(Αφιερωμένο στη μνήμη του αγαπημένου θείου μου Γιάννη Κασαβελίδη, ζωγράφου, που έφυγε τόσο ξαφνικά και άδικα από τη ζωή, στο γύρισμα της μέρας από 5 προς 6 Απριλίου του 1976)
Νίμμη μου σ΄ευχαριστώ! Νομίζω, έστω και καθυστερημένα, ότι το όφειλα αυτό στο θείο μου! Απ΄όταν ήμουν παιδάκι τον θυμάμαι που ερχόταν σπίτι μας! Θυμάμαι τα όμορφα γαλανά του μάτια και τη μυστηριώδη έκφραση του προσώπου του, που ούτε γελούσε, ούτε ήταν θλιμμένο. Τον πίνακα με την κατσίκα που είναι πιο πάνω, τον είχε ζωγραφίσει στη Μεταμόρφωση (Κουκουβάουνες). Ήταν ένα τοπίο που θύμιζε χωριό, κοντά στο παλιό εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας, στην περιοχή "μπαρουτάδικο". Χωριό ήταν ακόμα τότε οι Κουκουβάουνες. Και τι παράξενος, κακός οιωνός! Την επόμενη μέρα που τέλειωσε αυτό τον πίνακα (που στόλιζε για χρόνια το σαλόνι μας και μετά το ιατρείο μου), έπεσε ένας κεραυνός κι έκοψε το ένα από τα δέντρα που φαίνονται στον πίνακα, στα δύο! Ο απληροφόρητος δημοσιογράφος τον αποκάλεσε "άσημο". Όμως ο θείος ήταν πολύ γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Πειραιά, κι εκείνες της ημέρες της δολοφονίας του ετοίμαζε την πρώτη του μεγάλη έκθεση, που ίσως να τον έκανε διάσημο! Κι ένα κακό προμήνυμα ακόμα: Ο θείος είχε νοικιάσει τον εκθεσιακό χώρο από ένα γραφείο κηδειών!...
«Η ανδρεία γυναίκα είναι πολυτιμότερη και από τα ακριβότερα πετράδια!» αναφέρει ο σοφός Σολομών στην Παλαιά Διαθήκη. Και όντως, όποτε οι γυναίκες στάθηκαν στο πλευρό τον αντρών στις μεγάλες στιγμές της ιστορίας, έδρεψαν επάξια και τις δικές τους δάφνες! Από τα αρχαία χρόνια μέχρι τις ημέρες μας, αν ανατρέξει κανείς στις χρυσές σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας, θα διαβάσει για γενναίες γυναίκες με ανδρικό φρόνημα και τόλμη. Από τη μυθολογική, πάνοπλη σαν άντρα, θεά Αθηνά Παλλάδα, από τις μυθικές Αμαζόνες, από τις περίφημες μάνες της αρχαίας Σπάρτης, από την γενναία Εβραία της Παλαιάς Διαθήκης την Ιουδίθ, από την πολεμίστρια βασίλισσα της αρχαίας Παλμύρας τη Ζηνοβία, από την θρυλική Γαλλίδα Ζαν ντ’ Αρκ, μέχρι τις ηρωικές βασίλισσες της Ινδίας με πιο περίφημη ανάμεσά τους τη Τζάνσι κι Ράνι, που μαχόταν εναντίον των Άγγλων αποικιοκρατών έφιππη, μ’ ένα παιδί δεμένο στην πλάτη, σύγχρονη των δικών μας ηρωίδων του ‘21. Για να φτάσουμε στην Ελλάδα, στα χρόνια της δικής μας Επανάστασης που ξέσπα
Με το που μπήκε ο Νοέμβρης, μία ανάμνηση παλιά στριφογύριζε στο μυαλό του μπάρμπα-Μανώλη. Θυμήθηκε, την εποχή που ήταν τριών χρονών παιδάκι κι ήταν και τότε αρχές Νοέμβρη, όταν αντίκρισε για πρώτη φορά στη ζωή του χιόνι. Παρ’ όλο που ήταν ο τελευταίος μήνας του Φθινόπωρου, σαν ο Χειμώνας να τον έσπρωχνε να φύγει βιαστικά, να πάρει αυτός τη θέση του. Κι έτσι, αν κι ήταν πολύ νωρίς για χιόνια μεσ’ στην πόλη, έπεσε άξαφνα πρώιμη βαρυχειμωνιά! Χιόνισε για τα καλά εκείνες τις μέρες! Και η μικρή πόλη που είχε γεννηθεί ο μπάρμπα-Μανώλης, που περισσότερο, τα χρόνια εκείνα, έμοιαζε χωριό, ντύθηκε στα κάτασπρα, καθώς πυκνό χιόνι άρχισε να πέφτει απ’ το βαθύ ξημέρωμα. Τα κλαδιά των πεύκων στους μεγάλους δρόμους βάρυνα απ’ το πολύ χιόνι που τα σκέπασε κι έγειραν απ’ το φορτίο. Η μεγάλη αυλή του Μανώλη καλύφτηκε από παχύ στρώμα χιονιού. Εκείνος, μαζί με τις δυο μεγαλύτερες αδερφές του τη Ρένα και τη Χαρούλα, κοίταζαν το χιόνι μέσ’ από το τζάμι του παιδικού δωματίου. Το χάζευαν να πέφτει στροβι
Εκείνα τα Χριστούγεννα έμοιαζαν με άνοιξη. Ο ήλιος από την παραμονή ήταν τόσο ζεστός και φώτισε από νωρίς τον ουρανό, δίνοντας μια εξαιρετικά χαρούμενη λάμψη στο γαλάζιο του πρόσωπο. Παρέες παιδιών με γελαστά μουτράκια, παρόλο το αγουρωπό ξύπνημα, ξεχύθηκαν με τα μεταλλικά τρίγωνά τους στους δρόμους να πουν τα Κάλαντα. Ένα έθιμο παλιό, που θα τους απέφερε σίγουρα και κάποια κέρδη, με τα οποία θα αγόραζαν γλυκά, παιχνίδια, ή ό,τι άλλο τραβούσε η καρδιά τους. Τραγουδούσαν τα Κάλαντα χαρωπά και, μέσα στο μυαλό τους, σχεδίαζαν σε ποιες γειτονιές θα τα έλεγαν, ποιες πόρτες θα χτυπούσαν κι ύστερα... Ύστερα πού θα πήγαιναν να εξαργυρώσουν τα κέρδη τους, αγοράζοντας κάποια πράγματα που ονειρεύονταν από καιρό. Μια ομάδα τεσσάρων παιδιών, στάθηκε μπροστά και στην πόρτα του μπάρμπα-Μανώλη. Χτύπησαν το μεταλλικό ρόπτρο σχεδόν συνθηματικά, πιστεύοντας ότι θα καταλάβαινε από τον ήχο, ότι ήταν τα αγαπημένα του ανιψάκια. Εκείνος άνοιξε την πόρτα και το χαρωπό πρόσωπό του φωτίστηκε, μόλις είδε μπροστά
Ἀπέτισες στὸν θεῖο σου φόρο τιμῆς ὅπως τοῦ ἔπρεπε, Μανώλη. Ἄνθρωπος μὲ ταλέντο, εὐαίσθητος καὶ ἀξιόλογος ζωγράφος, παρ' ὅλη τὴν σχετικὰ νεαρή του ἀκόμη ἠλικία, μὲ δικό του στύλ, ποὺ ἀντικαθρεπτίζει καὶ τὴν περίοδο ποὺ ζοῦσε. Ὑποψιάζομαι μερικὰ γονίδια ποὺ πέρασαν καὶ σὲ σένα..! Ὅσο γιὰ τὸ ἄχαρο καὶ ἀδέξιο σχόλιο τοῦ δημοσιογράφου, ποιὸς ξέρει τί μικρὸς γραφιὰς ἦταν ὁ κι αὐτός, τόσο ἤξερε.. Ἐσὺ ἔκανες ὑπερήφανο τὸν ζωγράφο Γιάννη Κασαβελίδη μὲ τὸν χαιρετισμὸ καὶ τὴν ἄξια ἀναγνώρση ποὺ ἀπέδωσες σήμερα στὸ ἔργο του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝίμμη μου σ΄ευχαριστώ! Νομίζω, έστω και καθυστερημένα, ότι το όφειλα αυτό στο θείο μου! Απ΄όταν ήμουν παιδάκι τον θυμάμαι που ερχόταν σπίτι μας! Θυμάμαι τα όμορφα γαλανά του μάτια και τη μυστηριώδη έκφραση του προσώπου του, που ούτε γελούσε, ούτε ήταν θλιμμένο.
ΔιαγραφήΤον πίνακα με την κατσίκα που είναι πιο πάνω, τον είχε ζωγραφίσει στη Μεταμόρφωση (Κουκουβάουνες). Ήταν ένα τοπίο που θύμιζε χωριό, κοντά στο παλιό εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας, στην περιοχή "μπαρουτάδικο". Χωριό ήταν ακόμα τότε οι Κουκουβάουνες. Και τι παράξενος, κακός οιωνός! Την επόμενη μέρα που τέλειωσε αυτό τον πίνακα (που στόλιζε για χρόνια το σαλόνι μας και μετά το ιατρείο μου), έπεσε ένας κεραυνός κι έκοψε το ένα από τα δέντρα που φαίνονται στον πίνακα, στα δύο!
Ο απληροφόρητος δημοσιογράφος τον αποκάλεσε "άσημο". Όμως ο θείος ήταν πολύ γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Πειραιά, κι εκείνες της ημέρες της δολοφονίας του ετοίμαζε την πρώτη του μεγάλη έκθεση, που ίσως να τον έκανε διάσημο!
Κι ένα κακό προμήνυμα ακόμα: Ο θείος είχε νοικιάσει τον εκθεσιακό χώρο από ένα γραφείο κηδειών!...