Αντίνοος - Ο έφηβος που ήθελε να γίνει θεός

Ιχνηλατώντας και ψυχογραφώντας τον Αντίνοο
Ομολογώ, πως δεν γνώριζα μέχρι πριν λίγα χρόνια ποιος ακριβώς ήταν ο Αντίνοος. Από πολύ νέος ξεφυλλίζοντας και διαβάζοντας βιβλία τέχνης και καταλόγους μουσείων, τον συναντούσα πολλές φορές μπροστά μου. Έβλεπα μαρμάρινα γλυπτά σε διάφορες πόζες, που παρίσταναν έναν νέο, που καμιά φορά είχε το στυλ του Διόνυσου, με στεφάνι από κληματόφυλλα ή κισσούς στα μαλλιά, και νόμιζα πως ήταν κάποιο πρόσωπο της μυθολογίας όπως ο ωραίος Άδωνης. Επισκεπτόμενος το Μουσείο του Βατικανό και του Καπιτωλίου στη Ρώμη, τον είδα σε τόσο διαφορετικές απεικονίσεις, ακόμα και ως Φαραώ, και προβληματίστηκα, για το ποιος τελικά μπορεί να είναι, αλλά, παρ’ όλα αυτά, δεν έψαξα να βρω και να διαβάσω κάτι γι’ αυτόν.
Λίγο μετά, το καλοκαίρι του 2008 αν θυμάμαι καλά, είδα στο Βερολίνο μία έκθεση αφιερωμένη αποκλειστικά σ’ αυτόν, με γλυπτά που προέρχονταν από πολλά Μουσεία της Ευρώπης. Προτομές, ανδριάντες, και δίπλα του κάποιες προτομές του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού (76-138 μ.Χ.). Τότε, κατάλαβα ότι υπήρχε κάποια σχέση μεταξύ τους. Πήρα τον κατάλογο της έκθεσης, κι εκεί διάβασα την ερωτική τους ιστορία που με άφησε έκπληκτο. Ένας ώριμος άντρας 49 ετών, ερωτευμένος παράφορα μ’ έναν δεκαπεντάχρονο έφηβο! Ένα δυνατό αίσθημα, μια μεγάλη ιστορία αγάπης που κράτησε πέντε ολόκληρα χρόνια και είχε τραγικό τέλος. Όταν είδα μετά σε μια αίθουσα του Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας την προτομή του Αδριανού ανάμεσα στις προτομές του ευνοουμένου του Αντίνοου και της συζύγου του Αδριανού, αυτοκράτειρας Σαβίνας (που έμοιαζε «στυφή» και απρόσιτη γυναίκα, όχι ιδιαίτερης ομορφιάς, αλλά με όλα τα χαρακτηριστικά μιας αξιοπρεπούς Ρωμαίας ματρόνας), δεν μπόρεσα να μην χαμογελάσω με το παράξενο τρίο που δημιούργησαν οι επιμελητές του εκθεσιακού χώρου.
Από το συναρπαστικό βιβλίο της Marguerite Yourcenar «Αδριανού Απομνημονεύματα» έμαθα όλη την ιστορία του δυνατού αισθήματος που ένωσε, θα έλεγε κανείς “αιώνια” τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό με τον νεαρό Αντίνοο. Η εκπληκτική συγγραφέας πρόσθεσε δεξιοτεχνικά τόσες μυθιστορηματικές προεκτάσεις, προσπαθώντας να καλύψει τα ιστορικά κενά που υπάρχουν, και ζωντάνεψε περίφημα αυτήν την όχι και τόσο παράξενη σχέση για εκείνη την εποχή. Μάλλον, πολύ διαδεδομένη και συνηθισμένη ήταν στη Ρώμη και σε όλη την επικράτειά της, αφού ο απόστολος Παύλος μόλις πριν λίγα χρόνια καυτηρίαζε με σκληρά λόγια τα χαλαρά ήθη που επικρατούσαν, λέγοντας στους Ρωμαίους, στην Α’ επιστολή που τους απηύθυνε (κεφ. Α, 24-28), ότι: «Ο Θεός τους παρέδωσε στις βρωμερές επιθυμίες τους, και τους άφησε να ατιμάζουν μόνοι τα σώματά τους. Τους παρέδωσε σε επαίσχυντα πάθη, και οι άντρες άφησαν τη φυσική σχέση με τις γυναίκες και φλογίστηκαν με σφοδρό πάθος ο ένας για τον άλλον, διαπράττοντας ασχήμιες αρσενικοί με αρσενικούς!...».
Το βιβλίο της Yourcenar είναι τόσο συναρπαστικό στις περιγραφές του, ώστε ο αναγνώστης δύσκολα ξεχωρίζει τον μύθο από την πραγματικότητα. Όμως, στον επίλογο, η συγγραφέας τοποθετεί τα πράγματα στη σωστή τους θέση, παρέχοντας πολλές σημαντικές πληροφορίες που σκιαγραφούν αρκετά τους δυο βασικούς ήρωες του μυθιστορήματός της. Ο έρωτας του Αδριανού για τον Αντίνοο μπορεί να συγκριθεί με τα τραγικά ρομάντζα του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, της Λέιλας και του Μετζνού, της Σιρίν και του Φαρχάντ, αλλά και με τις πολύ στενές φιλίες, μέχρι έρωτος, του Απόλλωνα προς τον Υάκινθο, του Αχιλλέα και του Πάτροκλου, του Μεγάλου Αλέξανδρου και του Ηφαιστίωνα, ακόμα και της τεράστιας αγάπης του Δαβίδ προς τον Ιωνάθαν, που όπως ομολογεί ο προφητάνακτας θρηνώντας τον χαμό του: «Η αγάπη σου για μένα ήταν θαυμάσια, καλύτερη κι απ’ την αγάπη των γυναικών» (Βασιλειών Β’ κεφ.Α,26).
Τόπος γνωριμίας του Αδριανού με τον Αντίνοο ήταν η Βιθυνία της Μικράς Ασίας. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας βρέθηκε εκεί το έτος 125 μ.Χ. επ’ ευκαιρία της ιδρύσεως της Αδριανούπολης στη θέση της αρχαίας Ορεστιάδας. Ο Αντίνοος ήταν τότε μόλις 15 ετών έφηβος και ο αυτοκράτορας 49 ετών, άντρας ώριμος και ήδη παντρεμένος με μια τύποις σύζυγο, που μάλλον ποτέ δεν αγάπησε, ούτε απόχτησε μαζί της απογόνους. Δεν υπάρχουν πολλές ιστορικές λεπτομέρειες για την γνωριμία τους. Όμως, για την περίοδο εκείνη, καθώς και για την εμφάνιση του Αντίνοου εκείνη την εποχή, μπορούμε να πάρουμε πληροφορίες από κάποια αγάλματά του. Σε αυτά, ο Αντίνοος απεικονίζεται με μακριά μαλλιά και με στεφάνι από κισσό στο κεφάλι. Πιθανόν γνωρίστηκαν σε κάποια Διονυσιακή γιορτή. Πραγματικά, θα έμεινε έκθαμβος ο αυτοκράτορας από το γεμάτο χάρη, και ωραιότητα αυτό αγόρι με την ερμαφρόδιτη εμφάνιση, το μυστηριώδες βλέμμα και τα φιλήδονα χείλη. Στα μάτια του θα φάνταξε σαν ένας ολύμπιος θεός ή, καλύτερα, σαν ένα ολοζώντανο φειδιακό άγαλμα, πλημμυρισμένα απαράμιλλη χάρη και λεπτότητα. Ο Αντίνοος διέθετε όντως μια τέλεια, αρχαιοελληνική ομορφιά! Το χτένισμα των μακριών μαλλιών του έμοιαζε σαν του νεαρού Διόνυσου και του Ερμαφρόδιτου. Τα μισά μαλλιά πιασμένα με κορδέλα σε έναν χαμηλό, πίσω στον αυχένα, διπλό κότσο, και τα υπόλοιπα μαλλιά σε βοστρύχους να πλαισιώνουν κυματιστά το ωραίο πρόσωπό του, αφήνοντας δυο μακριές μπούκλες να πέφτουν στους ώμους του. Το στεφάνι από κισσό που στόλιζε το κεφάλι του, έδειχνε ότι ήταν αφιερωμένος στον θεό των καλλιεργειών και της γονιμότητας.
Αν όντως συναντήθηκαν σε κάποια διονυσιακή εορτή, ίσως ο Αντίνοος, ως λάτρης του Διονύσου, γυμνός, καλλίγραμμος και πανέμορφος, να πλησίασε και να πρόσφερε με τόλμη στον Ρωμαίο αυτοκράτορα ένα κύπελλο με κρασί. Ίδιο σαν εκείνο τον κρατήρα που κρατά στα αγάλματά του ως Διόνυσος. Αν έγινε αυτό, σίγουρα θα του επεύθυνε και τον χαρούμενο βακχικό χαιρετισμό: «Ευοί ευάν!», όπως θα λέγαμε σήμερα: «εβίβα!». Και ακριβώς έτσι ίσως να ξεκίνησε η γνωριμία τους. Πιθανόν αυτήν την εικόνα της πρώτης ματιάς ήθελε ο Αδριανός να την κρατήσει ολοζώντανη στη μνήμη του, γι' αυτό και παρήγγειλε μια ολόκληρη σειρά αγαλμάτων του νεαρού Αντίνοου με αυτήν την εμφάνιση. Στα μάτια του έλαμψε σαν ένας ολύμπιος θεός. Τον άφησε έκθαμβο και τον σαγήνευσε. Αυτό το αγόρι με την ερμαφρόδιτη μορφή και με το άγουρο σώμα που έμοιαζε ακόμα παιδικό, συνεπήρε το μυαλό του Αδριανού. Ήταν κάτι το εντελώς διαφορετικό από όλες τις προηγούμενες περιστασιακές αισθηματικές κατακτήσεις του. Ο νεαρός υπηρέτης του Βάκχου τον μέθυσε με το κρασί της απερίγραπτης γοητείας του, και τον βύθισε σε μια παράφορη ερωτική ζάλη, που κράτησε πέντε ολόκληρα χρόνια! Είναι βέβαιο, ότι και ο Αντίνοος γοητεύτηκε από την ρωμαλέα εμφάνιση του αυτοκράτορα, με τα σγουρά μαλλιά, τα πλούσια κοντά γένια, και την φλόγα στα μάτια, που πρόδιδαν το ταμπεραμέντο της ισπανικής καταγωγής του. Και για τους δύο, ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά! Η τεράστια διαφορά ηλικίας που τους χώριζε, δεν έβαλε ανάμεσά τους κανέναν φραγμό.
Το τοπίο που πρώτη φορά αντάλλαξαν τα βλέμματά τους και ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα ο εραστής και ο ερώμενος, ήταν ένα ειδυλλιακό, καταπράσινο τοπίο της Βιθυνίας, που ζωγραφιζόταν από τις πηγές του Πανός, τρεχούμενα νερά και μια μαγευτική λίμνη. Το νεαρό αγόρι που μάλλον προερχόταν από οικογένεια η οποία δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα γι’ αυτό, σίγουρα γοητεύτηκε από την ιδιαίτερη προσοχή και το ενδιαφέρον που του έδειξε από την πρώτη στιγμή ο Ρωμαίος αυτοκράτορας. Στο πρόσωπό του αναγνώρισε έναν στοργικό προστάτη, γι’ αυτό και τον ακολούθησε αμέσως, χωρίς ενδοιασμούς. Ο Αντίνοος είχε γεννηθεί στην Κλαυδιούπολη της Βιθυνίας στις 23 Νοεμβρίου (ή 6/12 κατά το γρηγοριανό ημερολόγιο) του έτους 110 μ.Χ. , αλλά η ρίζα, της κατά τ’ άλλα άγνωστης οικογένειάς του, ήταν ελληνική και κρατούσε από την Αρκαδική Μαντινεία της Πελοποννήσου. Αυτός ήταν και ο λόγος που η περιοχή αυτή ήταν από τους πρώτους τόπους που επισκέφτηκε ο Αδριανός επιστρέφοντας μαζί με τον νεαρό ευνοούμενό του στη Ρώμη.
Από την μια μέρα στην άλλη η ζωή του Αντίνοου άλλαξε. Χλιδή, ακριβά δώρα, διακρίσεις, εκπαίδευση, συμπόσια, διασκεδάσεις, υψηλές γνωριμίες με όλη την αφρόκρεμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, συναντήσεις με σοφούς και καλλιτέχνες, ταξίδια, κυνήγια κι ένας παράφορος έρωτας, που κάθε μέρα που περνούσε άγγιζε τα όρια της λατρείας. Ο Αντίνοος με όλη την τρέλα και την φλόγα της νιότης του, που συνοδευόταν από την ιδιαίτερη και απαράμιλλη γοητεία του παρουσιαστικού του, ξανάδωσε ζωή και ξανάνιωσε τον Ρωμαίο αυτοκράτορα, που η καθημερινότητά του είχε τελματώσει μέσα στις άπειρες ευθύνες, υποθέσεις και προβλήματα της τεράστιας αυτοκρατορίας του. Μάλιστα, ο Αδριανός παραλίγο να θυσιάσει και την ζωή του για τον νεαρό ερωμένο του, όταν σε κάποιο κυνήγι λιονταριού στην Λιβύη, κινδύνεψε ο παράτολμος Αντίνοος να κατασπαραχτεί από ένα λιοντάρι. Τότε, ο αυτοκράτορας με μια θαρραλέα κίνηση, που ίσως του κόστιζε και την ζωή, θανάτωσε το θηρίο. Τόσο πολύ διαδόθηκε αυτή η πράξη αυτοθυσίας του αυτοκράτορα προς τον αγαπημένο του, ώστε ο ποιητής Παγκράτης εμπνεύστηκε ένα θαυμάσιο ποίημα που διέσωσε το γεγονός, και η σκηνή απεικονίζεται και στην Αψίδα του Μ.Κωνσταντίνου στην Ρώμη, αλλά και σε νομίσματα της μετά Αντίνοον εποχής.
Στα δεκαεπτά του χρόνια το αγόρι άφησε πίσω την θηλυκή εμφάνιση. Κούρεψε τα πλούσια μαλλιά του κατά τον ρωμαϊκό τρόπο, αρκετά κοντά, αφήνοντας μόνο μερικές μικρές μπούκλες να πέφτουν με χάρη στο ύψος του αυχένα του. Αποκτώντας πλέον ανδροπρεπή εμφάνιση, άρχισε να μεταμορφώνεται σε έναν ωραίο έφηβο με καλογυμνασμένο σώμα και λίγο μελαγχολική όψη. Με το αθλητικό του παράστημα και το ωραίο του πρόσωπο, διέθετε την εκλεπτυσμένη ομορφιά του Απόλλωνα και την μυστηριώδη σοβαρότητα του Ερμή. Είναι η μορφή που όλοι γνωρίζουμε, και με αυτήν πέρασε στην ιστορία και την αιωνιότητα. Από τα πέντε χρόνια της σχέσης τους, τα τρία τελευταία, από το 128 μέχρι το 130 μ.Χ., ήταν τα καλύτερα του παράφορου δεσμού τους, και δέθηκαν μεταξύ τους ακόμα περισσότερο, καθώς ταξίδευαν μαζί σαν ένα ερωτευμένο ζευγάρι σε πολλές περιοχές της ρωμαϊκής επικράτειας. Από την Ελλάδα στη Μικρά Ασία και από εκεί στη Συρία, την Ιουδαία, σε πόλεις της Αραβίας, με κατάληξη στην Αίγυπτο. Στην Αθήνα, που ο Αδριανός λάτρευε και είχε ανακηρυχτεί «άρχοντάς» της, έμειναν σχεδόν ένα χρόνο, από το 128 μέχρι το 129 μ.Χ. Ο Αδριανός για να ξαναδώσει αίγλη στην πόλη του Περικλή που εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε παρακμή, την κόσμησε με λαμπρά κτίρια, όπως η περίφημη Βιβλιοθήκη και έκανε έργα που έμειναν αιώνια όπως το περίφημο Αδριάνειο Υδραγωγείο. Ταυτόχρονα, στη σκιά της Ακρόπολης ίδρυσε μια δική του, νέα πόλη, την Αδριανούπολη, που η κεντρική της Πύλη οδηγούσε κατευθείαν στο περίλαμπρο Ολυμπίειον. Έναν ναό προς τιμήν του Δία που ξεπερνούσε σε λαμπρότητα και μέγεθος ακόμα και τον Παρθενώνα, και ο αυτοκράτορας βρίσκοντάς τον ημιτελή από την αρχαιότητα, τον τελειοποίησε και τον παρέδωσε στην δημόσια λατρεία. Φυσικά, κατά την διάρκεια της παραμονής τους στην Αθήνα, ο Αδριανός με τον Αντίνοο δεν παρέλειψαν να επισκεφθούν και την Ελευσίνα, όπου και οι δύο πιθανότατα μυήθηκαν στα ιερά μυστήριά της.
Όμως, τελικά ήταν ευτυχισμένος ή δυστυχισμένος ο Αντίνοος ζώντας μόνιμα και εντελώς επιδεικτικά στο πλευρό του αυτοκράτορα; Μάλλον το δεύτερο. Σίγουρα υπήρξε πολύ ευνοημένος από την Τύχη, αφού ήταν ο απόλυτος ευνοούμενος του αυτοκράτορα της Ρώμης για πέντε σχεδόν ολόκληρα χρόνια. Έπρεπε όμως να αντιμετωπίσει και τη ζήλια και τις ίντριγκες από πολλούς φιλόδοξους και ωραίους νέους που εποφθαλμιούσαν μία αντίστοιχη θέση στο πλευρό του αυτοκράτορα. Όμως εκείνος δεν είχε μάτια παρά μόνο για τον νεαρό Αντίνοο, που του κυρίεψε στην κυριολεξία μυαλό και καρδιά. Από την άλλη, σίγουρα βίωνε την απέχθεια και το μίσος της αυτοκράτειρας Σαβίνας, που πλέον αποτελούσε μια θαμπή και αδιάφορη σκιά στο πλευρό του Αδριανού.
Ο Αντίνοος στις 28 Οκτωβρίου (ή 10/11 κατά το γρηγοριανό ημερολόγιο και 1η του μήνα της Αθύρ κατά το αιγυπτιακό ημερολόγιο) του 130 μ.Χ. αυτοκτόνησε πέφτοντας στα θολά νερά του Νείλου, εικοσιέξι μόλις μέρες πριν γιορτάσει τα γενέθλιά του, κλείνοντας τα είκοσί του χρόνια. Ο αιφνίδιος θάνατός του καλύπτεται από ομίχλη μυστηρίου. Τι τον ώθησε στην αυτοκτονία ενώ ζούσε την απόλυτη ευτυχία στο πλευρό του αυτοκράτορα της Ρώμης; Ίσως ένιωσε τη θέση του να κλονίζεται σ’ αυτήν την μεταβατική φάση της ζωής του. Από έφηβος γινόταν πλέον ένας νεαρός άντρας. Κάτι που ίσως δεν άρεσε ιδιαίτερα στον Αδριανό που προτιμούσε περισσότερο τους εφήβους. Μια λοιπόν υπόθεση για τον αδόκητο θάνατό του, είναι ότι ο Αντίνοος δεν άντεξε να βλέπει τον εαυτό του να ενηλικιώνεται. Ήταν μια κρίση της ηλικίας, προερχόμενη από φοβίες και ανασφάλειες, που τον οδήγησε σ’ ένα απερίσκεπτο και γεμάτο απελπισία τέλος, που όμως, μαζί με τον θάνατο του χάρισε και την αιωνιότητα. Γιατί, αν ζούσε ο Αντίνοος μέχρι τα γεράματά του, ίσως κανείς δεν θα συζητούσε σήμερα γι’ αυτόν. Μόνο κάποιες προτομές του θα θύμιζαν έναν εκλεκτό ευνοούμενο, ανάμεσα στους πολλούς νέους που περιτριγύριζαν τον Αδριανό και του χάριζαν περιστασιακά την συντροφιά τους. Όμως, το μέλλον του Αντίνοου δεν διαγραφόταν αβέβαιο με την ενηλικίωσή του. Αν ζούσε, ίσως ο Αδριανός (που τόσο τον λάτρευε και είχε επιστρατεύσει τους διασημότερους καλλιτέχνες της εποχής να απαθανατίσουν την μορφή του σε δεκάδες γλυπτά που ξεπερνούν τα διακόσια), να του παρείχε μεγαλώνοντας πολλά προνόμια. Ίσως τον έκανε συγκλητικό ή έπαρχο. Ίσως, κι ακόμα καλύτερα για τον Αντίνοο, να τον υιοθετούσε και να τον έκανε διάδοχο του θρόνου του. Όπως τελικά έπραξε ο Αδριανός, μετά τον θάνατο του Αντίνοου, υιοθετώντας έναν πρώην, μόλις λίγων μηνών εραστή του, τον πατρίκιο Λούκιο Σειώνιο, γνωστό μετά την υιοθεσία και ως Αίλιο Καίσαρα.
Όμως, για τον τραγικό θάνατο του Αντίνοου υπάρχουν κι άλλες δύο, όχι και τόσο αβάσιμες υποθέσεις, οι οποίες, όσο κι αν ερευνηθούν, δεν θα προκύψουν απαντήσεις λόγω ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων. Η μία, είναι ότι δολοφονήθηκε από ανθρώπους που ανήκαν στον στενό κύκλο του αυτοκράτορα. Φυσικά, καθόλου παράξενο. Σίγουρα υπήρχαν πολλοί, που για διαφορετικούς λόγους θα ήθελαν τον θάνατο του Αντίνοου. Ανάμεσά τους και κάποιοι ηθικιστές, που σίγουρα δεν έβλεπαν με καλό μάτι αυτήν την ιδιαίτερη ερωτική σχέση που βιωνόταν τόσο απροκάλυπτα και χωρίς να κρατούνται κάποια προσχήματα. Μια δεύτερη υπόθεση, η οποία δεν είναι διόλου απίθανη, είναι ότι βρήκε τον θάνατο από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, κι αν όχι από τα χέρια του Αδριανού, από κάποιον πληρωμένο δολοφόνο. Ίσως γι’ αυτό έπειτα θεοποίησε τον νεαρό Αντίνοο, μέχρι και νομίσματα σε πολλές Μικρασιατικές πόλεις όπως την Βιθυνία και την Σμύρνη, έκοψε με την μορφή του «θύματός» του, και μάλιστα με την στομφώδη επιγραφή: «Αντίνοος ήρως», για να εξιλεωθεί και να απαλύνει τις τύψεις του.
Το μόνο βέβαιο είναι, ότι όταν ανέσυραν παγωμένο και λασπωμένο μέσα από τον βούρκο του Νείλου το άψυχο σώμα του ωραίου Αντίνοου, ο Αδριανός, χωρίς να υπολογίσει την υψηλή του θέση, τον έκλαψε σαν γυναίκα! Όμως, γιατί να θεωρείται ύποπτος του θανάτου του Αντίνοου; Γιατί ένας τόσο μεγάλος έρωτας να έχει τέτοια κατάληξη; Μπορεί να ήταν ένα έγκλημα πάθους. Ίσως, γιατί ο Αδριανός ένιωθε πλέον ότι έχανε τον Αντίνοο και άρχισε να τον ζηλεύει. Η ενηλικίωσή του θα τον ανεξαρτητοποιούσε και θα τον καλούσε να επιλέξει τον δικό του δρόμο στη ζωή, είτε στρεφόμενος σε άλλος νεώτερους εραστές (άλλωστε ο Αδριανός ήταν πλέον 55 σχεδόν ετών) είτε, ίσως επέλεγε να σχετιστεί με κάποια γυναίκα και να την παντρευτεί. Ίσως όμως, και ο Αντίνοος να ζήλευε τους επίδοξους έφηβους εραστές που γυρόφερναν τον πάντα πρόθυμο για ερωτικές περιπέτειες αυτοκράτορα. Η ζήλια λοιπόν και η καταπίεσή του, ίσως θάμπωσαν τα αισθήματα του αυτοκράτορα προς αυτόν. Η καθημερινότητα επί τρία ολόκληρα χρόνια, ίσως κατάντησε πληκτική και ανυπόφορη. Και στο τέλος, γεμάτη καυγάδες, έφθειρε ανεπανόρθωτα την σχέση τους . Σε μια λοιπόν από τις κρίσεις και τις σκηνές ζηλοτυπίας, μπορεί ο Αδριανός να μην άντεξε τον νεαρό που πλέον του γινόταν φορτικός, και τον έβγαλε μια για πάντα από τη ζωή του.
Εξαιρώντας αυτήν την τελευταία υπόθεση που δίνει ένας δυσάρεστο, αν και όχι απίθανο τέλος στον παράφορο έρωτα των δύο αυτών ανδρών, ας σταθούμε καλύτερα σε γεγονότα. Ο Αδριανός αφιέρωσε την 1η του μήνα της Αθύρ του αιγυπτιακού ημερολογίου (που αντιστοιχεί στις 28 Οκτωβρίου του ιουλιανού ημερολογίου), στην μνήμη του Αντίνοου. Για να τιμήσει τον αγαπημένο του έδωσε τ’ όνομά του και στα κόκκινα νούφαρα του Νείλου, που έμοιαζαν σαν να είχαν βαφτεί από το αίμα του αιώνια αγαπημένου. Στον τόπο που βρήκε τραγικό θάνατο ο Αντίνοος διέταξε την ίδρυση μιας λαμπρής πόλης με το όνομα Αντινόη ή Αντινόπολη. Έργο επιφανών αρχιτεκτόνων της εποχής, με κορυφαίο ανάμεσά τους τον Φίντους Ακύλλα, που έχτισε και την περίφημη Αίλια Καπιτωλίνα πάνω στα ερείπια της Ιερουσαλήμ.
Ο οβελίσκος στον λόφο Πίντσιο (Pincio) της Ρώμης, που κάποτε στόλιζε την έπαυλη του Αδριανού, αφηγείται με ιερογλυφική γραφή τα της ταφής του Αντίνοου, καθώς και το τυπικό λατρείας του πλέον ως θεού. Μάλιστα, αναφέρεται στον οβελίσκο χαρακτηριστικά ότι ο Αντίνοος με την αυτοχειρία του «Υπάκουσε στην επιταγή του Ουρανού». Γεγονός που φανερώνει, ότι η επίσημη εκδοχή για τον θάνατο του Αντίνοου είναι ο εκούσιος θάνατος. Δηλαδή, σύμφωνα με την μυστηριώδη αυτή επιγραφή, ο νεαρός Αντίνοος υπακούοντας σε εντολή που έλαβε από κάποιο υπέρτατο όν, μάλλον τον Όσιρι, εκτέλεσε αυτή την θλιβερή πράξη του ακριβώς την ημέρα που όλη η Αίγυπτος γιόρταζε την επέτειο του θανάτου του Όσιρι. Μια πράξη, που αντί να αποκαλείτε «αυτοκτονία», σωστότερα θα έπρεπε να λέγεται: «εθελούσια θυσία». Ο Αντίνοος αν και μόλις είκοσι ετών, είχε ζήσει στο έπακρο τα πάντα, στο πλευρό του αυτοκράτορα Αδριανού. Είχε χορτάσει, και ίσως-ίσως ακόμα, είχε κουραστεί από τον κορεσμό όλων των απολαύσεων του βίου και των πράξεων. Τώρα, μόνο ένα πράγμα απέμενε που το αποζητούσε: η αιώνια ζωή ως θεός. Πλέον φιλοδοξία του ήταν η αθανασία!
Το αιγυπτιακό Πάνθεο απ’ ό,τι φαίνεται, κατά την παραμονή του στην Αίγυπτο τον είχε μαγέψει. Εκεί ήθελε να υπαχθεί! Αυτό όμως προϋπέθετε ότι έπρεπε να σβήσει το παρελθόν του και να εξαγνιστεί, ώστε να γίνει αποδεκτός από τις άλλες θεότητες. Νουθετούμενος λοιπόν από το αιγυπτιακό ιερατείο, που ίσως εξάσκησε επάνω του ένα είδος προσηλυτισμού, πείστηκε και πήρε την μεγάλη και οριστική απόφαση. Θα έσβηνε όλη την προηγούμενη ζωή του, προσφερόμενος θυσία στα ιερά νερά του Νείλου, μέσω μιας τελετής εξαγνισμού και αφιέρωσης στον θεό Όσιρι, τον εκπρόσωπο του Διονύσου στο αιγυπτιακό Πάνθεον, με τον οποίο επίσης ήθελε να μοιάζει ο Αντίνοος, εξού και τα πολλά αγάλματά του μεταμορφωμένος σε Διόνυσο. Με την πράξη του αυτή θα γινόταν αθάνατος. Γιατί, όπως διέδιδαν οι Αιγύπτιοι ιερείς, όποιος έβρισκε θάνατο στον Νείλο, στο εξής ταυτιζόταν με τον θεό Όσιρι, που κι εκείνος πέθανε και αναστήθηκε μέσα από αυτό το ιερό ποτάμι.
Να γιατί κάποιοι ερευνητές ισχυρίζονται ότι ο Αντίνοος θυσιάστηκε από το αιγυπτιακό ιερατείο, και προσφέρθηκε εκουσίως, σε μια τελετή κάθαρσης και εξαγνισμού, ως θύμα στον ιερό ποταμό Νείλο, προς τιμήν του Όσιρι, που εκείνη ακριβώς την μέρα, την 1η του μήνα της Αθύρ (28 Οκτωβρίου κατά το ιουλιανό ημερολόγιο) όλη η Αίγυπτος τιμούσε την επέτειο του θανάτου του Όσιρι. Με αυτήν την εθελούσια θυσία του κέρδισε την αιωνιότητα. Ο θάνατος του Αντίνοου συνέπεσε με την μνήμη του Όσιρι. Πλέον, Αντίνοος και Όσιρις έγιναν ένα. Ο Αντίνοος κατέκτησε με τον θάνατό του την αθανασία! Η φαραωνική απεικόνισή του σε αρκετά γλυπτά ως Αντίνοος-Όσιρις, υποδηλώνει ξεκάθαρα ότι ήταν αφιερωμένος σε αυτήν την αιγυπτιακή θεότητα. Γι’ αυτό θεοποιήθηκε και από τους Αιγυπτίους, που του αφιέρωσαν (με επιθυμία του Αδριανού φυσικά), ιερό στον τόπο της θυσίας του. Έτσι, ο αυτοκράτορας θα εξακολουθούσε να λατρεύει τον νεαρό αγαπημένο του, αλλά σε μια νέα πλέον διάσταση.
Συμπερασματικά: ο Αντίνοος είτε έπεσε μόνος στο νερό και πνίγηκε (=αυτοκτόνησε), είτε πνίγηκε κολυμπώντας, είτε τον βύθισαν τελετουργικά ή δολοφονικά κάποια χέρια μέσα στα νερά του Νείλου, πεθαίνοντας μέσα σε αυτό το ιερό ποτάμι εξασφάλισε την αθανασία που είχε ως τελευταία φιλοδοξία να κατακτήσει.
Ο Αντίνοος τάφηκε στην αιγυπτιακή πόλη που πήρε το όνομά του. Όμως ο Αδριανός παρήγγειλε κι ένα κενοτάφιο στη Ρώμη φαραωνικού στυλ, με οβελίσκους και σφίγγες φερμένες από την Αίγυπτο, που δέσποζε στο Πεδίο του Άρεως, πολύ κοντά στο δικό του μαυσωλείο, χτισμένο στις όχθες του Τίβερη, όπου οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του Αντίνοου τάφηκε και ο Αδριανός. Ταυτόχρονα, έδωσε παραγγελία στους διασημότερους γλύπτες της εποχής να φιλοτεχνήσουν όσο πιο πειστικά γλυπτά πορτρέτα του Αντίνοου, με τα οποία κόσμησε τα ιερά που ίδρυσε προς τιμήν του, αφού πλέον τον κατέστησε θεότητα του ρωμαϊκού Πανθέου. Ένας από τους ωραιότερους ανδριάντες του περίφημου νέου, στεφανωμένου με κλαδιά κισσού, τοποθετήθηκε στο ιερό των Δελφών. Ένα άλλο άγαλμά του αφιερώθηκε στο ιερό της Ολυμπίας. Ταυτόχρονα, γέμισε την περίφημη έπαυλή του στο Τίβολη με εξαιρετικής τέχνης προτομές και ανδριάντες του Αντίνοου για να τον βλέπει καθημερινά και να τον διατηρεί πάντα ζωντανό στην μνήμη του, αν και λέγεται, ότι σύντομα παρηγορήθηκε σε άλλες εφηβικές αγκαλιές.
Εμπνευσμένος από το βαθύτατο πένθος του απαρηγόρητου αυτοκράτορα, ο ποιητής Νουμένιος έγραψε ένα ποίημα με τίτλο «Παρηγοριά» όπου εκθείαζε τον Αντίνοο και το αφιέρωσε στον Αδριανό. Την ίδια περίοδο ο Μεσομίδης συνέθεσε με πένθιμη μουσική για να τιμήσει τον πρόωρο θάνατο του νεαρού ευνοουμένου. Με εντολή του Αδριανού, ο αστερισμός του Γανυμήδη που είναι ενσωματωμένος στον αστερισμό του αετού, μετονομάστηκε σε Αντίνοο, ενώ το όνομα το Γανυμήδη το έδωσε στον αστερισμό του Υδροχόου. Τρία μόλις χρόνια μετά τον θάνατο του Αντίνοου, το 133 μ.Χ. η Συντεχνία Βιοτεχνών και Δούλων της πόλης Λανούβιο (Lanuvium-Lanuvio) στην περιφέρεια της Ρώμης, ανακήρυξε τον Αντίνοο προστάτη της, γεγονός που ίσως φανερώνει και την ταπεινή καταγωγή του ωραίου νέου που έκλεψε την καρδιά του αυτοκράτορα Αδριανού.
Σήμερα, τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου φιλοξενούν αγάλματα του Αντίνοου. Σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, την Αγγλία, την Αίγυπτο και την Αμερική, η μορφή του έχει ταξιδέψει παντού κι έχει βρει στέγη στα διασημότερα Μουσεία του κόσμου. Όλοι στέκονται με θαυμασμό μπροστά τον έφηβο με τα πολύ πλούσια, ατίθασα μαλλιά, τα τσουλούφια του να πετούν εδώ κι εκεί χαριτωμένα κι ανέμελα, χωρίς επιτηδευμένα χτενίσματα, και ο αυχένας του να κοσμείται με δαχτυλιδωτές μπούκλες. Το κεφάλι του πάντα ελαφρά σκυφτό, εκτός από τα φαραωνικά του, μνημειακά αγάλματα της τελευταίας περιόδου, που παριστάνεται ευθυτενής και άκαμπτος σαν Αιγύπτιος θεός. Σε όλα τα άλλα γλυπτά, πιο αληθοφανή από τα φαραωνικά, βλέπει κανείς έναν νέο που το μέτωπό του είναι συνήθως μόνιμα συννεφιασμένο, σαν να τον βασανίζουν σκέψεις. Τα πυκνά φρύδια του, δυο κατάισια και ελαφρά πλαγιαστά, σμιχτά τόξα, σκιάζουν το σκοτεινό βλέμμα του, μέσα από δυο στενά αμυγδαλωτά και λίγο πλαγιαστά μάτια, που του δίνουν μια κάπως εξωτική εμφάνιση. Η μύτη του σχεδόν ίσια, ελαφριά κυρτή στη ράχη της, όχι πολύ λεπτή, αλλά δεμένη αρμονικά με το σύνολο του προσώπου του, που τονίζεται από τα σαρκώδη και φουσκωμένα με ένα αιώνιο παράπονο, καλογραμμένα χείλη του, που συγκρατούν ένα μελαγχολικό χαμόγελο. Κι όλα αυτά τα όμορφα κι αρμονικά χαρακτηριστικά, πλαισιωμένα από ένα ωραίο οβάλ πρόσωπο με απαλές γωνίες, κάτι ανάμεσα σε παιδί και νεαρό άντρα. Το ανάστημά του ίσως δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλό, αλλά είχε σώμα αθλητικό και καλλίγραμμο, με στρογγυλούς, φαρδύς ώμους, πλατύ στήθος, επίπεδη κοιλιά, δυνατά χέρια και στιβαρά πόδια που του έδιναν στο σύνολο ένα εντυπωσιακό παράστημα. Αν και τα γεννητικά του όργανα είναι πλήρως σχηματισμένα, το εφηβαίο του είναι αποτριχωμένο και μοιάζει παιδικό. Μόνο στον ανδριάντα του ως ασκληπιάδης στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βερολίνου, παριστάνεται σαν ένα νεαρό αγόρι 15-16 ετών, στην αρχή της εφηβείας του, με σώμα άγουρο ακόμα, σχεδόν παιδικό. Σε κανένα άγαλμά του δεν μοιάζει με έναν ανέμελο νέο. Περισσότερο μοιάζει προβληματισμένος, με κλειστό χαρακτήρα και σκοτεινό ψυχικό κόσμο. Ακόμα και οι πιο εξιδανικευμένες απεικονίσεις του, παρουσιάζουν έναν νέο κατακλεισμένο από ψυχολογικά προβλήματα και πολύ ευαίσθητο χαρακτήρα, που προσπαθεί να κρύψει πίσω από έναν πολύ έκδηλο ναρκισσισμό.
Η αρχική εμφάνιση του Αδριανού σίγουρα ήταν ερμαφρόδιτη. Τουλάχιστον αυτό φαίνεται στην περίφημη προτομή του γνωστή ως “Antinous Mondragonne” που ανήκε στη συλλογή αρχαιοτήτων της ομώνυμης ρωμαϊκής βίλλας και σήμερα κοσμεί το Μουσείο του Λούβρου, αλλά και σε αρκετές άλλες. Είχε πολύ μακριά μαλλιά, περίτεχνα χτενισμένα με κορδέλες και φορούσε στεφάνια από κισσό ή κληματόφυλλα , όπως ο Διόνυσος. Όμως, ανάμεσα στις τόσες απεικονίσεις του, που ξεπερνούν σε αριθμό και αυτών των αυτοκρατόρων της Ρώμης, μία ξεχωρίζει ιδιαίτερα. Είναι ο ανδριάντας του που φυλάγεται στο Μουσείο της Ελευσίνας. Τον παριστάνει ντυμένο με ιμάτιο, σχεδόν στην ηλικία που γνωρίστηκε με τον Αδριανό. Μπορεί και να προέρχεται από την εποχή που κατά πάσα πιθανότητα μυήθηκε στα ελευσίνια μυστήρια. Μοιάζει με έναν πολύ σοβαρό, νεαρό μύστη. Πρόκειται ίσως για την πιο αυθεντική απεικόνιση του Αντίνοου, που μέσα από μια ερωτική ιστορία απρόσμενου ή αναμενόμενου τέλους, πέταξε στα φτερά των θρύλων και της αιωνιότητας.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αποχαιρετισμός στην Καίτη Γκρέυ

Ευγενία Ζωγράφου (1938-2023)

Ένα βιβλίο για το Ηράκλειο Αττικής