Το δέντρο των Χριστουγέννων
Εκείνα τα Χριστούγεννα έμοιαζαν με άνοιξη. Ο ήλιος από την παραμονή ήταν τόσο ζεστός και φώτισε από νωρίς τον ουρανό, δίνοντας μια εξαιρετικά χαρούμενη λάμψη στο γαλάζιο του πρόσωπο. Παρέες παιδιών με γελαστά μουτράκια, παρόλο το αγουρωπό ξύπνημα, ξεχύθηκαν με τα μεταλλικά τρίγωνά τους στους δρόμους να πουν τα Κάλαντα. Ένα έθιμο παλιό, που θα τους απέφερε σίγουρα και κάποια κέρδη, με τα οποία θα αγόραζαν γλυκά, παιχνίδια, ή ό,τι άλλο τραβούσε η καρδιά τους. Τραγουδούσαν τα Κάλαντα χαρωπά και, μέσα στο μυαλό τους, σχεδίαζαν σε ποιες γειτονιές θα τα έλεγαν, ποιες πόρτες θα χτυπούσαν κι ύστερα... Ύστερα πού θα πήγαιναν να εξαργυρώσουν τα κέρδη τους, αγοράζοντας κάποια πράγματα που ονειρεύονταν από καιρό.
Μια ομάδα τεσσάρων παιδιών, στάθηκε μπροστά και στην πόρτα του μπάρμπα-Μανώλη. Χτύπησαν το μεταλλικό ρόπτρο σχεδόν συνθηματικά, πιστεύοντας ότι θα καταλάβαινε από τον ήχο, ότι ήταν τα αγαπημένα του ανιψάκια. Εκείνος άνοιξε την πόρτα και το χαρωπό πρόσωπό του φωτίστηκε, μόλις είδε μπροστά του να λάμπουν από χαρά τα πανέμορφα προσωπάκια των ανιψιών του. –«Θείε να τα πούμε;» ρώτησαν όπως είναι το συνήθειο, αν και ήξεραν προκαταβολικά την απάντηση. –«Και βέβαια να τα πείτε και να μπείτε και μέσα να σας δω λιγάκι!» τους είπε και τα πέρασε στη σάλα του σπιτιού. «Καλήν ημέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας/Χριστού την θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας...» ξεκίνησαν να τραγουδούν τα παιδιά γελαστά, χτυπώντας τα τρίγωνά τους. Ο μπάρμπα-Μανώλης τα κοιτούσε ενθουσιασμένος, σφίγγοντας στο χέρι το μπουναμά που θα τους έδινε.
Μόλις τελείωσαν, τους έδωσε αυτά που είχε ετοιμάσει να τους δώσει, λέγοντας: -«Και του χρόνου! Σε καλή μεριά! Να πάρετε ό,τι θέλετε!». Μετά, τους έδειξε στο τραπεζάκι του σαλονιού την πιατέλα με τα μελομακάρονα που είχε φτιάξει με μεράκι και είπε: -«Πάρτε, φάτε όσα θέλετε και καθίστε να σας δω λίγο»! Ο ίδιος κάθισε στη μεγάλη πολυθρόνα αναπαυτικά κι έδειξε τον καναπέ στα παιδιά να καθίσουν. Ανάμεσά τους, σ’ ένα τραπεζάκι, ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δέντρο με αναμμένα φωτάκια και μπόλικα χριστουγεννιάτικα στολίδια σκόρπια σ’ ένα άλλο μικρό τραπέζι, έδιναν γιορτινό χρώμα στο σπίτι που ήταν γεμάτο θαλπωρή. –«Ωραίο το δεντράκι σου θείε!» είπε ο Παναγιώτης. –«Εμένα όμως μ’ αρέσουν και τα μελομακάρονα που έκανες! Γεια στα χέρια σου θείε!» είπε μασουλώντας μ’ ευχαρίστηση ο Γιώργος. –«Καλέ θείε, πού βρήκες τόσα ωραία στολίδια! Δεν τα έχω ξαναδεί!» είπε κι η Γιωργία και δε μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της από το δέντρο και το τραπεζάκι με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια. –«Α! Τα περισσότερα από αυτά τα στολίδια είναι πολύ παλιά! Τα έχω φυλάξει από τα παιδικά μου χρόνια. Πού να βρεθούν τώρα! Το Χριστό στη φάτνη μου τον έκανε πρόσφατα δώρο η φίλη μου η Λένα. Μου τον έφερε από το Μεξικό». –«Από το Μεξικό!» είπε έκπληκτη η Γιωργία και σηκώθηκε να περιεργαστεί το Χριστό από κοντά. Με τεντωμένα από την έκπληξη μάτια, είπε: -«Πωπω! Απίστευτο! Τα μάτια του είναι σαν αληθινά! Έχει και γυριστές βλεφαρίδες»! –«Ε, η φίλη μου η Λένα έχει πολύ ωραίο γούστο! Και κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα που γιορτάζω, μου φέρνει από την Αμερική που μένει μόνιμα, πολύ ωραία δώρα!» είπε γελώντας με ικανοποίηση ο μπάρμπα-Μανώλης. Τότε, μπήκε στην κουβέντα και η Βίκυ, που όση ώρα τ’ άλλα παιδιά μιλούσαν με το θείο, εκείνη είχε φάει με όρεξη δυο-τρία μελομακάρονα. –«Όμως, καλέ θείε, μας είπαν στο σχολείο ότι το Χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι ξένο έθιμο. Και στην Ελλάδα ήρθε το 19ο αιώνα. Εμείς εδώ στην πατρίδα μας, μέχρι τότε, καραβάκι φτιάχναμε και στολίζαμε!» είπε με απορία το ξανθό κοριτσάκι κι έδιωξε μια μπούκλα που έπεφτε στα μάτια της. Ο μπάρμπα-Μανώλης χαμογέλασε και είπε:
