτιάξω παγωτό βανίλια με σιρόπι βύσσινο μιας και τώρα έχω μπόλικο πάγο; Σε μια-δυο ώρες θα το έχω έτοιμο»! Για πότε φώτισαν τα πρόσωπα των παιδιών από χαρά και ξέχασαν τη στενοχώρια τους για τον άτυχο Χιονάνθρωπο! Παγωτό μέσ’ στο χειμώνα ήταν κάτι ανέλπιστο!-«Ναι!» φώναξαν με ένα στόμα, γεμάτα ενθουσιασμό. Και να τη κι η παιδική τους φίλη η Αννούλα, που βγήκε τρίβοντας αγουροξυπνημένη τα μάτια της μέσα από τη κρεβατοκάμαρα της νονάς της, της κυρίας Κικής. –«Άκουσα παγωτό ή το είδα στον ύπνο μου;» ρώτησε έκπληκτη. –«Ναι Αννούλα! Πάμε στην αυλή να παίξουμε χιονοπόλεμο, μέχρι να φτιάξει το παγωτό η νονά σου!» της είπε ενθουσιασμένος ο Μανώλης και πιάνοντάς την απ’ το χέρι βγήκαν με γέλια στην αυλή ξεκινώντας τις χιονιές.
Σε λίγο βγήκε κι ο ήλιος πίσω από τα σύννεφα κι άρχισε να λιώνει σιγά-σιγά με τη ζεστή του ανάσα το χιόνι. Στη βεράντα της αυλής, πλάι στη λεμονιά, στήθηκε το ξύλινο τραπέζι, τριγύρω έβαλαν καρέκλες κι όλοι μαζί απόλαυσαν το υπέροχο παγωτό της κυρίας Κικής, προσφορά του Χιονάνθρωπου φυσικά!
Όλη αυτή η ευχάριστη παιδική ανάμνηση που φώτισε με χαμόγελο το πρόσωπο του μπάρμπα-Μανώλη, του έδωσε τη ιδέα να φτιάξει Χιονάνθρωπους σαν δώρο, για τα Χριστούγεννα που πλησίαζαν. Βγήκε στους δρόμους και μάζεψε κουκουνάρια που είχαν πέσει από τα πεύκα, μαζί και κυπαρισσόμηλα απ’ το μεγάλο δέντρο της πλατείας κι έπιασε τη δουλειά.
Χρησιμοποίησε τα κουκουνάρια για σώματα και τα στερέωσε σε μια χαρτονένια βάση και κόλλησε τα κυπαρισσόμηλα για κεφάλια. Έφτιαξε καπέλα από χαρτόνι και τα στερέωσε με κόλλα στην κορφή και μ’ένα λεπτό στρώμα γύψου επένδυσε τον ξύλινο σκελετό του κάθε Χιονάνθρωπου. Κόκκοι από πιπέρι χρησίμευσαν για μάτια, κόκκινες σατέν κορδέλες για κασκόλ και ξερά κλωνάρια απ’ την περικοκλάδα της αυλής μετατράπηκαν σε σκουπόξυλα, με σκούπες φτιαγμένες από πευκοβελόνες. Στη θέση της μύτης, αντί για καρότο, ένα λεπτό ξυλάκι τυλιγμένο με πορτοκαλί χαρτί. Η χαρά του μπάρμπα-Μανώλη καθώς ετοίμαζε τόσους Χιονάνθρωπους, φτιαγμένους με μεράκι κι αγάπη από τα χέρια του, ούτε που περιγράφεται! Καθέναν που τελείωνε, έλεγε με το νου του και σε ποιον θα το δωρίσει. Και κάθε Χιονάνθρωπος ήταν τόσο ξεχωριστός από τον άλλον, σα να είχε καθένας τη δική του προσωπικότητα!
Η χαρά που έκαναν όσοι πήραν δώρο Χριστουγεννιάτικο από ένα Χιονάνθρωπο, ήταν η καλύτερη ανταμοιβή του μπάρμπα-Μανώλη για τον κόπο του! Κι έπειτα, βάλθηκε να καταστρώνει σχέδια για τα δώρα που θα δημιουργούσε για τα επόμενα Χριστούγεννα!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γυναίκες της Επανάστασης του 1821

Το δέντρο των Χριστουγέννων