-«Και σωστό και λάθος! Μπορεί εδώ στην Ελλάδα οι πρόγονοί μας να στόλιζαν καράβια στα νησιά, που δεν είχαν και πολλά δέντρα, και ήταν ναυτικοί οι περισσότεροι. Αλλά αυτό στα νησιά. Τι ήξεραν όμως οι βουνίσιοι από καράβια; Το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου όπως το γνωρίζουμε σήμερα, λένε ότι ξεκίνησε από τη Δύση. Από τη Γερμανία νομίζω. Μα και για την φάτνη λένε, πως την πρώτη φάτνη την έστησε στην Ιταλία ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης και την προσκύνησαν οι πιστοί. Όμως το χριστουγεννιάτικο δέντρο υπήρχε στα μέρη μας από τα βυζαντινά χρόνια. Υπάρχουν χρονογραφήματα από τότε, που λένε ότι στα βυζαντινά χρόνια ένα μεγάλο μεταλλικό δέντρο σε σχήμα κυπαρισσιού στολιζόταν με λαμπάδες μπροστά στο ιερό της Αγίας Σοφίας στην Πόλη. Αργότερα, το μεταλλικό αντικαταστάθηκε από αληθινό δέντρο. Το έθιμο το κρατούν ακόμα στη Ρωσία, στα Βαλκάνια και πλέον επανέρχεται και στις εκκλησίες μας. Συμβολίζει το «Ξύλον της Ζωής», το «θείον φυτόν» όπως αποκαλείται στα τροπάρια των Χριστουγέννων ο Κύριός μας. Συμβολίζει και τη «Ρίζα του Ιεσσαί», το γενεαλογικό δέντρο δηλαδή του Χριστού μας από τη γενιά του Δαυίδ. «Κάτω στα Ιεροσόλυμα,/στη Βηθλεέμ την πόλη/εκεί δεντρί δεν ήτανε/δεντρί ξεφανερώθη./Το δέντρο ήταν ο Χριστός/τα κλώνια οι Αποστόλοι/και τα γαρυφαλλάκια του ήσαν οι προφητάδες!» λένε πολύ περιγραφικά και κάποια παραδοσιακά μας Κάλαντα που τραγουδιούνται στο Αιγαίο. Αλλά και ο ίδιος ο Χριστός μας ζωγράφισε πρώτος, περιγραφικά, το ωραιότερο δέντρο, όταν είπε στους μαθητές του: «Είμαι το αμπέλι και είσαστε τα κλήματα με τα σταφύλια». Τι πιο ωραία περιγραφή από αυτήν για ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο; Στην Ευρώπη τραγουδούν το «O Christmas tree..» που το λέμε κι εμείς εδώ μεταφρασμένο: «Ω, έλατο, ώ έλατο, μ’ αρέσεις! Πώς μ’ αρέσεις!». Αλλά, εμείς τραγουδάμε στα κάλαντά μας της πρωτοχρονιάς και την «Ψηλή μου δεντρολιβανιά» τον Κέδρο του Λιβάνου δηλαδή, που συμβολίζει το Χριστό μας. –«Μα καλέ θείε πόσα ξέρεις!» είπε θαυμάζοντας η Βίκυ. –«Να διαβάζετε βιβλία για να μαθαίνετε και να ξέρετε κι εσείς!» είπε ο μπάρμπα-Μανώλης και σηκώθηκε. –«Αν έχετε σκοπό να μαζέψετε μπόλικα χρήματα από τα Κάλαντα σηκωθείτε, γιατί οι κουβέντες δεν τελειώνουν! Προπαντός αν είναι όμορφη η παρέα! Άντε, ετοιμαστείτε, να πάτε να πείτε τα Κάλαντα κι αλλού»! Και μ’ αυτά τα λόγια ξεπροβόδισε τ’ ανίψια του χαρούμενος. –«Αύριο Χριστούγεννα, σε περιμένουμε να έρθεις να φας μαζί μας!» του είπαν μ’ ένα στόμα τα παιδιά. –«Θα έρθω αμέσως μετά την εκκλησία!» τους έδωσε την υπόσχεση χαμογελαστός ο μπάρμπα-Μανώλης. Έπειτα, έκλεισε την πόρτα, πήγε στο παράθυρο και τραβώντας λίγο την κεντητή κουρτίνα, στάθηκε να χαζεύει με βλέμμα γλυκό τ’ αγαπημένα του ανιψάκια, που πήραν τους δρόμους να τραγουδήσουν «Χριστού την θεία γέννηση...». Και τότε, το μάτι του πήρε εκεί απέναντι ένα πανύψηλο κυπαρίσσι που το αγκάλιαζαν τα κατάφορτα από καρπούς κλαδιά μιας νεραντζιάς, πάνω στα οποία είχε πλεχτεί μια κόκκινη περικοκλάδα. Η φύση είχε στολίσει τόσο όμορφα αυτό το λυγερό κυπαρίσσι, ώστε θα το ζήλευαν όλα μαζί τα χριστουγεννιάτικα δέντρα του κόσμου, αν είχαν ψυχή και αισθάνονταν! –«Η φύση έκανε πάλι το θαύμα της!» σκέφτηκε ο μπάρμπα-Μανώλης και χαμογέλασε, κλείνοντας την όμορφη εικόνα που αντίκριζε στο θησαυροφυλάκιο του μυαλού του!...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου